Ήταν Μάιος μήνας στα 1867. Το ότι οι κάτοικοι της Κρώμνης φανερώθηκαν ως Ορθόδοξοι Έλληνες και στην ψυχή και στην καρδιά, αυτό έδωσε μεγάλο θάρρος στους Σταυριώτες, κι έλεγαν αναμεταξύ τους. «Αφού ο εκατοχρονίτης Μολλά-Μπεχρέμ’ ς πέταξε το σαρίκι κι έβγαλε τον κίτρινο τσουμπέ, γιατί κι εμείς να μην πετάξουμε από πάνω μας τη ντροπή του αρνησίθρησκου;»
Γι’ αυτό οι χωρικοί συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του πρωτόπαπα του χωριού, και αφήνοντας κατά μέρος και τα ψέματα, έκαναν την εξής συμφωνία. «Δεν έχει σημασία το ότι οι παπούδες μας αρνήθηκαν το Χριστό μπροστά στους ανθρώπους. Εμείς, κι αν ακόμα μας σφάξουν, είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε όπως έκαναν οι Κρωμέτες. Θα φανερώσουμε την πίστη μας και θα χάσουμε όλα μας τα υπάρχοντα, αρκεί να βγούμε από αυτή την κόλαση». Και αμέσως υπόγραψαν τη συμφωνία και πήραν απόφαση να πάνε στο Κάνι και να ομολογήσουν την πίστη των πατέρων τους μπροστά στο Μουτασερίφη και όλο το Συμβούλιο.
Και τότε έβλεπες στο Σταυρί ένα θέαμα που να σπαράζη την ανθρώπινη καρδιά. Όλοι αγκάλιαζαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, έκλαιγαν και τα αποχαιρετούσαν, όχι γιατί φοβούνταν για την απόφαση που έπαιρναν, αλλά για τα βάσανα που θα τους επέβαλε η βάρβαρη κυβέρνηση του τόπου, η οποία ούτε νόμο είχε ούτε πίστη, και η οποία ήταν εξοργισμένη γιατί οι Σταυριώτες πήραν θάρρος από τους Κρωμέτες και από τους Γιαγλί-ντερέδες.
Αφού πολύ το σκέφτηκαν και το συζήτησαν, πήγαν και λειτουργήθηκαν στην εκκλησία και μετάλαβαν, έκαναν το σταυρό τους και πήραν του Κανί το δρόμο κι ήρθαν μπροστά στο Μουτεσαρίφ, τον Χάμαλην Γιουσούφ πασά, και άφοβα του είπαν την απόφασή τους. Ο Μουτεσαρίφης, έξυπνος άνθρωπος, όταν βρέθηκε μπροστά σε ογδόντα ανθρώπους έτοιμους να πεθάνουν, επροσκάλεσε το Ινταρέ-Μεζλισίν και το Μουφτή της πολιτείας και μπροστά τους προσπάθησε με καλό τρόπο να τους κάνη ν’ αλλάξουν γνώμη. Όταν όμως είδε πως είναι αμετάπειστοι, τους φυλάκισε.
Δυο μέρες έμειναν στη φυλακή πεινασμένοι, διψασμένοι, άυπνοι, και κατόπι τους έβγαλε και τους έστειλε σε καταναγκαστικά έργα. Και έβλεπες τους νέους μάρτυρες του χριστιανισμού να κουβαλούν με τη ράχη τους από μέσα από την πολιτεία μεγάλες πέτρες, κάτω από το μαστίγιο των ζεπτιέδων, και να χτίζουν ντουβάρια στη Ρωμαίισσα, στο τούρκικο νεκροταφείο, άλλους να καθαρίζουν αποχωρητήρια σε δημόσια γραφεία, άλλους να κουβαλούν στα λουτρά τα σκεύη των χανουμισσών, άλλους να καθαρίζουν τα χάνια της πολιτείας από τις ακαθαρσίες των υποζυγίων, άλλους να κάνουν κατώτερες δουλειές, ενώ τους έφτυναν, τους ύβριζαν, τους έσπρωχναν και τους ράβδιζαν.
Τί έκαναν οι πρόκριτοι και οι δημογέροντες του Κανί; Η αλήθεια είναι πως δεν κάθισαν με σταυρωμένα χέρια. Ο δεσπότης ο Γερβάσιος Καρνέτης προσκάλεσε σε συνεδρίαση τη Δημογεροντία, που αποτελούνταν από το Χατζή Αναστάση Τσαμουρλή, τον αδελφό του Χατζή Κωνσταντίνο, το Χατζή Κωνσταντίνο Τσαμκιόζη, τον Αναστάση Βαφειάδη, το Γιάννη Τουλούμη, το Χατζή Δημήτρη Μουμτζή, τον Αγαθάγγελο Δημητριάδη. Η Δημογεροντία αποφάσισε και έκρινε καλό να στείλουν πεζοδρόμους στην Τραπεζούντα -γιατί τότε τηλεγραφεία δεν υπήρχαν, και στο ταχυδρομείο τα ελληνικά γράμματα πάντα ανοίγονταν από τους ταχυδρομικούς υπαλλήλους- να δώσουν είδηση στην Αδελφότητα των Αργυροπολιτών και τον εκεί σχολάρχην Γεώργιον Παπαδόπουλον τον Κυριακίδην για τα όσα έγιναν στο Κάνι, και εκείνοι να ειδοποιήσουν τις Πρεσβείες και το Πατριαρχείο και να προλάβουν το κακό.
Βρήκαν και έστειλαν τέτοια παλληκάρια, και γρήγορους σαΐδες, το Γιάννη του Λουκά και τον Παντελή Ζαμανόπουλο, που σε 15 ώρες έφτασαν από το Γουλάτι στην Τραπεζούντα. Απ’ εκεί ο Κυριακίδης έγραψε αμέσως στο Πατριαρχείο και στις Πρεσβείες και έστειλε αναφορά στην Υψηλή Πύλη και πέτυχαν να σταλούν γρήγορα κυβερνητικές διαταγές, να σταματήσουν οι βασανισμοί των Σταυριωτών και να τους αφήσουν να παν στα σπίτια τους.
Και ύστερα από κάμποσες μέρες, στις 29 Ιουνίου, ελεύθεροι, και χωρίς σαρίκι και τσουμπέ, με χαρούμενο το πρόσωπο και γαληνεμένη την καρδιά, γύρισαν τρεχάτοι στα χωριά τους, πήγαν στις εκκλησίες, άναψαν μεγάλες λαμπάδες, χτύπησαν τις καμπάνες, δόξασαν την Αγία Τριάδα, που οι γονείς τους μπροστά τους την αρνούνταν, και άρχισαν τις χαρές και τις διασκεδάσεις.
Μονάχα οι Κασίμ-ζαντέδες, επειδή είχαν την πόστα της Τραπεζούντας ως το Ερζερούμ, δεν πήραν μέρος ως τον καιρό της Ανταλλαγής, οπότε κρυφά-κρυφά ένα δυο ήρθαν κι εκείνοι στο Ωραιόκαστρο της Θεσσαλονίκης και φανερώθηκαν και δόξασαν το Θεό.
Εφημ. «Ποντιακή Φωνή» 24-5-1964
Πηγή: Περιοδικό «Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου, ο Ασκητής και Ιεραπόστολος (1884-1980)», Τεύχος 3. Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2001. Θεσσαλονίκη,Έκδοσις Ορθόδοξος Κυψέλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου