Η απολογητική της Εκκλησίας μας πρέπει να ξαναβρεί το αληθινό της περιεχόμενο και τη βασική θέση που της ανήκει δίπλα από την λατρευτική ζωή, το κήρυγμα και την κοινωνία αγάπης στα πλαίσια της όλης ζωής και δραστηριότητας του σώματος της Εκκλησίας.
Η απολογητική της Εκκλησίας μας οφείλει σήμερα όσο ποτέ άλλοτε να αποτελέσει ιδιαίτερο μέλημα στην προσπάθεια για μία ευρύτερη μόρφωση και προετοιμασία των μελλοντικών στελεχών της Εκκλησίας. Όμως διαπιστώνουμε πως αυτή την θέση δεν την συμμερίζονται οι παράγοντες εκείνοι, οι οποίοι έχουν την ευθύνη για την εκπαίδευση των θεολόγων μας.
Μεταξύ πολλών ακαδημαϊκών θεολόγων, κυριαρχεί ένα πνεύμα που στρέφεται εναντίον της εκκλησιαστικής απολογητικής. Στον χώρο των Θεολογικών μας Σχολών υψώνεται ένα περίεργο και ύποπτο μέτωπο εναντίον της άμυνας της Εκκλησίας μας. Αποφεύγεται συστηματικά η οριοθέτηση της ορθοδόξου πίστεως και η αντιπαράθεση.
Τόσο η οριοθέτηση όσο και η αντιπαράθεση αξιολογούνται αρνητικά, διότι, δήθεν, ιδεολογικοποιούν την πίστη. Η απολογητική διακονία δεν έχει πλέον να αντιμετωπίσει μόνο την πολεμική από μέρους των ποικίλων αιρέσεων, της παραθρησκείας και από μέρους των ανθρώπων του κόσμου τούτου, πρέπει να αντιμετωπίσει και την εναντίωση των ανθρώπων μέσα από την Εκκλησία.
Υπάρχει όμως και κάτι περισσότερο ανησυχητικό σ’ αυτή την υπόθεση. Πίσω από την αρνητική στάση κρύβεται μία διαφορετική αντίληψη περί της μοναδικότητας της χριστιανικής Εκκλησίας και της εν Χριστώ σωτηρίας.
Κατά την αντίληψη αυτή, ο Χριστός είναι μεν «η οδός», αλλά αυτή την οδό μπορούν να την βαδίσουν και άνθρωποι εκτός της χριστιανικής Εκκλησίας. Αυτό οδηγεί τους ακαδημαϊκούς αυτούς θεολόγους, όταν ομιλούν για τις διάφορες εξωχριστιανικές θρησκείες, να μην το κάνουν με κριτικό πνεύμα ούτε να καταβάλουν προσπάθεια οριοθετήσεως της ορθοδόξου πίστεως. Έτσι, οι νεαροί θεολόγοι μας εκπαιδεύονται σε ένα «ουδέτερο» πνεύμα.
Αυτό το ουδέτερο πνεύμα, το οποίο σήμερα ονομάζεται «επιστημονικό» ή «αντικειμενικότητα», καλλιεργήθηκε από ακαδημαϊκούς θεολόγους πολύ πριν εμφανισθούν οι διάφορες αποκρυφιστικές, γκουρουϊστικές, νεογνωστικές ομάδες και ψυχολατρείες. Αυτό αποδεικνύεται και από εκπαιδευτικά εγχειρίδια για τους θεολόγους φοιτητές κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Όχι η οριοθέτηση ή η αντιπαράθεση, αλλά η αναζήτηση «κοινών σημείων» και «κοινού θρησκευτικού εδάφους» βρίσκεται στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων της ακαδημαϊκής μας Θεολογίας, άσχετα από το γεγονός ότι υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις.
Σύμφωνα με την νέα τάση ακαδημαϊκών μας θεολόγων, εισάγεται νέα χριστολογία και νέα εκκλησιολογία. Γίνεται έμμεση αντιπαραβολή ανάμεσα στην «κατεστημένη» ή «ιστορική Εκκλησία», προφανώς με την «πνευματική Εκκλησία», στην οποία ανήκουν δήθεν και οι οπαδοί εξωχριστιανικών θρησκειών. Ο Χριστός λογίζεται παντού, «κοιμάται» την νύκτα των θρησκειών. Δεν χρειάζεται κανείς να ενταχθεί στην «ιστορική Εκκλησία», για να γίνει μέτοχος των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή της σωτηρίας.
Με αυτήν την τοποθέτηση γίνεται κατανοητό γιατί μεταξύ ακαδημαϊκών μας θεολόγων κυριαρχεί η τάση αντικαταστήσεως της Θεολογίας με τη θρησκειολογία, πράγμα που σημαίνει ολοκληρωτική μετατόπιση του πεδίου. Στο επίκεντρο δεν τίθεται πλέον η θεία αποκάλυψη, αλλά το θρησκευτικό φαινόμενο, η θρησκευτική παράδοση, η θρησκευτική εμπειρία, το πνεύμα της θρησκείας. Έτσι, γίνεται λόγος για διαφορετικές θρησκείες που όλες κινούνται στο ίδιο έδαφος (προσδιορίζονται ψυχολογικά) και πρέπει να αξιολογούνται ως «ίσες και όμοιες».
Η τάση αυτή ακυρώνει το έργο του θεολόγου και τον μεταβάλλει σε θρησκειολόγο και μάλιστα με την έννοια ότι δεν πρέπει να εκφράζει θέση ούτε να προβαίνει σε αντιπαράθεση, αλλά να μένει «αντικειμενικός παρατηρητής», δηλαδή να εγκαταλείπει κάθε σταθερό και εκ των προτέρων προσδιορισμένο πνευματικό έδαφος.
Αυτή η τάση «πέρασε» στην Αμερική και στην Ευρώπη κατά τον περασμένο αιώνα με την παρουσία Ινδών γκουρού στο «Κοινοβούλιο των Θρησκειών» (Σικάγο 1893) και με τη Θεοσοφία της Ε.Π. Μπλαβάτσκυ. Στη χώρα μας ακούγονται σήμερα επίσημες φωνές, το Ποιμαντικό τμήμα της Θεολογικής Σχολής να μετονομαστεί σε θρησκειολογικό και το μάθημα των Θρησκευτικών να αντικατασταθεί με θρησκειολογικό μάθημα. Με αυτόν τον τρόπο η ποιμαντική της Εκκλησίας μας δέχεται επίθεση από τους υπεύθυνους λειτουργούς της Ορθοδόξου Θεολογίας.
Εναρμόνιση των θρησκειών
Η νέα τάση εναρμονίζεται κατά ένα τρόπο με την προπαγάνδα εκατοντάδων παραθρησκευτικών ομάδων που βρίσκουν απήχηση μεταξύ νέων ανθρώπων. Οι ομάδες αυτές κηρύττουν ότι δεν υπάρχει αξιολογική διάκριση ανάμεσα στις ιδέες ή σε οποιεσδήποτε θρησκευτικές ή άλλες απόψεις. Δεν υπάρχει αντικειμενική διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψεύδος, στο καλό και στο κακό. Όλα αποτελούν εκδηλώσεις της μίας πραγματικότητος (απόλυτος μονισμός) και ποικίλλουν ανάλογα με το εξελικτικό επίπεδο του κάθε ανθρώπου, του κάθε λαού στην κάθε εποχή. Δεν χρειάζεται συνεπώς οριοθέτηση, δεν χρειάζεται αντιπαράθεση.
Αυτή η ισοπέδωση ή «εναρμόνιση» των θρησκειών, των αξιών, των πολιτισμών, «περνάει» τώρα και σε νομικά κείμενα και διεθνείς συμβάσεις και τείνει να κατοχυρωθεί ως «διεθνές δίκαιο». Επίλεκτα στελέχη του ΟΗΕ και άλλων διεθνών οργανισμών ανήκουν σήμερα στο χώρο αυτό του ακατάσχετου συγκρητισμού και αποκρυφισμού και προωθούν την ιδέα της πανθρησκείας και του παν-πολιτισμού με ποικίλους τρόπους.
Από τέτοιους κύκλους καταβάλλεται σήμερα συντονισμένη προσπάθεια να καθοριστούν ενιαία και για ολόκληρη την ανθρωπότητα οι σκοποί της παιδείας («νέα παγκόσμια εκπαίδευση»), για να δημιουργηθεί, όπως διακηρύττουν, ένας «νέος παγκόσμιος πολιτισμός», μία «νέα παγκόσμια ηθική» και μία «νέα παγκόσμια κοσμική πνευματικότητα»!
Βέβαια οι επώνυμοι αυτοί παράγοντες των Διεθνών Οργανισμών, κάνουν αυτές τις σαφείς διακηρύξεις σε εσωτερικά, αποκρυφιστικά έντυπα. Στα κείμενα των Διεθνών Συμβάσεων γίνεται λόγος για διάφορους πολιτισμούς, αλλά μέσω των ενιαίων σκοπών της παιδείας επιδιώκεται η σύγκλιση των θρησκειών και πολιτισμών και η ενοποίηση του κόσμου με βάση την εναρμόνιση σε όλους τους τομείς της ζωής.
Η αποφυγή οριοθετήσεως της πίστεως, η υπογράμμιση του «κοινού εδάφους» και του «κοινού σκοπού» και «στόχου», στον οποίο «φθάνει κανείς από διαφορετικούς δρόμους», αφαιρεί από τους νέους ανθρώπους κάθε σταθερό έδαφος κάτω από τα πόδια τους και οδηγεί στην πλήρη σύγχυση και αβεβαιότητα.
* Το κείμενο αυτό εγράφη από τον μακαριστό πατέρα Αντώνιο Αλεβιζόπουλο στις 19.2.1992 και απετέλεσε τμήμα μιας ευρύτερης επιστολής που εστάλη τον Οκτώβριο του 1995 από τον ίδιο ως υπεύθυνο της «Υπηρεσίας Ενημερώσεως, Διαλόγου και Πολιτισμού», η οποία λειτουργούσε τότε, «Προς πρόσωπα κατέχοντα θέσεις ευθύνης στην πνευματική, κοινωνική και πολιτική ζωή του ευρυτέρου ορθοδόξου χώρου».
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ»
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΤΕΥΧΟΣ 28
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου