28 Οκτ 2011

Πολύευκτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (956-970 μ.Χ.)


Πολύευκτος (πολύ+εύχομαι = ο πολυπόθητος) 
«Eυκτού τέλους έτυχες ποιμήν Kυρίου,
Φερωνυμήσας πράγμασιν θεηγόρε» 
Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, και μετέπειτα Άγιος Πολύευκτος δεν υπήρξε μόνο μια σημαντική προσωπικότητα στην εκκλησιαστική ιστορία, αλλά επιπλέον διαδραμάτισε και σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Η χρονική περίοδος κατά την οποία διακόνησε στον πατριαρχικό θρόνο, υπήρξε ευτυχής συγκυρία για την εξέλιξη της εκκλησίας σαν θεσμικού παράγοντα.
Εκτός από την προσωπική αξία του, βοήθησαν και οι αξιόλογοι αυτοκράτορες που διατηρούσαν, διεκδικούσαν και κατελάμβαναν τον αυτοκρατορικό θρόνο την περίοδο της πατριαρχίας του.
Η χριστιανική θρησκεία μετρούσε περίπου εννέα αιώνες, από τότε που ο ιδρυτής της Ιησούς Χριστός, απεκάλυψε την αλήθεια στους ανθρώπους. 
Η επισημοποίησή της σαν θρησκεία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, έγινε τέσσερεις αιώνες, αργότερα το 380 μ.Χ. από τον Μέγα Θεοδόσιο, «επιθυμούμε όλα τα διάφορα υπήκοα έθνη, να ακολουθούν την Θρησκεία που παραδόθηκε στους Ρωμαίους από τον άγιο απόστολο Πέτρο.»( Cunctos populos, quos clementiae nostrae regit temperamentum, in tali volumus religione versari, quam divinum petrum apostolum tradidisse Romanis). Θεοδοσιανός Κώδιξ De fide catholica. Βιβλίο 16.1.2παρ.
Παρ’ όλο που η εξάπλωσή της ήταν, σημαντική και γρήγορη, και αυτό φυσικά με χιλιάδες θυσίες και μάρτυρες, πρέπει να σημειωθεί ότι μέχρι την επισημοποίηση της, δεν είχε κατασταλάξει σε ιδεολογικό επίπεδο, μέχρι την ολοκλήρωση της, ώστε να κερδίσει τον οικουμενικό, και πανανθρώπινο της χαρακτήρα.
Στην συνέχεια με την στιβαρά υποστήριξη της κρατικής εξουσίας, τα πράγματα ξεκαθάρισαν. Πολλές αιρέσεις παρουσιάσθηκαν, θέτοντας ποικίλα θέματα σχετικά με τις ιδεολογικές και θεολογικές αναζητήσεις και ερμηνείες. Λύσεις για αυτά τα ζητήματα τα οποία επεξεργάζονταν και απαντούσαν αξιόλογοι ιεράρχες, δίδονταν μετά από οικουμενικές συνόδους.
Κορυφαίο ζήτημα στους κόλπους της εκκλησίας ήταν η εικονομαχία, που διήρκεσε πάνω από έναν αιώνα (723-843).
Μετά από αυτό η εκκλησία είχε αποκτήσει σταθερότητα, και κύρος, και σαν θεσμός, φυσικό είναι να εκδηλώνει σταδιακά αυτή την δύναμη.
Ο Πολύευκτος παρέλαβε την εκκλησία με όλες αυτές τις προϋποθέσεις, και ο χαρακτήρας του, έδρασε καταλυτικά, ούτως ώστε να δημιουργηθεί μια μετάλλαξη, στην εκκλησία.
Σταδιακά, διακριτικά η έντονα, η εκκλησία δια του Πολύευκτου, στρέφεται κατά των αυτοκρατόρων όταν αυτοί παραβαίνουν τους θρησκευτικούς κανόνες. Όχι μόνο εξασκεί κριτική και «βέτο» σε εσωτερικά ζητήματα, άλλα κάνει και εξωτερική πολιτική επ’ ωφελεία της ίδιας, και της αυτοκρατορίας.
Από την πατριαρχία του Πολύευκτου, ξεκινά η ενεργός δράση της εκκλησίας στα ζητήματα του κράτους, και ο πνευματικός της ρόλος συμπλέει, με έναν κοσμικό που εξασκεί πολιτική αλλά και εξουσία.
Τότε έγινε το ξεκίνημα της «ειδικής σχέσης» κράτους εκκλησίας που διαρκεί μέχρι της μέρες μας ηπιότερα για το Ελληνορθόδοξο δόγμα, και σε μεγαλύτερο βαθμό για το Ρωμαιοκαθολικό.
Βιογραφία 
Ο Πατριάρχης Πολύευκτος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και από νεαρή ηλικία ακολούθησε τον μοναχισμό, αφού έγινε Μοναχός σε μονή της νήσου Πρώτης. Χαρακτηρίζεται κληρικός με ευρεία μόρφωση, μεγάλη θεολογική παιδεία, και ισχυρό χαρακτήρα. Μαζί όμως με τη μεγάλη του μόρφωση, συνδύαζε σε έξοχο βαθμό την αντικειμενικότητα του χαρακτήρα, την σεμνότητα του ήθους, την αποξένωση από κάθε κοσμική τέρψη και την πλήρη καταφρόνηση των χρημάτων. Ζούσε με πολλή απλότητα, εγκράτεια, και πολλές φορές του ήταν αρκετό λίγο ξερό ψωμί για τη συντήρηση του, προκειμένου από το υστέρημα του να θρέψει τους άλλους.
Πολλοί τον αποκαλούσαν δεύτερο Χρυσόστομο για τα χαρίσματά του, με κορυφαία τον ζήλο της πίστης του, και την ρητορική του δεινότητα.
Στα αρνητικά του μπορούν να καταλογισθούν, υπαναχωρήσεις σε θέσεις, και ουδετερότητα, που πιθανόν να στόχευε στην ισορροπία της εξουσίας μεταξύ των δύο θρόνων, του Πατριαρχικού και του Αυτοκρατορικού.
Όταν τον Απρίλιο του έτους 956 μ.χ. απεβίωσε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θεοφύλακτος (931 – 956 μ.χ.), ο Πολύευκτος χειροτονήθηκε πατριάρχης.
Το αξίωμα του πατριάρχη κατείχε, από το 956 μ.χ έως το 970 μ.χ., περίοδο κατά την οποία, πέρασαν από τον αυτοκρατορικό θρόνο τέσσερεις σημαντικοί αυτοκράτορες.
  • Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος(913-959μ.χ.)
  • Ρωμανός Β΄ (959-963μ.χ.)
  • Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (963-969μ.χ)
  • Ιωάννης Α΄Τσιμισκής (969-976μ.χ.)
Ή προσωπικότητα του Πατριάρχη Πολύευκτου, έλαμψε κυρίως επί των αυτοκρατόρων Νικηφόρου Β΄ Φωκά και Ιωάννου Α΄ Τσιμισκή.
Η ισχυρές προσωπικότητες των αυτοκρατόρων, από την μια πλευρά και του Πολύευκτου από την άλλη, έχοντας σαν καταλύτη, τα γεγονότα που εμφανίστηκαν εκείνη την περίοδο, συνετέλεσαν σε ένα βαθμό στην δημιουργία μερικών αντιφάσεων όσον αφορά τις ενέργειες του πατριάρχη.
Πράγματι ο ισχυρός χαρακτήρας του Πατριάρχη φαίνεται εκ των γεγονότων πώς σε μερικές περιπτώσεις εκάμθη, πιθανόν κάτω από το κλίμα πιέσεων, η για να εξυπηρετήσει συμφέροντα της εκκλησίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να του καταλογισθεί ουδετερότητα, ίσως για να προβληθεί η ανωτερότητα της εκκλησίας. .
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του Πατριάρχη ήταν η αυστηρότητα στην τήρηση των Ιερών κανόνων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να έλθει σε ρήξη με τους αυτοκράτορες, των οποίων ο βίος δεν είχε, σε πολλές περιπτώσεις, πρότυπο του ιερούς κανόνες. Είναι γεγονός πώς οι βασιλείς δεν τους εφάρμοζαν επακριβώς, είτε για προσωπικούς τους λόγους είτε για πολιτικές σκοπιμότητες. Η παραβάσεις αυτές δημιούργησαν αρκετές προστριβές μεταξύ των δύο κορυφαίων φορέων της εξουσίας στην Αυτοκρατορία. Και όμως ο Πατριάρχης που θεωρούσε πρώτιστη υποχρέωση την τήρηση των ιερών κανόνων, πολλές φορές έδειξε υποχωρητικότητα ιδιαίτερα προς το τέλος της θητείας του, αν και οι πράξεις που συνέβησαν δεν ήταν απλά κατακριτέος τρόπος ζωής, αλλά στυγερά εγκλήματα.
Η αγάπη του για τον μοναχισμό και την ασκητική ζωή, εκφράστηκε και με πράξεις,
Κατά την διάρκεια της Πατριαρχίας του ιδρύθηκαν στο Άγιο Όρος οι μονές Της Μεγίστης Λαύρας και των Ιβήρων.
Ο Πολύευκτος απεβίωσε το 970 μ.Χ., και η εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο.
Την μνήμη του εορτάζομε την 5ην Φεβρουαρίου.
Η περίοδος της Πατριαρχίας 
Ο Πολύευκτος όπως προαναφέρθηκε διαδέχτηκε τον πατριάρχη Θεοφύλακτο, επί της πατριαρχίας του οποίου υπάρχουν ελάχιστα θετικά στοιχεία για τις δραστηριότητες του Πατριαρχείου. Σύμφωνα με αναφορές χρονογράφων, Ο Θεοφύλακτος προτιμούσε να βρίσκεται στον «σταύλο» παρά την εκκλησία. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, επί του οποίου είχε γίνει πατριάρχης, προσπάθησε να τον ανατρέψει μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα, αλλά δεν τα κατάφερε.Skylitzes σελ..247 εκδ. J.Thurn,- Beck H.-G Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Βυζαντινη Αυτοκρατορία, μτφρ. Λ.Αναγνώστου βλ.βιβλιογραφία
Την εποχή του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄, ο Αλβέρικος που ενδιαφερόταν να βρει στήριγμα στο Βυζάντιο, έστειλε τους αντιπροσώπους, που είχαν ζητηθεί, αν και ο αυτοκράτορας με προληπτική επιστολή του προς τον πάπα, είχε τονίσει πώς η έγκριση του νέου πατριάρχη, αρχικά δεν ήταν αναγκαία. Έπρεπε, επιπλέον να συζητήσουν για την τέλεση γάμου, μεταξύ μιας κόρης της Μαροζίας, και ενός γιού του αυτοκράτορα.
Ο επίσκοπος Κρεμώνης Λιουτπρανδος, αναφέρει πώς ο πάπας παρέσχε στον πατριάρχη το προνόμιο να φέρει το «πάλλιο» χωρίς την παπική απονομή.Liutprand, Legatio 62 (J.Becker), 209)
Πράγματι ο Θεοφύλακτος έλαβε την έγκριση από τους αντιπροσώπους του πάπα.
Δείγμα της αδρανούς στάσης του πατριάρχη είναι πώς το μόνο σημαντικό έγγραφο, της πατριαρχίας του είναι προς τον τσάρο Πέτρο της Βουλγαρίας. Σε αυτό δίνει συμβουλές για την μεταχείριση της αίρεσης των Βογομίλων, οι οποίο στο έγγραφο καλούνται Παυλικιανοί.
Το έγγραφο αυτό συνέταξε ο χαρτοφύλαξ Ιωάννης.Εκδόθηκε με επιμέλεια του J.Dujcev, L’ epistola sui Bogomili dei patriarca Constantinopolitiano Teofilatto, Melanges E. Tisseranni II, Vaticano 1964, 63,91 του ιδίου, Medioevo bizantinislavo I, Ρώμη 1965, 283-315) 
  Με την άνοδο στον πατριαρχικό θρόνο του Πολύευκτου το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αρχίζει να αποκτά πρόσωπο, και δυναμισμό, κάτι που συνεπικουρείται, από την παράλληλη δράση των αξιόλογων επιτρόπων του νεαρού Βασιλείου Β΄ , του Νικηφόρου Φωκά (963-969), και του Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή (969-976μ.χ.).
Κορυφαίο πρόσωπο αναδεικνύεται ο πατριάρχης Πολύευκτος. Κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί ότι εγκαινιάζει, την πολιτική δραστηριότητα της εκκλησιαστικής ηγεσίας, όχι μόνο σαν ένα μεμονωμένο άτομο αρκετά ισχυρό, αλλά σαν εκπρόσωπος μιας ανερχόμενης σε κύρος και αίγλη δυνάμεως, της εκκλησίας, που επί των ημερών του μεταβάλλεται σε πολιτικοποιημένη δύναμη. Η σύγκλητος ενστερνίζεται πρόταση του πατριάρχη για ανάθεση της αρχιστρατηγίας του Αραβικού πολέμου στην Ανατολή στο Νικηφόρο Φωκά. Λέων Διάκονος σελ.33-34: ταύτην ανειπώντος του πατριάρχου την γνώμην επεψήφιζέ τε η βουλή, συνήνει δε και αυτός ο παρακοιμώμενος Ιωσήφ, όυχ έκων, τη δε ροπή της συγκλήτου εκβιάζόμενος..
Στην περίπτωση της διαδοχής του Ρωμανού Β΄, η πατριαρχική συμβολή είναι μεν διακριτική, αλλά εκ του αποτελέσματος, αποτέλεσε την κύρια προϋπόθεση. Ο προκαθήμενος της εκκλησίας απέφυγε να πάρει θέση στην διαμάχη, αλλά οδήγησε τα γεγονότα εκεί που έπρεπε για το εκκλησιαστικό συμφέρον αλλά και το κύρος της αυτοκρατορίας.
Μετά τον θάνατο του Ρωμανού Β΄, οι δύο ύψιστες αρχές, μετά τον αυτοκράτορα, η σύγκλητος και ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κινήθηκαν άμεσα και φρόντισαν να αναγορευτούν αυτοκράτορες οι υιοί του, ο Βασίλειος και ο Κωνσταντίνος, έστω και εάν «παμβρεφοι όντες» δεν μπορούσαν να ασκήσουν εξουσία. Για την νομική θέση της βασιλομήτορος Θεοφανούς, δεν υπάρχουν διευκρινήσεις. Μέχρι την επικράτηση του Νικηφόρου, δεν γνωρίζουμε από πηγές, αφηγηματικές ή νομίσματα, αν ήταν αντιβασιλέας ή συμβασιλέας, των αγοριών της. Για τα εξ απόψεως πολιτειακού δικαίου και χρονολογήσεως προβλήματα βλ. Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Αντιβασιλέια σ. 62-64
Είναι φανερό πώς μια τέτοια ρύθμιση της διαδοχής, με φορείς, τόσο ανίσχυρους εκπροσώπους της κρατικής εξουσίας, δεν ήταν δυνατόν να είναι μόνιμη.
Αν λάβουμε υπ όψιν μας και την συνωμοτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο«ιερό παλάτιον», με κίνητρο την επιθυμία πολλών φορέων να αναρριχηθούν στον θρόνο, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, συμπεραίνουμε πώς ήταν απαραίτητο να εγκαθιδρυθεί μια εξουσία, έστω και με δυναμικό τρόπο.
Μια στιβαρά και γενικώς παραδεκτή προσωπικότητα ήταν ο Νικηφόρος Β΄ Φωκάς.
Παράλληλα στον πατριαρχικό θρόνο υπήρχε μια εξίσου ισχυρή προσωπικότητα, με σθεναρά βούληση και ανώτατη παιδεία, ο Πολύευκτος.
Ήταν αναπόφευκτο οι δύο άνδρες με τα πολλά κοινά προτερήματα, την αγάπη για το Χριστιανισμό και την αυτοκρατορία, να συνεργαστούν, και να δώσουν λύση στο πρόβλημα της διαδοχής που είχε ανακύψει.
Παραμερίζοντας τις προσωπικές τους αντιθέσεις, και υποσκελίζοντας τις ηθικές ατασθαλίες, που δεν ήταν δυνατόν να ανεχθεί ο αυστηρός και ασκητικός Πολύευκτος, βρήκαν τον συναινετικό δρόμο, να οδηγηθούν σε συνεργασία προς όφελος, εκ του αποτελέσματος, της εκκλησίας, και της αυτοκρατορίας.
Αναγνωρίζοντας ο Πολύευκτος την αξία του Νικηφόρου αλλά και την χριστιανική του ευσέβεια, συνετέλεσε κατά κύριο λόγο στην άνοδο του στον αυτοκρατορικό θρόνο. Οι άλλοι δύο παράγοντες που βοήθησαν αυτή την ενέργεια ήταν ο στρατός και η μεγάλη δημοτικότητα του Νικηφόρου λόγω των επιτυχιών που είχε στους πολέμους για την διεύρυνση και υπεράσπιση της αυτοκρατορίας.
Παρά την συνεργασία, και την συναίνεση όμως, ο Πολύευκτος δεν δίστασε να είναι αυστηρός απέναντι στον Νικηφόρο, ιδίως μετά τον γάμο του με την Θεοφανώ.Σκυλίτζης σελ. 261 : ελύπησε δε τούτω (με την επιβολή επιτιμίων δευτέρου γάμου) τον Νικηφόρον (ο πατριάρχης) και ου διέλειπεν εγκοτών αυτώ μέχρι της τελευτής.  Άλλοτε αντιπαρατέθηκε μαζί του, άλλοτε δυναμικά, και διπλωματικά συγχρόνως, με φαινομενικά ουδέτερη στάση, έθετε την εκκλησία στο ύψος του ρόλου που της αναλογούσε, σε θέματα χριστιανικής ηθικής τάξης, αλλά και στα πολιτικά πράγματα.
Ο Πολύευκτος με το διακριτικό, αλλά συνάμα ισχυρό του λόγο, βοήθησε διπλωματικότατα την εξέλιξη των γεγονότων προς την σωστή πλευρά. Αυτόν το ρόλο, επεδίωκε και εφάρμοσε στις σχέσεις του κράτους με την εκκλησία, δηλαδή του συμβουλευτικού, ο οποίος όμως μπορούσε να γίνει επιβαλλόμενος διακριτικά, σε πολύ ισχυρότερους φορείς όπως ήταν οι αυτοκράτορες.
Φάνηκε λοιπόν απρόθυμος να προστατεύσει τον Βάρδα Φωκά, όταν ζήτησε άσυλο στην Αγία Σοφία, ενώ ακόμη δεν είχε επικρατήσει ο υιός του Νικηφόρος. Ένα ακόμη γεγονός που φανερώνει ότι ο πατριάρχης, προσπαθούσε συνεχώς να τονίζει την ουδετερότητα της εκκλησίας και να την ανεβάσει σαν θεσμό πάνω από της κρατικές αντιπαλότητες.
Εξωτερική πολιτική του Πολύευκτου.
Ένα χρόνο μετά την χειροτονία του, ο Πολύευκτος, εμφανίζει στοιχεία της επιρροής του στο εξωτερικό, που σκοπό έχουν την ενίσχυση της Αυτοκρατορίας, και την στήριξη της Οικουμενικότητας της εκκλησίας. Είναι φανερή η διπλωματική δραστηριότητα του Πατριάρχη, την οποία τεκμηριώνει το ακόλουθο γεγονός. Το 957 μ.χ. η Ρωσίδα ηγεμονίδα του Κιέβου Όλγα, επισκέπτεται την Κωνσταντινούπολη, και βαφτίζεται Χριστιανή από τον πατριάρχη, αφού είχε προηγουμένως κατηχηθεί από τον ίδιο. Λέγεται από κάποιους ότι ονομάσθηκε Ελένη.
Με αυτόν τον τρόπο αποκαταστάθηκε το όνομα του Πατριάρχη Ευθυμίου στα δίπτυχα του Οικουμενικού θρόνου, ο οποίος είχε καθαιρεθεί, και εξορισθεί στη Μονή Αγάθου, μετά από την σύνοδο της Μαγναύρας.
Η Όλγα ήταν σύζυγος του ηγεμόνα του Κιέβου Ιγώρ, και κυβέρνησε με ισχυρή πυγμή την Κιεβινή Ρωσία, σαν επίτροπος του γιού της Σβιατοσλάβου.
Εκδικήθηκε τον θάνατο του συζύγου της, καίγοντας ζωντανούς τους δολοφόνους του (την φυλή των Δρεβλιανών). Το απάνθρωπο αυτό εθιμικό δίκαιο της εποχής, την απομάκρυνε σταδιακά από την ειδωλολατρία, και την οδήγησε στο Χριστιανισμό. Την αρχική κατήχηση έλαβε από τον Κιεβινό Χριστιανό ιερέα Γρηγόριο, ενώ στην συνέχεια, μετά από τις επαφές της με το Βυζάντιο, την κατήχηση ολοκλήρωσε ο πατριάρχης Πολύευκτος.
Η Όλγα όπως προαναφέρθηκε βαπτίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 957 μ.χ. ή σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή το 955μ.χ . Ανάδοχός της ήταν ο Κωνσταντίνος ο Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος, και ό ίδιος έγραψε για την επίσκεψή και την όλη διαδικασία.
Αναφέρει λοιπόν πώς ο πατριάρχης Πολύευκτος, που τέλεσε το μυστήριο, της προσέφερε τον σταυρό για ευλογία της, πάνω στον οποίο ήταν γραμμένα τα ακόλουθα : « Η Ρωσική γη υψώθηκε στην κατά θεόν ζωή με το βάπτισμα της ευλογημένης Όλγας.» 
Η διατύπωση αυτή από τον πατριάρχη, γράφει ο μοναχός Επιφάνιος Chernov, υπήρξε προφητική και είχε σπουδαιότατη σημασία.
Ή Όλγα επιστρέφοντας στο Κίεβο, σαν μεγάλη ηγεμονίδα Όλγα, άρχισε να διασχίζει ολόκληρη την χώρα των Ρώσων, κηρύττοντας τον Χριστιανισμό. Η νέα θρησκεία ήταν ήδη γνωστή από Βυζαντινούς εμπόρους, πράγμα που ευνόησε την εξάπλωση του στην αχανή χώρα.
Έτσι η Όλγα έγινε απόστολος, όχι μεταφορικά αλλά στην κυριολεξία. Το πάθος της νεοφώτιστης, αλλά και ή θέση της στο Ρωσικό κράτος συντέλεσαν, ούτως ώστε να ακολουθήσουν πάρα πολλοί την νέα θρησκεία, και να εξαπλωθεί, σε όλη την επικράτεια.
Πριν τον θάνατό της επεχείρησε να πείσει τον γιό της μεγάλο ηγεμόνα Σβιατοσλάβο, να δεχθεί τον χριστιανισμό χωρίς αποτέλεσμα, και προφήτευσε τον επερχόμενο θάνατο του αλλά και το βάπτισμα της Ρωσίας. Πράγματι ο Σβιατοσλάβος βρήκε φρικτό θάνατο, κατά την διάρκεια πολέμου με τους Πετσενέγους, και το κρανίο του έγινε κύπελο για τον αρχηγό τους.
Ο διάδοχος του όμως Βλαδίμηρος, εγγονός της Όλγας, βαπτίσθηκε Χριστιανός, με όλους του ς Ρώσους το 988 μ.Χ.
Το γεγονός αυτό οφείλεται αποκλειστικά στον Πολύευκτο και χαρακτηρίζεται μείζονος σημασίας επειδή ένας ολόκληρος λαός, καθίσταται ομόθρησκος με την Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Τα αποτελέσματα έχουν διπλή απήχηση, στην εκκλησία, και στην αυτοκρατορία.
Στην εκκλησία επειδή προάγουν την εξάπλωση της θρησκείας, και κατ’ επέκταση την επιρροή της, σε ένα μεγάλο γεωγραφικό, και πληθυσμιακό τμήμα, αυξάνοντας το κύρος και την οικουμενικότητα της.
Στην αυτοκρατορία, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, επειδή ένας νέος, και βάρβαρος λαός με ισχυρή παρουσία, και μεγάλη δύναμη, «υποτάσσεται» με όργανο την αποδοχή της θρησκείας του Βυζαντίου, και καθίσταται περισσότερο, φιλικός και συνεργάσιμος, τουτέστι αποδοτικός απέναντι στο Βυζάντιο.
Την εποχή του βαπτίσματος της Όλγας, ο βασιλιάς των Φράγκων Όθων Α΄, είχε βλέψεις για τους ανατολικούς Σλάβους, και προσπάθησε να τους επαναφέρει στην σφαίρα επιρροής του, μέσω ιεραποστολής.
Για τον σκοπό αυτό έστειλε στο Κίεβο τον επίσκοπο Λιβούτιο, ο οποίος απεβίωσε κατά την διαδρομή το 960 μ.Χ. Τον διαδέχτηκε ο Αδαλβέρτος που χειροτονήθηκε επίσκοπος Ρωσίας. Ο Αδαλβέρτος όταν έφτασε στο Κίεβο, αντιμετώπισε την αδιαφορία της Όλγας, και αναγκάσθηκε να επιστρέψει άπρακτος. M.G.H.,SS, I σελ. 624-625
Στην περίοδο της πατριαρχίας του Πολύευκτου εμπίπτει επίσης, και η στέψη του Γερμανού Όθωνος Α΄ ως αυτοκράτορα που έγινε στην Ρώμη το 962 μ.χ. Η σημασία αυτού του γεγονότος στην ιστορία της εκκλησίας είναι αποφασιστική, όχι μόνο επειδή με αυτόν τον τρόπο ή Ρώμη περιήλθε στα χέρια των Γερμανών (εκείνη η Ρώμη στην οποία μια «Βυζαντινή παράταξη» τουλάχιστον κατά καιρούς, εκπροσωπεί τα συμφέροντα της Ανατολικής Ρώμης), αλλά και επειδή ο Όθων Α΄, όπως άλλοτε ο Κάρολος ο Μέγας, ως νόμιμος κληρονόμος του στέμματος των Λογγοβαρδών, επεδίωκε να επεκτείνει την κυριαρχία του και στην νότια Ιταλία.
Με αυτόν τον τρόπο θα έδινε την ευκαιρία στον πάπα, να επιβάλλει δυναμικά τις αξιώσεις του σε αυτή την περιοχή, που στην περίοδο της εικονομαχίας, την διεκδικούσε τόσο ή Βυζαντινή, όσο και η Ρωμαϊκή εκκλησία. Σημάδι των φόβων και ανησυχιών της Βυζαντινής εκκλησίας, και του αυτοκράτορα, θεωρήθηκε το γεγονός ότι ο Πολύευκτός και η σύνοδός του, με την σύμφωνη γνώμη, ή και την προτροπή του Νικηφόρου Β΄ το 968μ.χ. προήγαγε το Οτράντο (τον αρχαίο Υδρούντα) σε μητρόπολη. Στην νέα μητρόπολη υπάγονταν ως υποεπισκοπές οι περιοχές Acerentila, Turcicum, Gravina, Maceria, και Tricaricum. Grumel 792 Η είδηση ανάγεται στον Λιουτπράνδο, Legatio 62. Υπάρχουν όμως αμφιβολίες. Μια Not;itia episcopatuum την περίοδο Ιωάννου Τσιμισκή αναφέρει μεν τον Υδρούντα ως μητρόπολη αλλά με μόνο μια υποεπισκοπή Τουρσικόν (Tursi).
Tούτο αναφέρει ο επίσκοπος Κρεμώνης Λιουτπράνδος, παρουσιάζοντας το μέτρο αυτό, σαν συνέπεια των επιθέσεων του Όθωνα Α΄ στην Απουλία που έγιναν τον ίδιο χρόνο. Ο Λιουτπρανδος προσθέτει ακόμη ότι το Λατινικό τυπικό είχε απαγορευθεί γενικά στην Απουλία, αλλά μάλλον πρόκειται για μια ανυπόστατη γενίκευση.
Μετά τον θάνατο του πατριάρχη Πολύευκτου οι σχέσεις με την Ρώμη, λόγω της πολιτικής καταστάσεως στην νότια Ιταλία, πέρασαν όλο και περισσότερο στην δικαιοδοσία των αυτοκρατόρων και των παπών. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν σταδιακά ,οι πατριάρχες να μην έχουν βαρύνοντα λόγο, αφού αυτό τουλάχιστον ισχύει, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πηγές. Πρβλ. P.E. Schramm, Kaiser, Basileus und Paps…βλ βιβλιογραφία 
Η Περίοδος μετά τον θάνατο του Ρωμανού Β΄.
Στην περίπτωση της διαδοχής του Ρωμανού του Β΄ η πατριαρχική συμβολή είναι διακριτική, ή ακριβέστερα διπλωματική, και αρχίζει να διαγράφεται ο στόχος του Πατριάρχη να εισαγάγει την εκκλησία στην πολιτική, και στην λήψη των αποφάσεων. Ο προκαθήμενος της εκκλησίας απέφυγε να πάρει μέρος στην διαμάχη, ίσως γιατί είχε επιφυλάξεις για τα πρόσωπα, η διότι ήθελε να κρατήσει ίσες αποστάσεις για μην τρωθεί το κύρος της εκκλησίας, και να μην δημιουργήσει αρνητικά προηγούμενα. Έτσι λοιπόν ήταν αυστηρός έναντι του Νικηφόρου. «ελύπησε δε έν τουτω (με την επιβολή επιτιμίων δευτερογαμούντων) τον Νικηφόρον (ο πατριάρχης) και ου διέλιπεν εγκατων αυτόν μέχρι της τελευτής» Ιωάννης Σκυλίτζης σελ. 26 ιδιαίτερα μετά τον γάμο με την Θεοφανώ, και φάνηκε απρόθυμος να προστατεύσει τον Βάρδα Φωκά, όταν του ζήτησε άσυλο στην Αγία Σοφία, πιθανόν επειδή, δεν είχε επικρατήσει ακόμη ό γιός του Νικηφόρος.
Ο Ρωμανός είτε λόγω του τρόπου ζωής του, (ήταν σεξομανής και μέθυσος) Λέων Διάκονος 30.12 κεφ. – Ιωάννης Σκυλίτζης 253.33κεφ. είτε δηλητηριασθείς,(υπάρχει και η εκδοχή ότι τον δηλητηρίασε η γυναίκα του) από την αυλή στην οποία είχε δημιουργήσει αντιπάθειες, Πρβλ Ιωάννης Σκυλίτζης 252.8κεφ απεβίωσε το 963μ.χ.
Μετά τον θάνατό του, διάδοχοι της αυτοκρατορίας ήταν τα ανήλικα(νήπια)παιδιά του, ο Βασίλειος (μετέπειτα Βουλγαροκτόνος), και ο Κωνσταντίνος ο Η΄, με επίτροπο την μητέρα τους πανέμορφη Θεοφανώ, η οποία ήταν σε ηλικία μόλις είκοσι ετών. Φυσικό ήταν πώς η διαμορφωθείσα κατάσταση στον αυτοκρατορικό θρόνο δεν ήταν δυνατόν να διατηρηθεί, διότι οι φορείς της εξουσίας ήταν ασθενείς, και υπήρχαν πολλές αλληλοσυγκρουόμενες επιδιώξεις και φιλοδοξίες. Δημιουργήθηκε λοιπόν κενό εξουσίας. Η βασιλομήτωρ και επίτροπος Θεοφανώ, δεν είχε καλές σχέσεις με τον αρχιευνούχο του παλατιού παρακοιμώμενο Ιωσήφ, ο οποίος προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση, και να αναδείξει δικό του αυτοκράτορα, που θα ήταν υποχείριο του. Σε καμιά περίπτωση δεν έβλεπε με καλό μάτι την ανερχόμενη δημοτικότητα του Νικηφόρου Φωκά.  Πρβ. Λέων Διάκονος 31.19κέφ – Ιωάννης Σκυλίτζης 254.47, 257.1κεφ.Με αυτές τις προϋποθέσεις ο Ιωσήφ προσπάθησε, να εκτοπίσει τον Φωκά.
Την αντιβασιλεία, λόγω της μικρής ηλικίας των διαδόχων, είχε αναλάβει σώμα επιτρόπων αποτελούμενο από την Θεοφανώ, τον Πατριάρχη Πολύευκτο και τη Σύγκλητο. Την πραγματική διακυβέρνηση, όμως κατείχε ο Βριγγάς με άμεσους συνεργάτες τον Μιχαήλ τον πρύτανη, μάγιστρο και λογοθέτη του δημόσιου δρόμου, και τον Συμεών, πατρίκιο και πρωτασηκρίτη. Σύμφωνα με αυτόν ο Ιωσήφ κάλεσε τον Νικηφόρο στο Ιερό Παλάτι, σκοπεύοντας να τον συλλάβει και να τον τυφλώσει. Ο Νικηφόρος πληροφορήθηκε τις πραγματικές διαθέσεις του αρχιευνούχου και πρόστρεξε στον Πατριάρχη Πολύευκτο, άνδρα δίκαιο, ζητώντας τη συνδρομή του.
Κατά την αφήγηση είπε προς αυτόν: « καλάς γε παρά του των βασιλείων κατάρχοντος των τοσούτων αγώνων και πόνων καρπούμαι τας αμοιβάς. ος γε τον αλάθητον και μέγαν οφθαλμόν λήσειν οιόμενος, τα Ρωμαϊκά μοι πλατύνοντι όρια ταις του κρείττονος ευοδώσεσιν, ουκ ενάρκησε σκαιωρήσασθαι θάνατον, μηδέπω μηδέν εις το κοινόν πλημμελήσαντι, συνεισενεγκόντι δε μάλλον όσα μη τις των νυν τελούντων ανδρών, και τοσαύτην μεν χώραν των Αγαρηνών πυρί και μαχαίρα δηωσαμένω, τηλικαύτας δε πόλεις εκ βάθρων κατεριπώσαντι. εγώ δε ηξίουν, τον συγκλητικόν άνδρα επιεική τε είναι και μέτριον, και μη τινα δυσμεναίνειν, και ταύτα μάτην, απέραντα».Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙ παρ.11.
Ο Πατριάρχης Πολύευκτος ανταποκρίθηκε στην έκκληση αναγνωρίζοντας την αξία του Νικηφόρου, και εκτιμώντας την ενάρετη και Χριστιανική του ζωή σύμφωνα με τους κανόνες της εκκλησίας, προέβη σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες.
Παρέλαβε τον Νικηφόρο και μετέβησαν στα ανάκτορα. Συγκάλεσε άμεσα την σύγκλητο και ενώπιον της μίλησε με λόγια συνετά υπέρ του αδικημένου στρατηγού. Άριστος γνώστης των ρητορικών σχημάτων ο σοφός Πατριάρχης, εξέθεσε πρώτα τα ανδραγαθήματα του Νικηφόρου. Στη συνέχεια επικαλέστηκε την επιθυμία του εκλιπόντος αυτοκράτορα, όπως αυτή καθορίστηκε στη διαθήκη(Αναφέρεται ρητά ο όρος « εν ταις διαθήκαις» στο κείμενο του Λέοντος, ΙΙ§12. Ενδεχομένως ο Ιωσήφ είχε εκθέσει τα σχέδιά του ή αυτοκράτορας Ρωμανός τα είχε πληροφορηθεί με άλλο τρόπο, επιτρέποντάς μας να συμπεράνουμε ότι δεν ήταν και τόσο αδιάφορος όσο γνωρίζουμε.) του«μη μετακινείν της τοιαύτης στρατηγίας ευγωμονούντα τον άνθρωπον».
Τέλος ο πατριάρχης πρότεινε στη Σύγκλητο την αναγόρευση του Νικηφόρου σε «αυτοκράτορα στρατηγόν» κατά το ρωμαϊκό τυπικό.
Η πρόταση του υπερψηφίστηκε ακόμα και από τον ίδιο το Βριγγά, που δεν τόλμησε να πράξει διαφορετικά.
Ενδιαφέρουσα η διατύπωση της απόφασης της Συγκλήτου, όπως αυτή καταγράφηκε από τον Λέοντα: «επομοσάμενοι δε και αυτοί, μηδένα των εν τέλει απεναντίας της εκείνου γνώμης μετακινείν, ή προς μείζονα επαναβιβάζειν αρχήν, μετά δε και της αυτού διασκέψεως κοινή γνώμη διευθύνειν τα του κοινού, αυτοκράτορα στρατηγόν της Ασίας τούτον ανακηρύξαντες…».Λέων Διάκονος, Ιστορία, ΙΙ παρ.12
Ο Νικηφόρος Φωκάς από την πλευρά του ορκίστηκε να σεβαστεί την ζωή και την εξουσία των ανήλικων βασιλοπαίδων.
Η δεδομένη υποστήριξη του πατριάρχη, που επηρέασε την σύγκλητο, αλλά και ο στρατός, που ήταν στο πλευρό του Νικηφόρου, και η σύμφωνη γνώμη της Θεοφανούς, δρομολόγησαν τις εξελίξεις, και άνοιξαν τον δρόμο για την άνοδο του στο θρόνο του Βυζαντίου.
Ο πατριάρχης Πολύευκτος ήταν κανόνας αρετής και ευσέβειας. Και ο Νικηφόρος επίσης εκτός από ικανότατος στρατιωτικός, ήταν και ευσεβέστατος χριστιανός, ο οποίος είχε την φήμη, ενός ανθρώπου που ζούσε ασκητικά. Επειδή κατατρόπωσε τους Άραβες, είχε κερδίσει τον χαρακτηρισμό «Ο Ωχρός Θάνατος των Σαρακηνών»“Pallida mors saracenorum” Η πατρότητα του πολύ πετυχημένου αυτού χαρακτηρισμού ανήκει στον Λογγοβάρδο επίσκοπο Κρεμώνας, Λιουτπράνδο, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη στα πλαίσια δύο διπλωματικών αποστολών, πρώτα το 948 μ.Χ. και έπειτα από μια εικοσαετία το 968 μ.Χ. Βλ. Λιουτπράνδου Κρεμώνας, «Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά», εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1997, σελ. 31 και μετά την ανακατάληψη της Κρήτης το 961 μ. χ. η φήμη του εκτοξεύθηκε στα ύψη, και τον έκανε λαϊκό ήρωα.
Ο Πολύευκτος έσωσε τον στρατηγό από τον φθόνο του παρακοιμωμένου Ιωσήφ, πείθοντας την σύγκλητο να διορίσει τον Νικηφόρο στρατηγό των στρατιωτικών δυνάμεων της ανατολής.
Ο Ιωσήφ εκών άκων, αναγκάσθηκε να δεχθεί τις αποφάσεις της Συγκλήτου.
Τα παραπάνω συνέβησαν με πρωτοβουλία του Φωκά, όταν διαπίστωσε τις προθέσεις του Ιωσήφ, και κατέφυγε στην Αγία Σοφία στον Πολύευκτο, ο οποίος έλαβε τις πρωτοβουλίες που προαναφέρθηκαν, και του εξασφάλισε την ομαλότητα στην ηγεσία της αυτοκρατορίας.
Με το γεγονός αυτό αποδεικνύεται ο σημαντικός ρόλος του πατριάρχη ο οποίος με την προσωπικότητα και το κύρος του όχι μόνο επηρέαζε αλλά διαμόρφωνε την εξουσία στην αυτοκρατορία. Πράγματι με τις συνετές και σταθερές κινήσεις του Πολύευκτου αποφεύχθηκε, η σύγκρουση μεταξύ των αντιπάλων διεκδικήσεων.
Τα πολιτικά πράγματα παρέμειναν όπως είχαν, και ταυτόχρονα ο Νικηφόρος αναγνωρίζονταν από όλους στρατηγός των δυνάμεων της Ασίας, χωρίς την έγκριση του οποίου ουδεμία μεταβολή μπορούσε να συμβεί στο κράτος. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πώς κορυφαίο πρόσωπο αναδεικνύεται ο πατριάρχης Πολύευκτος. Μπορεί να θεωρηθεί ότι εγκαινιάζει την πολιτική δραστηριότητα της εκκλησιαστικής ηγεσίας. Το σημαντικότερο είναι, πώς η δραστηριότητα αυτή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ότι απορρέει από ένα μεμονωμένο άτομο ισχυρά πολιτικό, αλλά από τον εκπρόσωπο της ανερχόμενης σε κύρος και αίγλη δυνάμεως, της εκκλησίας. Η εκκλησία μεταβάλλεται και σε πολιτικοποιημένη δύναμη. Η σύγκλητος ενστερνίζεται πρόταση του πατριάρχη, για την ανάθεση της αρχιστρατηγίας στο Νικηφόρο Φωκά «ταύτην ανειπόντος του πατριάρχου την γνώμην επεψήφιζε τε η βουλή συνήνει δε και αυτός ο παρακοιμώμενος Ιωσήφ, ούχ εκών τη δε ροπή της συγκλήτου εκβιαζόμενος…».  Λέων Διάκονος σελ. 33-34
Ο Ιωσήφ όμως δεν έπαυε να στρέφεται εναντίον του, και η συμπεριφορά του αυτή έδωσε την αφορμή στον Νικηφόρο, να προχωρήσει, με την βοήθεια φίλων του και του ανιψιού του Ιωάννη Τσιμισκή κατά της Κωνσταντινουπόλεως.  Λέων Διάκονος 36.9κεφ. 37.1κεφ. 40.8 κεφ. 43,19κεφ, – Ιωάννης Σκυλίτζης 256.82κεφ 257.17κεφ . Η Περίοδος με αυτοκράτορα τον Νικηφόρο Β΄ Φωκά.
Το 963 ο νικητής στρατηγός, εστέφθη αυτοκράτωρ εν μέσω θριάμβου στην Αγία Σοφία. Σε αυτό το αποτέλεσμα βοήθησε κατά κύριο λόγο ο πατριάρχης αφού συνεννοήθηκε με την σύγκλητο, και συνέπλευσε μαζί του. Ο αντίπαλος Ιωσήφ προσπάθησε να δημιουργήσει κάποια γραμμή άμυνας, αλλά ματαίως. Σε αυτό συνετέλεσε η μεγάλη απήχηση στον λαό του Νικηφόρου, αλλά και η εξουδετέρωση των αντιστάσεων του Ιωσήφ από τον Βασίλειο, άλλοτε παρακοιμώμενο του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, που με στρατιωτικές κινήσεις τον εξουδετέρωσε, και του παρέδωσε τον στόλο. Μετά από αυτά ο Φωκάς φρόντισε να στερεώσει την εξουσία διορίζοντας στις σημαντικότερες θέσεις μέλη της οικογενείας του. Τον Ιωσήφ εξόρισε στην Παφλαγονία όπου και απέθανε μετά δύο έτη.  Ιωάννης Σκυλίτζης 280.63κεφ.
Ο Πατριάρχης Πολύευκτος, φρόντισε όμως να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των υιών του αυτοκράτορα, του Βασιλείου Β΄, και του Κωνσταντίνου Η΄. Ζήτησε λοιπόν από τον υποψήφιο για την κηδεμονία Νικηφόρο Φωκά, να δώσει έναν ιδιαίτερο όρκο πίστεως, για τον σεβασμό των δικαιωμάτων των κληρονόμων, αλλά και της συγκλήτου.  Leon Diakonos 33-34 (Βόννη), – Skylitzes 259 εκδ. J.Thurn 
Ο Νικηφόρος από την πλευρά του ορκίσθηκε ότι δεν θα επιδιώξει να σφετεριστεί τον θρόνο. Επιπλέον είναι βέβαιο ότι συνέβαλλε και στην στέψη, όταν ο Νικηφόρος ανακηρύχτηκε αυτοκράτωρ. Το Νικηφόρο ανακήρυξε αυτοκράτορα ο στρατός, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, ο οποίος στην συνέχεια έστειλε επιστολή στην Σύγκλητο, τον Πατριάρχη και τον Ιωσήφ. Από τα γεγονότα που ακολούθησαν φαίνεται πώς ο Πατριάρχης ήταν ευμενώς διακείμενος προς τον στρατηγό, διότι μετά την θριαμβευτική είσοδο στην Κωνσταντινούπολη, τον έστεψε αυτοκράτορα.
Και ενώ παρουσιάζονται άρρηκτες οι σχέσεις μεταξύ των δύο ανδρών, ξαφνικά επήλθε διάσταση μεταξύ τους. Αιτία αποτέλεσε ο δεσμός του αυτοκράτορα με την όμορφη χήρα Θεοφανώ. Η προσήλωση του Πατριάρχη στον κανονικό βίο, η αυστηρότητα και ο ασκητικός του βίος, δεν συναινούσαν, στην απόφαση του αυτοκράτορα να τελέσει γάμο, ο οποίος τον επεδίωκε για να στηρίξει περαιτέρω την θέση και την δύναμη του. Αν και ο νέος αυτοκράτορας είναι φανερό πώς διέθετε μεγάλη δύναμη και φήμη, ο Πολύευκτος δεν φοβήθηκε να ελέγξει τον Νικηφόρο Φωκά (963 – 969 μ.Χ.), όταν αυτός αποφάσισε να νυμφευθεί τη βασίλισσα Θεοφανώ, χήρα του αυτοκράτορα Ρωμανού του Β’ (959 – 963 μ.Χ.).
Στην αρχή απομάκρυνε την Θεοφανώ εις τα «Παλάτια του Πετρίου», και στην συνέχεια έπεισε τον Πολύευκτο για το ορθόν και «κανονικόν» της απόφασής του, εκμηδενίζοντας την ατασθαλία που ήταν η αιτία της διαμάχης.
Ο Νικηφόρος ως αυτοκράτορας νυμφεύτηκε τελικά την χήρα του Ρωμανού Β΄, την ωραία Θεοφανώ.
Ο Πατριάρχης γνώριζε τον προηγούμενο γάμο του Νικηφόρου Φωκά, η σύζυγος του οποίου είχε πεθάνει, και επιπλέον μάλιστα ο γάμος είχε τελεσθεί κρυφά, αυτός αρνήθηκε να δεχθεί τον βασιλιά στη Θεία Λειτουργία που έγινε στην Αγία Σόφια. Δεν επέτρεψε λοιπόν στον αυτοκράτορα να πλησιάσει στην Αγία Τράπεζα, διότι δεν ανέφερε το επίτιμιον, όπως προέβλεπε ο κανόνας και ο αυτοκράτορας αναγκάσθηκε να αποχωρήσει.
Στην συνέχεια όμως παρουσιάστηκε και νέο πρόβλημα, που μεγάλωσε το χάσμα στις σχέσεις των δύο ανδρών. Ο πρεσβύτερος Στυλιανός υποστήριξε πώς ο αυτοκράτορας και η σύζυγός Θεανώ είχαν πνευματική συγγένεια, και κατά συνέπεια αυτό ήταν μείζον πρόβλημα για τον τελεσθέντα γάμο.
Συγκεκριμένα στήριζε το επιχείρημα του αυτό υποστηρίζοντας πώς ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν ένας εκ των βαπτιστών ενός παιδιού της Θεοφανούς από τον προηγούμενο γάμο της με τον Ρωμανό. Επειδή προέκυψε το θέμα της «δήθεν»πνευματικής συγγένειας, ο πατριάρχης του απαγόρευσε την είσοδο στον ναό.
Τα κηρύγματα του Στυλιανού επηρέασαν τον Πατριάρχη που στην συνέχεια ζήτησε από τον αυτοκράτορα να διαζευχθεί την Θεοφανώ, αλλιώς θα τον αφόριζε.
Ο Νικηφόρος Φωκάς, μπροστά σε αυτή την δύσκολη περίσταση, κατόρθωσε να πείσει τον Πολύευκτο (πιθανόν με ανταλλάγματα) πώς οι κατηγορίες δεν ευσταθούν. Το ζήτημα τελικά ξεκαθαρίστηκε «με ή χωρίς απάτη» υπέρ του αυτοκράτορα, και στην συνέχεια ο γάμος επικυρώθηκε με Σύνοδο. Απέδειξε στο Πατριάρχη πώς ο πατέρας του είχε βαφτίσει το παιδί της Θεοφανούς και όχι ό ίδιος. Στις παραπάνω αιτίες οι οποίες δεν είναι βεβαίως δυνατόν να τεκμηριωθούν, και δεν μπορεί κάποιος μετά από τόσα χρόνια να εκφέρει ασφαλή άποψη αν ευσταθούν ή όχι, διαπιστώνουμε μια σχέση μεταξύ των δύο ανδρών, αρκετά εποικοδομητική, στην οποία ο Πολύευκτος έδωσε την συγχώρεση και την συναίνεσή του για να μην οδηγηθεί η αυτοκρατορία σε χάος.
Με αυστηρά λογική κρίση θα μπορούσαμε να πούμε με ασφάλεια διότι τα προβλήματα είναι καθαρά τυπικού, και όχι ουσιαστικού περιεχομένου και άπτονται, της χριστιανικής ηθικής που απορρέει μέσα από τους ιερούς κανόνες. Ένα άλλο συμπέρασμα είναι, ο δυναμισμός των δύο ανδρών, ο οποίος όμως υποτάσσεται για το γενικό καλό, και φανερώνει την ιδεολογική τους συγγένεια και την ταυτότητα των απόψεών τους.
Υπήρξε όμως άλλη περίπτωση στην οποία ο Πολύευκτος αρνήθηκε να υποχωρήσει στην επιθυμία του αυτοκράτορα.
Ο Νικηφόρος όπως προαναφέρθηκε ήταν άριστός στρατιωτικός αλλά και ευσεβής χριστιανός, πιστός σε μια απλή λιτή και χριστιανική ζωή. Αυτές οι δύο πλευρές, του χαρακτήρα του τον οδήγησαν να απαιτήσει από την εκκλησία, να ανακηρυχθούν Μάρτυρες, οι Βυζαντινοί στρατιώτες που έπεσαν στους πολέμους κατά των Μωαμεθανών.
Βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος πίστευε ότι είχε θεϊκή εντολή να εξαφανίσει από προσώπου γης τους «άπιστους». Πρότεινε λοιπόν στον πατριάρχη να ανακηρύσσονται αμέσως άγιοι οι στρατιώτες που πέθαιναν στις μάχες με τους Άραβες. Με «ισλαμικούς όρους» θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε σαν μια«χριστιανική τζιχαντ». Φυσικά αυτό δεν μπορούσε να γίνει δεκτό από τον πατριάρχη Πολύευκτό, ό οποίος με επιμονή αρνήθηκε την υπερβολική αξίωση του Νικηφόρου, που ήταν πλήρως αντικρουόμενη με την χριστιανική θεώρηση.
Ίσως με αυτή την πρόταση επεδίωκε να αποδώσει φόρο τιμής στον στρατό του, ηθική αμοιβή στους νεκρούς και τις οικογένειες τους, αλλά και να μεγαλώσει τον φανατισμό, προσβλέποντας σε περισσότερες νίκες. Αντίθετο σε αυτή την πρόταση όμως, στάθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αρνήθηκε σθεναρά να συμμετάσχει, με την θεολογία του, στις πολεμικές συρράξεις μεταξύ των δύο λαών, ήτοι των Ρωμιών και των Αράβων.
Τελικά υπερίσχυσε η άποψη του πατριάρχη, δηλωτικό της ισχυρής θέσης της εκκλησίας, μέσα στην αυτοκρατορία.
Ο Νικηφόρος Φωκάς, ως ικανότατος στρατιωτικός, συνέχισε τους αγώνας και εναντίον των Αράβων Μουσουλμάνων.
Η αραβική παράδοση αναφέρει ένα υποτιθέμενο ποίημα-γράμμα του Νικηφόρου Φωκά, στο οποίο ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας απειλεί να κατακτήσει την Μέκκα και την Βαγδάτη και να διαδώσει παντού τον Χριστιανισμό. Μέσα στα πλαίσια αυτά για να κινητοποιήσει περισσότερο τους Χριστιανούς πολεμιστές, ζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να αναγνωρίσει ως αγίους αυτούς που φονεύονται κατά την διάρκεια των πολέμων, όπως προαναφέρθηκε. Όμως ο Πατριάρχης Πολύευκτος σθεναρά αρνήθηκε να συμπράξει σε αυτήν την διαδικασία, επειδή εμφορείτο μόνο από Χριστιανικές αρετές.
Συγκεκριμένα, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό του Νικηφόρου Φωκά.
Ο Ζωναράς γράφει ότι ο Νικηφόρος Φωκάς απαίτησε «τους εν πολέμοις αναιρουμένους συντάσσεσθαι τοις μάρτυσι, και κατ εκείνους τιμάσθαι». 
Τότε, οι Πατέρες της Συνόδου αντέδρασαν λέγοντες «μη δίκαιον είναι τιμάσθαι». Και επειδή δεν μπορούσαν να πείσουν γι’ αυτό, αφού στον πόλεμο αυτόν ο αυτοκράτορας ήθελε να προσδώσει θρησκευτική χροιά, επικαλέσθηκαν τον κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου (ιγ ) που λέγει, ότι οι Πατέρες τους φόνους που γίνονται στους πολέμους δεν θεώρησαν ως φόνους, και ίσως λέγει ο ίδιος νομίζει ότι αυτό αναφέρεται «τοις υπέρ της σωφροσύνης και ευσεβείας αμυνομένοις».
Όμως, ο Μ. Βασίλειος γράφει, ότι και στην περίπτωση αυτή εκείνοι που φονεύουν κατά την διάρκεια αυτών των αμυντικών πολέμων δεν έχουν χέρια καθαρά, γι’ αυτό πρέπει να απέχουν τρία χρόνια από την θεία Κοινωνία. Έχοντες υπ’ όψη αυτόν τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου ο Πατριάρχης Πολύευκτος και οι άλλοι Συνοδικοί απεφάνθησαν: «Πως ημείς τοις μαρτυρήσασι τους εν πολέμοις πεσόντας συναριθμήσομεν, ους ο μέγας Βασίλειος, ως μη καθαρούς τας χείρας, επί τριετίαν των αγιασμάτων απείρξε;». 
Αντιθέτως σε περιπτώσεις που η πολιτική προσέβλεπε στην επέκταση και διεύρυνση της επιρροής την Ορθοδόξου εκκλησίας, (όπως στην περίπτωση της Βαπτίσεως της πριγκίπισσας Όλγας), συμφωνούσε, και δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να εικάσουμε ότι τις υποστήριζε με ζήλο. Συμφώνησε λοιπόν και στην πολιτική του αυτοκράτορα στην νότια Ιταλία, περί προαγωγής της«Επισκοπής Υδρούντος» σε Μητρόπολη.
Το 964μ.χ. ο αυτοκράτορας εξέδωσε την περίφημη Νεαρά (νέος νόμος), που στρεφόταν κατά της αυξήσεως της μοναστηριακής και εκκλησιαστικής περιουσίας.
Σε αυτό το μέτρο σχετικά με την εκκλησιαστική πολιτική του αυτοκράτορα, ο Πολύευκτος αντιστάθηκε, αλλά μάταια. Μερικές διατάξεις αφορούσαν στην μη ίδρυση νέων μονών, Dolger, Regest 699  όσο οι ετοιμόρροπες δεν αποκαθίστανται, και απαγόρευαν την μεταβίβαση, ακίνητης περιουσίας στις μονές και στις επισκοπές.
Ο νόμος αυτός δημιούργησε πρόβλημα στους εκκλησιαστικούς παράγοντες. Αποτέλεσε αιτία διχασμού στο εσωτερικό της εκκλησίας, επειδή άλλοι επίσκοποι το δέχτηκαν, και άλλοι ήταν πολέμιοί του.
Ο πατριάρχης προφανώς και ήταν αντίθετος με αυτόν τον νόμο αλλά δεν αντέδρασε, όπως μεταγενέστερα με τον Ιωάννη Τσιμισκή, οπού απαίτησε να καταργηθεί, πιθανόν επειδή δεν είχε την δυναμική να επιβάλλει κάτι τέτοιο. Στην προκειμένη περίπτωση δεν έδειξε την θαρραλέα και μαχητική πλευρά του χαρακτήρα του. Αντιθέτως επέδειξε υπομονή και ανέμενε να δικαιωθεί από τον χρόνο πράγμα που έγινε.
Μερικοί ιστορικοί αναφέρουν ότι ο Νικηφόρος έφθασε στο σημείο να ορίσει ότι δεν επιτρέπεται να εκλέγονται επίσκοποι χωρίς την έγκρισή του. Dolger, Regest 703 
Δηλαδή διεύρυνε πολύ ένα – όχι απεριόριστο- δικαίωμα, που στην περίπτωση του πατριάρχη ήταν αναμφισβήτητο . Φαίνεται πώς διεκδικούσε το δικαίωμα να εκλέγει τους επισκόπους. Πολύ πιθανόν, επειδή μέρος των επισκόπων ζητούσαν να εκλέγονται από Σύνοδο, ενώ ο πατριάρχης θεωρούσε κανονική εκλογή αυτή την οποία έκανε ο ίδιος. Είναι φανερό ότι όλα αυτά είναι αποτελέσματα της άμιλλας μεταξύ των δύο ανδρών. Επίσης από όλη την στάση του αυτοκράτορα διαφαίνεται μια προσπάθεια να ανακόψει τον δρόμο της εκκλησίας προς την συσσώρευση μεγάλης περιουσίας, αλλά τον εξορθολογισμό της σε ισόποση διαίρεση μεταξύ των μητροπόλεων. Τελικά ως προς την εκλογή των επισκόπων το θέμα παρέμεινε στάσιμο, και οι επίσκοποι εκλέγονταν ανάλογα με την επιθυμία τους, είτε από τον πατριάρχη, είτε από τον αυτοκράτορα, είτε από την σύνοδο.
Έρευνες έδειξαν πώς κύκλοι προσκείμενοι σε άλλους εκπροσώπους της εκκλησίας φρόντισαν να αμαυρώσουν την μνήμη του αυτοκράτορα που παρ, όλη την ευσέβεια του, με τα μέτρα που έλαβε εισερχόταν ενοχλητικά στα δικά τους θέματα.
Το τέλος του Νικηφόρου Φωκά υπήρξε δυσανάλογο της ένδοξης ζωής του. Στην πέτρα του τάφου του χαράχθηκε, από τον Μητροπολίτη Μελιτίνης Ιωάννη το παρακάτω επίγραμμα :
«Τον ανδράσι πριν και τομώτερον ξίφους
Πάρεργον ούτος και γυναικός και ξίφους.
Ος τω κράτει πριν γης είχεν όλον κράτος,
ώσπερ μικρός γης μικρόν ώκησε μέρος.
Το πριν σεβαστόν, ως δοκώ, και θηρίοις,
ανείλεν η σύγκοιτος έν δοκούν μέλος.
ο μηδέ νυξί μικρόν υπνώττειν θέλων
εν τω τάφω νυν μακρόν υπνώττει χρόνον.
θέαμα πικρόν! Αλλ’ ανάστα νυν, άναξ,
και τύπτε πεζούς, ιππότας, τοξοκράτας,
το σον στράτευμα, τας φάλαγγας, τους λόχους.
Ορμά καθ’ ημών ρωσική πανοπλία,
Σκυθών έθνη σφύζουσιν εις φονουργίας,
λεηλατούσι παν έθνος την σην πόλιν,
ους επτόει πριν και γεγραμένος τύπος
προ των πυλών σος εν πόλει Βυζαντίου.
Ναι, μη παρόψει ταύτα˙ ρίψον τον λίθον
τον σε κρατούντα, και λίθοις τα θηρία
τα των εθνών δίωκε˙ δως δε και πέτρας
στηριγμόν ημίν αρραγεστάτην βάσιν.
ει δε ου προκύψαι του τάφου μικρόν θέλεις,
καν ρήξον εκ γης έθνεσιν φωνήν μόνην˙
ίσως σκορπίσεις ταύτη και τρέψει μόνη.
Ειδ’ ουδέ τούτο, τω τάφω τω σω δέχου
Σύμπαντας ημάς˙ ο νεκρός γαρ αρκέσει
Σώζειν τα πλήθη των όλων χριστονύμων,
Ώ πλην γυναικός τα δ’ άλλα Νικηφόρος.
Sclumberger, Gustave, Ο αυτοκράτωρ…, σελ.873-4.

Η περίοδος με τον Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή.
Ο Ιωάννης Τσιμισκής (Τσεμσχκίκ) ήταν ανιψιός από αδελφή του Νικηφόρου Φωκά, γιος του Θεόφιλου Κούρκουα (Γκούργεν), αδελφού του Ιωάννη Κούρκουα, Δομέστικου των Σχολών επί Ρωμανού Λεκαπηνού. Η οικογένεια αυτή ήταν αρμενικής καταγωγής και στις παρενθέσεις αναγράφονται τα αρμενικά ονόματα.
Ο Ιωάννης, γνωστότερος με το παρωνύμιο Τσιμισκής, ήτο εξοργισμένος από τον συγγενή του αυτοκράτορα επειδή του στέρησε ην αρχιστρατηγία, και τον περιόρισε στα οικογενειακά αγροκτήματα. Θεώρησε τον εαυτόν του υποβαθμισμένο σε σχέση με την προσφορά του στον αυτοκράτορα. Επί πλέον δεν αντιστάθηκε στα θέλγητρα της όμορφης αυγούστας, που βαριεστημένη από τον όχι και τόσο νέο σύντροφό της προσέβλεπε σε άλλη ερωτική κατάκτηση. Έτσι λοιπόν γοητευμένη από τον μικρόσωμο, (Λέων Διάκονος σελ. 92. Στο μικρό του ανάστημα όφειλε ο Ιωάννης «το της Αρμενίων διαλέκτου πρόορημα (παρωνύμιο) Τζιμισκής είς την Ελλάδα μεθερμηνευόμενον Μουζακιτζην δηλοί. βραχύτατος γαρ την ηλικίαν τελών ταύτην εκτήσατο»)  θελκτικό, αριστοκράτη και γενναιόδωρο (αβροδίαιτον και λίαν φιλόκαλον) Λέων Διάκονος σελ. 96-9, 100  άνδρα η Θεοφανώ, έπεισε τον σύζυγό της να ανακαλέσει από την εξορία τον παλιό συναγωνιστή. Το συνωμοτικό σχέδιο εξελίχθηκε με την βοήθεια της αδίστακτης γυναίκας, και υλοποιήθηκε μέσα στην χιονοθύελλα της νύχτας 10 προς 11 Δεκεμβρίου 996 μ.χ. Λίγοι συνωμότες με επικεφαλής τον Ιωάννη, ντυμένοι με γυναικεία ρούχα, εισχώρησαν κρυφά στο βασιλικό δωμάτιο του Νικηφόρου. Με μεγάλη τους έκπληξη διαπίστωσαν ότι το κρεβάτι ήταν άδειο και ο αυτοκράτωρ, κοιμόταν σε αχυρένιο στρώμα στο πάτωμα. Τα όσα ακολούθησαν είναι άκρως τραγικά, και δεν συνάδουν με την ιστορία του μεγάλου στρατηλάτη και ευσεβούς χριστιανού.
Αποκεφάλισαν τον Νικηφόρο και πέταξαν το σώμα του από το παράθυρο.
Πολύ καθυστερημένα διαπίστωσαν το γεγονός ( Λέων Διάκονος σελ. 91 Ανόσια ήταν και η μεταχείριση του νεκρού που τον άφησαν όλη την μέρα έξω στο χιόνι και αρά το βράδυ με πρόχειρο ξύλινο φέρετρο μετέφεραν «λαθραίως» στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων και «εν μια των βασιλικών σορών εκήδευσαν») οι σωματοφύλακες και δεν αντέδρασαν έτσι δόθηκε πολύτιμος χρόνος στον Ιωάννη να ετοιμάσει την αναγόρευσή του, στον αυτοκρατορικό θρόνο.
Δυστυχώς ο ικανός αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς έπεσε θύμα άγριας δολοφονίας, και η μοίρα του επεφύλαξε αυτόν τον άδοξο θάνατο. Η πράξη αυτή φαντάζει ακόμη πιο στυγερή, ένεκα του ότι συμμετείχε και την διευκόλυνε η βασίλισσα Θεοφανώ.
Η αυτοκρατορική φρουρά αιφνιδιάστηκε και δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Το ίδιο αιφνιδιάστηκαν και ο αδελφός του δολοφονηθέντος Λέων Φωκάς, και ο υιός του πατρίκιος Νικηφόρος. Είναι πολύ πιθανόν αν ενεργούσαν εγκαίρως, λόγω των μεγάλων δυνάμεων που διατηρούσαν στην Κωνσταντινούπολη να επικρατούσαν έναντι των στασιαστών.  Λέων Διάκονος σελ. 95 
Η βασιλική αυλή και η κοινή γνώμη συγκλονίστηκε από το απροσδόκητο τέλος του Νικηφόρου, και αυτό φαίνεται μέσα από το επιτάφιο ποίημα του Ιωάννη Γεωμέτρη ( Το ποίημα περιλαμβάνεται στα σχόλια του Λέοντος του διακόνου από τον C.B.Hase στην εκδοση της Βόννης σελ. 453, και από τον Σκυλίτζη σελ. 282-283 εκδ. J.Thurn ) στίχοι του οποίου παρατίθενται.
Τα πρώτα μέτρα του νέου ηγέτη ήταν η εξορία των Φωκάδων, κουροπαλάτη Λέοντος και Νικηφόρου στα νησιά του Αιγαίου, ( μελη της οικογένειας εγκατασταθηκαν στην Μάνη, και μεταγενέστερα συμμετεχουν στην ιστορία της ) και περιορισμός του Βάρδα Φωκά στην Αμάσεια, η αντικατάσταση των διοικητών των θεμάτων, και η τοποθέτηση σε καίριες πιλοτικές και στρατιωτικές θέσεις εμπίστων του νέου μονάρχη.
Ο Τσιμισκής από την αρχή στηρίχθηκε στον Βασίλειο Λακαπηνό, μέχρι τότε συνεργάτη του θείου του Νικηφόρου Φωκά, ο οποίος προς τιμήν του είχε θεσπίσει τον υψηλό τίτλο «Πρόεδρος της συγκλήτου». Το σχετικό πρωτόκολο «επι προαγωγή προέδρου της απάσης συγκλήτου» έχει προστεθεί στην Βασιλική Τάξη κεφ. Ι 07. Ch Diehi, De la signification du titre de “proedre” a Byzance εν Melanges…G.Schiumberger I Paris 1924 σελ.105 Αικ.Χριστοφιλοπούλου, Η σύγκλητος σελ.78 
Ο Βασίλειος «δραστήριος τε και αγχίνους ανηρ εφυώς τοις πράγμασιν εν περιστάσεσιν ορμοττόμενος» Λέων Διάκονος σελ. 94 είχε αρχίσει τις συνεννοήσεις με τον Τσιμισκή, αλλά δημόσια εκδηλώθηκε όταν πληροφορήθηκε την δολοφονία.
Και ενώ όλα τακτοποιήθηκαν σχετικά εύκολα ο Τσιμισκής προσέκρουσε, σε ένα απροσδόκητο εμπόδιο, την εκκλησία.
Ο Πολύευκτος καταταράχθηκε για την τρομερή και ανοσία κακουργία. Αποτέλεσμα ήταν μετά τη δολοφονία του Φωκά ο Τσιμισκής να βρεθεί αντιμέτωπος με το δυναμικό πατριάρχη Πολύευκτο ο οποίος του επέβαλε συγκεκριμένους όρους προκειμένου να τον στέψει αυτοκράτορα.
Όταν, λοιπόν, μετά από επτά μέρες από της αναρρήσεώς του στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Ιωάννης Α’ ο Τσιμισκής (969 – 976 μ.χ.) προσήλθε στον ναό της Άγια Σόφιας, για να στεφθεί από τον Πατριάρχη, ο Πολύευκτος δεν του επέτρεψε να εισέλθει, όχι μόνο επειδή τον θεωρούσε πιθανό δολοφόνο του προκατόχου του, και εραστή της αυτοκράτειρας Θεοφανούς, αλλά και για να τον αναγκάσει να αποκαταστήσει τα μέτρα του Νικηφόρου «κατά της ελευθερίας της εκκλησίας».
Για να αποκατασταθούν οι σχέσεις μεταξύ αυτοκράτορα και πατριαρχείου, απαίτησε προηγουμένως να εκπληρωθούν υπό του βασιλέως τρεις όροι. Ο πρώτος ήταν να εκδιωχθεί από τα ανάκτορα η Θεοφανώ συνεργάτιδα του στη δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά.
Πράγματι η Θεοφανώ εξορίσθηκε στο νησί Πρώτη του Μαρμαρά, και ό Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής αναγκάσθηκε να αποδεχθεί την εκκλησιαστική τιμωρία. Ο δεύτερος όρος ήταν να υποδείξει και να τιμωρήσει τον αυτουργό του φόνου του Νικηφόρου Φωκά, και ο τρίτος όρος, να ανακαλέσει τα θεσπίσματα του Νικηφόρου Φωκά περί των εκκλησιαστικών πραγμάτων, κάτι που ο αυτοκράτορας αποδέχθηκε χωρίς περιστροφές. Skylitzes 285-286 εκδ. J.Thurn – Dolger, Regest 726 
Όπως είναι φυσικό αφού όλοι όροι του πατριάρχη έγιναν δεκτοί, τα Χριστούγεννα του 969, μόλις δύο εβδομάδες μετά τη δολοφονία του θείου του, ο Πολύευκτος προχώρησε στη στέψη του νέου αυτοκράτορα.
Σχετικά με την περιουσία της εκκλησίας, μετά από πιέσεις του πατριάρχη Πολύευκτου, κατήργησε το αλληλέγγυο για τα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτήματα .
Έτσι, ο Πολύευκτος εξασφάλισε στην εκκλησία την αληθινή ελευθερία και της έδωσε το δικαίωμα της ενέργειας κατά των υπερβάσεων των πολιτικών αρχόντων, όταν αυτές βλάπτουν την Εκκλησία και σφαγιάζουν τις παραδόσεις του λαού του θεού.
Βλέπομαι λοιπόν την Θεοφανώ εξόριστη τελικά στο θέμα των Αρμενιακών, στην μονή Δαμιδείας  (Ιωάννης Σκυλίτζης σελ. 285 Όπως ήταν φυσικό η Θεοφανώ δεν δέχτηκε αδιαμαρτύρητα την τύχη που της επεφύλαξε ο συνωμότης εραστής. Δραπέτευσε από την Προκόνησο, τον αρχικό τόπο εξορίας της , και ζήτησε άσυλο στην Αγία Σοφία. Ο Βασίλειος Λεκαπηνός όμως δεν αστειευόταν και εξόρισε την έκπτωτη αυγούστα, με την μητέρα της σε μακρινά μοναστήρια, και τόσο την εξόργισε ώστε και για τον Τσιμισκή μίλησε προσβλητικά και τον Βασίλειο εξύβρισε, «Σκύθην και βάρβαρον αποκαλέσασα» και τον χαστούκισε) φορτωμένη με το βάρος της ηθικής αυτουργίας, και τον Ιωάννη Τσιμισκή, ο οποίος χωρίς δισταγμό προσπάθησε να δώσει την εντύπωση, ότι δεν τον βάρυνε το έγκλημα, καταγγέλλοντας τους συνεργάτες του ως αυτουργούς του φόνου. Ιωάννης Σκυλιτζης σελ. 279-280, 285 ,- Λέων Διάκονος σελ. 88,89.  
Σαν αντιστάθμισμα για την αποδοχή της εξιλέωσης του ανακλήθηκε ο συνοδικός τόμος, για τα θεσπισθέντα εκκλησιαστικά μέτρα από τον προκάτοχό του.
Επισφράγισμα αυτής της «συναίνεσης» αποτέλεσε το γεγονός ότι την στέψη τέλεσε πανηγυρικά ο ίδιος ο πατριάρχης Πολύευκτος, όπως στην περίπτωση χηρείας του θρόνου, και όχι οι μικροί νόμιμοι συνεχιστές της δυναστείας., όπως ήταν ο κανόνας για τους συμβασιλείς. Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Εκλογή σελ. 100-110 
Με την διαμόρφωση αυτών των γεγονότων διαφαίνεται καθαρά πώς, ορθώθηκε η δύναμη της εκκλησίας απέναντι στην αυτοκρατορική εξουσία, όχι για την προάσπιση της δογματικής αλήθειας αλλά για τον έλεγχο του αρχηγού του κράτους, σε θέμα συνειδησιακό, ηθικής τάξεως που έθεσε σε δοκιμασία την αυτοκρατορική παντοδυναμία. Σε αυτή την περίοδο εμφανίζεται ο πατριάρχης Πολύευκτός, εξ ίσου ισχυρός με τον Τσιμισκή, ίσως και ισχυρότερος. Το διάστημα όμως που οι δύο άνδρες βρίσκονταν σε παράλληλη εξάσκηση των καθηκόντων τους υπήρξε μικρό, και μετά τον θάνατο του Πολύευκτου, ο Τσιμισκής φρόντισε, να υποβαθμίσει το κύρος του πατριαρχείου, προτιμώντας για τον πατριαρχικό θρόνο, τύπους ασκητών.(Στον πατριαρχικό θρόνο Αντιοχείας, κενό μετά τον φόνο του πατριαρχη Χριστόφορου, τοποθετήθηκε ο εκ Κολωνείας Θεόδωρος και στον Οικουμενικό ο Βασίλειος Σκαμανδρηνός,(970-973) με διάδοχο τον Στουδίτη ασκητή Αντώνιο Γ΄ χωρίς ανθρωπιστική παιδεία, και με απλές θεολογικές γνώσεις.) 
Η ισχυρή αυτοκρατορία που δημιούργησε ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος, αλλά και η ευτυχής συγκύρια να ανέλθει στο πατριαρχικό θρόνο Πολύευκτος, δημιούργησαν όλες τις προϋποθέσεις να ενεργοποιηθεί ο ρόλος της εκκλησίας στην σχέση της με την εξουσία και την καταλυτική της συμμετοχή σε αυτή.
Αξιοπρόσεκτο είναι πώς την ίδια εποχή κυβέρνησαν για λογαριασμό των διαδόχων του θρόνου, αξιόλογοι επίτροποι, ο Νικηφόρος Β΄Φωκάς, και ο Ιωάννης Τσιμισκής.
Ευσεβής χριστιανός, και άριστος στρατιωτικός ο Νικηφόρος, ανέλαβε την αυτοκρατορία σε μεγάλη ηλικία, με την υποστήριξη του Πολύευκτου, της Συγκλήτου, και την σύμφωνη γνώμη της Θεοφανούς χήρας του Ρωμανού Β΄.
Παντρεύτηκε την Θεοφανώ στην συνέχεια και, μέσα από αυτή την πράξη δοκιμάστηκαν οι σχέσεις του με τον Πολύευκτο, για θέματα που είχαν σχέση με τους ιερούς κανόνες, όπου και πιθανόν να απογοήτευσε τον πατριάρχη.
Στον στρατιωτικό τομέα, επέκτεινε την αυτοκρατορία κατανικώντας τους Άραβες.
Έδωσε στους πολέμους ιερό χαρακτήρα, και επεδίωξε να αγιοποιήσει τους νεκρούς, πράγμα που αντέκρουσε ο πατριάρχης.
Στον εκκλησιαστικό τομέα οι επεμβάσεις του αυτοκράτορα ήταν σημαντικές, σε θέματα εκλογής επισκόπων, διαχείρισης εκκλησιαστικής περιουσίας, και μοναστηριών.
Σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, από κοινού με τον πατριάρχη ασχολήθηκαν με τις μητροπόλεις της κάτω Ιταλίας.
Οι ενέργειες του αυτοκράτορα, είχαν αποτέλεσμα την δημιουργία εχθρών.
Αλλά και η διεκδίκηση του θρόνου, από τον Ιωάννη Τσιμισκή, και ο ρόλος της Θεοφανούς, οδήγησαν στην δολοφονία του.
Τον Νικηφόρο διαδέχθηκε ο ανιψιός του Ιωάννης Τσιμισκής.
Λόγω της συμμετοχής του στην δολοφονία, υποχρεώθηκε από τον πατριάρχη Πολύευκτο, να ακυρώσει τους νόμους του Νικηφόρου που αφορούσαν στην εκκλησία, και να εξορίσει την Θεοφανώ.
Η ισχυρά προσωπικότητα του Πολύευκτου, συνετέλεσε στην εξύψωση του κύρους του πατριαρχείου απέναντι στους αυτοκράτορες.
Στην περίπτωση του Νικηφόρου σε πολλές των περιπτώσεων επικράτησαν οι θέσεις του, και σε άλλες παρέμεινε ουδέτερος, ούτως ώστε να διαμορφωθεί μια ισορροπία, μεταξύ των δύο ανδρών, οι οποίοι είχαν πολλά προτερήματα, για το γενικό συμφέρον.
Πιθανόν και λόγω της χριστιανικής τους ευσέβειας, διέθεταν κοινά χαρίσματα που διαμόρφωσαν τις σχέσεις τους.
Μπορούμε να πούμε πώς πέρα από τις λίγες αντιθέσεις, είχαν κοινά χαρακτηριστικά, και στην ουσία συνεργάσθηκαν για το συμφέρον της αυτοκρατορίας.
Στην περίπτωση σου Ιωάννη Τσιμισκή, μάλλον επικράτησε ο πατριάρχης, αν και δεν μπορούν να εξαχθούν ουσιαστικά συμπεράσματα επειδή συνυπήρχαν για μικρό χρονικό διάστημα.
Αυτή η  χρονική περίοδος δείχνει ότι η εκκλησία μετά την επίλυση των θεολογικών προβλημάτων που την ταλάνισαν τους προηγούμενους αιώνες προσπαθεί να κερδίσει σιγά-σιγά αλλά με σταθερά βήματα μερίδιο στις αποφάσεις που έχουν σχέση με την διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας.
Η εποχή χαρακτηρίζεται από μια συνεχή προσπάθεια στο εσωτερικό, της διεκδίκησης του αυτοκρατορικού θρόνου με τα πιο σκληρά ανταλλάγματα.
Το ίδιο σκληρή είναι η κατάσταση και στο εξωτερικό, με συνεχείς πολέμους για την διεύρυνση της αυτοκρατορίας ή για την διατήρηση των κτήσεων από τις συνεχείς βλέψεις των γειτόνων και των βάρβαρων εισβολέων.
Σε αυτή την ταραγμένη και ασταθή ατμόσφαιρα, η εκκλησία διαπίστωσε πώς έχει σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει και έθεσε το σχέδιο σε εφαρμογή.
Αφ ενός με σταθερές και διπλωματικές επεμβάσεις του πατριάρχη Πολύευκτου επεκτείνει την επιρροή της και πέραν των συνόρων της αυτοκρατορίας, χτίζοντας τον οικουμενικό της ρόλο.
Αφ ετέρου με σκληρές κριτικές, και επιβολές απέναντι στους πανίσχυρους αυτοκράτορες διεκδικεί συμμετοχή, κατ αρχήν στον τρόπο της διακυβέρνησης, μέσω των ιδίων, και στην συνέχεια άμεση εφαρμογή των θέσεων της.
Τα αποτελέσματα των επεμβάσεων αυτών φαίνεται πώς προσφέρουν θετικά στην κρατική εξουσία, επειδή την βοηθούν σημαντικά, στο έργο της, και επειδή, προσθέτουν μια ηπιότερη μορφή στην σκληρή εξουσία που προέρχεται από το κράτος, και απέναντι στους υπηκόους αλλά και απέναντι στους έτερους λαούς.
Παπαδοθωμάκος Αντώνιος
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
Πηγές 
1. Θεοδοσιανός Κώδιξ
2. Ιωάννης Σκυλίτζης
3. Λέων Διάκονος
4. Λιουτπράνδος
6. Dolger
7. Schramm, Kaiser
8. G.Schiumberger
Δευτερεύουσα βιβλιογραφία
1. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια τα 1-12, Αθήναι 1962-1969.
2. Beck H.-G. Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Βυζαντινή αυτοκρατορία, μτφρ Λ. Αναγνώστου {Βιβλιοθήκη Βυζαντινής Ιστορίας και Φιλολογίας3}, εκδ. Ιστορικές Εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος, τ. Α΄ Αθήνα 2004.
3. Browning R., Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μτφρ. Ν. Κονομής, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμα Αθήνα 1992.
4. Καραγιαννοπούλου Ιωάννα, Ιστορία του Βυζαντινού κράτους, εκδ. Βάνιας, τ. Β΄, Ιστορία Μέσης Βυζαντινής περιόδου (565-10810, Θεσσαλονίκη 1963.
5. Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, Βυζαντινή Ιστορία τ. Β΄2, (867-1081), Αθήνα 1998.
6. Κόλλια Ταξιάρχη Γ., Νικηφόρος Β΄Φωκάς(963-969). Ο στρατηγός
7. αυτοκράτωρ και το μεταρρυθμιστικό του έργο,(ιστορικές μονογραφίες 12)
8. εκδ. Ιστορικές Εκδόσεις Στ. Δ. Βασιλόπουλος Αθήνα 1993
9. P.E. Schramm, Kaiser, Basileus und Papst in der Zeit de Ottomen, HZ 129 
Πηγή: http://kariopoliskontostavlifokades.blogspot.com/2011/09/956-970.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου