Ὁ ἅγ. Ἰωάννης κάνει τὴν εἰσαγωγὴ τῆς διήγησής του γιά τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο καὶ τὸ Πάθος µ’ αὐτὰ τὰ λόγια: «...ἀγαπήσας τοὺς ἰδίους τοὺς ἐν τῷ κόσµῳ, εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς» (Ἰω. 13,1). Τὸ ἑλληνικὸ κείµενο λέει εἰς τέλος, ποὺ σηµαίνει «ὥς τὸ τέλος», «ὥς τὸ ἔσχατο σηµεῖο». Κι αὐτὴ ἡ λέξη τέλος ἐπαναλαµβάνεται ἀργότερα στήν τελευταία κραυγὴ τοῦ Χριστοῦ πάνω στό Σταυρό: «Τετέλεσται» (Ἰώ. 19,30). Αὐτὸ πρέπει νά ἐννοηθεῖ ὄχι σὰν κραυγὴ αὐτοεγκατάλειψης ἤ ἀπόγνωσης, ἀλλὰ σὰν κραυγὴ νίκης: Τελείωσε, κατορθώθηκε, ἐκπληρώθηκε!
Τὶ ἐκπληρώθηκε; Ἀπαντᾶµε: Τὸ ἔργο τῆς ὀδυνώµενης ἀγάπης, ἡ νίκη τῆς ἀγάπης πάνω στό µῖσος. Ὁ Ἰησοῦς, ὁ Θεὸς µας, ἀγάπησε τοὺς δικοὺς του ὥς τὸ ἔσχατο σηµεῖο. Ἀπὸ ἀγάπη δηµιούργησε τὸν κόσµο, ἀπὸ ἀγάπη γεννήθηκε σὰν ἄνθρωπος µέσα σ’ αὐτὸ τὸν κόσµο, ἀπὸ ἀγάπη πῆρε πάνω του τή διασπασµένη ἀνθρώπινη φύση µας καὶ τὴν ἔκανε δικὴ του. Ἀπὸ ἀγάπη ταυτίστηκε µ’ ὅλη µας τὴν ἀπελπισία.
Ἀπὸ ἀγάπη πρόσφερε τὸν ἑαυτὸ του θυσία, διαλέγοντας στή Γεθσηµανῆ νά πάει ἑκούσια πρὸς τὸ Πάθος του: «...τήν ψυχήν µου τίθηµι ὑπὲρ τῶν προβάτων... οὐδεὶς αἴρει αὐτὴν ἀπ’ ἐµοῦ, ἀλλ’ ἐγὼ τίθηµι αὐτὴν ἀπ’ ἐµαυτοῦ» (Ἰω. 10: 15,18).
Ἦταν θεληµατικὴ ἀγάπη κι ὄχι καταναγκασµὸς αὐτό πού ἔφερε τὸν Ἰησοῦ στό θάνατό του. Στήν ἀγωνία του µέσα στόν κῆπο καὶ στή Σταύρωσή του οἱ σκοτεινὲς δυνάµεις τοῦ ἐπιτίθενται µ’ ὅλη τους τὴν ὁρµή, ἀλλὰ δέν µποροῦν ν’ ἀλλάξουν τή συµπόνια του σὲ µῖσος. Δέν µποροῦν νά ἐµποδίσουν τὴν ἀγάπη του νά συνεχίσει νά εἶναι ἡ ἴδια. Ἡ ἀγάπη του δοκιµάζεται ὥς τὸ ἔσχατο σηµεῖο, ἀλλὰ δέν καταπνίγεται. «Τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν» (Ἰω. 1,5). Στή νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στό Σταυρὸ θὰ µπορούσαµε νά ἐφαρµόσουµε τὰ λόγια πού εἰπώθηκαν ἀπὸ κάποιο Ρῶσο ἱερέα, ὅταν ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως: «Ὁ πόνος ἔχει καταστρέψει τὰ πάντα. Ἕνα µόνο πρᾶγµα ἔχει µείνει σταθερό, ἡ ἀγάπη» .
Ὁ Σταυρὸς σὰν νίκη µᾶς θέτει τὸ παράδοξο τῆς παντοδυναµίας τῆς ἀγάπης. Ὁ Dostojevsky πλησιάζει τὴν ἀληθινὴ ἔννοια τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ µὲ µερικὰ λόγια, ποὺ βάζει στό στόµα τοῦ στάρετς Ζωσιµά:
“Μπροστὰ σὲ µερικὲς σκέψεις ὁ ἄνθρωπος στέκεται µπερδεµένος, ἰδίως µπροστὰ στή θέα τῆς ἀνθρώπινης ἁµαρτίας, καὶ ἀναρωτιέται ἂν θὰ τὴν πολεµήσει µὲ βία ἤ µὲ ταπεινὴ ἀγάπη. Πάντα ν’ ἀποφασίζεις: «Θὰ τὴν πολεµήσω µὲ ταπεινὴ ἀγάπη» . Ἂν ἀποφασίσεις πάνω σ’ αὐτὸ µιά γιά πάντα, µπορεῖς νά κατακτήσεις ὁλόκληρο τὸν κόσµο. Ἡ γεµάτη ἀγάπη ταπείνωση εἶναι µιά τροµερὴ δύναµη: εἶναι τὸ πιὸ δυνατὸ ἀπ’ ὅλα τὰ πράγµατα καὶ δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο σὰν κι αὐτή.”
Ἡ γεµάτη ἀγάπη ταπείνωση εἶναι µιά τροµερὴ δύναµη. Ὅποτε θυσιάζουµε κάτι ἤ ὑποφέρουµε, ὄχι µέ αἴσθηση ἐπαναστατικῆς πίκρας, ἀλλὰ µὲ τή θέλησή µας καὶ ἀπὸ ἀγάπη, αὐτὸ µᾶς κάνει πιὸ δυνατοὺς κι ὄχι πιὸ ἀδύνατους. Αὐτὸ σηµαίνει προπάντων στήν περίπτωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἡ ἀδυναµία του ἦταν ἀπὸ δύναµη», λέει ὁ ἅγ. Αὐγουστῖνος. Ἡ δύναµη τοῦ Θεοῦ φαίνεται ὄχι τόσο πολὺ µέσα στή δηµιουργία τοῦ κόσµου ἤ µέσα στά θαύµατά του, ὅσο στό γεγονὸς ὅτι ἀπὸ ἀγάπη ὁ Θεὸς «ἐκένωσεν ἑαυτόν» (Φιλ. 2,7), πρόσφερε τὸν ἑαυτὸ του, µὲ γενναιόδωρη αὐτοδιάθεση, µὲ τή δική του ἐλεύθερη ἐκλογὴ, συγκατανεύοντας νά ὑποφέρει καὶ νά πεθάνει. Κι αὐτὸ τὸ ἄδειασµα τοῦ ἑαυτοῦ εἶναι συνάµα µία πλήρωση: ἡ κένωση εἶναι πλήρωση. Ὁ Θεὸς δέν εἶναι ποτέ τόσο δυνατός, ὅσο ὅταν βρίσκεται στήν ἔσχατη ἀδυναµία.
Ἡ ἀγάπη καὶ τὸ µῖσος δέν εἶναι ἁπλῶς ὑποκειµενικὰ συναισθήµατα πού ἐπηρεάζουν τὸ ἐσωτερικὸ σύµπαν αὐτῶν πού τὰ αἰσθάνονται, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀντικειµενικὲς δυνάµεις πού ἀλλάζουν τὸν κόσµο ἔξω ἀπὸ µᾶς. Ἀγαπώντας ἤ µισώντας τὸν ἄλλο, τὸν κάνω, ὥς ἕνα σηµεῖο, νά γίνει αὐτό πού ἐγὼ βλέπω µέσα του. Ὄχι µόνο γιά τὸν ἑαυτό µου, ἀλλὰ καὶ γιά τὶς ζωὲς ὅλων γύρω µου, ἡ ἀγάπη µου εἶναι δηµιουργική, ἔτσι ὅπως τὸ µῖσος µου εἶναι καταστροφικό. Κι ἂν αὐτὸ ἀληθεύει γιά τή δική µου ἀγάπη, ἀληθεύει σὲ ἀσύγκριτα µεγαλύτερη ἔκταση γιά τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ νίκη τῆς γεµάτης πόνο ἀγάπης του πάνω στό Σταυρὸ δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα παράδειγµα γιά µένα πού µοῦ δείχνει τί θὰ µποροῦσα νά πετύχω ἐγὼ ὁ ἴδιος ἂν µποροῦσα νά τὸν µιµηθῶ µὲ τὶς δικές µου δυνάµεις. Πολὺ περισσότερο ἀπ’ αὐτό, ἡ πονεµένη του ἀγάπη ἔχει πάνω µου ἕνα δηµιουργικὸ ἀποτέλεσµα, µεταµορφώνοντας τὴν καρδιά µου καὶ τή θέλησή µου, ἐλευθερώνοντάς µε ἀπὸ τὰ δεσµά, ὁλοκληρώνοντάς µε, κάνοντας δυνατὸ γιά µένα ν’ ἀγαπῶ µ’ ἕνα τρόπο πού θὰ ἦταν τελείως πέρα ἀπὸ τὶς δυνάµεις µου, ἂν πρῶτα δέν εἶχα ἀγαπηθεῖ ἀπ’ αὐτόν. Γιατὶ µέσα στήν ἀγάπη ταυτίστηκε µαζί µου. Καὶ ἡ νίκη του εἶναι νίκη µου. Κι ἔτσι ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ πάνω στό Σταυρὸ εἶναι πράγµατι, ὅπως τὸν περιγράφει ἡ Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, ἕνας «ζωοποιὸς θάνατος».
Ἑποµένως ἡ ὀδύνη τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ θάνατος ἔχουν ἀντικειµενικὴ ἀξία. Ἔκανε γιά µᾶς κάτι πού θὰ ἤµασταν τελείως ἀνίκανοι νά κάνουµε δίχως αὐτόν. Ταυτόχρονα δέν θὰ ἔπρεπε νά λέµε ὅτι ὁ Χριστὸς ὑπέφερε «ἀντὶ γιά µᾶς», ἀλλ’ ὅτι ὑπέφερε γιά χάρη µας. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὑπέφερε «ἕως θανάτου», ὄχι γιά ν’ ἀπαλλαγοῦµε ἐµεῖς ἀπ’ τὴν ὀδύνη, ἀλλὰ γιά νά εἶναι ἡ ὀδύνη µας σὰν τή δική του. Ὁ Χριστὸς δέν µᾶς προσφέρει ἕνα δρόµο πού παρακάµπτει τὴν ὀδύνη, ἀλλὰ ἕνα δρόµο µέσα ἀπ’ αὐτήν. Ὄχι ὑποκατάσταση, ἀλλὰ λυτρωτικὴ συµπόρευση.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀξία τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ γιά µᾶς. Ἂν τή συνδέσουµε µὲ τὴν Ἐνσάρκωση καὶ τή Μεταµόρφωση πού προηγήθηκε, καὶ µὲ τὴν Ἀνάσταση πού τὴν ἀκολουθεῖ - γιατὶ ὅλ’ αὐτὰ εἶναι ἀχώριστα µέρη µιᾶς µοναδικῆς πράξης ἤ «δράµατος»- ἡ Σταύρωση πρέπει νά κατανοηθεῖ σὰν ὕψιστη καὶ τέλεια νίκη, θυσία καὶ πρότυπο. Καὶ σὲ κάθε περίπτωση ἡ νίκη, ἡ θυσία καὶ τὸ πρότυπο εἶναι τῆς ἀγάπης πού πάσχει.
Ἔτσι βλέπουµε τὸ Σταυρό: τὴν τέλεια νίκη τῆς ταπείνωσης πού ξέρει ν’ ἀγαπάει πάνω στό µῖσος καὶ τὸ φόβο. Τὴν τέλεια θυσία ἤ τὴν ἑκούσια αὐτοπροσφορὰ τῆς συµπόνιας πού ξέρει ν’ ἀγαπάει. Τὸ τέλειο πρότυπο τῆς δηµιουργικῆς δύναµης τῆς ἀγάπης.
Μὲ τὰ λόγια τῆς Julian τοῦ Norwich: Θά’ θελες νά µάθεις τὸ νόηµα τοῦ Κυρίου σου πάνω σ’ αὐτὸ τὸ πρᾶγµα; Μάθε το καλά: Ἡ ἀγάπη ἦταν τὸ νόηµά του. Ποιός στό ἔδειξε; Ἡ ἀγάπη. Τὶ σοῦ ἔδειξε ἐκεῖνος; Ἀγάπη. Γιατὶ στό ἔδειξε; Ἀπὸ ἀγάπη. Κρατήσου ἀπ’ αὐτὸ καὶ θὰ µάθεις περισσότερα. Ἀλλά ποτέ δέν θὰ ξέρεις οὔτε θὰ µάθεις µέσα σ’ αὐτὸ τίποτ’ ἄλλο.
Τότε εἶπε ὁ καλὸς µας Κύριος Ἰησοῦς Χριστός: Εἶσαι εὐχαριστηµένος πού ὑπέφερα γιά σένα; Εἶπα: Ναί, Κύριέ µου, σ’ εὐχαριστῶ. Ναί, Κύριέ µου, ἂς εἶσαι εὐλογηµένος. Τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς, ὁ Κύριος: Ἂν ἐσὺ εἶσαι εὐχαριστηµένος, εἶµαι κι ἐγὼ εὐχαριστηµένος: εἶναι µιά χαρά, µιά εὐδαιµονία, µιά ἀτελείωτη ἱκανοποίηση γιά µένα τὸ ὅτι κάτι ὑπέφερα γιά σένα. Κι ἂν µποροῦσα νά ὑποφέρω περισσότερο, θὰ ὑπέφερα περισσότερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου