Η αγάπη είναι ανώτερη από κάθε άλλο χάρισμα ή πνευματική εμπειρία. Γι’ αυτό και οι χριστιανοί προτρέπονται να επιθυμούν αυτό το χάρισμα περισσότερο από κάθε άλλο:
“Ζηλούτε δε τα χαρίσματα τα κρείτονα, και έτι καθ’ υπερβολήν οδόν υμίν δείκνυμι … Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον, και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν είμι … η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει … νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα μείζων δε τούτων η αγάπη” (Α’ Κορ. ιβ’ 31, ιγ’ 1-13).
Ολόκληρος ο αγώνας του ανθρώπου νοηματοδοτείται όταν αποβλέπει στην επιστροφή του ανθρώπου, στην κοινωνία μετά του Θεού και μετά του πλησίον στη βίωση της μιας ανθρώπινης φύσης. Η κοινωνία αυτή είναι κοινωνία ”εν όλη τη καρδία” και ”εν όλη τη ψυχή” και ”εν όλη τη διανοία” μετά του Ακτίστου Θεού και εμπειρία τού ότι ο πλησίον δεν αποτελεί κάτι ξένο προς τη δική μας φύση· γι’ αυτό και ο Κύριος υπογραμμίζει: «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτον” (Ματθ. κβ’ 35-40).
Αυτή η επιστροφή του ανθρώπου από το “παρά φύση” στο “κατά φύση” δεν μπορούσε να συντελεσθεί μετά την πτώση με ανθρώπινες προσπάθειες. Για να αγαπήσει κανείς τον Θεό έπρεπε να γεννηθεί “άνωθεν” (Ιω. γ’ 3-5). Χωρίς αυτή τη γέννηση δεν μπορεί κανείς να εισέλθει στην “βασιλεία του Θεού”, δηλαδή στην κοινωνία αγάπης, “πας ο αγαπών εκ Θεού γεγέννηται και γινώσκει τον Θεόν. Ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εστίν” (Ιω. δ’ 7-8).
Η αγάπη οδηγεί στην υπέρβαση της ατομικότητας του ανθρώπου, ξεπερνάει τον αυτοεγκλωβισμό στο “εγώ” και ανοίγει το δρόμο για την επιστροφή στον παράδεισο του Θεού, που συντελείται ”εν Χριστώ” (Γαλ. γ’ 26-29). Γι’ αυτό και ο Χριστός ονομάζεται ”η οδός” και ”η ζωή” (Ιω. ιδ’ 6). Είναι η νέα οδός που “εκτίσθη” για χάρη των “έργων του Θεού”, δηλαδή για μάς τους ανθρώπους (Παροιμ. η’ 22).
Με την νέα γέννηση ”εν Χριστώ” αποκτάμε αιώνια υποστατική ύπαρξη και αισθανόμαστε πλέον όλους τους ανθρώπους αναπόσπαστα μέλη μας· ”και γάρ εν ενί Πνεύματι ημείς πάντες εις ένα σώμα εβαπτίσθημεν” (Α’ Κορ. ιβ’ 13)· δεν μπορούμε να διασπασθούμε. “Ουδείς ποτε την εαυτού σάρκα εμίσησεν… ότι μέλη εσμέν του σώματος αυτού, εκ της σαρκός αυτού και εκ των οστέων αυτού” (Εφεσ. ε’ 29-30).
Το θεμέλιο της αγάπης είναι η υποστατική ύπαρξη του Χριστού. Όπως ο Πατέρας είναι ενωμένος με τον Υιό και ο Υιός με τον Πατέρα, έτσι είμαστε και μείς ενωμένοι με τον Υιό και ο Υιός με εμάς (Ιω. ιζ’ 21-26). Με την διαφοράν ότι η ένωση του Υιού με τον Πατέρα είναι φυσική, ενώ η δική μας ένωση με τον Υιό είναι “κατά θέσιν και χάριν, όμως εις ένα και το αυτό είμεθα όλοι ενωμένοι με τον Θεόν, και αχώριστοι, καθώς πάλιν αυτός ο Χριστός λέγει· “εγώ εν αυτοίς, και συ εν εμοί, ίνα ώσιν τετελειωμένοι εις εν” (Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος).
“Ας μη συμπεριφερόμεθα λοιπόν ωσάν διεσπασμένοι, ούτε να λέγη κανείς· ο τάδε δεν είναι φίλος μου, ούτε συγγενής, ούτε γείτονας, ούτε έχω τίποτε κοινόν προς αυτόν· πώς να τον πλησιάσω; Διότι και αν δεν είναι συγγενής, ούτε φίλος, είναι όμως άνθρωπος ο οποίος έχει την ιδίαν με εσένα φύσιν, τον ίδιον Δεσπότην, είναι σύνδουλός σου και ζη εις την ιδίαν σκηνήν, αφού υπάρχει εις τον ίδιον κόσμον (ι. Χρυσόστομος).
Η αγάπη είναι δώρο του Αγίου Πνεύματος· ο πρώτος καρπός Του (Γαλ. ε’ 22). Είναι η θεία ζωή που μεταφυτεύεται στον πιστό σαν θεία δύναμη, που ενώνει οντολογικά ολόκληρη την ανθρωπότητα. Εάν ετηρείτο τελείως η αγάπη προς τον πλησίον, σύμφωνα με την εντολή του Χριστού, τότε, “ούτε δούλος, ούτε ελεύθερος θα υπήρχεν, ούτε άρχων ούτε αρχόμενος, ούτε πλούσιος, ούτε πτωχός, ούτε μικρός, ούτε μέγας…” (ι. Χρυσόστομος).
“Η τελεία αγάπη δεν διαχωρίζει τη μία φύση ανάλογα με τις διάφορες γνώμες των ανθρώπων, αλλά αποβλέποντας πάντοτε σ’ αυτήν, αγαπά εξ ίσου όλους τους ανθρώπους. Τους εναρέτους τους αγαπά σαν φίλους, ενώ τους κακούς τους αγαπά σαν εχθρούς, ευεργετώντας αυτούς, δείχνοντας μακροθυμία προς αυτούς και υπομένοντας όλες τις κατηγορίες και τις κακίες που δέχεται απ’ αυτούς” (Αγ. Μάξιμος Ομολογητής).
Σε άλλο σημείο αναφέρει ο Άγιος Μάξιμος: “Εκείνος που ασκεί ελεημοσύνη μιμούμενος τον Θεό, δεν γνωρίζει διαφορά μεταξύ πονηρού και αγαθού, μεταξύ δικαίου και αδίκου στα πράγματα τα αναγκαία για το σώμα, αλλά σ’ όλους μοιράζει εξ ίσου με την ανάγκη τους.
Η διάθεση της αγάπης δεν γίνεται φανερή μόνο με τη δόση των χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση του λόγου του Θεού και τη σωματική διακονία”.
Η σωτηρία του αδελφού είναι το βασικό μέλημα της αγάπης ενός αληθινού χριστιανού. “Είδα και άλλον, οπού τόσον πολλά εποθούσε την σωτηρίαν των αδελφών του, οπού επαρακαλούσε πολλαίς φοραίς τον Θεόν με θερμά δάκρυα, ή να σωθούν και εκείνοι, ή να κολασθή και αυτός μαζί με εκείνους, και παρακινούμενος από την Θεομίμητον και θερμήν προαίρεσίν του, δεν ήθελε με κανένα τρόπον να σωθή αυτός μόνος χωρίς τους αδελφούς του· ότι τόσον ενώθη με αυτούς πνευματικώς, διά μέσου της Αγίας αγάπης, εν Πνεύματι Αγίω, οπού δεν ήθελε ουδέ εις την βασιλείαν των ουρανών να χωρισθή από αυτούς” (Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος).
Όποιος δεν αισθάνεται μέσα του τη χάρη, αυτός δεν βλέπει τη χάρη και στους άλλους, λέγει ο π. Σωφρόνιος· από τον τρόπο που δέχεται ο άνθρωπος τον πλησίον του μπορείς να κρίνεις για τον βαθμό της χάρης που έχει μέσα του, συνεχίζει- “Αν ο άνθρωπος βλέπει στον αδελφό του την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, αυτό σημαίνει πως έχει και ο ίδιος μεγάλη χάρη. Αν όμως μισεί τον αδελφό του, αυτό σημαίνει πως αυτός ο ίδιος κατέχεται από πονηρό πνεύμα”.
Όποιος αποκτά την εμπειρία της τέλειας αγάπης, αποκτά ταυτόχρονα και την εμπειρία της τέλειας ταπεινώσεως. Γιατί η Αληθινή ταπείνωση δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί από τους ανθρώπους που δεν έχουν γευθεί την εν Χριστώ αγάπη· τη θεωρούν μωρία και την αποστρέφονται.
Όμως στον παράδεισο του Θεού όλοι βρίσκονται μέσα στην αγάπη και στην κατά Χριστόν ταπείνωση, ώστε να χαίρονται να βλέπουν τους άλλους ανωτέρους από αυτούς και κανένας να μη τους φαίνεται ”βέβηλος” και ”ακάθαρτος”· αυτή την ταπείνωση έζησαν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας.
“Πότε γνωρίζει ο άνθρωπος ότι έφθασε εις την καθαρότητα της καρδίας;”, ρωτήθηκε ο Ισαάκ ο Σύρος και έδωσε την ακόλουθη απάντηση:
”Όταν βλέπη όλους τους ανθρώπους και δεν του φαίνεται κανείς βέβηλος και ακάθαρτος· τότε αληθώς υπάρχει καθαρός τη καρδία· διότι άλλως πώς θέλει πληρωθή ο λόγος του Αποστόλου, ο οποίος λέγει ότι πρέπει ο άνθρωπος να λογίζεται μετά ειλικρινούς καρδίας πάντας ως ανωτέρους αυτού, και ο προφήτης Αββακούμ λέει, ότι ο καθαρός οφθαλμός δεν βλέπει πονηρά” (βλ. Αββακούμ α’ 13).
Η αγάπη του Χριστού σπλαχνίζεται όλους τους ανθρώπους και αν κάποιος δεν συμπάσχει σαν δει άνθρωπο που αμαρτάνει, από αυτόν φεύγει η χάρη του Θεού· ”Να μη συγχέεις τον άνθρωπο που είναι εικόνα του Θεού με τις αμαρτίες στις οποίες έπεσε”, λέγει ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, ”η αμαρτία είναι ένα επεισόδιο. Η πραγματική φύσις του ανθρώπου είναι η εικόνα του Θεού, που πάντοτε παραμένει”.
“Διότι και ο Κύριός σου δεν συνωμίλει μόνον με δικαίους και τους ακαθάρτους απέφευγεν, αλλά και την Χαναναίαν (Ματθ. ιε’ 22-28) την εδέχθη με πολλήν εύνοιαν, και την Σαμαρίτιν (Ιω. δ’ 7 εξ.) την μιαράν και ακάθαρτον, και άλλην πόρνην (Λουκ. ζ’ 37 εξ.), διά την οποίαν και τον εκατηγόρουν οι Ιουδαίοι, και την εδέχθη και την εθεράπευσε και ηνέχθη να βραχούν τα πόδια του από τα δάκρυα της μιαράς, διά να μας διδάξη να είμεθα ανεκτικοί προς τους αμαρτάνοντας· διότι αυτό προ πάντων είναι φιλανθρωπία” (ι. Χρυσ.).
«Ένας αδελφός αμάρτηοε και τον απεμάκρυνε ο πρεσβύτερος από την εκκλησία. Σηκώνεται λοιπόν και ο Αββάς Βησσαρίων και βγήκε μαζί του, λέγοντας: “Αμαρτωλός είμαι κι εγώ”».
Οι άνθρωποι του Θεού δεν πονούν μόνο όταν βλέπουν τους άλλους να πεθαίνουν από την πείνα ή τη σωματική αρρώστια, αλλά και όταν βλέπουν τους πονηρούς να αμαρτάνουν, λέγει ο Χρυσόστομος· υποφέρουν μάλιστα σ’ αυτή την περίπτωση πολύ περισσότερο. “Διατί μισείς τον αμαρτωλόν, ω άνθρωπε; Διότι τάχα δεν είναι δίκαιος ως και συ; Και πού είναι η δικαιοσύνη σου, αφού δεν έχεις αγάπην; Διατί δεν κλαίεις μάλλον δι’ αυτόν, αλλά καταδιώκεις αυτόν;» (Αγ. Ισαάκ ο Σύρος).
“Θέλεις να διορθώσης τον αδελφόν σου;” λέγει ο ι. Χρυσόστομος, σε άλλο σημείο, “δάκρυσε δι’ αυτόν, ιδιαιτέρως να τον προτρέψης, συμβούλευσέ τον, παρακάλεσέ τον… Δείξε αγάπην προς αυτόν που ημάρτησεν”.
Το όριο της αγάπης είναι η αγάπη προς τους εχθρούς, σύμφωνα με τον λόγο του Χριστού: “Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούοιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς, όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς, ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς” (Ματθ. ε’ 44-45).
Σχολιάζοντας ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει πως ο Χριστός δεν ζητάει από μας μόνο να συγχωρέσουμε τους εχθρούς μας, “αλλά και να τους συναριθμήσωμε μεταξύ των καλυτέρων φίλων μας, γι’ αυτό και καθώρισε να ευχόμαστε γι’ αυτούς”. Εάν λοιπόν δεν βλάπτης κάποιον, όμως τον αποστρέφεσαι και δεν τον βλέπεις με αγαθήν διάθεσιν και το τραύμα το έχεις στην ψυχή σου αυξανόμενον, δεν έχεις καθόλου εκτελέσει την εντολήν που σου παρήγγειλεν ο Χριστός. Πώς λοιπόν παρακαλείς τον Θεόν να γίνη διά σε ίλεως, χωρίς πρώτον να έχης γίνει εσύ το ίδιον εις τους βλάπτοντάς σε; Πώς δηλαδή λέγεις· ”άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών”;(Ματθ. στ’ 12).
“Άνθρωπος ανθρώπω συντηρεί οργήν, και παρά Κυρίου ζητεί ίασιν; Επ’ άνθρωπον όμοιον αυτώ ουκ έχει έλεος και περί των αμαρτιών αυτού δείται; Αυτός σαρξ ων διατηρεί μήνιν, τις εξιλάσεται τας αμαρτίας αυτού”; (Σοφ. Σειράχ κη’ 3-5)”.
“Υπάρχουν άνθρωποι που εύχονται για τους εχθρούς τους ή για τους εχθρούς της Εκκλησίας την απώλεια και τα βάσανα στη φωτιά της κολάσεως. Σκέφτονται έτσι γιατί δεν εδιδάχθησαν από το Άγιο Πνεύμα την αγάπη του Θεού. Όποιος την εδιδάχθηκε πραγματικά, αυτός χύνει δάκρυα για όλο τον κόσμο” (π. Σωφρόνιος).
Όποιος ευεργετεί τους συνανθρώπους του για τη δόξα του Θεού, δε σταματάει να τους ευεργετεί ο,τιδήποτε και αν του κάμουν, σκόμη και εάν τον αδικήσουν ή τον συκοφαντήσουν.
“Διότι βέβαια αυτός που σταματά την ευεργεσίαν μετά την συκοφαντίαν δεικνύει ότι προσπαθεί ν’ ασκήσει αυτό το έργον όχι για να δοξάση τον Θεόν, αλλά διά να λάβη τον έπαινον των ανθρώπων” (ι. Χρυσ.). Η άποψη αυτή αποτελεί κανόνα ζωής για κάθε πιστό. Υπογραμμίζεται από όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Ο πιστός αγαπά ακόμη και τους αιρετικούς, όχι όμως την αίρεση. Είναι “ασθενείς κατά την ψυχήν και ανάπηροι κατά το βλέμμα της διανοίας των, δεν ημπορούν να ατενίσουν προς το φως της αληθείας”, λέγει ο Χρυσόστομος και συνιστά ”Δι’ αυτό ας εκπληρώσωμε τας υποχρεώσεις μας και ας απλώσωμε το χέρι μας εις αυτούς”, σύμφωνα με τη συμβουλή του Παύλου: ”εν πραότητι παιδεύοντα τους αντιδιατιθεμένους, μήποτε δω αυτοίς ο Θεός μετάνοιαν εις επίγνωσιν αληθείας και ανανήψωσιν εκ της του διαβόλου παγίδος, εζωγρημένοι υπ’ αυτού εις το εκείνου θέλημα” (Β’ Τιμ. β’ 25-26).
Η Γραφή συνιστά νουθεσία στους αιρετικούς και μάλιστα μία και δύο φορές (Τίτ. γ’ 10-11)· ακόμη και στην περίπτωση της εμμονής στην πλάνη οι πιστοί δεν προτρέπονται να μισούν τους αιρετικούς. Πρέπει μόνο να μισούν την αίρεση και να αποφεύγουν τις στενές σχέσεις, γιατί αυτό μπορεί να σημάνει γι’ αυτούς κίνδυνο.
Πρέπει να μισούμε ”το κακόν έργον και όχι τον άνθρωπον”, λέγει ο Χρυσόστομος και υπογραμμίζει πως έργο του Διαβόλου είναι να εξαλείψη την αγάπη και να καταστρέψει την οδό της διορθώσεως- ”και να κυριεύση, εκείνον μεν εις την πλάνην, εσένα δε εις την έχθραν, ώστε έτσι να κρημνίση τα τείχη της οδού της σωτηρίας εκείνου. Διότι, όταν και ο ιατρός μισή και αποφεύγη τον άρρωστον, πότε θα αναλάβη αυτός που νοσεί, εφ’ όσον ούτε αυτός καλεί τον ιατρόν, ούτε εκείνος έρχεται εις τον ασθενή; Αλλά διά ποίον λόγον, ειπέ μου, τον αποστρέφεσαι και τον αποφεύγεις; Διότι είναι ασεβής; Λοιπόν δι’ αυτό ακριβώς πρέπει να τον πλησιάζης και να τον περιποιείσαι. Εάν δε η ασθένειά του είναι αθεράπευτος, συ όμως έχεις εντολήν να πράξης το καθήκον σου”.
«Εάν λοιπόν πρέπει να μισούμε τους εχθρούς του Θεού, δεν πρέπει να μισούμε μόνον τους ασεβείς, αλλά και τους αμαρτωλούς· και έτσι θα καταντήσωμε χειρότεροι από τα θηρία, με το να αποστρεφώμεθα όλους τους ανθρώπους και να υπερηφανευώμεθα με ανοησίαν όπως εκείνος ο Φαρισαίος. Ο Παύλος όμως δεν παραγγέλλει έτσι, αλλά πώς; Παρακαλούμεν δε υμάς, αδελφοί, νουθετείτε τους ατάκτους, παραμυθείσθε τους ολιγοψύχους, αντέχεοθε των ασθενών, μακροθυμείτε προς πάντας” (Α’ Θεσ. ε’ 14)» (ι. Χρυσ.).
Η αγάπη λοιπόν είναι το μεγαλύτερο από τα χαρίσματα του Θεού, γιατί αποτελεί επιστροφή στη βίωση της ενότητας του ανθρώπου, στην εμπειρία της μιας ανθρώπινης φύσης, στην υπέρβαση της ατομικότητας του ανθρώπου.
Το θεμέλιο της αγάπης είναι η υποστατική ένωση του Χριστού. Ο Πατέρας είναι ενωμένος σε μια Θεότητα με τον Υιό και ο Υιός ενωμένος με τον άνθρωπο, ως ένσαρκος Λόγος σε ένα πρόσωπο. Όλοι οι πιστοί εντασσόμαστε στο ένα Σώμα του Χριστού και επομένως, δεν πρέπει να συμπεριφερόμαστε αναμεταξύ μας σαν ξένοι. Είμαστε ενωμένοι λόγω του ότι έχουμε την ιδία φύση, την ίδια πίστη και αποτελούμε μέλη του ενός Σώματος, το οποίο δεν επιτρέπεται να διασπούμε.
Η αγάπη είναι το δώρο του Θεού που μεταφυτεύει τη θεία ζωή στη μία ανθρωπότητα, που αποτελείται από μύρια πρόσωπα, τα οποία δεν συγχέονται αναμεταξύ τους. Γι’ αυτό και μπορούν να έλθουν σε κοινωνία αγάπης εν ελευθερία χωρίς να αναιρούνται. Έτσι η αγάπη ενώνει οντολογικά ολόκληρη την ανθρωπότητα σε μία ανθρώπινη ύπαρξη, μέσα στην οποία το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο εξυψώνεται και δεν καταργείται.
Ο πιστός, που ζει την αγάπη παίρνει επάνω του τα σφάλματα των αγαπωμένων προσώπων αγαπά εξίσου όλους και δεν σκέπτεται το κακό. Δεν διαχωρίζει αγαθούς και πονηρούς και θέλει όλους να γίνουν κοινωνοί της αγάπης του και της αγάπης του Θεού. Γι’ αυτό και δεν ταυτίζει τους αμαρτωλούς με την αμαρτία και πάσχει μαζί μ’ αυτούς. Το όριο της αγάπης είναι η αγάπη προς τους εχθρούς.
«Η θερμή αγάπη του Χριστού τρέφει περισσότερο από κάθε υλική τροφή και δίνει πολλές θερμίδες στην ψυχή και στο σώμα και πολλές φορές θεραπεύει και αγιάτρευτες αρρώστιες, δίχως φάρμακα, και αναπαύει ψυχές.
Όσοι δεν θυσιάζουν και την σωματική τους υγεία για την αγάπη του Χριστού, καταφρονώντας την σωματική τους ανάπαυοη, ανάπαυοη πνευματική δεν βρίσκουν ούτε α’ αυτήν την ζωή ούτε στην μέλλουσα, την αιώνια.
Εκείνοι που θυσιάζουν ακόμη και την ζωή τους από καθαρή αγάπη, για να προστατέψουν τους συνανθρώπους τους, μιμούνται τον Χριστό. Αυτοί φυσικά είναι οι μεγαλύτεροι ήρωες, διότι τους τρέμει ακόμη και ο θάνατος, γιατί αψήφησαν τον θάνατο από αγάπη, κι έτσι νικάν με την αθανασία, παίρνοντας το κλειδί της αιωνιότητος κάτω από την πλάκα του τάφου, και προχωρούν ελαφρά στην αιώνια μακαριότητα.
Η θυσία για τον συνάνθρωπό μας κρύβει την μεγάλη μας αγάπη για τον Χριστό. Όσοι έχουν μεν την αγαθή προαίρεοη για να ελεήσουν, αλλά δεν έχουν τίποτα και πονάνε γι’ αυτό, ελεούν με το αίμα της καρδιάς τους.»
π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Από το βιβλίο «Επιστολές», του Γέροντος Παϊσίου του Άγιορείτου
Πηγή: Περιοδικό Διάλογος
Τεύχος 29
Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2002
“Ζηλούτε δε τα χαρίσματα τα κρείτονα, και έτι καθ’ υπερβολήν οδόν υμίν δείκνυμι … Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον, και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν, αγάπην δε μη έχω, ουδέν είμι … η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει … νυνί δε μένει πίστις, ελπίς, αγάπη, τα τρία ταύτα μείζων δε τούτων η αγάπη” (Α’ Κορ. ιβ’ 31, ιγ’ 1-13).
Ολόκληρος ο αγώνας του ανθρώπου νοηματοδοτείται όταν αποβλέπει στην επιστροφή του ανθρώπου, στην κοινωνία μετά του Θεού και μετά του πλησίον στη βίωση της μιας ανθρώπινης φύσης. Η κοινωνία αυτή είναι κοινωνία ”εν όλη τη καρδία” και ”εν όλη τη ψυχή” και ”εν όλη τη διανοία” μετά του Ακτίστου Θεού και εμπειρία τού ότι ο πλησίον δεν αποτελεί κάτι ξένο προς τη δική μας φύση· γι’ αυτό και ο Κύριος υπογραμμίζει: «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτον” (Ματθ. κβ’ 35-40).
Αυτή η επιστροφή του ανθρώπου από το “παρά φύση” στο “κατά φύση” δεν μπορούσε να συντελεσθεί μετά την πτώση με ανθρώπινες προσπάθειες. Για να αγαπήσει κανείς τον Θεό έπρεπε να γεννηθεί “άνωθεν” (Ιω. γ’ 3-5). Χωρίς αυτή τη γέννηση δεν μπορεί κανείς να εισέλθει στην “βασιλεία του Θεού”, δηλαδή στην κοινωνία αγάπης, “πας ο αγαπών εκ Θεού γεγέννηται και γινώσκει τον Θεόν. Ο μη αγαπών ουκ έγνω τον Θεόν, ότι ο Θεός αγάπη εστίν” (Ιω. δ’ 7-8).
Η αγάπη οδηγεί στην υπέρβαση της ατομικότητας του ανθρώπου, ξεπερνάει τον αυτοεγκλωβισμό στο “εγώ” και ανοίγει το δρόμο για την επιστροφή στον παράδεισο του Θεού, που συντελείται ”εν Χριστώ” (Γαλ. γ’ 26-29). Γι’ αυτό και ο Χριστός ονομάζεται ”η οδός” και ”η ζωή” (Ιω. ιδ’ 6). Είναι η νέα οδός που “εκτίσθη” για χάρη των “έργων του Θεού”, δηλαδή για μάς τους ανθρώπους (Παροιμ. η’ 22).
Με την νέα γέννηση ”εν Χριστώ” αποκτάμε αιώνια υποστατική ύπαρξη και αισθανόμαστε πλέον όλους τους ανθρώπους αναπόσπαστα μέλη μας· ”και γάρ εν ενί Πνεύματι ημείς πάντες εις ένα σώμα εβαπτίσθημεν” (Α’ Κορ. ιβ’ 13)· δεν μπορούμε να διασπασθούμε. “Ουδείς ποτε την εαυτού σάρκα εμίσησεν… ότι μέλη εσμέν του σώματος αυτού, εκ της σαρκός αυτού και εκ των οστέων αυτού” (Εφεσ. ε’ 29-30).
Το θεμέλιο της αγάπης είναι η υποστατική ύπαρξη του Χριστού. Όπως ο Πατέρας είναι ενωμένος με τον Υιό και ο Υιός με τον Πατέρα, έτσι είμαστε και μείς ενωμένοι με τον Υιό και ο Υιός με εμάς (Ιω. ιζ’ 21-26). Με την διαφοράν ότι η ένωση του Υιού με τον Πατέρα είναι φυσική, ενώ η δική μας ένωση με τον Υιό είναι “κατά θέσιν και χάριν, όμως εις ένα και το αυτό είμεθα όλοι ενωμένοι με τον Θεόν, και αχώριστοι, καθώς πάλιν αυτός ο Χριστός λέγει· “εγώ εν αυτοίς, και συ εν εμοί, ίνα ώσιν τετελειωμένοι εις εν” (Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος).
“Ας μη συμπεριφερόμεθα λοιπόν ωσάν διεσπασμένοι, ούτε να λέγη κανείς· ο τάδε δεν είναι φίλος μου, ούτε συγγενής, ούτε γείτονας, ούτε έχω τίποτε κοινόν προς αυτόν· πώς να τον πλησιάσω; Διότι και αν δεν είναι συγγενής, ούτε φίλος, είναι όμως άνθρωπος ο οποίος έχει την ιδίαν με εσένα φύσιν, τον ίδιον Δεσπότην, είναι σύνδουλός σου και ζη εις την ιδίαν σκηνήν, αφού υπάρχει εις τον ίδιον κόσμον (ι. Χρυσόστομος).
Η αγάπη είναι δώρο του Αγίου Πνεύματος· ο πρώτος καρπός Του (Γαλ. ε’ 22). Είναι η θεία ζωή που μεταφυτεύεται στον πιστό σαν θεία δύναμη, που ενώνει οντολογικά ολόκληρη την ανθρωπότητα. Εάν ετηρείτο τελείως η αγάπη προς τον πλησίον, σύμφωνα με την εντολή του Χριστού, τότε, “ούτε δούλος, ούτε ελεύθερος θα υπήρχεν, ούτε άρχων ούτε αρχόμενος, ούτε πλούσιος, ούτε πτωχός, ούτε μικρός, ούτε μέγας…” (ι. Χρυσόστομος).
“Η τελεία αγάπη δεν διαχωρίζει τη μία φύση ανάλογα με τις διάφορες γνώμες των ανθρώπων, αλλά αποβλέποντας πάντοτε σ’ αυτήν, αγαπά εξ ίσου όλους τους ανθρώπους. Τους εναρέτους τους αγαπά σαν φίλους, ενώ τους κακούς τους αγαπά σαν εχθρούς, ευεργετώντας αυτούς, δείχνοντας μακροθυμία προς αυτούς και υπομένοντας όλες τις κατηγορίες και τις κακίες που δέχεται απ’ αυτούς” (Αγ. Μάξιμος Ομολογητής).
Σε άλλο σημείο αναφέρει ο Άγιος Μάξιμος: “Εκείνος που ασκεί ελεημοσύνη μιμούμενος τον Θεό, δεν γνωρίζει διαφορά μεταξύ πονηρού και αγαθού, μεταξύ δικαίου και αδίκου στα πράγματα τα αναγκαία για το σώμα, αλλά σ’ όλους μοιράζει εξ ίσου με την ανάγκη τους.
Η διάθεση της αγάπης δεν γίνεται φανερή μόνο με τη δόση των χρημάτων, αλλά πολύ περισσότερο με τη μετάδοση του λόγου του Θεού και τη σωματική διακονία”.
Η σωτηρία του αδελφού είναι το βασικό μέλημα της αγάπης ενός αληθινού χριστιανού. “Είδα και άλλον, οπού τόσον πολλά εποθούσε την σωτηρίαν των αδελφών του, οπού επαρακαλούσε πολλαίς φοραίς τον Θεόν με θερμά δάκρυα, ή να σωθούν και εκείνοι, ή να κολασθή και αυτός μαζί με εκείνους, και παρακινούμενος από την Θεομίμητον και θερμήν προαίρεσίν του, δεν ήθελε με κανένα τρόπον να σωθή αυτός μόνος χωρίς τους αδελφούς του· ότι τόσον ενώθη με αυτούς πνευματικώς, διά μέσου της Αγίας αγάπης, εν Πνεύματι Αγίω, οπού δεν ήθελε ουδέ εις την βασιλείαν των ουρανών να χωρισθή από αυτούς” (Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος).
Όποιος δεν αισθάνεται μέσα του τη χάρη, αυτός δεν βλέπει τη χάρη και στους άλλους, λέγει ο π. Σωφρόνιος· από τον τρόπο που δέχεται ο άνθρωπος τον πλησίον του μπορείς να κρίνεις για τον βαθμό της χάρης που έχει μέσα του, συνεχίζει- “Αν ο άνθρωπος βλέπει στον αδελφό του την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, αυτό σημαίνει πως έχει και ο ίδιος μεγάλη χάρη. Αν όμως μισεί τον αδελφό του, αυτό σημαίνει πως αυτός ο ίδιος κατέχεται από πονηρό πνεύμα”.
Όποιος αποκτά την εμπειρία της τέλειας αγάπης, αποκτά ταυτόχρονα και την εμπειρία της τέλειας ταπεινώσεως. Γιατί η Αληθινή ταπείνωση δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί από τους ανθρώπους που δεν έχουν γευθεί την εν Χριστώ αγάπη· τη θεωρούν μωρία και την αποστρέφονται.
Όμως στον παράδεισο του Θεού όλοι βρίσκονται μέσα στην αγάπη και στην κατά Χριστόν ταπείνωση, ώστε να χαίρονται να βλέπουν τους άλλους ανωτέρους από αυτούς και κανένας να μη τους φαίνεται ”βέβηλος” και ”ακάθαρτος”· αυτή την ταπείνωση έζησαν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας.
“Πότε γνωρίζει ο άνθρωπος ότι έφθασε εις την καθαρότητα της καρδίας;”, ρωτήθηκε ο Ισαάκ ο Σύρος και έδωσε την ακόλουθη απάντηση:
”Όταν βλέπη όλους τους ανθρώπους και δεν του φαίνεται κανείς βέβηλος και ακάθαρτος· τότε αληθώς υπάρχει καθαρός τη καρδία· διότι άλλως πώς θέλει πληρωθή ο λόγος του Αποστόλου, ο οποίος λέγει ότι πρέπει ο άνθρωπος να λογίζεται μετά ειλικρινούς καρδίας πάντας ως ανωτέρους αυτού, και ο προφήτης Αββακούμ λέει, ότι ο καθαρός οφθαλμός δεν βλέπει πονηρά” (βλ. Αββακούμ α’ 13).
Η αγάπη του Χριστού σπλαχνίζεται όλους τους ανθρώπους και αν κάποιος δεν συμπάσχει σαν δει άνθρωπο που αμαρτάνει, από αυτόν φεύγει η χάρη του Θεού· ”Να μη συγχέεις τον άνθρωπο που είναι εικόνα του Θεού με τις αμαρτίες στις οποίες έπεσε”, λέγει ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, ”η αμαρτία είναι ένα επεισόδιο. Η πραγματική φύσις του ανθρώπου είναι η εικόνα του Θεού, που πάντοτε παραμένει”.
“Διότι και ο Κύριός σου δεν συνωμίλει μόνον με δικαίους και τους ακαθάρτους απέφευγεν, αλλά και την Χαναναίαν (Ματθ. ιε’ 22-28) την εδέχθη με πολλήν εύνοιαν, και την Σαμαρίτιν (Ιω. δ’ 7 εξ.) την μιαράν και ακάθαρτον, και άλλην πόρνην (Λουκ. ζ’ 37 εξ.), διά την οποίαν και τον εκατηγόρουν οι Ιουδαίοι, και την εδέχθη και την εθεράπευσε και ηνέχθη να βραχούν τα πόδια του από τα δάκρυα της μιαράς, διά να μας διδάξη να είμεθα ανεκτικοί προς τους αμαρτάνοντας· διότι αυτό προ πάντων είναι φιλανθρωπία” (ι. Χρυσ.).
«Ένας αδελφός αμάρτηοε και τον απεμάκρυνε ο πρεσβύτερος από την εκκλησία. Σηκώνεται λοιπόν και ο Αββάς Βησσαρίων και βγήκε μαζί του, λέγοντας: “Αμαρτωλός είμαι κι εγώ”».
Οι άνθρωποι του Θεού δεν πονούν μόνο όταν βλέπουν τους άλλους να πεθαίνουν από την πείνα ή τη σωματική αρρώστια, αλλά και όταν βλέπουν τους πονηρούς να αμαρτάνουν, λέγει ο Χρυσόστομος· υποφέρουν μάλιστα σ’ αυτή την περίπτωση πολύ περισσότερο. “Διατί μισείς τον αμαρτωλόν, ω άνθρωπε; Διότι τάχα δεν είναι δίκαιος ως και συ; Και πού είναι η δικαιοσύνη σου, αφού δεν έχεις αγάπην; Διατί δεν κλαίεις μάλλον δι’ αυτόν, αλλά καταδιώκεις αυτόν;» (Αγ. Ισαάκ ο Σύρος).
“Θέλεις να διορθώσης τον αδελφόν σου;” λέγει ο ι. Χρυσόστομος, σε άλλο σημείο, “δάκρυσε δι’ αυτόν, ιδιαιτέρως να τον προτρέψης, συμβούλευσέ τον, παρακάλεσέ τον… Δείξε αγάπην προς αυτόν που ημάρτησεν”.
Το όριο της αγάπης είναι η αγάπη προς τους εχθρούς, σύμφωνα με τον λόγο του Χριστού: “Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοις μισούοιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς, όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς, ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς” (Ματθ. ε’ 44-45).
Σχολιάζοντας ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει πως ο Χριστός δεν ζητάει από μας μόνο να συγχωρέσουμε τους εχθρούς μας, “αλλά και να τους συναριθμήσωμε μεταξύ των καλυτέρων φίλων μας, γι’ αυτό και καθώρισε να ευχόμαστε γι’ αυτούς”. Εάν λοιπόν δεν βλάπτης κάποιον, όμως τον αποστρέφεσαι και δεν τον βλέπεις με αγαθήν διάθεσιν και το τραύμα το έχεις στην ψυχή σου αυξανόμενον, δεν έχεις καθόλου εκτελέσει την εντολήν που σου παρήγγειλεν ο Χριστός. Πώς λοιπόν παρακαλείς τον Θεόν να γίνη διά σε ίλεως, χωρίς πρώτον να έχης γίνει εσύ το ίδιον εις τους βλάπτοντάς σε; Πώς δηλαδή λέγεις· ”άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών”;(Ματθ. στ’ 12).
“Άνθρωπος ανθρώπω συντηρεί οργήν, και παρά Κυρίου ζητεί ίασιν; Επ’ άνθρωπον όμοιον αυτώ ουκ έχει έλεος και περί των αμαρτιών αυτού δείται; Αυτός σαρξ ων διατηρεί μήνιν, τις εξιλάσεται τας αμαρτίας αυτού”; (Σοφ. Σειράχ κη’ 3-5)”.
“Υπάρχουν άνθρωποι που εύχονται για τους εχθρούς τους ή για τους εχθρούς της Εκκλησίας την απώλεια και τα βάσανα στη φωτιά της κολάσεως. Σκέφτονται έτσι γιατί δεν εδιδάχθησαν από το Άγιο Πνεύμα την αγάπη του Θεού. Όποιος την εδιδάχθηκε πραγματικά, αυτός χύνει δάκρυα για όλο τον κόσμο” (π. Σωφρόνιος).
Όποιος ευεργετεί τους συνανθρώπους του για τη δόξα του Θεού, δε σταματάει να τους ευεργετεί ο,τιδήποτε και αν του κάμουν, σκόμη και εάν τον αδικήσουν ή τον συκοφαντήσουν.
“Διότι βέβαια αυτός που σταματά την ευεργεσίαν μετά την συκοφαντίαν δεικνύει ότι προσπαθεί ν’ ασκήσει αυτό το έργον όχι για να δοξάση τον Θεόν, αλλά διά να λάβη τον έπαινον των ανθρώπων” (ι. Χρυσ.). Η άποψη αυτή αποτελεί κανόνα ζωής για κάθε πιστό. Υπογραμμίζεται από όλους τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Ο πιστός αγαπά ακόμη και τους αιρετικούς, όχι όμως την αίρεση. Είναι “ασθενείς κατά την ψυχήν και ανάπηροι κατά το βλέμμα της διανοίας των, δεν ημπορούν να ατενίσουν προς το φως της αληθείας”, λέγει ο Χρυσόστομος και συνιστά ”Δι’ αυτό ας εκπληρώσωμε τας υποχρεώσεις μας και ας απλώσωμε το χέρι μας εις αυτούς”, σύμφωνα με τη συμβουλή του Παύλου: ”εν πραότητι παιδεύοντα τους αντιδιατιθεμένους, μήποτε δω αυτοίς ο Θεός μετάνοιαν εις επίγνωσιν αληθείας και ανανήψωσιν εκ της του διαβόλου παγίδος, εζωγρημένοι υπ’ αυτού εις το εκείνου θέλημα” (Β’ Τιμ. β’ 25-26).
Η Γραφή συνιστά νουθεσία στους αιρετικούς και μάλιστα μία και δύο φορές (Τίτ. γ’ 10-11)· ακόμη και στην περίπτωση της εμμονής στην πλάνη οι πιστοί δεν προτρέπονται να μισούν τους αιρετικούς. Πρέπει μόνο να μισούν την αίρεση και να αποφεύγουν τις στενές σχέσεις, γιατί αυτό μπορεί να σημάνει γι’ αυτούς κίνδυνο.
Πρέπει να μισούμε ”το κακόν έργον και όχι τον άνθρωπον”, λέγει ο Χρυσόστομος και υπογραμμίζει πως έργο του Διαβόλου είναι να εξαλείψη την αγάπη και να καταστρέψει την οδό της διορθώσεως- ”και να κυριεύση, εκείνον μεν εις την πλάνην, εσένα δε εις την έχθραν, ώστε έτσι να κρημνίση τα τείχη της οδού της σωτηρίας εκείνου. Διότι, όταν και ο ιατρός μισή και αποφεύγη τον άρρωστον, πότε θα αναλάβη αυτός που νοσεί, εφ’ όσον ούτε αυτός καλεί τον ιατρόν, ούτε εκείνος έρχεται εις τον ασθενή; Αλλά διά ποίον λόγον, ειπέ μου, τον αποστρέφεσαι και τον αποφεύγεις; Διότι είναι ασεβής; Λοιπόν δι’ αυτό ακριβώς πρέπει να τον πλησιάζης και να τον περιποιείσαι. Εάν δε η ασθένειά του είναι αθεράπευτος, συ όμως έχεις εντολήν να πράξης το καθήκον σου”.
«Εάν λοιπόν πρέπει να μισούμε τους εχθρούς του Θεού, δεν πρέπει να μισούμε μόνον τους ασεβείς, αλλά και τους αμαρτωλούς· και έτσι θα καταντήσωμε χειρότεροι από τα θηρία, με το να αποστρεφώμεθα όλους τους ανθρώπους και να υπερηφανευώμεθα με ανοησίαν όπως εκείνος ο Φαρισαίος. Ο Παύλος όμως δεν παραγγέλλει έτσι, αλλά πώς; Παρακαλούμεν δε υμάς, αδελφοί, νουθετείτε τους ατάκτους, παραμυθείσθε τους ολιγοψύχους, αντέχεοθε των ασθενών, μακροθυμείτε προς πάντας” (Α’ Θεσ. ε’ 14)» (ι. Χρυσ.).
Η αγάπη λοιπόν είναι το μεγαλύτερο από τα χαρίσματα του Θεού, γιατί αποτελεί επιστροφή στη βίωση της ενότητας του ανθρώπου, στην εμπειρία της μιας ανθρώπινης φύσης, στην υπέρβαση της ατομικότητας του ανθρώπου.
Το θεμέλιο της αγάπης είναι η υποστατική ένωση του Χριστού. Ο Πατέρας είναι ενωμένος σε μια Θεότητα με τον Υιό και ο Υιός ενωμένος με τον άνθρωπο, ως ένσαρκος Λόγος σε ένα πρόσωπο. Όλοι οι πιστοί εντασσόμαστε στο ένα Σώμα του Χριστού και επομένως, δεν πρέπει να συμπεριφερόμαστε αναμεταξύ μας σαν ξένοι. Είμαστε ενωμένοι λόγω του ότι έχουμε την ιδία φύση, την ίδια πίστη και αποτελούμε μέλη του ενός Σώματος, το οποίο δεν επιτρέπεται να διασπούμε.
Η αγάπη είναι το δώρο του Θεού που μεταφυτεύει τη θεία ζωή στη μία ανθρωπότητα, που αποτελείται από μύρια πρόσωπα, τα οποία δεν συγχέονται αναμεταξύ τους. Γι’ αυτό και μπορούν να έλθουν σε κοινωνία αγάπης εν ελευθερία χωρίς να αναιρούνται. Έτσι η αγάπη ενώνει οντολογικά ολόκληρη την ανθρωπότητα σε μία ανθρώπινη ύπαρξη, μέσα στην οποία το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο εξυψώνεται και δεν καταργείται.
Ο πιστός, που ζει την αγάπη παίρνει επάνω του τα σφάλματα των αγαπωμένων προσώπων αγαπά εξίσου όλους και δεν σκέπτεται το κακό. Δεν διαχωρίζει αγαθούς και πονηρούς και θέλει όλους να γίνουν κοινωνοί της αγάπης του και της αγάπης του Θεού. Γι’ αυτό και δεν ταυτίζει τους αμαρτωλούς με την αμαρτία και πάσχει μαζί μ’ αυτούς. Το όριο της αγάπης είναι η αγάπη προς τους εχθρούς.
«Η θερμή αγάπη του Χριστού τρέφει περισσότερο από κάθε υλική τροφή και δίνει πολλές θερμίδες στην ψυχή και στο σώμα και πολλές φορές θεραπεύει και αγιάτρευτες αρρώστιες, δίχως φάρμακα, και αναπαύει ψυχές.
Όσοι δεν θυσιάζουν και την σωματική τους υγεία για την αγάπη του Χριστού, καταφρονώντας την σωματική τους ανάπαυοη, ανάπαυοη πνευματική δεν βρίσκουν ούτε α’ αυτήν την ζωή ούτε στην μέλλουσα, την αιώνια.
Εκείνοι που θυσιάζουν ακόμη και την ζωή τους από καθαρή αγάπη, για να προστατέψουν τους συνανθρώπους τους, μιμούνται τον Χριστό. Αυτοί φυσικά είναι οι μεγαλύτεροι ήρωες, διότι τους τρέμει ακόμη και ο θάνατος, γιατί αψήφησαν τον θάνατο από αγάπη, κι έτσι νικάν με την αθανασία, παίρνοντας το κλειδί της αιωνιότητος κάτω από την πλάκα του τάφου, και προχωρούν ελαφρά στην αιώνια μακαριότητα.
Η θυσία για τον συνάνθρωπό μας κρύβει την μεγάλη μας αγάπη για τον Χριστό. Όσοι έχουν μεν την αγαθή προαίρεοη για να ελεήσουν, αλλά δεν έχουν τίποτα και πονάνε γι’ αυτό, ελεούν με το αίμα της καρδιάς τους.»
π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Από το βιβλίο «Επιστολές», του Γέροντος Παϊσίου του Άγιορείτου
Πηγή: Περιοδικό Διάλογος
Τεύχος 29
Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου