Στα πλαίσια της εκκλησιαστικής Ενορίας διαμορφώνονται οι διαπροσωπικές σχέσεις σε έναν τρόπο, που διαφέρει από εκείνον του κόσμου, όπως φαίνεται στις θεμελιακές κοινωνικές κατηγορίες, που εκφράζουν την εν Χριστώ κοινωνία και συναδέλφωση των ανθρώπων. Και τέτοιες κατηγορίες, γνωστές ήδη από την Καινή Διαθήκη, είναι:
α. Η κατηγορία του αδελφού (αδελφός- α+δελφύς, μήτρα. Ο από την ίδια κοιλία, ομομήτριος). Όσοι γεννιώνται από την ίδια κοιλία, λέγονται αδελφοί. Αυτό ισχύει και στον κόσμο. Στην Εκκλησία όμως ο όρος εκφράζει την νέα πνευματική αδελφοσύνη, που δημιουργεί η εν Χριστώ υιοθεσία μας. Είμαστε αδελφοί εν Χριστώ, γιατί (ανα)γεννώμεθα από την ίδια πνευματική μήτρα, την κοιλία της Εκκλησίας, την αγία κολυμβήθρα της. Είμασθε άρα αδελφοί, όχι γιατί μάς συνδέει κάποια συναισθηματική, ηθική, ή συμβατική σχέση, όπως λ.χ. οι Μασόνοι, που και αυτοί προσφωνούνται «αδελφοί» μεταξύ τους. Οι Χριστιανοί γίνονται εν Χριστώ αδελφοί, μέσα στην εν Χριστώ καινή αδελφοσύνη. [...] Πρέπει δε να υπογραμμισθεί, ότι η προσφώνηση «αδελφέ» είναι η αρμόζουσα στους ορθοδόξους προσφώνηση, ιστορικά καταξιωμένη. Ο Κ. Οικονόμος το 1835 παρατηρούσε, ότι ακόμη οι Ρωμηοί προσφωνούνται μεταξύς τους αδελφοί, γιατί δεν είχε εισχωρήσει στη ζωή τους το φράγκικο «Κύριε»!
β. Μια άλλη χριστιανική κατηγορία είναι του συνδούλου (πρβλ. την παραβολή Ματθ. 18, 23-35 και τον λόγο του Χριστού μας: «ουκ έδει και σε ελεήσαι τον συνδούλον σου»;). Αν γίνει συνείδηση, ότι από τον Οικουμενικό Πατριάρχη μέχρι τον νεαρότερο πιστό, όλοι, Κληρικοί και Λαϊκοί, είμασθε συνδούλοι, οφειλέτες στον Θεό, τότε συνειδητοποιείται και η σημασία της συγχωρητικότητας και ανεξικακίας, ουσιαστικών στοιχείων των εν Χριστώ διαπροσωπικών σχέσεων. Όταν πιστεύσουμε, ότι είμασθε όλοι στο σώμα του Χριστού «συνδούλοι», παύει να υπάρχει όριο κατανοήσεως και συγχωρητικότητας (βλ. Ματθ. 18,21), παύει η κατάκριση του αδελφού, η τάση αυτοπροβολής και υπεροχής και συγχρόνως υποτίμησης των άλλων. Αυτό φανερώνει η θαυμάσια προσευχή του αγίου Εφραίμ του Σύρου: «δώρησαί μοι, του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου».
γ. Σπουδαιότερη όμως ακόμη είναι η χριστιανική κατηγορία του πλησίον. Η έννοια αυτή διαχωρίζει τελεσίδικα την ανθρώπινη κοινωνία από την ζωική ή φυτική. Εκεί κυριαρχεί η βιολογική φύση, η οποία παράγει αενάως το ίδιο βιοκοινωνικό αποτέλεσμα. Αυτό ισχύει και στην ανθρώπινη, αλλά χωρίς Θεό, κοινωνία. Στην εν Χριστώ όμως κοινωνία η σχέση με τον συνάνθρωπο είναι προσωπική, θεληματική, υπεύθυνη. Η έννοια του πλησίον ήταν, βέβαια, και πρωτύτερα γνωστή, λ.χ. στη Π. Διαθήκη. Σήμαινε όμως μια συγγενική κάστα, ομάδα κοινών συμφερόντων και κατέληγε να εκφράζει ένα κοινωνικό εγωισμό: π.χ. των Ιουδαίων έναντι των Σαμαρειτών, των Αθηναίων έναντι των Σπαρτιατών κ.ο.κ. Στη χριστιανική όμως πραγματικότητα η έννοια υπερβαίνει κάθε φραγμό ή όριο. Εκφράζει την καθολική και πανανθρώπινη συναδέλφωση εν Χριστώ. Στον κάθε συνάνθρωπο διακρίνουμε πια τον ίδιο τον Χριστό, εικόνα του Οποίου είμασθε όλοι. Αγαπώντας τον «πλησίον» μας, αγαπάμε τον Χριστό, το αρχέτυπο και τον προορισμό μας, την αρχή και το τέλος μας (πρβλ. την παραβολή της κρίσεως, Ματθ. 25, 31-46). Αγαπώντας συνεπώς τον «πλησίον» μου, αγαπώ το Χριστό ή μισώντας τον, πάλι τον Χριστό μισώ. Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι η έννοια του «πλησίον» στο Ευαγγέλιο είναι πρωταρχικά ενεργητική και όχι παθητική. «Πλησίον» είναι ο Σαμαρείτης, αυτός δηλαδή που έμπρακτα αγαπά και μετά εκείνος, που δέχεται την αγάπη. Χωρίς την κοινωνία με τον «πλησίον» είναι αδύνατη η κοινωνία με τον Θεό και η σωτηρία. (Βλ. Ιακ. 2,14 ε.ε. και Α’ Ιωάν. 4,20 ε.). Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι και αυτή η κόλαση στο Γεροντικό νοείται ως αδυναμία διαπροσωπικής κοινωνίας: «Ουκ έστι πρόσωπον προς πρόσωπον θεάσασθαι, αλλ’ ο νώτος εκάστου προς τον ετέρου νώτον κεκόλληται»...
Ανάλογα διαμορφώνονται στην ενοριακή ύπαρξη και οι διαπροσωπικές σχέσεις:
α. Η φιλία: Φιλία σημαίνει χριστιανικά την ακρότητα της αγάπης, θυσία για τον άλλο, δόσιμο και όχι δοσοληψία. Ο Χριστός είναι ο πρώτος φίλος μας (Ιωάν. 15,14), που θυσιάζεται για μας. «Φίλοι» του Χριστού γίνονται οι Άγιοι, που φθάνουν στον φωτισμό και την θέωση. Η Ενορία σ’ αυτό στοχεύει: να μάς μεταβάλει από εχθρούς σε φίλους του Θεού, για να είμασθε και μεταξύ μας αδελφοί και φίλοι.
β. Οι οικονομικές σχέσεις: Καταξιώνονται χριστιανικά σε φιλανθρωπία, που κυριαρχείται από την ανιδιοτέλεια, την απουσία κάθε έννοιας συμφέροντος και κέρδους. Στη ζωή του Χριστιανού κυριαρχεί, με τη χάρη του Θεού, η αρχή της δικαιοσύνης, που απορρέει από την συνείδηση της φυσικής ισότητας όλων των ανθρώπων και της αντιχριστιανικότητας κάθε έννοιας διακρίσεως (πρβλ. Πράξ. 17,26: «εποίσηέ τε εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων»). Δικαιοσύνη δεν είναι η ελεημοσύνη μόνο και φιλανθρωπία, αλλά και η ανιδιοτελής θέαση του συνανθρώπου. Λέγει χαρακτηριστικά ο άγιος Νείλος: «Ευσεβής ουχ ο πολλούς ελεών, αλλ’ ο μηδένα αδικών». Καταλαβαίνει κανείς, ποιες κοινωνικές διαστάσεις μπορεί να λάβει αυτός ο λόγος. Η ζωή στην Ενορία, αν είναι ολόκληρη και όχι αποσπασματική, όπως συμβαίνει στις δικές μας σχέσεις, οδηγεί εν Αγίω Πνεύματι στην πρακτική της ιεροσολυμιτικής κοινότητας, στην οποία οι πιστοί «είχον άπαντα κοινά, και τα κτήματα και τας υπάρξεις επίπρασκον και διεμέριζον αυτά πάσι, καθό τι αν τις χρείαν είχεν» (Πραξ. 2,45). Είναι ευνόητο βέβαια, ότι ένας τέτοιος τρόπος ζωής, που συνεχίζει και σήμερα στην μοναστική αδελφότητα, δεν είναι δυνατός, όταν η Ενορία περιορίζεται στη θρησκευτική – λατρευτική σφαίρα και δεν αγκαλιάζει όλη τη ζωή της κοινότητας. Γι’ αυτό και αδυνατούμε να τον πραγματοποιήσουμε.
γ. Η επιστήμη: Μέσα στη ζωή της Ενορίας η επιστήμη γίνεται προφητική μαρτυρία, ως διαρκής ψηλάφηση των ακτίστων ενεργειών του Θεού μέσα στη φύση και εξαγγελία των θαυμασίων του Θεού στον κόσμο. Γι’ αυτό και η «επιστημονική καριέρα» δεν μπορεί να συνδεθεί με το κέρδος, τον πλουτισμό και την κοινωνική αναγνώριση, αν δεν αποσυνδεθεί από την διακονία και την φιλανθρωπία.
δ. Ο έρωτας: Καταξιώνεται στην σύσταση οικογένειας και αποκτά μυστηριακό αγώνα. Παύει, έτσι, να νοείται ο γάμος ως απλή επικύρωση και νομιμοποίηση της σαρκικής ένωσης ανδρός και γυναικός, γιατί στοχεύει στην ανύψωσή τους πάνω από τη φυσική νομοτέλεια και την ένταξή τους στην προσωπική κοινωνία με τον Χριστό (πρβλ. «εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν», Εφεσ. 5,32). Ο εν Χριστώ γάμος ανυψώνει στο επίπεδο διαπροσωπικής εν Χριστώ κοινωνίας, με τη σωφροσύνη (τον πνευματικό δηλαδή αγώνα) του ζευγαριού και την ευχαριστιακή αναφορά της κοινής ζωής, στο Θεό. Με τη σωφροσύνη και την εγκράτεια των συζύγων ο γάμος γίνεται λατρεία. Στα όρια δε της πνευματικότητας βρίσκει και το «σεξ» στις διαπροσωπικές σχέσεις των χριστιανών συζύγων την σωστή του θέση. Έτσι, χωρίς τον κίνδυνο να αυτονομηθεί ή το χειρότερο να απολυτοποιηθεί η σεξουαλικότητα (σαρκικές σχέσεις), η πρόσκαιρη σωματική σχέση των συζύγων υπερβαίνεται σε μια στιγμή, μέσα στον πνευματικό αγώνα, και από τα σαρκικά ανέρχονται οι Χριστιανοί σύζυγοι στα πνευματικά, αφομοιούμενοι από τη ζωή της μοναστικής αδελφότητας, όπου όλη η ζωή μεταστοιχειώνεται σε πνευματικότητα.
ε. Η πολιτική, τέλος, μέσα στο σώμα της Ενορίας –ως προσπάθεια οργανώσεως της ζωής- αποκτά ιερατικό – διανοητικό χαρακτήρα. Όταν οι πολιτικοί ζουν ως χριστιανοί, από την κοινότητα μέχρι το κράτος, θα ενεργούν ως μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, για την διευθέτηση των υλικών – βιοτικών προβλημάτων και αναγκών του, σε συνεργασία με τους διακόνους της πνευματικής όψεως της ζωής, τους Κληρικούς. Η συναλληλία και συνδιακονία και συνεργασία των δύο διακονιών, πνευματικής (ιερατικής) και πολιτικής, συντελεί στην κατά Χριστόν ανάπτυξη του σώματος.[...]
Με τα παραπάνω γίνεται συνεπώς αντιληπτό, γιατί η Εκκλησία, όταν ανακύπτουν κοινωνικά προβλήματα, δεν αρκείται στην κριτική της καταστάσεως ή σε κάποιες δεοντολογικές προτάσεις, στα λόγια δηλαδή, Η Εκκλησία, ως Χριστός «παρατεινόμενος εις τους αιώνας», δεν μοιράζει ασπιρίνες για τους πονοκεφάλους του κόσμου, αλλά προσφέρει μόνιμη και τέλεια θεραπεία στα προβλήματα του κόσμου. Προσφέρει και προτείνει συνάμα τη δική της θεραπεία, την δοκιμασμένη και αποδεδειγμένη ως ορθή και επιτυχή από την εμπειρία όλων των Αγίων της. Και η θεραπεία είναι η κλήση – πρόσκληση του κόσμου να εκκλησιοποιηθεί, να ενταχθεί στους κόλπους της, στο σώμα και τη ζωή της. Γιατί μόνο έτσι αναπροσανατολίζεται σύνολη η ζωή του ανθρώπου και του κόσμου και βρίσκει το σωστό της δρόμο μέσα στην απέραντη αγκαλιά του Θεού.
Από το βιβλίο
«Ενορία: Ο Χριστός εν τω μέσω ημών»
π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Εκδ. Αποστολική Διακονία
«Ενορία: Ο Χριστός εν τω μέσω ημών»
π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Εκδ. Αποστολική Διακονία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου