31 Οκτ 2009

Ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου: Ἀνάλυση καί προεκτάσεις στήν κατήχηση τῶν νέων

Εἰσήγηση σέ Σεμινάριο Κατηχητῶν της Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν
ἀπό τὸν Ἀρχιμανδρίτη τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν
π. Συμεὼν Βενετσιάνο

Ὁ πρῶτος νυμφαγωγός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, στή σκηνή τοῦ παραδείσου, ὅταν δημιουργεῖ καί παραδίδει στόν πρωτόπλαστο Ἀδάμ τήν Εὔα.
Ἡ Ἐκκλησία ἀνεκήρυξε τόν γάμο Μυστήριο, «ἀνδρός καί γυναικός συνάφεια καί συγκλήρωσις πάσης ζωῆς, θείου τε καί ἀνθρωπίνου δικαίου κοινωνία». Δέν εἶναι ἁπλῶς μία Ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἕνα Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως στόν παράδεισο, ἔτσι καί στό ἱερό Μυστήριο, ὁ Θεός γίνεται καί πάλι νυμφαγωγός καί τελετάρχης, «κατεβάζει ἀπό τόν οὐρανό τή θεία Του χάρη καί συγκολᾶ τίς καρδιές, εὐλογεῖ τήν ἕνωση τῶν σωμάτων καί τῶν ψυχῶν, περιθριγκώνει τό ζευγάρι μέ τή δική Του δύναμη καί ἀπαντοχή γιά νά μπορεῖ ὁ καθένας ἀλλά καί μαζί νά ἀντέξουν καί νά ἀντιμετωπίσουν τίς δυσκολίες τῆς συζυγίας καί ἀργότερα τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν». Ἡ Ἐκκλησία ἐξαγιάζει τήν ἤδη ὑπάρχουσα ἀγάπη –τόν ἔρωτα- τῶν ἐρχομένων εἰς γάμου κοινωνία σέ μιά καινούρια ἐν Χριστῷ σχέση. Στό Μυστήριο αὐτό δέν ἔχουμε ἁπλῶς μεταβολή τῆς ποιότητος ζωῆς τῶν πρώην ἀγάμων, ἀλλά συντελεῖται καί μιά οὐσιαστικώτερη μεταβολή τῶν δύο «εἰς σάρκα μίαν». Γιά νά γίνει ὁ καθένας ἐκ τῶν δύο ὁλόκληλος, ἐνιαῖος, σῶος. «Διά τοῦτο γάμος οἰκονομεῖται, ὥστε τό λεῖπον ἑτέρῳ παρ’ ἑτέρῳ πληροῦσθαι καί τόν ἐνδεῆ γενέσθαι αὕτως αὐτάρκη», ὑπογραμμίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα δέν εἶναι δύο ἄνθρωποι, ἀλλά ἕνας ἄνθρωπος. «Οὐ γάρ εστιν εἷς οὐδέπω, ἀλλ ἥμισυ τοῦ ἑνός. Γυνή γάρ καί ἀνήρ οὐκ εἰσίν ἄνθρωποι δύο, ἀλλ’ ἄνθρωπος εἷς». Τά δύο φύλα, τά δύο ὄντα, εἶναι ἰσότιμα καί ἀμοιβαίως ἐλλειμματικά. Τό καθένα δέν εἶναι αὔταρκες ἀπό μόνο του, ἀλλά συνιστᾶ τό «ἥμισυ» τοῦ ἄλλου, ὅπως γιά πρώτη φορά ἐξηγεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ἔτσι, στό γάμο δέν ἑνώνονται ἁπλῶς δύο ἴσα ὄντα, ἀλλά δύο ὄντα στό καθένα τῶν ὁποίων λείπει κάτι σημαντικό καί διαφορετικό. Τό ἕνα συμπληρώνει τό ἄλλο, τό ἕνα προσφέρει ὅ,τι χρειάζεται τό ἄλλο (καθηγητής Στυλ. Παπαδόπουλος).

«Τό Μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστί», ἀναφωνεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καθώς βλέπει τόν γάμο ὡς ἐκτύπωση καί ἀντίγραφο τῆς μυστικῆς καί ἀπόλυτης ἑνότητας τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία, ἐκφράζοντας ἔτσι ὅλη τή χριστιανική θεώρηση τοῦ γάμου. Ἀπό τά πρῶτα χριστιανικά χρόνια «μετά γνώμης τοῦ ἐπισκόπου τήν ἕνωσιν –οἱ χριστιανοί- ποιούμενοι, ἵνα ἧ κατά Θεόν καί μή κατ’ ἐπιθυμίαν. Πάντα εἰς τιμήν Θεοῦ γινέσθω», ἀναφέρει ὁ Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας στήν ἐπιστολή του πρός Πολύκαρπον. Ἀπό τά χρόνια τοῦ Ἰουστινιανοῦ ὑπάρχει καί ἡ διάθεση τῆς πολιτείας νά περιβληθεῖ ὁ χριστιανικός γάμος μανδύα πολιιτκῆς ἐγκυρότητος, ὥσπου ὁ Λέων ὁ Σοφός διά τῆς 89ης Νεαρᾶς τοῦ ἔτους 893 ἀνεκήρυξε τήν εὐλογία τοῦ γάμου ὡς τό οὐσιωδέστερο στοιχεῖο τῆς πολιτικῆς νομιμοποιήσεως τοῦ γάμου, ὁ δέ Ἀλέξιος ὁ Κομνηνός –τό 1084- ἀνεγνώρισε ὡς νόμιμη καί ἔγκυρη μόνο τή μνηστεία πού εἶχε λάβει τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας.
Πέρα ἀπό τά παραπάνω, γεγονός εἶναι ὅτι ὁ πυρήνας τῆς ἱερολογίας τοῦ γάμου ὑπῆρχε πάντοτε, ὁ γάμος ὡς μυστηριακή πράξη ἔχει ἀποστολική προέλευση, ὅπως μάλιστα μᾶς βεβαιώνουν ἀρχαίοι ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, π.χ. ὁ Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, ὁ Τερτυλλιανός, ἀπολογητής τοῦ 2ου μ.Χ. αἰ., ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, ὁ Ὠριγένης, ὁ συγγραφέας τῆς Πρός Διόγνητον ἐπιστολῆς καί ἄλλοι.
Ἄς δοῦμε ὁρισμένα στοιχεῖα τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου, στοιχεῖα πού εἶναι γεμάτα πνευματικούς συμβολισμούς.
(Ἐπισημαίνω τήν ἀνάγκη νά μιλήσουμε στά παιδιά μέ τέτοια γλῶσσα γιά τούς μεγάλους θησαυρούς τῆς πίστεώς μας καί ὄχι καθηκοντολογικά ἤ ἠθικολογικά. Νομίζω πώς ἡ προσέγγιση καί ἡ κατά τό δυνατόν ἁπλούστερη ἑρμηνεία τῶν στοιχείων τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου τοῦ γάμου ἔχει νά προσφέρει στά παιδιά καί τούς νέους ἀσύγκριτα περισσότερα καί ὠφελιμότερα στοιχεῖα, ἀπό ἕνα μάθημα π.χ. γύρω ἀπό τίς προγαμιαῖες σχέσεις, μέ τίς ἀτέρμονες συζητήσεις, τή δυτικότροπη ἐπιχειρηματολογία, τήν ἀοριστολογία καί τήν ἠθικολογία τῶν προσκόπων. Ἄν ὑπάρχει κάτι πού ὀφείλουμε νά ἐπανεύρουμε ὡς ἐκκλησιαστική κοινότητα εἶναι ὁ ὁρισμός τοῦ «ἱεροῦ» στή ζωή μας, συνειδητοποιώντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἀπαγορεύει ἀλλά ἐπισημαίνει, κυρίως δείχνει τόν δρόμο πρός τήν ἐν Χριστῷ τελείωση, πώς ἡ Ἐκκλησία προτείνει τά Μυστήριά της ὡς τρόπους μετάδοσης τῶν εὐλογιῶν στή ζωή μας. Ὄ,τι λέει ἡ Ἐκκλησία τό λέει ἀπό ἀγάπη, δέν μπορεῖ καμμιά ἄλλη προϋπόθεση νά βρίσκεται πίσω ἀπό τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, πού θέλει ὄχι τόν καταναγκασμό οὔτε τόν μαρασμό τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τήν ἁγιότητά του. Τό ἴδιο ἰσχύει -ἡ ἀνάγκη γιά προσέγγιση καί ἑρμηνεία τοῦ ἱεροῦ μυστηρίου δηλ.- γιά τόν ἐπανευαγγελισμό τῶν νέων ἀνθρώπων πού προσέρχονται στό ἱερό Μυστήριο χωρίς νά γνωρίζουν σχεδόν τίποτε γύρω ἀπό αὐτό ἤ ἀκόμα χειρότερα ἔχοντας στό μυαλό τους ἐντελῶς λανθασμένες ἰδέες γιά τό μυστήριο αὐτό τῆς Ἐκκλησίας μας.)
Ὅπως τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος προηγεῖται ἡ τελετή τῆς κατηχήσεως, ἔτσι καί τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου τοῦ γάμου προηγεῖται ἡ ἀκολουθία τῶν μνήστρων, τοῦ ἀρραβῶνος.
Ἀκολουθία τοῦ ἀρραβῶνος: ἡ ψυχή τῆς ἱερᾶς Ἀκολουθίας εἶναι τό δακτυλοθέσιον. Ὁ Ἱερεύς προσεύχεται στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἕνωσε τά διηρημένα στήν Ἐκκλησία, νά εὐλογήσει τούς δακτύλιους καί νά ἑνώσει ἐκείνους πού μέχρι πρίν λίγο ἦσαν ἄγνωστοι.
Ποιά ἡ ἱστορία τοῦ δακτυλιδίου; Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα τό δακτυλίδιο εἶναι σημεῖο υἱοθεσίας καί ἐξουσίας (στήν παραβολή τοῦ ἀσώτου ὁ πατέρας δίδει, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί δακτυλίδιο στόν νεώτερο υἱό πού ἐπέστρεψε, ἀναγνωρίζοντάς τον καί πάλι ὡς υἱό καί κληρονόμο του). Καί οἱ δύο -ἄνδρας καί γυναίκα- ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἔχουν ἐξουσία τιμῆς καί διακονίας.
Ἐπίσης το δακτυλίδι χρησίμευε ἀντί σφραγίδος. Ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς μᾶς πληροφορεῖ ὅτι στίς ἡμέρες του ὁ ἄνδρας ἔδινε τό δακτυλίδι στή γυναίκα σημαίνοντας ὅτι τή θεωρεῖ πλέον κι ἐκείνη ἄξια μαζί του νά ἔχει τήν ἐπιμέλεια τοῦ σπιτιοῦ. Ἀργότερα δόθηκε καί μία ἀκόμη συμβολικώτερη ἔννοια, δηλ. ὅτι μέ τήν περίθεση τῶν δακτυλιδίων καθένας ἀπό τούς δύο δέν ἐξουσιάζει πλέον τόν ἑαυτό του ἀλλά τόν ἄλλον.
Τά δακτυλίδια σημαίνουν βεβαίως καί τόν κοινό δεσμό, τήν ἑνότητα, τή δέσμευση, τή συζυγία. Ὅπως σημειώνει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ γάμος εἶναι «ὁ διά τῆς εὐλογίας ζυγός», καί ὁ κοινός αὐτός ζυγός φανερώνεται καί διά τῶν δακτυλιδίων.
Ἡ ἐναλλαγή τῶν δακτυλιδίων τρεῖς φορές ἀπό τόν παράνυμφο σηματοδοτεῖ -μέ πνευματικό νόημα- τήν ἀμοιβαία προσεφαρμογή καί τήν ἀναπλήρωση τῶν ἐλλείψεων τοῦ ἑνός ἀπό τίς ἱκανότητες τοῦ ἅλλου, τήν ἀναπλήρωση τῶν ἐλλείψεων καί τῶν δύο ἀπό τήν ἀγάπη καί τῶν δύο.
Τέλος, σύμφωνα μέ μία ἑρμηνεία τοῦ Ἰσιδώρου Σεβίλλης, το δακτυλίδιο τοποθετεῖται στόν τέταρτο δάκτυλο τοῦ χεριοῦ, διότι ἀπό ἐκεῖ ξεκινᾶ μία φλέβα ἡ ὁποία καταλήγει στήν καρδιά, τήν ἕδρα τῆς ἀγάπης.
Εὐχές τοῦ Μυστηρίου: Ἡ Ἐκκλησία ἔβαλε ὅλη τή διδασκαλία τῆς στίς εὐχές τοῦ Μυστηρίου τοῦ γάμου. Ἐκεῖ φαίνεται ὅτι οἱ σύζυγοι πρέπει νά διάγουν ἐν σωφροσύνῃ καί ἀγάπη καί νά πορεύονται κατά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Ἄλλωστε ὁ ἀπώτερος σκοπός καί ἐδῶ εἶναι ἡ σωτηρία. Ὁ γάμος ἐντάσσεται στό πλαίσιο τῆς σωτηριολογικῆς στοχοθεσίας τοῦ πιστοῦ. Ὁ γάμος δέν εἶναι ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σωτηρία εἶναι ὁ σκοπός τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ γάμος εἶναι ὁ τρόπος, ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία, ἔτσι τόν βλέπει καί ἡ παράδοση τῶν Πατέρων μας ὡς «ὁδόν σωτηρίας καί τρόπον θεώσεως».
Ἡ μνημόνευση ἀνδρῶν καί γυναικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού ἀξιώθηκαν θεῖες ὀπτασίες καί ἡ εὐχή νά διαφυλάξουν οἱ νεόνυμφοι τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, δείχνουν τήν ἀσκητική καί σωτηριώδη σημασία τοῦ κατά Χριστόν γάμου.
Ὅπως σημειώνει ὁ π. Γεώργιος, ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ εὐλογίες πρός τούς νεόνυμφους καί οἱ προσευχές τῆς Ἐκκλησίας μας –τόσο στά «Εἰρηνικά» ὅσο καί στίς «Εὐχές»- θυμίζουν πώς ὅταν ὁ γάμος γίνει Μυστήριο τότε μεταθέτει τούς συζύγους καί τό φυσικό τους γάμο ἀπό τόν παλαιό, ἀλύτρωτο καί χωρίς Θεό κόσμο τοῦ ἐγωισμοῦ, τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, στόν καινό, θεανθρώπινο κόσμο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀγάπης τῆς Ἐκκλησίας. Κάθε Μυστήριο ἄλλωστε εἶναι μιά μετάβαση καί μιά μεταμόρφωση τοῦ παλαιοῦ κόσμου καί τῆς παλαιᾶς ζωῆς σέ καινό κόσμο καί καινή ἐν Χριστῷ ζωή, πού προσφέρεται ὡς δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μέ τό Μυστήριο τοῦ γάμου δέν ἑνώνονται μόνο ὁ γαμπρός καί ἡ νύφη, ἀλλά ἑνώνεται μαζί τους καί ὁ Χριστός ἤ μᾶλλον ἀμφότεροι ἑνώνονται ἐν Χριστῷ, ὁ Ὁποῖος καθιστᾶ ἔτσι τήν ἕνωσή τους ἁγία, τέλεια, ὑγειή, θεανθρώπινη. Ὅ,τι ἑνώνει τούς συζύγους δέν εἶναι μόνο ἡ φυσική ἔλξη τῶν δύο φύλων, ἡ κοινωνική σκοπιμότητα κ.τ.λ., ἀλλά πρώτιστα ὅλων ὁ Χριστός.
Ἐπιτρέψτε μου να τονίσω ἀκόμη ὅτι στό Μυστήριο προσευχόμαστε τόσο γιά τή συζυγία ὅσο καί γιά τή μελλοντική γονεϊκότητα τῶν δύο, ὑπογραμμίζοντας τόν διπλό σκοπό τοῦ γάμου, δηλ. τήν ὁλοκλήρωσή των στό γάμο καί τό ὅτι θά γίνουν συνδημιουργοί Θεοῦ («Ὑπέρ τοῦ παρασχεθῆναι αὐτοῖς σωφροσύνην, καί καρπόν κοιλίας πρός τό συμφέρον...» καί «Ὑπέρ τοῦ δωρηθῆναι αὐτοῖς εὐτεκνίας ἀπόλαυσιν, καί ἀκατάγνωστον διαγωγήν...»).
Ἕνωση τῶν χειρῶν: ὁ Ἱερεύς παρακαλεῖ τόν Θεό νά ἁρμόσει τό ζευγάρι -ἄς θυμηθοῦμε ἐδῶ τί εἶναι τό ἁρμολόγημα στήν οἰκοδομική τέχνη- καί συνάπτει, ἑνώνει τά δεξιά χέρια των. Μέ τό τρόπο αὐτό ἐπισήμως ὁ Ἱερεύς παραδίδει τόν ἕνα στόν ἄλλο -ὅπως ὁ Θεός παρέδωσε στόν Ἀδάμ τήν Εὔα- καί ταυτόχρονα δηλώνεται ἡ ἀδιάσπαστη καί διηνεκῆς ἑνότητα τῶν νυμφευομένων. Οἱ νεόνυμφοι εἶναι παραδομένοι ὁ ἕνας στόν ἄλλον καί δεμένοι ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο! Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος γράφοντας ἐπιστολή μέ τήν εὐκαιρία τῶν γάμων τῆς Ὀλυμπιάδος, ἀναφέρει πώς ἐκείνη τή στιγμή ὁ Ἱερεύς ἑνώνει τά χέρια τῶν δύο καί οἱ δύο ἑνώνουν τά χέρια τους μέ τό χέρι τοῦ Θεοῦ.
Ἡ στέψη: τά στέφανα ἕλκουν τήν προέλευση τους από τούς ἀρχαίους Ἕλληνες.
Μία πρώτη ἀναφορά: Οἱ πρόγονοί μας τοποθετοῦσαν στέφανα ἀπό κλαδιά δένδρων στό κεφάλι, ὄχι γιά λόγους καλαισθησίας, ἀλλά ὡς ἔνδειξη ὅτι γρήγορα θά ἐλθει ἡ ἄνοιξη. Ἔτσι καί οἱ νέοι σύζυγοι φοροῦν τά στέφανα ὑποδηλώνοντας τή νέα ζωή πού ἀρχίζουν, τή δική τους ἄνοιξη, ἀπαρχή καί ἀφετηρία νέας πορείας, μέ τήν ἐλπίδα καί τήν αἰσιοδοξία πού χαρίζει καί ὁ ἐρχομός τῆς ἄνοιξης.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος βλέπει πιό πνευματικό συμβολισμό στήν πράξη αὐτή, ὀνομάζει τά στέφανα «σύμβολα τῆς νίκης», ἀναφέροντας πώς ἡ Ἐκκλησία ἐπιβραβεύει μέ τά στέφανα τούς νέους, πού ἐπέλεξαν τόν εὐλογημένο γάμο κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ «καταπτύσαντες τήν κλεψιγαμίαν». Καί πάλι ἡ ἀναφορά, προτύπωση στούς ἀθλητικούς ἀγῶνες τῶν ἀρχαίων προγόνων μας καί τήν ἐπιβράβευση τῶν στεφανηφόρων ἀθλητῶν εἶναι ἐμφανής.
Μία τρίτη ἑρμηνεία τῶν στεφάνων, πάλι ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο: ἡ στέψη ἁρμόζει σέ βασιλεῖς, τά στέφανα δείχνουν τήν ἐξουσία καί τήν ἡγεμονία -ἀλλά καί τήν εὐθύνη- πού ἀπό κοινοῦ καί οἱ δύο νυμφευθέντες ἀναλαμβάνουν γιά τόν ἑαυτό τους, ὁ ἕνας γιά τόν ἀλλο, γιά τό σπίτι τους, γιά τά παιδιά τους. Κοινή ἡ στέψη, ἡ ἐξουσία, ἡ εὐθύνη. Στή Ρωσία τά στέφανα ἦταν κατασκευασμένα ἀπό πολύτιμο μέταλλο, μοιάζοντας μέ στέμματα βασιλικά, φέροντας τό ἀποτύπωμα τοῦ Χριστοῦ -στό στέμμα τοῦ γαμπροῦ- καί τό ἀποτύπωμα τῆς Παναγίας –στό στέμμα τῆς νύφης. Οἱ ἀρμένιοι, γιά ὀκτώ ἡμέρες μετά τόν γάμο τους, ἀποκαλοῦν τόν γαμπρό καί τή νύφη «τακχαβόρ», δηλ. βασιλεῖς. Οἱ σύζυγοι κατά τήν ἱεροτελεστία στεφανώνονται ὡς βασιλεῖς, ἐνῶ ψάλλεται τό «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν δόξῃ καί τιμῇ στεφάνωσον αὐτούς».
Μετά τή στέψη ἀκολουθοῦν τά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα. Τό ἀποστολικό, ἀπό τό 5ο κεφάλαιο τῆς πρός Ἐφεσίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, στό ὁποῖο πνευματοκινήτως διαγράφονται οἱ σχέσεις τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας στό γάμο, ὡς ἐκτύπωση -ὅπως εἴπαμε- καί ἀντίγραφο τῆς μυστικῆς καί ἀπόλυτης ἑνότητας τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία, καί τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ἀπό τό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο, ὅπου ἀπαγγέλλεται τό θαῦμα στήν Κανᾶ, ὁ Χριστός, ἡ Παναγία μητέρα Του καί ὁρισμένοι ἀπό τούς μαθητές Του παρακάθονται καί συμμετέχουν στή χαρά τοῦ γάμου, καί ἐκεῖ μάλιστα ὁ Κύριος ἐπιτελεῖ τό πρῶτο θαῦμα Του (ἕνα ἀπό τά λιγοστά θαύματα πού ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης στό εὐαγγέλιό του).
Στό ε΄ κεφάλαιο τῆς ἐπιστολῆς του πρός Ἐφεσίους ὁ ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει γενικότερα τούς χριστιανούς σέ πνευματική ζωή, «Γίνεσθε οὖν μιμηταί τοῦ Θεοῦ, ὡς τέκνα ἀγαπητά», ἔτσι ἀρχίζει τό ε΄ κεφάλαιο, ἐνῶ ἀπό τόν στίχο 22 ἀναφέρεται συγκεκριμένα στή συζυγική ζωή, ἐξυψώνει τό πρόσωπο τῆς γυναίκας παρομοιάζοντάς την μέ τήν Ἐκκλησία, ἀποκαθηλώνει τόν ἄνδρα ἀπό τό βάθρο τοῦ δυνάστη μέσα στήν οἰκογένεια θυμίζοντάς του πώς ὁ Χριστός «ἑαυτόν παρέδωκεν ὑπέρ» τῆς Ἐκκλησίας καί πώς μέ αὐτόν τόν τρόπο οἱ ἄνδρες ὀφείλουν νά ἀγαποῦν τίς γυναῖκες τους «καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησε τήν Ἐκκλησίαν».
Μιά σκέψη ἀναφορικά μέ τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα: Ἐπιτρέψτε μου να σημειώσω, ὅτι στήν ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία, ὅπως π.χ. διασώζεται στό κατά Ματθαῖον εὐαγγέλιο, ὁ Χριστός ἀναφέρεται στό χριστιανικό γάμο, στά πλαίσια τῆς συμπλήρωσης καί τελειοποίησης τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου ἤ σέ συζήτηση του μέ φαρισαίους (Ματθαῖος, Μάρκος) ἀναφέρεται στό ἀδιάλυτο τοῦ γάμου. Κι ὅμως, ἡ Ἐκκλησία μας καθόρισε στό Μυστήριο τοῦ γάμου –στό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα- νά μήν ἀναφέρεται ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ γιά τόν γάμο, ἀλλά ἡ συμμετοχή τοῦ Χριστοῦ σέ ἕναν γάμο.
Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται ἀκόμη στήν ὑπακοή πού ἡ Θεοτόκος ὑπέδειξε πρός τούς ὑπηρέτες τοῦ γάμου («ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε...»), ὑπενθυμίζοντάς μας τή μεγίστη ἀξία τῆς ὑπακοῆς στήν κοινή ζωή –συνεπῶς καί στή συζυγική. Ἀκόμη, καί ὁ Χριστός ἐν τέλει πραγματοποιεῖ αὐτό πού Τόν παρεκάλεσε ἡ Μητέρα Του καί θαυματουργεῖ. Ὁ Χριστός ὑπακούει στή Μητέρα Του καί ἀκούει κάθε μητέρα, πού μέ θέρμη προσεύχεται σ΄ Ἐκεῖνον.
Κοινό ποτήριο: ὑποτυπώνει την κοινότητα τοῦ βίου τῶν νυμφευομένων, πού μαζί χρωστοῦν νά ἀδειάσουν, νά πιοῦν μέχρι τρυγός, μέχρι τελευταίας πνοῆς δηλ., ὅλα τά εὐχάριστα καί τά δυσάρεστα, ὅλα τά εὐφρόσυνα καί τά ἀνιαρά.
Το ἡμίγλυκο κόκκινο κρασί, πού προτιμᾶται νά πίνουν οἱ δύο, ὑποδηλώνει ξεκάθαρα ὅτι ὅλα ἀνήκουν καί στούς δύο, ὅλες οἱ στιγμές, ἡ γλυκόπικρη καθημερινότητα τῆς ζωῆς.
Ἡ σημασία τοῦ κοινοῦ ποτηρίου δέν εἶναι μόνο συμβολική, εἶναι καί λειτουργική. Θυμίζει ὅτι ἐκείνη τή στιγμή οἱ νεόνυμφοι κοινωνοῦσαν τῶν ἀχράντων Μυστηρίων, ὅταν –στήν πρώτη Ἐκκλησία- τό μυστήριο τοῦ γάμου τελεῖτο κατά τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας ἤ ἔστω ἀμέσως μετά τή Θεία Λειτουργία. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἀπαγγελία –λίγο πρίν- τῆς Κυριακῆς προσευχῆς, ὅπως καί στή Θ. Λειτουργία, «προσευχή προευτρεπίζουσα πρός τήν ἁγία Κοινωνία». Μάλιστα, ὅπως σημειώνει ὁ Συμεών Θεσσαλονίκης, κοινωνοῦσαν τῶν ἀχράντων Μυστηρίων μόνον ὅσοι τελοῦσαν πρῶτο γάμο. Οἱ δίγαμοι ἔπιναν τό κοινό ποτήριο, ὡς μία παρηγοριά διά τή μή μετάδοση τῆς θείας Κοινωνίας.
Ἄλλο χαρακτηριστικό δεῖγμα πού φανερώνει πώς παλαιότερα ὁ γάμος ἦταν ἀπολύτως συνδεδεμένος μέ τή Θεία Εὐχαριστία, εἶναι ὅτι ἀρχίζει μέ τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος...» ὅπως ἀρχίζει καί ἡ Θ. Λειτουργία. Ἔτσι ἀρχίζει καί τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, πού ἐπίσης ἦταν συδεδεμένο μέ τή Θεία Εὐχαριστία. Ὅπως σημειώνει ὁ Μητροπ. Περγάμου κ. Ἰωάννης «οἱ νεόνυμφοι,καίτοι ἔχουν τήν εὐλογία να δημιουργήσουν ἰδίαν οἰκογένεια, ἐν τούτοις τό ἔσχατο καί οὐσιαστικό πλέγμα σχέσεων, πού συνιστᾶ τήν ὑπόστασί τους, δέν εἶναι ἡ οἰκογένεια ἀλλά ἡ Ἐκκλησία, ὅπως ἐκφράζεται στήν εὐχαριστιακή σύναξη».
Ὁ χορός: Μετά τό κοινό ποτήριο, ἡ Ἀκολουθία φτάνει στή διαπασῶν της! Ὁ Ἱερεύς λαμβάνει τόν νυμφίο καί τή νύμφη –καί τόν παράνυμφο πού κρατᾶ τούς στεφάνους στίς κεφαλές τοῦ ζευγαριοῦ- καί «ἄγων αὐτούς ὡς πρός τό θυσιαστήριον χορείαν ποιεῖται». Ἡ στιγμή εἶναι κορυφαία καί ἐπίσημη. Εἶναι στιγμή πολύ μεγάλης χαρᾶς ὅλων, ἐπουρανίων καί ἐπιγείων, ἀνθρώπων, ἁγίων καί ἀγγέλων. Ὁ χορός διαλαλεῖ μέ τρόπο παραστατικό τήν πνευματική εὐφροσύνη καί τήν οὐράνια εὐθυμία ὅλων ὅσων συμμετέχουν στή μυστική καί εὐλογημένη ἕνωση τῶν δύο. Τόν χορό συναντοῦμε καί σέ δύο ἀκόμη Μυστήρια: τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Χειροτονίας.
Ὁ χορός ξεκινᾶ μέ τόν γνωστό μας ὕμνο: «Ἠσαΐα χόρευε...». Τό πρῶτο ἀπό τά τρία τροπάρια, πού ψάλλονται κατά τή διάρκεια τῆς κυκλικῆς περιστροφῆς τῶν νεονύμφων «περί τό τραπεζίδιον», ἀναφέρεται στήν Παρθένο Μαρία. Εἶναι ἕνας ὕμνος πρός τήν Παναγία, πού ἀξιώθηκε γιά τήν ταπεινωσύνη καί τήν ἀρετή της νά συλλάβει μέ τρόπο θαυματουργικό καί νά γεννήσει τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Θεάνθρωπο Σωτήρα μας. Ἡ μνεία τοῦ προφήτη Ἠσαΐα στό τροπάριο ἔχει φυσικά τό λόγο της. Ὁ Ἠσαΐας προφήτευσε ἀρκετούς αἰῶνες πρό Χριστοῦ τή σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ μέ τά ἐξῆς λόγια: «Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἔξει, καί τέξεται υἱόν, καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (7,14). Τό ὄνομα Ἐμμανουήλ σημαίνει «μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός». Ὁ προφήτης Ἡσαΐας χαίρεται διότι ἡ προφητεία του βγῆκε ἀληθινή, ἡ Παρθένος Μαρία γέννησε τόν Ἐμμανουήλ. Τί μπορεῖ νά σημαίνει ὅμως τό τροπάριο αὐτό γιά τούς νεονύμφους;
Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα νά ἔχουν στήν κοινή ζωή τους παρόμοια χαρά καί πληρότητα μέ αὐτήν τοῦ προφήτη, πού ἀξιώθηκε νά δεῖ ἀπό τόν οὐρανό τήν πραγμάτωση τῆς προφητείας του. Ἀκόμη, νά ἔχουν τήν ἐνδόμυχη προσμονή νά χαροῦν κι αὐτοί τή χαρά τῆς τεκνογονίας -ἴσως τό σπουδαιότερο μήνυμα τοῦ τροπαρίου πρός τούς νεονύμφους. Καί τρίτον, ἡ Ἐκκλησία θυμίζει στούς νεονύμφους πώς ἡ Παρθένος Μαρία ἀποτελεῖ διαρκές καί ἀνεπανάληπτο ὑπόδειγμα πρός μίμηση, ὑπογραμμός καί ὁδοδείκτης γιά τήν πορεία των νεονύμφων. Ἄν γνήσια εἶναι ἡ προσπάθειά τους πρός τήν κατεύθυνση αὐτή, πρός τό δρόμο πού μᾶς ὑπέδειξε ἐκείνη, τότε πλούσια θά εἶναι ἡ αμοιβή καί ἡ ἀνταπόδοση τοῦ Θεοῦ, τότε εὐλογημένη θά εἶναι ἡ συμβίωσή τους καί ὁλοκληρωμένη ἡ οἰκογενειακή τους χαρά καί εὐτυχία. Μέ τό «χορό τοῦ Ἠσαΐα» διαλαλεῖται ἀκόμη, κατά τόν παραστατικότερο τρόπο, ὁ σκοπός τοῦ γάμου, ὁ ὁποῖος τελικά ἀποβλέπει στήν ὁλοκλήρωση τῶν συζύγων καί στή δημιουργία οἰκογένειας, στή γέννηση δηλαδή καί στή μόρφωση νέων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐξασφαλίζεται ἔτσι, μέ τήν ἐνεργό συμμετοχή τοῦ ἀνδρογύνου, ἡ συνέχεια στό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Ἐμμανουήλ.
Τέλος, μέ τή μνεία τοῦ ὀνόματος τῆς Παρθένου τονίζεται πώς καί σ' αὐτόν ἀκόμη τό γάμο ὑπάρχει παρθενία καί ἐγκράτεια, ὑπό εὐρύτερη βέβαια ἔννοια καί ὑπό τό πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ἐννοούμενη, ἡ ὁποία διδασκαλία δέν πάει κόντρα πρός τή φύση καί δέν ἀπαγορεύει τίς χαρές τοῦ ἐγγαμου βίου, ἀλλά δέν παραβλέπει καί τήν ἄσκηση –τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἄσκησης- στή ζωή τόσο τῶν μοναχῶν ὅσο καί τῶν ἐγγάμων.
Ὅμως, τό «Ἠσαΐα χόρευε...» ἀκολουθεῖ ὁ ὕμνος «Ἅγιοι Μάρτυρες οἱ καλῶς ἀθλήσαντες καί στεφανωθέντες...». Ἐκεῖ ἡ Ἐκκλησία μας θέλει νά τονίσει τόν σταυρικό, θυσιαστικό –κάποτε κάποτε καί μαρτυρικό- χαρακτήρα τοῦ γάμου. Εἶναι εἶδος μαρτυρίου ὁ γάμος. Θέλει νά θυμίσει ἡ Ἐκκλησία πώς ἡ οἰκογένεια, ἡ κατ’ οἶκον Ἐκκλησία, εἶναι ἡ ἀπό προαίρεση ὅδευση στό δρόμο τοῦ σταυροῦ, πού ἀπαιτεῖ αὐτοπαραίτηση ἀπό τό προσωπικό θέλημα γιά χάρη τοῦ ἄλλου καί τῶν παιδιῶν, ἀπαιτεῖ ταπείνωση καί καθημερινή μετάνοια, πόνο, θλίψη, χαρμολύπη, χωρίς ἐξαναγκασμό, ὁδεύοντας καί βιώνοντας τήν ἀγάπη καί τήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Οἱ σύζυγοι ὀφείλουν συνεχῶς νά ξεπερνοῦν τόν παλαιό ἄνθρωπο πού κρύβουν μέσα τους, νά σταυρώνουν τόν ἐγωισμό καί τά πάθη τους καί νά ἀποκτοῦν σέ βάθος τήν ἁγία ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ὁ Γάμος εἶναι μιά συμμετοχή στόν θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Κανείς δέν μπορεῖ νά ζήσει τήν καινή ἀναστημένη ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἐάν δεν σταυρωθεῖ πρῶτα μαζί Του καί δέν θάψει τόν παλαιό ἄνθρωπο.
Ὁ ὕμνος «Ἅγιοι Μάρτυρες...» ἔρχεται λίγο πρίν τό τέλος τῆς ἱερᾶς Ἀκολουθίας γιά νά μᾶς θυμίσει καί πάλι τόν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου πώς ὁ γάμος εἶναι «ὁ διά τῆς εὐλογίας ζυγός». Ἡ λιτανεία τήν ὥρα αὐτή –προηγεῖται ὁ Ἱερεύς κρατώντας τό ἱερό Εὐαγγέλιο- μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ Γάμος εἶναι μιά συνεχής πορεία τῶν συζύγων πρός τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, σέ συνεχή ἀγώνα γιά τήν κατάκτηση τῆς ἁγιότητας. Ἡ πορεία αὐτή τῶν συζύγων θά γίνει προηγουμένου τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Εὐαγγελίου μέσῳ τῆς μαρτυρικῆς ὁδοῦ τοῦ καθημερινοῦ ἀγώνα τῶν συζύγων νά ἀπαρνοῦνται τόν κακό ἑαυτό τους καί νά πραγματώνουν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, προσφερόμενοι στόν σύντροφο τῆς ζωῆς τους. Ἡ λιτανεία αὐτή, τῆς χαρᾶς καί τῆς ὑπενθύμησης τοῦ σταυρικοῦ χαρακτήρα τοῦ γάμου, καταλήγει στά σκαλοπάτια τῆς Ὡραίας Πύλης, λίγο πρίν ἀπό τήν ἁγία Τράπεζα. Ἐκεῖ θά γίνει ἡ Ἀπόλυση, τό «Δι’ εὐχῶν...». Ἡ στιγμή εἶναι συγκινητική, συμβολική, πνευματική. Ὅλα στό γάμο πρέπει νά καταλήγουν ἐκεῖ, στό ἱερό Θυσιαστήριο. Οἱ νεόνυμφοι ἀναγνωρίζουν ὅτι ἡ Ἀκολουθία ὁλοκληρώνεται, ἀλλά ἡ πορεία ἀρχίζει, ὡς σύζυγοι τώρα καί ὡς γονεῖς ἀργότερα καλοῦνται νά βάλουν σέ κεντρική θέση τῆς οἰκογενειακῆς ἑστίας τήν εὐχαριστιακή κοινωνία, καί πολύ περισσότερο νά συνεχίζουν τή Λειτουργία καί μετά τή Λειτουργία, γιά νά εἶναι τό σπίτι τους μιά μικρή Ἐκκλησία, ἕνα μικρό Βασίλειο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ ζωντανή παρουσία τοῦ Χριστοῦ στή ζωή τῆς οἰκογένειας, παρουσία ὄχι εἰκονική οὔτε συναισθηματική, ἀλλά ὑπαρξιακή, θά ἐγγυᾶται πάντα τήν ἑνότητα, τήν εἰρήνη, τήν προσωπική καί συλλογική μεταμόρφωση ἀπό τό καλό στό καλύτερο, «ἐκ πίστεως εἰς πίστιν», ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό, ἀπό τήν παλαιότητα στήν ἀνάσταση, ἀπό τήν καθημερινότητα στήν αἰωνιότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου