Ἐδῶ, κατὰ τὴν διάρκειαν τοιούτων μοναχικῶν ὡρῶν, νοιώθει κανεὶς βαθειὰ τὴν ἀλήθειαν τῶν λόγων ἐκείνων τοῦ Ρίλκε• «Οἱ πολιτεῖες δὲν εἶναι ἀληθινές. Τίποτε ἀπ' τὴν πλατειά, τὴν δημιουργικὴ τὴν δρᾶσι, ποὺ γύρω Σου, Ἐσὺ ποὺ γίνεσαι, ὀργᾶ, δὲν συντελεῖται μέσα των». Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ πεθαίνη ὀλίγον ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, νὰ μεταπίπτη ἀπὸ τὴν συνήθη, τὴν καθημερινὴν του ζωὴν εἰς κάποιαν ἄλλην σφαῖραν ὑπάρξεως.
Ἡ φυγὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, ἀπὸ τὴν κοινωνίαν, ἀπὸ τὰς σχέσεις του, εἶναι τὸ καλύτερον μέσον πρὸς τοῦτο. Μέσα εἰς τὴν σιωπὴν τοῦ Ἄθω ἔνοιωσεν ὁ Φαλμεράϋερ τὴν προβληματικότητα τῆς προόδου καὶ τῆς ἐπιστήμης καὶ κατελήφθη ἀπὸ τὴν νοσταλγίαν πρὸς τὸν χαμένον παράδεισον τῆς πίστεως τῶν παιδικῶν του χρόνων. Διότι ὅπου ἀρχίζει ἡ μεγάλη μοναξιά, ὅπως ἐδῶ ἐπάνω, «ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις σου παίρνει τὸν κόσμον ὁ ἄνεμος σὰν φύλλωμα ξερό», τὴν αὐταπάτην τῆς προόδου, τὴν πλάνην τῆς γνώσεως, τὴν ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν πολιτισμόν. Ἐλεύθερος ἀπὸ ὅλα αὐτὰ αἰσθάνεσαι ὅτι ἡ ζωή σου δὲν εἶναι παρὰ ἕνας δρόμος προσκυνήματος καὶ ἀποδημίας πρὸς συνάντησιν τοῦ αἰωνίου. Ἀναλαμβάνεις τότε μέσα εἰς τὴν ψυχήν σου ὅλα τὰ πλάσματα, ὅπως Φραγκίσκος ὁ ἐξ Ἀσσίζης, καὶ βυθίζεσαι μέσα εἰς τὴν μουσικὴν, ποὺ ἀνακρούει ἡ κτίσις πρὸς ὕμνον Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος «τὸ σύμπαν στὰ ἔγκατά του συγκρατεῖ». Τότε αἱ μορφαί, μὲ τὰς ὁποίας ψελλίζει ἡ ἀνθρωπίνη ψυχὴ τὸ Θεῖον, ἀντὶ νὰ τὀ «κρύβουν εὐλαβικά», τὀ ἐξαγγέλλουν καὶ αὐταί. Ἴσως ἐπειδὴ εἶναι καὶ αὐταὶ ἐφήμεροι. Διότι ἀκριβῶς τὸ ἐφήμερον χρησιμεύει ὡς γέφυρα πρὸς ἄνοδον μέχρι τοῦ Αἰωνίου. Διὰ τοῦτο «ὅλα τὰ παροδικά, σύμβολα εἶναι μόνον».
Ἡ διατριβὴ αὐτὴ μέσα εἰς τὴν σιγὴν τοῦ Ἁγίου Ὄρους σημαίνει μίαν μακαρὶαν παρένθεσιν ἐντὸς τῆς ζωῆς. Διότι μακαριότης εἶναι νὰ ἠμπορῇ κανεὶς νὰ λησμονήσῃ τὸν ἑαυτὸν του καὶ ὅλα τὰ ἄλλα, τὰς καθημερινὰς φροντίδας καὶ τὰς εὐθύνας ποὺ ἐπιβάλλει ἡ ζωή, καὶ νὰ ζήσῃ, ἔστω καὶ δι' ὀλίγας ἡμέρας, μέσα εἰς τὸν «μαγικὸν» κόσμον τῆς πίστεως, ποὺ εἶναι ὁ κόσμος τοῦ Ἄθω. Εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν ὅλα εἶναι ἕνα αἴσθημα. Αὐτὸ δημιουργεῖ τὴν σχέσιν τῆς ψυχῆς πρὸς τὰς ὑπερβατικὰς δυνάμεις, τὴν συνάντησιν μεταξὺ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὑψώνει τὸν θνητὸν ἀπὸ τὴν σφαῖραν τοῦ βέβηλου εἰς τὴν σφαῖραν τῆς ἁγιότητος. Διότι «μαγικός» κόσμος καὶ ἁγιότης συνδέονται ὀργανικῶς πρὸς ἄλληλα, ἀρκεῖ νὰ μὴ συγχέωμεν ἁγιότητα καὶ ἠθικὴν τελείωσιν. Ἁγιότης σημαίνει κατὰ πρῶτον λόγον ἄμεσον σχέσιν τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ Θεῖον, δυνάμει τῆς ὁποίας πληροῦται αὕτη «δυνάμεως». Διὰ τοῦτο οἱ ἅγιοι ἀποτελοῦν κόσμον καθ' ἑαυτόν, τὸν ὁποῖον διέπουν νόμοι καὶ μέτρα διάφορα ἐκείνων, ποὺ ἰσχύουν εἰς τὸν ἰδικὸν μας κόσμον. Ὁ κόσμος των ἀνήκει εἰς ἰδιαιτέραν τάξιν τοῦ εἶναι καὶ ἔχει διὰ τοῦτο ἰδικάς του διαστάσεις.
Ἀκριβῶς ὅπως ἔχει ἰδικάς του διαστάσεις ὁ κόσμος τοῦ θεωρητικοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ κόσμος τοῦ καλλιτέχνου. Ὑπάρχουν κύκλοι πραγματικότητος, ὅπως ὑπάρχουν καὶ στρώματα τῆς συνειδήσεως. Ἡ εἰσχώρησις εἰς τὰς πραγματικότητας αὐτὰς ἐπιτρέπεται μόνον εἰς ἐκείνους, ὅσοι κέκτηνται τὸν πόθον νὰ ὑψωθοῦν ὑπεράνω τοῦ ἑαυτοῦ των καὶ νὰ βιώσουν κόσμους, ποὺ εἶναι διάφοροι του ἰδικοῦ των. Τοῦτο ἰσχύει πρὸ πάντων ὡς πρὸς τὸν κόσμον τῆς ἁγιωσύνης. Τὸ νόημά του εἶναι προσιτὸν μόνον εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι βιοῦν τὸ ὑπεραισθητὸν ὄπισθεν τοῦ αἰσθητοῦ, εἰς τοὺς ἀνθρώπους τῆς μαγικῆς βιώσεως τοῦ κόσμου. Τὴν αἴσθησιν τοῦ κόσμου τῶν ἁγίων ὡς ἰδίας περιοχῆς τῆς πραγματικότητος εἶχεν ὁ Πασκάλ: «Οἱ ἅγιοι κέκτηνται ἴδιον βασίλειον. Εἶναι ὁρατοὶ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀγγέλους, ἀλλ' ἀθέατοι ἀπὸ σωματικοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ἀπὸ περίεργα ἁπλῶς πνεύματα. Ἀποτελοῦν ἰδίαν θαυμαστὴν τάξιν τοῦ Εἶναι, διάφορον τῶν λοιπῶν, τῆς ὁποίας ἡ γνῶσις εἶναι ἀδύνατος, ἂν λείπῃ ἡ ἔλλαμψις». Καὶ ὁ Νίτσε θέτει τὸν ἅγιον παρὰ τὸν σοφὸν καὶ τὸν καλλιτέχνην, ὡς συνιστῶντα ἰδὶαν πραγματικότητα, παράλληλον καὶ συγχρόνως διάφορον τῆς καλλιτεχνικῆς καὶ τῆς θεωρητικῆς. «Ἡ φύσις, λέγει, ἔχει ἀνάγκην τοῦ ἀγίου, ὁ ὁποῖος ἐπιτελεῖ τὸ θαῦμα τῆς μεταμορφώσεως, τὴν τελειωτικὴν ἐκείνην καὶ ὑψίστην μορφὴν τῆς ἐνανθρωπήσεως, πρὸς τὴν ὁποίαν κινεῖται ὁλόκληρος ἡ φύσις ἀφ' ἑαυτῆς διὰ νὰ λυτρωθῇ».
Ὅπως ὁ Ὀρφεὺς τοῦ Rilke, εἶναι καὶ ὁ ἅγιος συνυφασμένος ἀπὸ Ἐνθάδε καὶ Ἔπέκεινα, ἀπὸ ἀνθρώπινον καὶ ἀπὸ θεῖον. Οἱ νεώτεροι χρόνοι στεροῦνται δυστυχῶς κατανοήσεως διὰ τοὺς ἁγίους, τὴν ἰδιάζουσαν πραγματικότητα ποὺ συμβολίζουν, καί τὴν σημασίαν των, ἕνεκα πολλῶν λόγων, τῶν ὁποίων κυριώτατος ἡ νοησιαρχία. Αὐτὴ ἐπεσκότισε τὴν μαγικὴν κοσμοθεωρίαν, ἐντὸς τῆς ὁποίας ζοῦν οἱ ἅγιοι. Ἡ κοσμοθεωρία αὕτη ἀγνοεῖ τὰ ὅρια, ποὺ χωρίζουν τὸ ὑποκείμενον ἀπὸ τὸ ἀντικείμενον, τὴν ψυχὴν ἀπὸ τὸν κόσμον, τὸ πνεῦμα ἀπὸ τὸν Θεόν. Τὴν φύσιν διαισθάνεται ὡς ἔκφρασιν ἐσωτερικότητος, ὡς λ.χ. ὁ Goethe. Ἐντεῦθεν ἡ ψυχικὴ σχέσις πρὸς τὸν κόσμον, ἡ σχέσις πρὸς αὐτὸν ὡς πρὸς τὸ μέγα Σύ. Εἰς τὴν κοσμοθεωρίαν αὐτὴν εἶναι ἄγνωστος ἡ ἐξήγησις, ἡ ἀναγωγὴ τῶν φαινομένων εἰς νόμους. Ἐπικρατεῖ ἡ ἑρμηνεία, ἡ παροχὴ νοήματος, ἡ ἐξ αὐτοῦ κατανόησις τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀπὸ περιοδ. «Νέα Ἐστία», τεῦχος 875, Ἀθῆναι 1963.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου