Στα Ιωάννινα, κοντά στο ναό των Άγιων Αναργύρων του Κάστρου, ήταν το μικρό Φθισιατρείο με τους ετοιμοθάνατους φυματικούς. Στα χρονιά 1938-1940 μετά τη Θεία Λειτουργία, ο π. Βενέδικτος Πετράκης πήγαινε κάθε Τετάρτη κι όποτε άλλοτε χρειαζόταν και κοινωνούσε τους αρρώστους.
Διηγείται ο κ. Μπάστας: «Ο νέος του ιερού άναψε τη λαμπάδα.
- Πάτερ, είμαστε έτοιμοι.
Ο λειτουργός δεν έδωσε απάντηση. Σήκωσε στα χέρια το άγιο Ποτήριο. Είχε τοποθετήσει μέσα την άγια λαβίδα και το ΄χε σκεπάσει με το άγιο κάλυμμα.
Βγήκε απ΄ την αριστερή θύρα του ιερού. Ο νέος με τη λαμπάδα αναμμένη προπορευόταν.
Βαδίσαμε κάπου τριάντα-σαράντα μέτρα. Ένα σπίτι με μισομαυρισμένους τοίχους μας περίμενε με μισάνοιχτη την πόρτα του. Ένα απ’ τα παιδιά έτρεξε και την άνοιξε διάπλατα.
Ο λειτουργός με τα τίμια Δώρα προχώρησε. Από κοντά του κι εμείς.
Μόλις μπήκα μέσα, ανατρίχιασα. Πού βρισκόμουν; Γύρω-γύρω κρεβάτια στο μεγάλο θάλαμο.
Και πάνω στα κρεβάτια… Τί μορφές ήταν εκείνες; Μάτια κλειστά ή μάτια που γυάλιζαν. Σκελετοί μοναχοί. Πεθαμένοι που ’χαν γυρίσει απ’ τον άδη.
-Αγαπητά μου παιδιά, ακούστηκε κρυστάλλινη η φωνή. Σας φέρνω το φως, σας φέρνω την ελπίδα, σας φέρνω τη χαρά. Κοιτάξτε με, τον Χριστό μας σας φέρνω. Η αγάπη τ’ ουρανού είναι κοντά σας. Ο δημιουργός του κόσμου θα ’ρθεί στη καρδιά σας. Σταθείτε μ’ ευλάβεια, μ’ ευγνωμοσύνη κι αγάπη.
«Σώμα Χριστού μεταλάβετε, πηγής αθανάτου γεύσασθε».
Η θεία Κοινωνία είναι το φάρμακο της ζωής και της αθανασίας. Όλοι έχετε εξομολογηθεί, όλοι να κοινωνήσετε.
Άχνα δεν έβγαινε. Είχαν θερμανθεί οι καρδιές. Ο πόνος τις είχε προετοιμάσει.
-Πρώτος θα κοινωνήσει ο Θανάσης, είπε ο ιερέας.
Πλησίασε προς το ακρινό κρεβάτι. Πλησιάσαμε κι εμείς. Ένα πτώμα βρισκόταν ριγμένο εκεί. Δυο σβησμένα μάτια κοίταζαν χωρίς τίποτε να μπορούν να εκφράσουν.
-«Μεταδίδοταί σοι το τίμιον και πανάγιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις άφεσίν σου αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».
Κινήθηκαν τ’ ακίνητα μάτια. Ζωήρεψαν. Έλαμψαν. Κοίτα, δυο στάλες κυλάνε πάνω στο πρόσωπο που μοιάζει με μαυρισμένο φούρνο. Η αγία λαβίδα φθάνει στα χείλη. Αλλά τα χείλη δεν κινούνται. Είναι νεκρωμένα τα χείλη.
-”Άνοιξε το στόμα, Θανάση. Ο Χριστός μας είναι, ο Θεός μας. Έρχεται να σου κάνει συντροφιά στο μεγάλο ταξίδι. Άνοιξε το στόμα, αδελφέ μου.
Άδικα ο π. Βενέδικτος παρακαλεί. Η άγια λαβίδα δεν θα προχωρήσει. Ο θείος μαργαρίτης μένει στα χείλη του ετοιμοθάνατου. Καταλαβαίνει ο Θανάσης, αλλά δεν μπορεί να βοηθήσει. Και τώρα, τί θα γίνει;
Ο ιερέας δεν δυσκολεύεται, δεν διστάζει. Παίρνει με τη λαβίδα απ’ το στόμα του φθισικού τη θεία Κοινωνία και τη φέρνει στα δικά του χείλη. Με ευλάβεια την καταλύει.
Οι γιατροί τρομάζουν και φωνάζουν:
-Μα, είναι στα καλά του αυτός ο παπάς ή τρελάθηκε; Πάει αυτός! Θα του έλθει αμέσως καλπάζουσα φυματίωση!
Ο π. Βενέδικτος έλεγε: “Η ζωή δεν μεταδίδει θάνατο!”.
Αλλά τί είναι τούτο; Είναι η απόδειξη. Είναι η πίστη. Οι φθισικοί είχαν ακούσει το λόγο του τον πατρικό. Όσο να ‘ναι όμως ο λόγος αφήνει κενά για την αμφιβολία. Η πράξη όμως; Η μεγάλη πίστη; Αυτή πείθει. Αυτή επιβάλλεται. Αυτή πετυχαίνει κατακτήσεις για τον Χριστό.
- Αυτός είναι παπάς!
-Πιστεύει με άληθινή πίστη ο παπάς.
-Δε φοβάται ο παπάς.
-Ο Χριστός είναι Θεός όταν δίνει τέτοια καρδιά στους παπάδες του…
Ανεβαίνουν οι ψίθυροι. Ανασαίνει ο θάλαμος τον ανασαμό της ζωντανής πίστεως. Η κατάνυξη, η ευλάβεια, βασιλεύουν σ’ όλες τις καρδιές.
Τούτοι οι βαριά άρρωστοι έχουν νικήσει πια το φόβο του θανάτου.
Πιστεύουν με ζωντανή, με καυτερή πίστη. Έχουν πίστη «ως κόκκον σινάπεως».
πηγή: «Η Αγάπη στο εκτελεστικό απόσπασμα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου