Ο παπα-Σάββας
Ένας από τους πιο αγαπημένους φίλους του παπα-Τύχωνα ήταν και ο ευλαβέστατος παπα-Σάββας, ο οποίος είχε την αδιάλειπτη προσευχή και είχε φθάσει μάλιστα σε μεγάλη πνευματική κατάσταση. Ο παπα-Σάββας είχε έρθει από δέκα τεσσάρων χρονών , μικρό παιδί, αφήνοντας τους γονείς του και την πατρίδα του, την Φιλιππιάδα, και κλείστηκε στο Περιβόλι της Παναγίας, όχι για να παίξει, αλλά για να παλέψει. Και πραγματικά, αγωνίσθηκε παλληκαρίσια, έγινε αθλητής του Χριστού και στεφανώθηκε.
Αιτία της φυγής του από τον κόσμο, όπως μου έλεγε, ήταν ο βίος του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη, ο οποίος του άναψε στην καρδιά του την γλυκιά φλόγα της αγάπης του Χριστού, και έτσι ήρθε στο Άγιον Όρος, στην Ι. Μονή Εσφιγμένου.
Αγωνίστηκε πολύ φιλότιμα από μικρός μέχρι τα γεράματά του ο Παπα-Σάββας, χωρίς να υπολογίζει τον εαυτό του, γι’ αυτό και σκεφτόταν πάντα τους άλλους και προσπαθούσε πώς να αναπαύσει τον καθένα.
Μετά από πολυχρόνια άσκηση επόμενο ήταν να υποστεί και ορισμένες σωματικές βλάβες, να έχει προβλήματα με την υγεία του. Ο αθλητής του Χριστού όμως τους πόνους, τους πανηγύριζε με την υπομονή του, ενθυμούμενος τους Αγίους Μάρτυρες, και δοξολογούσε το Θεό.
Όταν τον ρωτούσα «πώς πάει η υγεία σας», εκείνος μου έλεγε:
«Δόξα τω Θεώ, πολύ καλά. Εγώ τίποτα δεν υποφέρω εν συγκρίσει με τους Αγίους Μάρτυρες, όπως και δεν έχω κάνει τίποτε εν συγκρίσει με τους Οσίους Πατέρες» (ενώ ποτέ του δεν παρέλειψε τα πνευματικά του καθήκοντα μέχρι τα γεράματά του, όταν τον είχαν εγκαταλείψει πια οι σωματικές του δυνάμεις, και οι πόνοι είχαν δυναμώσει) ο παπα-Σάββας ήταν πάντα χαρούμενος στους πόνους και συνέχεια έλεγε Δόξα σοι ο Θεός.
Οι Πατέρες της Μονής από αγάπη τον πήγαν στην Αθήνα για εξετάσεις σε κλινική, κι εκείνος έκανε υπακοή σαν καλός Κοινοβιάτης. Ο φιλήσυχος όμως Σάββας δυσκολεύτηκε περισσότερο από τον κοσμικό θόρυβο παρά από τους πόνους της αρρώστιας και παρακάλεσε τους Πατέρες να τον φέρουν πάλι στην Μετάνοιά του, στο περιβόλι της Παναγίας.
Οι Πατέρες το δέχθηκαν και τον πήγαν προσωρινά στην Ι. Μονή Χρυσοβαλάντου, για να συνέλθει λίγο, και μετά να φύγουν για το Άγιον Όρος. Ένα βράδυ όμως είχε πλημμυρίσει από άρρητη ευωδία όλη η Μονή, και η Γερόντισσα δεν μπορούσε να το εξηγήσει! Σε λίγο διαπίστωσαν ότι η ευωδία έβγαινε από το κελλί, όπου έμενε ο παπα-Σάββας. Όταν άνοιξαν την πόρτα ,γέμισε ο τόπος από άρωμα, και βρήκαν τον παπα-Σάββα να έχει παραδώσει το πνεύμα του. Τότε κατάλαβαν ότι το άρωμα αυτό έβγαινε από την αρωματισμένη ψυχή του παπα-Σάββα. Ήρθαν μετά και οι Πατέρες και τον μετέφεραν στη Μετάνοιά του. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, «Αγιορείται Πατέρες και αγιορείτικα»).
Ένας από τους πιο αγαπημένους φίλους του παπα-Τύχωνα ήταν και ο ευλαβέστατος παπα-Σάββας, ο οποίος είχε την αδιάλειπτη προσευχή και είχε φθάσει μάλιστα σε μεγάλη πνευματική κατάσταση. Ο παπα-Σάββας είχε έρθει από δέκα τεσσάρων χρονών , μικρό παιδί, αφήνοντας τους γονείς του και την πατρίδα του, την Φιλιππιάδα, και κλείστηκε στο Περιβόλι της Παναγίας, όχι για να παίξει, αλλά για να παλέψει. Και πραγματικά, αγωνίσθηκε παλληκαρίσια, έγινε αθλητής του Χριστού και στεφανώθηκε.
Αιτία της φυγής του από τον κόσμο, όπως μου έλεγε, ήταν ο βίος του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη, ο οποίος του άναψε στην καρδιά του την γλυκιά φλόγα της αγάπης του Χριστού, και έτσι ήρθε στο Άγιον Όρος, στην Ι. Μονή Εσφιγμένου.
Αγωνίστηκε πολύ φιλότιμα από μικρός μέχρι τα γεράματά του ο Παπα-Σάββας, χωρίς να υπολογίζει τον εαυτό του, γι’ αυτό και σκεφτόταν πάντα τους άλλους και προσπαθούσε πώς να αναπαύσει τον καθένα.
Μετά από πολυχρόνια άσκηση επόμενο ήταν να υποστεί και ορισμένες σωματικές βλάβες, να έχει προβλήματα με την υγεία του. Ο αθλητής του Χριστού όμως τους πόνους, τους πανηγύριζε με την υπομονή του, ενθυμούμενος τους Αγίους Μάρτυρες, και δοξολογούσε το Θεό.
Όταν τον ρωτούσα «πώς πάει η υγεία σας», εκείνος μου έλεγε:
«Δόξα τω Θεώ, πολύ καλά. Εγώ τίποτα δεν υποφέρω εν συγκρίσει με τους Αγίους Μάρτυρες, όπως και δεν έχω κάνει τίποτε εν συγκρίσει με τους Οσίους Πατέρες» (ενώ ποτέ του δεν παρέλειψε τα πνευματικά του καθήκοντα μέχρι τα γεράματά του, όταν τον είχαν εγκαταλείψει πια οι σωματικές του δυνάμεις, και οι πόνοι είχαν δυναμώσει) ο παπα-Σάββας ήταν πάντα χαρούμενος στους πόνους και συνέχεια έλεγε Δόξα σοι ο Θεός.
Οι Πατέρες της Μονής από αγάπη τον πήγαν στην Αθήνα για εξετάσεις σε κλινική, κι εκείνος έκανε υπακοή σαν καλός Κοινοβιάτης. Ο φιλήσυχος όμως Σάββας δυσκολεύτηκε περισσότερο από τον κοσμικό θόρυβο παρά από τους πόνους της αρρώστιας και παρακάλεσε τους Πατέρες να τον φέρουν πάλι στην Μετάνοιά του, στο περιβόλι της Παναγίας.
Οι Πατέρες το δέχθηκαν και τον πήγαν προσωρινά στην Ι. Μονή Χρυσοβαλάντου, για να συνέλθει λίγο, και μετά να φύγουν για το Άγιον Όρος. Ένα βράδυ όμως είχε πλημμυρίσει από άρρητη ευωδία όλη η Μονή, και η Γερόντισσα δεν μπορούσε να το εξηγήσει! Σε λίγο διαπίστωσαν ότι η ευωδία έβγαινε από το κελλί, όπου έμενε ο παπα-Σάββας. Όταν άνοιξαν την πόρτα ,γέμισε ο τόπος από άρωμα, και βρήκαν τον παπα-Σάββα να έχει παραδώσει το πνεύμα του. Τότε κατάλαβαν ότι το άρωμα αυτό έβγαινε από την αρωματισμένη ψυχή του παπα-Σάββα. Ήρθαν μετά και οι Πατέρες και τον μετέφεραν στη Μετάνοιά του. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, «Αγιορείται Πατέρες και αγιορείτικα»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου