Τον περασμένο χρόνο (1939) ήμουν ένα διάστημα Τραπεζάρης. Πλησίαζε του Τ. Προδρόμου, κατά την οποία συνήθως μικροπανηγυρίζουμε. Εγώ από την προπαραμονή μέτρησα το ψωμί και ήταν όλα 250 ψωμιά. Μ’ αυτό έπρεπε να κάμω 4 τράπεζες, γνωρίζοντας ότι για κάθε τράπεζα ξοδεύονται 70-80 ψωμιά.Εξαιτίας δε της εορτής του Τιμίου Προδρόμου έπρεπε να δώσω στους ξένους προσκυνητές και ευλογία ψωμί ένα ή δύο στον καθένα. Λογαριάζω καλά το ψωμί και βλέπω ότι δεν θα με φθάσει να περάσω. Πηγαίνω στον ηγούμενο. Του λέω ότι το ψωμί δεν θα μας φθάσει και πρέπει αύριο (ήταν παραμονή της εορτής) να ζυμώσουμε. Ο ηγούμενος, δεν ξέρω τί συλλογίσθηκε, και μου λέει: «Όχι, όχι δεν θα ζυμώσουμε». «Μα Γέροντα, δεν θα μας φθάσει το ψωμί, θα ντροπιαστούμε και στους ξένους, να μην έχουμε ψωμί στην γιορτή του Τιμίου Προδρόμου». Αυτός πάλι το χαβά του!
«Όχι, λέει, θα περάσουμε». Τί να κάνω λοιπόν; Για να μη φιλονικώ, έφυγα πολύ λυπημένος και στενοχωρημένος. Πήγα στη τράπεζα, μοίρασα το ψωμί μέσα σε δύο κοφίνια. Έβαλα στο ένα 150 ψωμιά και στο άλλο 100. Αυτά έγιναν την Παρασκευή το πρωί. Σκέφθηκα, εν τω μεταξύ, για την τράπεζα του Σαββάτου το βράδυ να μουσκέψω παξιμάδι για να τραπεζώσω να εξοικονομήσω την ανάγκη. Την Παρασκευή λοιπόν και το Σάββατο το πρωί, για δύο τράπεζες που έγιναν, ξοδεύθηκαν τα 150 ψωμιά που υπήρχαν στο ένα κοφίνι. Αφού τελείωσε η τράπεζα του Σαββάτου το πρωί, το αδειανό κοφίνι το πήγα μέσα στο «παρακελλαρίκι», όπου έχουμε το παξιμάδι και τη ρακί. Μου έμειναν μόνον 100 ψωμιά και τα φύλαγα για το αυριανό τραπέζι στη γιορτή του Αγίου. Το απόγευμα του Σαββάτου πήγα στο «παρακελλαρίκι» να πάρω παξιμάδι και να το μουσκέψω, καθώς είχα προαποφασίσει και, ω, των θαυμασίων σου, Τίμιε Πρόδρομε! Βλέπω το αδειανό κοφίνι, που είχα βάλει το πρωί εκεί, και ήταν γεμάτο ψωμί φρέσκο. Τρίβω τα μάτια μου. Μήπως είναι πλάνη του πονηρού; Μήπως δε βλέπω καλά; Σ’ αυτό το κοφίνι εγώ είχα τα 150 ψωμιά και τα ξόδεψα τις δύο ημέρες! Τί είναι τούτο; Τί είναι το άλλο; Τούτο είναι θαύμα του Τιμίου Προδρόμου. Τρέχω λοιπόν στο Γέροντα χαρούμενος, του λέω όλη την ιστορία και τον προσκαλώ να έλθει μόνος του να δει το θαύμα. Πράγματι ήλθε, πιστοποίησε το θαύμα και δώσαμε και οι δύο την οφειλόμενη τιμή και δόξα στον Τίμιο Πρόδρομο. Και έβλεπες την άλλη μέρα παρακαλούσα τους ασκητές και ξένους προσκυνητές να πάρουν όχι από ένα, αλλά από πέντε και έξι ψωμιά ο καθένας, κηρύττοντας συνάμα σ’ όλους το θαύμα του Τιμίου Προδρόμου.
«Όχι, λέει, θα περάσουμε». Τί να κάνω λοιπόν; Για να μη φιλονικώ, έφυγα πολύ λυπημένος και στενοχωρημένος. Πήγα στη τράπεζα, μοίρασα το ψωμί μέσα σε δύο κοφίνια. Έβαλα στο ένα 150 ψωμιά και στο άλλο 100. Αυτά έγιναν την Παρασκευή το πρωί. Σκέφθηκα, εν τω μεταξύ, για την τράπεζα του Σαββάτου το βράδυ να μουσκέψω παξιμάδι για να τραπεζώσω να εξοικονομήσω την ανάγκη. Την Παρασκευή λοιπόν και το Σάββατο το πρωί, για δύο τράπεζες που έγιναν, ξοδεύθηκαν τα 150 ψωμιά που υπήρχαν στο ένα κοφίνι. Αφού τελείωσε η τράπεζα του Σαββάτου το πρωί, το αδειανό κοφίνι το πήγα μέσα στο «παρακελλαρίκι», όπου έχουμε το παξιμάδι και τη ρακί. Μου έμειναν μόνον 100 ψωμιά και τα φύλαγα για το αυριανό τραπέζι στη γιορτή του Αγίου. Το απόγευμα του Σαββάτου πήγα στο «παρακελλαρίκι» να πάρω παξιμάδι και να το μουσκέψω, καθώς είχα προαποφασίσει και, ω, των θαυμασίων σου, Τίμιε Πρόδρομε! Βλέπω το αδειανό κοφίνι, που είχα βάλει το πρωί εκεί, και ήταν γεμάτο ψωμί φρέσκο. Τρίβω τα μάτια μου. Μήπως είναι πλάνη του πονηρού; Μήπως δε βλέπω καλά; Σ’ αυτό το κοφίνι εγώ είχα τα 150 ψωμιά και τα ξόδεψα τις δύο ημέρες! Τί είναι τούτο; Τί είναι το άλλο; Τούτο είναι θαύμα του Τιμίου Προδρόμου. Τρέχω λοιπόν στο Γέροντα χαρούμενος, του λέω όλη την ιστορία και τον προσκαλώ να έλθει μόνος του να δει το θαύμα. Πράγματι ήλθε, πιστοποίησε το θαύμα και δώσαμε και οι δύο την οφειλόμενη τιμή και δόξα στον Τίμιο Πρόδρομο. Και έβλεπες την άλλη μέρα παρακαλούσα τους ασκητές και ξένους προσκυνητές να πάρουν όχι από ένα, αλλά από πέντε και έξι ψωμιά ο καθένας, κηρύττοντας συνάμα σ’ όλους το θαύμα του Τιμίου Προδρόμου.
Πηγή: «Διονυσιάτικες διηγήσεις»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου