Η αναπαράστασις αυτή, μια εικονική σκηνή, είναι μια τελετή, που κλει μέσα της πολλή μεγαλοπρέπεια, θρησκευτικότητα και μαζί γραφικότητα. Λαμβάνει χώραν, ακόμα και σήμερα, στην Αγία πόλη της Ιερουσαλήμ και της Αντιοχείας.
Αποτελεί σημαντικό γεγονός κατά τις ιερές μέρες της Μεγαλοβδομάδας, όχι μόνο για το νησί της Πάτμου, μα και για τα γύρω νησιά της Σάμου, της Ικαρίας, της Λέρου, της Καλύμνου, και παλαιότερα για τις απέναντι παραλιακές πόλεις της Μ. Ασίας.
Στα χρόνια της Ιταλικής κατοχής είχε, σημαντικά, περιορισθή ο αριθμός των προσκυνητών, που προσερχόντουσαν μ' ευλάβεια στο νησάκι μας για να παρακολουθήσουν την λαμπρή αυτή τελετή. Τώρα, μετά την απελευθέρωση παίρνει και πάλι την παλιά της αίγλη η τελετή του Νιπτήρος, έτσι που να αποτελή, στην ήσυχη ζωή του γαλήνιου νησιού μας, μεγάλης θρησκευτικής σημασίας γεγονός.
Η όλη τελετή, ή καλύτερα η εικονική αυτή αναπαράστασις, δεν είναι παρά μια ανάμνησις και απομίμησις της έμπρακτης διδασκαλίας του Κυρίου, που θέλησεν έτσι απλά, με το παράδειγμά του αυτό το συμβολικό, πλένοντας τα πόδια των μαθητών του, να διδάξη την απέρριτη ταπεινιφροσύνη προς το πλήρωμα του πλανήτου μας, τους ανθρώπους.
Η αψίδα της εισόδου, η κεντρική, είναι φτιαγμένη από πανεύοσμα ανοιξιάτικα λουλούδια του νησιού, π' ανάμεσά τους κυριαρχούν τα ολάνθιστα κλωνάρια, με τα μενεξεδιά λουλούδια, της νάρδου, «λαμπρής» ως την ονομάζουν, με την πιο λιγόθυμη οσμή. Πάνω στην εξέδρα έχουν τοποθετηθή δώδεκα καθίσματα. Έξη αριστερά, κι' εξη δεξιά. Και στη μέση μια πολυθρόνα απέναντι στην είσοδο, για τον Ηγούμενο. Στο κέντρο είναι τοποθετημένο ένα τραπεζάκι, που πάνωθέ του φέρει ένα ασημένιο νιπτήρα.
Τα πανύψηλα γύρω δένδρα -της πλατείας Ξάνθου- με την ολοπράσινη φυλλωσιά τους, ρίχνουν ανάλαφρη την προστατευτική σκιά τους, στο συνωστιζόμενο πλήθος, κάτω από τον καφτερό ανοιξιάτικο ήλιο, που σε απόλυτη σιγή, με συγκινητική κατάνυξη, παρακολουθεί τη γοργή εξέλιξη της θρησκευτικής αυτής παραστάσεως από τους μοναχούς-Αδελφούς της Μονής, που υποδύονται το ρόλο των μαθητών, αναπαριστάνοντας το θείο δράμα του Μυστικού Δείπνου.
Οι μεγάλες καμπάνες του Μοναστηριού μας χτυπούν βαρειά κι'αργά. Γλυκά δονείται η ατμόσφαιρα του νησιού όλου από το βαρειόηχό τους. Στη γλυκειά ανοιξιάτικη φύση όλα είναι μάγεμα. Το νησί σ' ένα θρησκευτικό παραλήρημα, με βαρειά κατάνυξη, όλη τούτη τη βδομάδα, ζη ξεχωριστά και με ιδιαίτερο χρώμα τα σεπτά Πάθη του Κυρίου.
Από τη Μεγάλη-Παναγιά ανά δυο-δυο οι ιερείς, ονοματισμένοι όλοι τους με τόνομα κι' ενός μαθητού του Ιησού, ξεκινούν για την προκαθωρισμένη πλατεία. Πίσω τους έρχεται ο Ηγούμενος μ' ένα βυσσινί μανδύα περιβεβλημένος, κρατώντας την πατερίτσα του -σαν πατριαρχικός Έξαρχος- κι' ένα μικρό χρυσοποίκιλτο ευαγγέλιο, ανάμεσα σ' ένα στοίχο από τέσσερης διάκους. Και όλοι τους -ιερείς και Ηγούμενος- φέρουν, σαν ιερομόναχοι, επανωκαλλύματα, που προσδίδουν σοβαρότητα και γραφικότητα στην αργοδιαβαίνουσα πομπή τους. Μπροστά τους προπορεύεται ένας απλός μοναχός, κρατώντας ένα τεράστιο ασημένιο «μανουάλι» και το «ύδωρ του νιπτήρος» σ' ένα ασημένιο «μπρίκι». Τελευταίος έρχεται ο εκκλησιάρχης, που πάντα είναι και ο καλλιφωνότερος όλων, σαν πρώτος ψάλτης της Μονής, ψέλνοντας τον ν' ψαλμό «ελεήμον, ελέησόν με ο Θεός...» Οι μαθητές κι ο Διδάσκαλος έχουν πια φθάσει σ' ένα από τα δυο παρεκκλήσια της αγιά-Φωτεινής ή τ' άη-Γιώργη, ανάλογα με την πλατεία, όπου θα λάβει χώραν η τελετή του Νιπτήρος. Πρώτος ο εκκλησιάρχης θα πάρη θέση, απέναντι στην εξέδρα, σ' ένα περίβλεπτο σημείο, απ' όπου θα διαβάση τις ανάλογες περικοπές κι' από τα τέσσερα ευαγγέλια.
Οι τέσσερες διάκοι θυμιάζοντας με τα μεγάλα, ασημόηχα θυμιατά τους, οδηγούν δυο-δυο τους ιερείς-μαθητές στην εξέδρα, όπου ανεβαίνοντας, μετά από μια βαθειά αλληλοϋπόκλιση, κάθονται στα καθίσματά τους, εκατέρωθεν, από τα έξω προς τα μέσα. Και ακολουθούν τη σειρά, ως φέρονται από το Διδάσκαλό τους αγρευθέντες στην πορεία του διά της Γαλιλαίας, σαν μαθητές του, αρχή κάνοντας από τους υιούς του Ζεβεδαίου. Έτσι συνεχίζουν, ωσότου μεταφέρουν και τους δώδεκα. Ο τελευταίος είναι ο Ιούδας. Το ρόλο του παλαιότερα, κατά παρέκκλιση, ανελάμβανε να διαδραματίση ένας πολίτης, «κοσμικός», σ' αντίθεση προς το κληρικός. Κι' αμείβονταν με ... πενήντα γρόσια κι' ένα τυρομύζηθρο. Έπειτα, όμως, ο ρόλος του Ιούδα ανατίθονταν σ' ένα μοναχό, σαν τον Πολύκαρπο ή τον Ισίδωρο. Στο τέλος φτάνει ο Ηγούμενος και μαζύ του ανεβαίνουν στην εξέδρα οι τέσσερης διάκοι, στέκοντας πλάϊ του. Στο αναμεταξύ ο εκκλησιάρχης ψέλνει αργά, σ' ένα άφθαστο βυζαντινό μέλος, το απολυτίκιο «ότε οι ένδοξοι μαθηταί εν τω νιπτήρι του δείπνου εφωτίζοντο» και την καταβασία «τω συνδέσμω της αγάπης συνδεόμενοι οι Απόστολοι». Μόλις πάρουν θέση όλοι τους στην εξέδρα, τότε αρχίζει να ξετυλίγεται, διαλογικά αρχικά, και μετά, με δυο συμβολικές πράξεις, το όλο δράμα του ιερού Μυστικού Δείπνου.
Στο πρώτο του μέρος -όπως τον διαιρούν σε τρία- γίνεται μιά, πλατειά, διδασκαλία από τον μεγάλο Διδάσκαλο της αγάπης του «αγαπάτε αλλήλους», σ' ένα διάλογο σύντομο, πλούσιο από παραστάσεις και θεόπνευστα νοήματα. Και ακολουθεί, σαν δεύτερο μέρος, σε συνέχεια, το πλύσιμο των ποδιών των μαθητών, που αποτελεί την έμπρακτη απόδειξη της ταπεινοφροσύνης του Ιησού. Τρίτο μέρος είναι εκείνο, που διαδραματίζεται η αγωνία του Κυρίου, με την προσευχή του στο Όρος των Ελαιών, όπου δοκιμάζεται σαν άνθρωπος, για να υπερισχύση, στο τέλος, και κατισχύση, θριαμβικά, σαν Θεός!
Κι' έρχεται, μετά το διάλογο αυτό, το δεύτερο μέρος, το νίψιμο των ποδιών των μαθητών. Ο ευαγγελιστής διαβάζει το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: «ειδώς ο Ιησούς ότι πάντα δέδωκεν αυτώ ο Πατήρ εις τας χείρας,εγείρεται εκ του δείπνου και τίθησι τα ιμάτια αυτού. Και λαβών λέντιον διέζωσεν εαυτόν: είτα βάλλει ύδωρ εις τον νιπτήρα και ήρξατο νίπτειν τους πόδας των μαθητών...» Τη στιγμή αυτή ο Ηγούμενος ζώνει στη μέση του ένα βελουδένιο, βυσσινί τετράγωνο άμφιο, το «λέντιον» και αμέσως βάζει νερό από το«μπρίκι» στον νιπτήρα. Αρχίζει δε από τον Ιούδα να πλένη τα πόδια των μαθητών, που δεν είναι τίποτ' άλλο, παρά ένα ράντισμα μ' ανθόνερο, το γνωστό στο
νησί μας «ροδόσταμο», με το «κανί», στις συμβολικά αποκαλυπτόμενες κνήμες των μοναχών. Είναι το πιο εντυπωσιακό μέρος της σκηνής αυτό μαζύ με την άρνηση του Πέτρου -αξέχαστος στο ρόλο αυτό ο αείμνηστος μοναχός Μπακρατάκης-, που μετά την επιτίμηση του Διδασκάλου, δέχεται «ου μόνον τους πόδας, αλλά τας χείρας και την κεφαλήν», να του πλύνη Εκείνος.
Εδώ διαδραματίζεται το τρίτο μέρος του Μυστικού Δείπνου. Μέσ' απ' αυτό πηγάζει η δοκιμασία του Ναζωραίου, που η ψυχή του είναι περίλυπη μέχρι θανάτου, για να ανακράξη τελικά «ουχί ως εγώ, αλλ' ως σύ...». Δοκιμάζεται όμως ταυτόχρονα και η αφοσίωσις των μαθητών του προς το πρόσωπό του, στην πιο δύσκολη στιγμή του δράματός του. Στην άκρη της πλατείας, όπου έφτασεν ο Ηγούμενος προσεύχεται μπροστά από την εικόνα του «Ερχομένου», μια μεγάλη παμπάλαιη εικόνα τέμπλου, σπάνιας βυζαντινής τέχνης, από τα κειμήλια της Μονής μας. Είναι η εικονική προσευχή του Ιησού στο Όρος των Ελαιών.
-«Πάτερ μου, ει δυνατόν εστί παρελθέτω το ποτήριον τούτο...». Και πάλιν «πλην ουχ' ως εγώ θέλω, αλλ' ως συ...» (Ματθ.ΚΣΤ' 40-42). Και ξαναγυρνά στον ίδιο τόπον της προσευχής. Η αδημονία και η λύπη τον θλίβουν. Και επαναλαμβάνει «ου δύναται το ποτήριον τούτο παρελθείν;..» Για δεύτερη φορά επιστρέφοντας τους βρίσκει νάχουν βαρειά τα βλέφαρα. Και γυρνά για τρίτη φορά να προσευχηθή στον ουράνιο Πατέρα του, ενισχυμένο τώρα πια για το ρόλο που τούταξε να διαδραματίση στη σωτηρία του ανθρώπινου γένους, με πιότερη απόφαση «άγωμεν, ήγγικεν η ώρα και ο υιός του ανθρώπου παραδίδοται, ίνα δοξασθή... Ματθ. ΚΣΤ' 44-46) κράζει προς τους μαθητές του που εγείρονται από το βαθύ τους ύπνο, καθώς για τρίτη φορά έρχεται κοντά τους.
Οι τρεις ιερείς σηκώνονται από την γονυκλινή θέση τους. Και με τον Ηγούμενο μαζύ ανεβαίνουν πάλι στην εξέδρα. Εδώ τελειώνει η συμβολική παράστασις του Μυστικού Δείπνου. Ο Ηγούμενος παίρνει θέση στην είσοδο της εξέδρας, κρατώντας το ευαγγέλιο και μια μικρή ανθοδέσμη, τη «μαντζουράνα» κατά την τοπική μας διάλεχτο, για να ραντίση με το αγιασμένο νερό του νιπτήρος το πλήθος που θα περάση μπροστά του ασπαζόμενο το ιερό ευαγγέλιο και να αλληλοευχηθούν τα «χρόνια πολλά» ή τα «σπολάτες», δηλαδή τα πολλά έτη των χωρικών μας.
Τέλος με την ίδια τάξη, ενώ βροντόηχα και πάλι χτυπούν οι καμπάνες του Μοναστηριού μας, γυρνούν οι μοναχοί στο αιώνιο κατάλυμά τους, το γκρίζο αυτό βυζαντινό κάστρο, που στάθηκε ανά τους αιώνες ιερή κιβωτός των πιο μεγάλων παρακαταθηκών του Έθνους και της Θρησκείας.
Κι' ένας λαός, θεία μυσταγωγημένος, με ψυχή μεταρσιωμένη, σκορπιέται στα σπιτικά του, γαλήνιος, οιστρηλατημένος μπορεί να πη κανείς, για να συνεχίση την υπόλοιπη Μεγαλοβδομάδα με τις σπάνιες θρησκευτικές τελετές, με την ίδια κατάνυξη, την ίδια θρησκευτική συγκίνηση, κάτω από την πιο γλυκειά φύση, με την ασάλευτη γαλήνη, του νησιού εκείνου που ενέπνευσε τους θεόπνευστους οραματισμούς, της μικρής μας πανσέβαστης Πάτμου.
Από το περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία», 1 Μαίου 1951, σελ. 665-668.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου