Οι κρίσιμες ημέρες πού περνάμε ανέδειξαν ένα σοβαρό ζήτημα. Μάς βομβαρδίζουν καθημερινά γιά τήν οικονομική κρίση, αναφέρουν οικονομικούς όρους, γίνονται οικονομικές αναλύσεις καί, βεβαίως, γίνεται λόγος γιά έξοδο από τήν οικονομική κρίση. Κανείς δέν αμφισβητεί ότι τό οικονομικό πρόβλημα, η δυσπραγία, είναι ένα σοβαρό ζήτημα πού απασχολεί πολλές οικογένειες γιά τήν επιβίωσή τους. Αλλά η μονομέρεια αυτή κατατείνει στό νά θεωρήται ο άνθρωπος μόνον οικονομικό καί βιολογικό όν καί νά υπονομεύεται ή νά αγνοήται ότι ο άνθρωπος είναι καί θεολογικό όν. Πέρα από τίς βιολογικές ανάγκες –απαραίτητες– υπάρχουν καί θεολογικές ανάγκες. Ο άνθρωπος αναζητά τόν Θεό καί τήν σχέση μαζί Του, τά προβλήματα στήν ουσία είναι θεολογικά, υπαρξιακά, θέματα πού σχετίζονται μέ τό νόημα τής ζωής καί τού θανάτου.
Η Εκκλησία πρέπει νά συνδράμη τούς ανθρώπους καί στήν οικονομική κρίση, όπως καί τό κάνει, αλλά θά πρέπει νά μήν υποκύψη στόν πειρασμό νά υπονομεύση τήν βασική αποστολή της πού είναι νά υποδεικνύη στόν άνθρωπο τόν δρόμο τής θεώσεως, τής κοινωνίας του μέ τόν Θεό.
Στήν συνέχεια θά επισημανθούν δύο σημεία, ήτοι τά αίτια τής σύγχρονης κρίσης καί η αντιμετώπισή της.
1. Τά αίτια τής κρίσης
Η παγκόσμια καί τοπική μας κοινωνία διέρχεται οικονομική κρίση τόν τελευταίο καιρό, πράγμα τό οποίο δημιουργεί πολλά προβλήματα στούς ανθρώπους, οι οποίοι έχουν νά αντιμετωπίσουν τό οικονομικό πρόβλημα μέσα στήν οικογένειά τους.
Γίνονται αναλύσεις από διαφόρους οικονομολόγους καί κοινωνιολόγους γιά νά εντοπίσουν τά αίτια τής κρίσης, τά οποία επικεντρώνονται στήν πολιτική, οικονομική, γεωπολιτική, πολιτισμική καί θρησκευτική συμπεριφορά τού ανθρώπου. Όταν υπάρχη μιά κρίση, τότε αναζητούνται τά αίτια καί οι αφορμές καί μέσα σέ αυτήν τήν αναζήτηση λέγονται πολλά, ευκαίρως ή ακαίρως.
Οι Κληρικοί δέν έχουν τόσο αρμοδιότητα νά ασχοληθούν μέ τά οικονομικά ή πολιτικά αίτια τής κρίσεως, αλλά κυρίως πρέπει νά δούν τό θέμα από εκκλησιαστικής-θεολογικής πλευράς. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί η θεολογία ενδιαφέρεται γιά τήν κατακόρυφη σχέση τού ανθρώπου μέ τόν Θεό, αλλά καί τήν οριζόντια σχέση τού ανθρώπου μέ τούς συνανθρώπους του. Οι δύο αυτές σχέσεις σχηματίζουν σταυρό καί καθένας πού θέλει νά προσδιορίζη ορθώς τίς σχέσεις του μέ τόν Θεό καί τούς ανθρώπους θά πρέπει νά σταυρώνεται. Ο εσταυρωμένος υπερβαίνει τήν κρίση, ενώ ο ασταύρωτος δημιουργεί κρίσεις παντός είδους.
Επειδή εμείς οι Κληρικοί πρέπει νά δούμε τά τού οίκου μας, γι' αυτό θά ήθελα, αποφεύγοντας τήν οποιαδήποτε αναφορά στό οικονομικό, πολιτικό καί κοινωνικό επίπεδο, νά τό περιορίσω στό εκκλησιαστικό καί θεολογικό επίπεδο, κάνοντας καί μιά θετική αυτοκριτική.
Άν δούμε τήν κρίση τών ημερών μας από εκκλησιαστικής πλευράς, θά δούμε ότι η πλειονότητα τών Χριστιανών μας καί τών Κληρικών μας έχουμε αλλοιώσει τήν εκκλησιαστική μας ταυτότητα. Η Εκκλησία, όπως είναι γνωστόν, είναι τό Σώμα τού Χριστού, είναι η Βασιλεία τού Θεού επί τής γής καί αυτή η Βασιλεία δέν είναι εκ τού κόσμου τούτου αλλά από τόν Θεό καί εργάζεται στόν κόσμο. Ο Χριστός στόν Πιλάτο είπε: «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ τού κόσμου τούτου ει εκ τού κόσμου τούτου ήν η βασιλεία η εμή, οι υπηρέται άν οι εμοί ηγωνίζοντο, ίνα μή παραδοθώ τοίς Ιουδαίοις νύν δέ η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εντεύθεν» (Ιω. ιη', 36). Καί κάθε φορά ο Χριστός, πού αντιμετώπισε πρόκληση από τούς ανθρώπους νά περιορίση τό έργο Του στήν ενδοκοσμικότητα, τό αρνήθηκε, όπως τό βλέπουμε μετά τό θαύμα τού πολλαπλασιασμού τών πέντε άρτων, μετά τήν θριαμβευτική είσοδό Του στά Ιεροσόλυμα κ.α.
Όμως, σέ πολλούς από εμάς παρατηρείται έντονα τό φαινόμενο τής εκκοσμίκευσης, πού ορίζεται ως απώθηση στό περιθώριο τής ζωής μας τής εσχατολογικής προσδοκίας καί η ταύτισή μας μέ τό ενθάδε, τήν κοσμική νοοτροπία, τό κοσμικό φρόνημα. Θά μπορούσα νά υπογραμμίσω πολλά ως πρός τό θέμα αυτό, αλλά όμως θά περιορίσω τόν λόγο μου στήν επί τού όρους ομιλία τού Χριστού.
Είναι γνωστή η ομιλία τήν οποία έκανε ο Χριστός επάνω στό όρος τών μακαρισμών, όπως διασώζεται από τόν Ευαγγελιστή Ματθαίο (Ματθ. κεφ. ε'-ζ'). Η επί τού όρους ομιλία τού Χριστού είναι ο κατασταστικός χάρτης τού Χριστιανισμού καί τών Χριστιανών. Όταν τήν διαβάση κανείς προσεκτικά καί συγκρίνη τά όσα λέγει ο Χριστός μέ τήν σύγχρονη ζωή μας, θά δή τήν χαώδη διαφορά.
Στήν αρχή γίνεται λόγος γιά τούς μακαρισμούς, πού αναφέρονται στήν πορεία τού ανθρώπου γιά τήν βίωση τής Βασιλείας τού Θεού, ήτοι γιά τήν ταπείνωση, τήν μετάνοια, τό πένθος, τήν πραότητα, τήν πείνα καί τήν δίψα γιά τήν δικαιοσύνη τού Θεού, τήν ελεημοσύνη, την καθαρότητα τής καρδιάς, τό ειρηνοποιό πνεύμα καί τό μαρτύριο γιά τήν δόξα τού Θεού.
Στήν συνέχεια ο Χριστός κάνει λόγο γιά τό ότι οι Χριτιανοί είναι τό άλας τής γής καί τό φώς τού κόσμου καί ότι ο Χριστιανός θά πρέπει νά τηρή στήν ζωή του τόν νόμο τού Θεού σέ όλες τίς εκφάνσεις, πού είναι η τελείωση καί η πλήρωση τού νόμου τής Παλαιάς Διαθήκης, πού δόθηκε στόν Μωϋσή. Η τήρηση τού Νόμου δέν αναφέρεται σέ εξωτερικά ζητήματα, αλλά μέσα στόν χώρο τής καρδιάς, πού φθάνει μέχρι τήν αγάπη καί αυτών τών εχθρών.
Ακολούθως γίνεται λόγος γιά τήν ελεημοσύνη, πού πρέπει νά γίνεται μακριά από τό θεαθήναι καί γιά τήν προσευχή. Μάλιστα δέ παρέδωσε καί τήν Κυριακή Προσευχή, τό «Πάτερ ημών», πού αναφέρεται σέ όλα τά ζητήματα τής πνευματικής ζωής. Ειδικά στήν προσφώνηση «Πάτερ ημών» παρουσιάζονται δύο βασικές αρχές, πού πρέπει νά διέπουν τούς Χριστιανούς, ήτοι ότι έχουμε Πατέρα στούς ουρανούς, καί γι' αυτό δέν είμαστε ορφανοί, καί ότι έχουμε καί άλλα αδέλφια, καί γι' αυτό δέν είμαστε μοναχοπαίδια.
Έπειτα, κάνει λόγο γιά τήν νηστεία καί γιά τό νά μή θησαυρίζουμε θησαυρούς επί τής γής. Είναι καταπληκτικός ο λόγος του γιά τό ότι δέν μπορούμε νά εργαζόμαστε σέ δύο κυρίους, δηλαδή στόν Θεό καί τόν μαμωνά, καθώς επίσης γιά τό ότι δέν πρέπει νά διακατεχόμαστε από αγωνιώδη μέριμνα γιά τήν τροφή καί τό ένδυμα, γενικότερα τήν ζωή μας, αλλά θά πρέπει νά αναζητούμε πρώτα τήν Βασιλεία τού Θεού καί τήν δικαιοσύνη Του καί όλα τά άλλα θά προστεθούν.
Αμέσως μετά συνιστά στούς ακροατές Του καί σέ μάς νά μή κρίνουμε τούς ανθρώπους, νά μή δίνουμε τά Άγια στά σκυλιά, νά προσευχόμαστε στόν Θεό καί στήν συνέχεια παρουσιάζει τόν χρυσό κανόνα τής χριστιανικής ζωής: «πάντα ούν όσα άν θέλητε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω καί υμείς ποιείτε αυτοίς ούτος γάρ εστιν ο νόμος καί οι προφήται» (Ματθ. ζ', 12).
Καταλήγει δέ τήν επί τού όρους ομιλία Του ο Χριστός μέ τήν προτροπή νά ακολουθούμε τήν στενή καί τεθλιμμένη οδό πού οδηγεί στήν ζωή καί όχι τήν πλατεία πού οδηγεί στήν απώλεια, νά αποφεύγουμε τούς ψευδοπροφήτες καί νά τηρούμε τό θέλημα τού Πατρός μας τού εν ουρανοίς. Θεμέλιο τής ζωής μας πρέπει νά είναι ο ίδιος ο Χριστός, αυτή η ισχυρή καί σταθερή πέτρα.
Διαβάζοντας προσεκτικά όλη αυτήν τήν ομιλία, βλέπει κανείς πόσο μακριά είμαστε από αυτόν τόν καταστατικό χάρτη τού Χριστιανισμού. Σέ όλες τίς ενέργειές μας είμαστε έτοιμοι νά παραθέσουμε άρθρα από τό Σύνταγμα, άρθρα από διαφόρους νόμους, πού κατοχυρώνουν τά ατομικά μας δικαιώματα καί τίς ελευθερίες, πού προστατεύουν τήν επιθυμία γιά τήν απόκτηση καί τήν διαφύλαξη τού πλούτου, στήν δέ Εκκλησία συνεχώς επικαλούμαστε άρθρα τού Καταστατικού Χάρτου καί τών Κανονισμών γιά νά δικαιολογήσουμε κάποια πράξη μας, καί όμως αγνοούμε παντελώς τήν πραγματική μας καταστατική νομοθεσία πού είναι η επί τού όρους ομιλία τού Χριστού.
Αυτό σημαίνει ότι, ενώ ως μέλη τής Εκκλησίας τού Χριστού ανήκουμε σέ έναν πνευματικό χώρο, πού δέν είναι εκ τού κόσμου τούτου, καίτοι εργάζεται στόν κόσμο, εν τούτοις είμαστε απόλυτα ταυτισμένοι μέ τήν νοοτροπία τού κόσμου, ως πρός τά πάθη τής φιληδονίας, τής φιλοδοξίας καί τής φιλαργυρίας. Βεβαίως δέν βρίσκονται όλοι σέ αυτήν τήν κατηγορία, αλλά έχουμε επηρεασθή βαθύτατα από αυτήν τήν νοοτροπία.
Εκτός από τήν κρίση τής εκκλησιαστικής μας ταυτότητας έχουμε κρίση καί τής θεολογικής μας ταυτότητας. Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού καί η θεολογία είναι η φωνή τής Εκκλησίας. Θά πρέπει νά θεολογούμε καί γιά τά πιό μικρά πράγματα, πού σημαίνει ότι κάθε γεγονός τής ζωής μας καί κάθε αντικείμενο πού συνδέεται μαζί μας, πρέπει νά αντιμετωπίζεται από μάς μέ έναν διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι τό αντιμετωπίζουν άλλοι συμπολίτες μας. Ο τρόπος τής ζωής μας, η διοργάνωση τής κοινωνίας μας, η συγκρότηση τής οικογενειακής ζωής, ο τρόπος τής σκέψεώς μας κλπ., όλα πρέπει νά εμπνέωνται από τήν θεολογία τής Εκκλησίας, η οποία κάνει λόγο τί είναι ο Θεός, τί είναι ο άνθρωπος καί ποιός είναι ο προορισμός του, τί έκανε ο Θεός γιά μάς, καί πώς εμείς θά ανταποκριθούμε σέ αυτήν τήν αγάπη τού Θεού.
Παρατηρώ ότι περισσότερο «τεχνολογούμε» παρά «θεολογούμε», κατά τόν γνωστόν λόγο τού Μεγάλου Βασιλείου. Καθιερώθηκε στήν ζωή τής Εκκλησίας μας οι Επίσκοποι νά προέρχωνται από τόν μοναχικό βίο, γιατί θά πρέπει νά διακρίνωνται γιά τίς βασικές μοναχικές αρετές καί νά έχουν μάθει γιά τήν μοναχική ζωή τήν αξία τής υπακοής, τής λατρείας, τής προσευχής, τής ασκητικής ζωής, τής ακτημοσύνης, δηλαδή όλους αυτούς τούς όρους καί τίς προϋποθέσεις τής θεολογικής σκέψεως. Στίς συζητήσεις μας, ακόμη καί στά Συνοδικά όργανα, αναφερόμαστε σέ όλα τά θέματα πού απασχολούν τόν τρόπο ζωής τών ανθρώπων, ωσάν νά βρισκόμαστε σέ ένα κοινοβούλιο. Αυτό αποδεικνύεται από τό ότι ελάχιστες φορές στόν χώρο αυτό τής Ιεραρχίας έγινε συζήτηση γιά δογματικά ζητήματα καί γιά τό μεγάλο ζήτημα τού διαλόγου τής Ορθοδόξου Εκκλησίας μέ άλλες Ομολογίες.
Τελικά, η κρίση βρίσκεται καί μέσα στήν Εκκλησία καί μέσα στήν ίδια μας τήν ύπαρξη. Είναι κρίση εκκλησιαστική καί θεολογική, αφού σέ πολλές περιπτώσεις υποκύψαμε στούς τρείς πειρασμούς, στούς οποίους δέν υπέκυψε ο Χριστός, ήτοι θελήσαμε νά μετατρέψουμε τούς λίθους σέ άρτους, θελήσαμε νά κάνουμε θεαματικές πράξεις γιά νά εντυπωσιάσουμε τούς ανθρώπους, πέφτοντας από τό πτερύγιο τού Ναού, καί θελήσαμε νά αποκτήσουμε κοινωνική καί άλλη ποικιλόμορφη εξουσία μέ οποιοδήποτε τίμημα. Αυτό λέγεται εκκοσμίκευση.
Άλλωστε, είναι γνωστός ο λόγος τού Ευαγγελιστού Ιωάννου, πού κάνει λόγο γιά τό ποιός έχει εκκοσμικευμένο φρόνημα: «πάν τό εν τώ κόσμω, η επιθυμία τής σαρκός καί η επιθυμία τών οφθαλμών καί η αλαζονεία τού βίου, ουκ έστιν εκ τού πατρός, αλλ εκ τού κόσμου εστί» (Α' Ιω. β', 16).
Αφήσαμε τόν κόσμο ακατήχητο στό θέμα ποιός είναι ο σκοπός τής υπάρξεώς του, πώς θά ζήση τήν ασκητική ζωή καί πώς θά ακολουθήση τήν στενή καί τεθλιμμένη οδό, τήν σταυρική θυσία καί προσφορά, καί τόν αφήσαμε νά ασχολήται μέ τήν ευδαιμονία καί τήν φιλαυτία. Μερικές φορές δέ θεωρήσαμε ότι η συσσώρευση υλικών αγαθών αποτελεί καί ένδειξη τής αγάπης καί τής ευεργεσίας τού Θεού σέ μάς. Έτσι, καί πολλοί Χριστιανοί πλούτισαν σέ βάρος άλλων ανθρώπων, αλλά καί ταυτίζονται μέ τούς πλουσίους σέ βάρος τού λαού.
Είναι γνωστόν ότι στήν Δύση τουλάχιστον ο Χριστιανισμός ταυτίσθηκε μέ τήν πλουτοκρατία, τόν καπιταλισμό, ο οποίος είναι πραγματικά «η θρησκεία τής φιλαργυρίας». Τά λεγόμενα Χριστιανοδημοκρατικά κόμματα συνδέονται μέ τόν φιλελευθερισμό, πού συνίσταται στήν ανταγωνιστικότητα τής αγοράς καί δημιουργεί πλουσίους καί πτωχούς.
Ως Κληρικοί θά πρέπει νά δούμε τά αίτια τής εκκλησιαστικής καί θεολογικής κρίσης, τό πώς μετατρέψαμε τόν Χριστιανισμό σέ μιά θρησκεία πού ευνοεί τήν ικανοποίηση τών αισθήσεων, τήν συσσώρευση υλικών αγαθών καί τήν αύξηση τής ψαλίδας μεταξύ πλουσίων καί πτωχών. Μέ τόν τρόπο αυτόν αλλοιώσαμε τήν εκκλησιαστική καί θεολογική μας ταυτότητα.
Οπότε, θά πρέπει νά συγκρίνουμε τήν ζωή μας μέ τήν επί τού όρους ομιλία τού Χριστού καί νά προσδιορίσουμε επακριβέστερα τόν σκοπό τής υπάρξεως τής Εκκλησίας καί τό έργο τής ποιμαντικής διακονίας τού λαού.
2. Η αντιμετώπιση τής κρίσης
Προηγουμένως προσδιορίσθηκαν τά αίτια τής οικονομικής, κοινωνικής καί, κυρίως, τής εκκλησιαστικής καί θεολογικής κρίσεως. Δυστυχώς πολλοί από τούς Χριστιανούς μας δέν ζούν σύμφωνα μέ τίς εντολές τού Χριστού καί τό Ευαγγέλιο, πού αναφέρεται στήν ευαγγελική πτωχεία, τήν ελευθερία από εξαρτήσεις τίς οποίες θέλουν νά επιβάλλουν οι αισθήσεις καί τά αισθητά, τήν πείνα καί τήν δίψα γιά τήν δικαιοσύνη τού Θεού καί τήν αναζήτηση τής Βασιλείας τού Θεού. Αυτό είναι ένα βασικό πρόβλημα καί τών Χριστιανών καί τής Εκκλησίας μας.
Τώρα, όμως, θά εντοπισθούν μερικά σημεία, τά οποία είναι απαραίτητα γιά τήν αντιμετώπιση τής ποικιλόμορφης κρίσης πού μαστίζει τίς κοινωνίες μας.
Είναι γνωστόν ότι η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού άρχισε τήν λειτουργία της τήν ημέρα τής Πεντηκοστής καί άρχισε νά επεκτείνεται καί νά διοργανώνεται σέ μιά κοινωνία πού μαστιζόταν από μεγάλη κρίση. Πρόκειται γιά τήν ιουδαϊκή, ελληνική καί ρωμαϊκή κοινωνία. Όταν μελετάμε τήν κοινωνική κατάσταση τής εποχής τού Χριστού καί τών αγίων Αποστόλων, διαπιστώνουμε ότι υπήρχε η δουλεία στούς Ρωμαίους, ο αμοραλισμός καί η φτώχεια, η ανεξέλεγκτη εξουσία καί πολλά άλλα. Μέσα σέ έναν τέτοιο χώρο ο Χριστιανισμός έκανε όλες τίς κοινωνικές εφαρμογές του στόν χώρο τής Εκκλησίας.
Τό πρώτο σημείο είναι ότι οι Απόστολοι καί οι Διάδοχοί τους έδωσαν μεγάλη βαρύτητα στό χριστολογικό κήρυγμα, τό τί είναι ο Χριστός καί πώς κανείς θά βιώση τόν Χριστό στήν προσωπική του ζωή. Ομιλούσαν γιά τήν μετάνοια, ως τρόπο κοινωνίας μέ τόν Χριστό. Η θεία Λειτουργία ήταν τό κέντρο τής εκκλησιαστικής ζωής καί χωρίς τήν θεία Κοινωνία δέν μπορούσαν νά ζήσουν. Ο Χριστός νοηματοδοτούσε όλη τήν ζωή τους, ώστε ο Απόστολος Παύλος νά πή «ζώ δέ ουκέτι εγώ, ζή δέ εν εμοί Χριστός» (Γαλ. β', 20). Η αγάπη τών Χριστιανών γιά τόν Χριστό τούς έκανε νά καταβαίνουν μέχρι τά έγκατα τής γής στίς κατακόμβες γιά νά τόν υμνήσουν καί νά τελέσουν τήν θεία Ευχαριστία, αλλά καί νά θυσιάσουν τήν ζωή τους γι' Αυτόν, οπότε έχουμε καί τό ενθουσιαστικό στοιχείο στήν ζωή τών Χριστιανών καί τήν ανάδειξη χιλιάδων καί εκατομμυρίων μαρτύρων.
Όταν διαβάση κανείς προσεκτικά τίς επιστολές τού Αποστόλου Παύλου, θά διαπιστώση ότι οι πρώτες Εκκλησίες ήταν οργανωμένες, όπως είναι οργανωμένα τά σημερινά καλά ορθόδοξα Μοναστήρια. Οι δύο επιστολές τού Αποστόλου Παύλου στήν Κόρινθο αποδεικνύουν μιά Εκκλησία η οποία, πέρα από μερικά ανθρώπινα λάθη, ήταν πολύ ζωντανή, γεμάτη από τήν Χάρη τού Αγίου Πνεύματος καί οι Χριστιανοί ήταν πλημμυρισμένοι από τά χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος.
Οπότε, μιά πρώτη πρόταση αντιμετωπίσεως τής εκκλησιαστικής καί θεολογικής κρίσεως τών ημερών μας είναι νά έχουμε μπροστά μας τό όραμα τών πρώτων Εκκλησιών, όπως φαίνεται στίς επιστολές τού Αποστόλου Παύλου καί νά αγωνιζόμαστε νά επανέλθουμε σέ αυτήν τήν κατάσταση.
Τό δεύτερο σημείο είναι νά δούμε τήν κοινοβιακή ζωή τής πρώτης Εκκλησίας. Εφ' όσον ζούσαν τήν αγάπη τού Θεού, πλουσιοπάροχα, έπρεπε νά τήν διοχετεύσουν στούς αδελφούς τους, αλλά πολλές φορές καί σέ ανθρώπους εκτός τής εκκλησιαστικής κοινότητας. Έτσι, μαζί μέ τήν ευχαριστιακή ζωή, είχαν διοργανώσει καί τήν κοινοβιακή ζωή, ακόμη καί κατά τήν διάρκεια τού φαγητού, είναι τά γνωστά κοινά δείπνα πού περιγράφονται στίς Πράξεις τών Αποστόλων. Οι Χριστιανοί πωλούσαν τά υπάρχοντά τους καί τά χρήματα πού εισέπρατταν τά έδιναν στούς Αποστόλους, ώστε νά βοηθούνται όλοι οι Χριστιανοί. Καί όταν χρειάσθηκε νά ασχοληθούν μερικοί άνθρωποι μέ τά δείπνα, εξέλεξαν επτά άνδρες πού ήταν γεμάτοι από Άγιον Πνεύμα. Επομένως, δέν διοργάνωσαν τήν κοινοβιακή τους ζωή επί τή βάσει οικονομικών θεωριών, αλλά επί τή βάσει τού Ευαγγελίου καί τής εν Χριστώ ζωής, τήν οποία βίωναν μέσα στήν Εκκλησία.
Συνήθως λέμε ότι αυτή η κοινοβιακή ζωή πού περιγράφουν οι Πράξεις τών Αποστόλων κράτησε γιά λίγα χρόνια καί στήν συνέχεια εξέλιπε. Είναι λάθος αυτή η άποψη, γιατί ήδη έχουμε γραπτή μαρτυρία από τά μέσα τού 2ου αιώνος, δηλαδή μετά τό 150 μ.Χ. ότι αυτή η κοινοβιακή ζωή, μέ πολλούς τρόπους, λειτουργούσε σέ όλες τίς κατά τόπους Εκκλησίες, όχι μόνον στά Ιεροσόλυμα. Γιά παράδειγμα στήν πρώτη Απολογία τού αγίου Ιουστίνου τού Μάρτυρος γίνεται λόγος γιά τήν από κοινού θεία Ευχαριστία καί τήν θεία Κοινωνία καί εκεί μεταξύ άλλων λέγεται: «Καί οι έχοντες τοίς λειπομένοις πάσιν επικουρούμεν, καί σύνεσμεν αλλήλοις αεί». «Οι ευπορούντες δέ καί βουλόμενοι κατά προαίρεσιν έκαστος τήν εαυτού ό βούλεται δίδωσι, καί τό συλλεγόμενον παρά τώ προεστώτι αποτίθεται, καί αυτός επικουρεί ορφανοίς τε καί χήραις, καί τοίς διά νόσον ή δι' άλλην αιτίαν λειπομένοις, καί τοίς εν δεσμοίς ούσι, καί τοίς παρεπιδήμοις ούσι ξένοις, καί απλώς πάσι τοίς εν χρεία ούσι κηδεμών γίνεται».
Η Απολογία αυτή δόθηκε από τόν άγιο Ιουστίνο στόν αυτοκράτορα Αντωνίνο τόν Ευσεβή καί, βεβαίως, επ' ουδενί λόγω σέ μιά τέτοια επίσημη Απολογία θά ήταν υπερβολικός καί θά χρησιμοποιούσε ψευδή επιχειρήματα. Αυτό σημαίνει ότι η πρώτη Εκκλησία ζούσε μέσα στό κοινοβιακό πνεύμα καί ενδιαφερόταν γιά τούς ορφανούς, τίς χήρες, τούς ασθενείς, τούς φυλακισμένους, τούς παρεπιδημούντας καί γιά όλους πού είχαν τήν ανάγκη. Είναι σημαντική η μελέτη τού αειμνήστου Καθηγητού Παναγιώτου Δημητρόπουλου μέ τίτλο «Η πίστις τής αρχαίας Εκκλησίας ως κανών ζωής καί ο κόσμος», ειδικά τά κεφάλαια περί τού θεσμού τής ιδιοκτησίας, περί χριστιανικής φιλανθρωπίας καί περί τού θεσμού τής δουλείας, όπου υπάρχουν πολλά παραδείγματα από τόν τρόπο πού ζούσε η αρχαία Εκκλησία.
Αυτή η κοινοβιακή ζωή τής αρχαίας Εκκλησίας δέν έπαυσε ποτέ καί βιώθηκε στήν συνέχεια από τούς μοναχούς στά Μοναστήρια, πού υπήρξαν χώροι λατρείας, προσευχής καί κοινοβιακής ζωής, καθώς επίσης καί φιλοξενίας τών πολλών προσκυνητών. Αυτό βιώνεται καί σέ πολλές Ενορίες, πού αναπτύσσουν τήν φιλανθρωπία. Οπότε, πρόταση τής Εκκλησίας στήν σημερινή κρίση είναι νά διοργανωθούν ακόμη περισσότερο οι Ενορίες καί τά Μοναστήρια ως χώροι κοινοβιακής ζωής.
Τό τρίτο σημείο είναι τό κήρυγμα τών αγίων Πατέρων τής Εκκλησίας πού στρεφόταν εναντίον τών πλουσίων, οι οποίοι αδιαφορούσαν γιά τούς πτωχούς. Οι Πατέρες ομιλούσαν ελεγκτικά εναντίον τών εχόντων καί κατεχόντων πού ζούσαν σέ βάρος τού λαού. Αλλά πρώτοι οι Πατέρες αυτοί έδιναν τό καλό παράδειγμα, αφού απαλλάσσονταν από τήν περιουσία τήν οποία είχαν καί τήν οποία προσέφεραν στούς πτωχούς.
Είναι περίφημοι οι λόγοι τού Μεγάλου Βασιλείου, τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου καί πολλών άλλων Πατέρων τής Εκκλησίας. Θά περιορίσω τήν αναφορά μου στόν περίφημο λόγο τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου «περί φιλοπτωχίας». Καί αυτό γιατί, στόν λόγο αυτό παρουσιάζεται όλη η θεολογική προοπτική τής κοινοβιακής ζωής. Ο άγιος Γρηγόριος δέν εμπνέεται απλώς από οικονομικές θεωρίες καί από φιλεύσπλαχνη διάθεση, αλλά καθαρά από τήν θεολογία τής Εκκλησίας μας.
Μεταξύ τών άλλων λέγει ότι ο Θεός έπλασε τόν άνθρωπο νά ζή στόν Παράδεισο τής τρυφής ελεύθερος καί αυτεξούσιος καί πλούσιος στήν απόλαυση. Όμως, μετά τήν παράβαση δημουργήθηκαν οι φθόνοι, οι έριδες καί η καταδυνάστευση τού διαβόλου, η οποία δαιμονική καταδυνάστευση παρασύρει τούς πιό θρασείς ανθρώπους εναντίον τών ασθενεστέρων καί έτσι σχίσθηκε τό ενιαίο ανθρώπινο γένος καί έλαβε διάφορα ονόματα, καί η πλεονεξία κατακερμάτισε τήν ευγένεια τής φύσεως. Σαφέστατα εδώ φαίνεται ότι η πρώτη ζωή τού ανθρώπου στόν παράδεισο ήταν η απόλυτα κοινοβιακή ζωή, η δέ συσσώρευση τού πλούτου καί τών υλικών αγαθών ήταν αποτέλεσμα τής παραβάσεως τού ανθρώπου. Γι' αυτό προτρέπει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τόν ακροατή του: «αλλά σύ βλέπε μοι τήν πρώτην ισονομίαν, μή τήν τελευταίαν διαίρεσιν μή τόν τού κρατήσαντος νόμον, αλλά τόν τού κτίσαντος».
Ο λόγος αυτός τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου είναι πολύ σημαντικός, γιατί δείχνει ότι οι Χριστιανοί θά πρέπει νά βλέπουν τήν πρώτη ισονομία πού επικρατούσε στόν Παράδεισο, τήν διαίρεση πού ήλθε διά τής πτώσεως καί νά αποβλέπουν μέ τήν δική τους ελευθερία στήν επαναφορά στήν πρώτη εκείνη ευλογημένη κατάσταση.
Μέσα στήν προοπτική αυτή πρέπει νά εντάξη κανείς όλον αυτόν τόν υπέροχο λόγο τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου. Σέ ένα σημείο γράφει: «Πάσι μέν δή πτωχοίς ανοικτέον τά σπλάγχνα» καί συνεχίζει ότι πρέπει νά δείξουμε τήν αγάπη μας σέ όποιον τήν χρειάζεται, σέ αυτούς πού διατελούν σέ χηρεία, σέ ορφάνεια, σέ αυτούς πού είναι εξόριστοι, είτε σέ αυτούς οι οποίοι καταδιώκονται από τήν ωμότητα τών δεσποτών είτε από τό θράσος τών αρχόντων είτε από τήν απανθρωπία τών φορολόγων είτε από τόν φόνο τών ληστών είτε από τήν απληστία τών κλεπτών είτε από τήν δήμευση είτε από τό ναυάγιο.
Μιλώντας στούς Χριστιανούς του, λέγει: «Πάντες γάρ έν εσμέν εν Κυρίω, είτε πλούσιος, είτε πένης, είτε δούλος, είτε ελεύθερος, είτε υγιαίνων, είτε πονηρώς έχων τού σώματος». Καί σέ κάποια στιγμή λέγει τόν φοβερό λόγο ότι δέν θά ήθελε ποτέ νά συμβή στόν ίδιο νά πλουτίζη αυτός, ενώ οι άλλοι δέν έχουν τίποτε, είτε νά διάγη αυτός καλά, ενώ οι άλλοι νά υποφέρουν: «Μή μοι γένοιτο, μήτε πλουτείν τούτων απορουμένων μήτε ευεκτείν, ει μή βοηθοίην τοίς τούτων τραύμασι μή τροφής ικανώς έχειν, μή σκέπης, μή υπό στέγην αναπαύεσθαι, ει μή καί άρτον ορέξαιμι, καί μεταδοίην εσθήτος εις δύναμιν καί υπό στέγην αναπαύσαιμι».
Έχοντας αυτό υπ' όψιν, θά πρέπει νά ομιλούμε συνεχώς εναντίον τής συγκεντρώσεως τών υλικών αγαθών από λίγους ανθρώπους, νά κάνουμε λόγο γιά τήν κατά τό δυνατόν ισότητα τών ανθρώπων ή, τουλάχιστον, νά τονίζουμε ότι όσοι έχουν υλικά αγαθά θά πρέπει νά φροντίζουν γιά τήν προσφορά τών αναγκαίων σέ αυτούς οι οποίοι υποφέρουν. Δέν είναι δυνατόν νά είναι κανείς καλός Χριστιανός καί νά ζή πλουσιοπάροχα, ενώ οι αδελφοί του εν Χριστώ υποφέρουν καί βασανίζονται.
Τό τέταρτο σημείο είναι ότι πρέπει νά δοθή σημασία στήν ασκητική ζωή, όπως τήν συναντάμε στήν Αγία Γραφή καί τήν Παράδοση τής Εκκλησίας. Όταν ομιλούμε γιά ασκητική ζωή, εννοούμε τό νά διακρίνη ο άνθρωπος μεταξύ τού αναγκαίου καί τού υπερβολικού, μεταξύ ψευδών καί πραγματικών αναγκών. Δυστυχώς, πολλοί Χριστιανοί επηρεασμένοι από τήν νοοτροπία τής εποχής καταναλώνουν περισσότερα απ' όσα παράγουν καί δέν ζούμε κατά τρόπον ασκητικό. Αυτή η προτροπή γιά άσκηση είναι αναγκαία στήν εποχή μας, κατά τήν οποία υπάρχει πολύ μεγάλη ευμάρεια, συσσώρευση υλικών αγαθών, τά οποία δέν μάς χρειάζονται.
Τά τέσσερα αυτά σημεία τά οποία υπεγράμμισα δείχνουν καί τό πώς μπορεί σήμερα νά βοηθήση η Εκκλησία στήν κρίση πού διερχόμαστε, ήτοι θά πρέπει νά δώση βαρύτητα στήν θεία Ευχαριστία καί τήν θεολογία της, η οποία αναπαύει τήν πνευματική πείνα τού ανθρώπου καί δίνει νόημα ζωής, νά διοργανώση τήν Ενορία μέσα στό κοινοβιακό σύστημα τής αρχαίας Εκκλησίας μέ τήν προσφορά υλικών αγαθών σέ ανθρώπους πού έχουν ανάγκη καί τήν ποικιλότροπη ποιμαντική διακονία μέ τά Ιδρύματα καί τό προνοιακό έργο. Αλλά συγχρόνως θά πρέπει νά ομιλή τήν γλώσσα τών Πατέρων γιά τήν αδικία πού υπάρχει στίς κοινωνίες μας καί τήν ανάπτυξη τού πνεύματος τής φιλανθρωπίας, καθώς επίσης εμείς οι Κληρικοί καί οι τακτικώς εκκλησιαζόμενοι Χριστιανοί νά κάνουμε πράξη τήν αρχή τής λιτότητας στήν προσωπική μας ζωή.
Η αντιμετώπιση τής κρίσεως από εκκλησιαστικής πλευράς πρέπει νά είναι εκκλησιαστική καί θεολογική. Νά μήν πέσουμε στόν πειρασμό νά βλέπουμε τήν οικονομική κρίση μέσα από οικονομικούς όρους, γιατί άν γίνεται αυτό, τότε ζούμε εκκοσμικευμένη ζωή. Οι κοινωνικές καί οικονομικές κρίσεις αντιμετωπίζονται μέ πνευματικά μέτρα, ήτοι ασκητική ζωή, προσευχή, πίστη στόν Θεό, εντατικοποίηση γιά τήν εφαρμογή τών εντολών τού Χριστού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου