Η σημασία της Παλαιάς Διαθήκης
Στον παράδεισο το συνταίριασμα της ανθρώπινης ελευθερίας και της χάριτος θα μπορούσε να ρίξει μια φωτεινή γέφυρα πάνω από την «άπειρη απόσταση», η οποία, κατά τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, χωρίζει το δημιούργημα από το Δημιουργό. Ο Αδάμ είχε απευθείας κληθεί να θεώσει τον εαυτό του. Αλλά, μετά την πτώση, παρεμβαίνουν δύο εμπόδια, για να κάνουν αυτή την απόσταση αγεφύρωτη: η ίδια η αμαρτία, η οποία κάνει την ανθρώπινη φύση ανίκανη να δεχθεί τη χάρη και ο θάνατος, το αποτέλεσμα εκείνης της πτώσης, η οποία κρημνίζει τον άνθρωπο σε μια αντι-φυσική κατάσταση, όπου η θέληση του ανθρώπου, μολύνοντας τον κόσμο, δίνει στο μη-ον μια αντιφατική και τραγική πραγματικότητα. Σ’ αύτη την κατάσταση ο άνθρωπος δεν μπορεί πλέον να ανταποκριθεί στην κλήση του. Αλλά το σχέδιο του Θεού δεν έχει αλλάξει: Ο Θεός επιθυμεί πάντοτε, όπως ο άνθρωπος ένωθεί μαζί Του και μεταμορφώσει ολόκληρη τη γη.
Επομένως, η τελική και πλήρως θετική κατάληξη του ανθρώπου υποδηλώνει μια αρνητική πλευρά: τη σωτηρία. Για να μπορέσει ελεύθερα ο άνθρωπος να επιστρέψει στο Θεό, είναι πρώτα απαραίτητο για το Θεό να ελευθερώσει τον άνθρωπο από την αμαρτωλή και θνητή του κατάσταση. Αυτή η κατάσταση χρήζει απολύτρωσης, η οποία στην πληρότητα του θείου σχεδίου εμφανίζεται όχι σαν σκοπός αλλά σαν ένα αρνητικά μέσο. Γιατί κάποιος δεν μπορεί να σωθεί, έκτος εάν είναι ανίσχυρη λεία του κακού. Μετά την πτώση, η ανθρώπινη ιστορία είναι ένα μακρόχρονο ναυάγιο, που περιμένει διάσωση: αλλά το λιμάνι της σωτηρίας δεν είναι ο στόχος, είναι η δυνατότητα για το ναυαγό να επαναρχίσει το ταξίδι εκείνο, του οποίου μοναδικός στόχος είναι η ένωση με το Θεό.
Έτσι, μετά που έχασε την παραδεισιακή κατάσταση ο άνθρωπος, αντικειμενικά δεν μπορεί πλέον να πραγματοποιήσει τον τελικό του σκοπό. Η στάση του στη νέα του κατάσταση του μη όντος και του θανάτου είναι μια οδυνηρή παθητικότητα, που βασίζεται εν πρώτοις πάνω σε μια επίμονη παραδεισιακή νοσταλγία και μετά πάνω σε μια όλο και πιο συνειδητή αναμονή για σωτηρία. Η πτωτική κίνηση συνεχίζεται κάνοντας την αναμονή πιο έντονη αλλά επίσης προκαλώντας, είτε χίλιους δυο τρόπους για να ξεχάσει (ή να προσπαθήσει να ξεχάσει) το θάνατο, δηλαδή το χωρισμό από το Θεό, είτε την εωσφορική θέληση να βρει σωτηρία μόνη της και να αυτοθεωθεί. Αλλά ο «Αγγελισμός» και ο «Βαβελισμός» θα αποτύχουν, και οι άνθρωποι δε θα παύσουν να περιμένουν κάποιον να έλθει προς σωτηρία τους. Έτσι, ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας θα είναι ιστορία σωτηρίας, όπου κανείς μπορεί να διακρίνει τρεις περιόδους.
Η πρώτη είναι μια μακρά προετοιμασία για τον ερχομό του Σωτήρα. Εκτείνεται από την πτώση μέχρι τον Ευαγγελισμό: διότι «σήμερον της Σωτηρίας ημών» ψάλλει η Ακολουθία της εορτής. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Πρόνοια δεν παύει από του να κρίνει τη θέληση των ανθρώπων και αναλόγως να επιλέγει τα όργανά Της.
Η δεύτερη περίοδος, από τον Ευαγγελισμό μέχρι την Πεντηκοστή, αντιστοιχεί προς τη γήινη ζωή και την Ανάληψη του Χριστού. Σ’ αυτή την περίοδο ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτε: μόνο ο Χριστός, με τη ζωή Του, την Ανάστασή Του και την Ανάληψή Του πραγματοποιεί το έργο της σωτηρίας. Στο πρόσωπό Του, το ανθρώπινο και το θείο ενώνονται, η αιωνιότητα εισέρχεται στο χρόνο, ο χρόνος διεισδύει στην αιωνιότητα, η θεωθείσα ανθρωποκοσμική φύση εισάγεται στη θεϊκή ζωή, σ’ αυτήν την ίδια την Αγία Τριάδα.
Μετά, με την Πεντηκοστή, αρχίζει μια νέα περίοδος κατά την οποία οι άνθρωποι, υποστηριζόμενοι από το Άγιο Πνεύμα, πρέπει ελεύθερα να αποκτήσουν αυτή τη θέωση, την οποία η φύση τους έχει λάβει, μια και για πάντα, εν Χριστώ. Στην Εκκλησία η ελευθερία και η χάρη συνεργάζονται λόγω σεβασμού προς την ανθρώπινη ελευθερία, ο Θεός επιτρέπει στον αιώνα της αμαρτίας και του θανάτου να συνεχίζεται· γιατί ο Θεός δε θέλει να επιβάλει τον εαυτό Του πάνω στον άνθρωπο. Θέλει την ανταπόκριση της πίστης και της αγάπης. Όμως, η δική μας κατάσταση είναι ασύγκριτα ανώτερη από την παραδεισιακή κατάσταση: στην πραγματικότητα δεν κινδυνεύουμε πλέον να χάσουμε τη χάρη· μπορούμε πάντοτε να συμμετέχουμε στη θεανδρική πληρότητα της Εκκλησίας. Με τη μετάνοια και την πίστη οι ίδιες οι συνθήκες της πτώσης μας, τις οποίες έζησε μέχρις έσχατων ο Χριστός, ανοίγουν στο μυστήριο της αγάπης. Η ιστορία της Εκκλησίας είναι επομένως μια ελεύθερη και συνειδητή σύλληψη από τους ανθρώπους της ενότητας, που πραγματοποιείται εν Χριστώ και που είναι πάντοτε παρούσα στην Εκκλησία, όπου η αιώνια δόξα της ουράνιας Βασιλείας είναι ήδη δοσμένη σε μας. Έτσι συνεργαζόμαστε για την τελική κατάργηση του θανάτου και την κοσμική μεταμόρφωση, δηλαδή το δεύτερο ερχομό του Κυρίου.
Η περίοδος της προετοιμασίας είναι η περίοδος της υπόσχεσης, Είναι μια αργή πορεία προς το Χριστό, κατά τη διάρκεια της οποίας η θεία «παιδαγωγία» προσπαθεί να καταστήσει δυνατή την εκπλήρωση της υπόσχεσης, που έγινε την ίδια τη στιγμή της τιμωρίας.
Η Παλαιά Διαθήκη δεν ήξερε τον εσώτερο καθαγιασμό της χάριτος, όμως ήξερε την ευσέβεια στην ψυχή σαν μιαν επενέργεια. Ο άνθρωπος ο οποίος υποτασσόταν στο Θεό με πίστη και ζούσε καθ’ όλα ευαρέστως, μπορούσε να γίνει το όργανο της βουλής Του. Όπως αποδεικνύεται από την κλήση των προφητών, δεν πρόκειται για συμφωνία μεταξύ δύο βουλήσεων αλλά για κυριαρχική αξιοποίηση της ανθρώπινης βούλησης από τη βούληση του Θεού: το Πνεύμα του Θεού επιπίπτει επί τον προφήτη, ο Θεός κάνει κατοχή του ανθρώπου επιβάλλοντας τον εαυτό Του, το άτομό Του εκ των έξω. Ο Θεός, αόρατος ομιλεί: ο δούλος Του ακούει. Το σκοτάδι του Σινά έρχεται σε αντίθεση με το φως του Θαβώρ όπως ένα καλυμμένο μυστήριο με ένα αποκαλυμμένο μυστήριο. Ο άνθρωπος προετοιμάζει τον εαυτό του, για να υπηρετήσει μέσα στην ασάφεια της πίστης, διά της υπακοής και της καθαρότητας. Η υπακοή και η καθαρότητα είναι αρνητικές έννοιες: υποδηλώνουν την εξωτερικότητα του Θεού και την επιβαλλόμενη υποταγή του ανθρώπου, ο οποίος, και όταν ακόμα είναι δίκαιος, δεν μπορεί να ελευθερώσει τον εαυτό του από την κατάσταση της αμαρτίας και του θανάτου. Η ευσέβεια σαν ενεργός καθαγιασμός του όλου όντος και η ελεύθερη αφομοίωση της ανθρώπινης φύσης με εκείνη του Θεού μπορεί να εκδηλωθεί μόνο μετά το έργο του Χριστού, με τη συνειδητή αποδοχή αυτού του έργου. Είναι γι’ αυτό που ο Νόμος είναι κάτι το βασικό στην Παλαιά Διαθήκη και η σχέση του ανθρώπου και του Θεού δεν είναι ένωση αλλά δεσμός, τον οποίον εγγυάται η αφοσίωση προς το νόμο.
Η ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης είναι ιστορία εκλογών συνδεδεμένων με διαδοχικές πτώσεις. Μέσω αυτών ο Θεός σώζει ένα «ρετάλι», του οποίου η υπομονετική αναμονή εξαγνίζει· μέσω της ίδιας της διαλεκτικής των απογοητεύσεων, η αναμονή του θριαμβευτή Μεσσία γίνεται αναμονή του Πάσχοντος Δούλου του Γιαχβέ, αναμονή της πολιτικής απελευθέρωσης του λαού, αναμονή της πνευματικής απελευθέρωσης της ανθρωπότητας. Όσον περισσότερο ο Θεός απομακρύνεται, τόσο περισσότερο η προσευχή του ανθρώπου βαθαίνει· όσον περισσότερο η εκλογή περιορίζεται, τόσο περισσότερο ο στόχος της καθολικεύεται: μέχρι που η υπέρτατη αγνότητα της Παρθένου θα είναι δεκτική να γεννήσει το Σωτήρα της ανθρωπότητας.
Η πρώτη Πτώση, μετά την απώλεια του Παραδείσου, ήταν ο φόνος του Άβελ από τον Κάιν. Κι όμως ο Θεός είχε πει στον Κάιν: «Ουκ, εάν ορθώς προσενέγκης, ορθώς δε μη διέλης, ήμαρτες; ησύχασον προς σε η αποστροφή αυτού, και συ άρξεις αυτού» (Γεν. δ’,7). Αλλά ο Κάιν φόνευσε τον αδελφό του. Σ’ αυτή την πρώτη πτώση αντιστοιχεί μια πρώτη εκλογή: εκείνη του Σηθ και των απογόνων του. Οι υιοί του Σηθ είναι «οι υιοί του Θεού»: επικαλούνται το όνομα του Γιαχβέ και ένας από αυτούς, ο Ενώχ,«περιεπάτησε μετά του Θεού» και πιθανό να μεταφέρθηκε σωματικά στον Παράδεισο. Οι απόγονοι του Κάιν, αφ’ έτερου, είναι απλώς οι υιοί του ανθρώπου, που παραδόθηκαν τραγικά στο θάνατο («φόνευσα έναν άνθρωπο για το τραύμα μου και ένα νεανία για το μώλωπά μου,» λέγει ο Λάμεχ). Καταραμένοι από την καλλιεργημένη γη, της οποίας το στόμα πρέπει να ήπιε το αίμα του Αβελ, αυτοί είναι οι πρώτοι αστοί, οι εφευρέτες των τεχνών και των τεχνικών δεξιοτήτων. Με αυτούς αρχίζει ο πολιτισμός, ένα τεράστιο αντιστάθμισμα για την απουσία του Θεού! Ένας πρέπει να ξεχάσει το Θεό ή να τον αντικαταστήσει: να Τον ξεχάσει σφυρηλατώντας τα μέταλλα, επιτρέποντας στον εαυτό του να αιχμαλωτιστεί από το βάρος της γης και τη θαμβή δύναμη που αυτή παρέχει: έτσι έκαμε ο Θόβελ—Κάιν ο «σφυροκόπος χαλκεύς χαλκού και σιδήρου» (Γεν. δ’, 22) να Τον αντικαταστήσει με την απόλαυση της τέχνης, τη νοσταλγική παρηγοριά της μουσικής: έτσι έκαμε ο Ιουβάλ «ο καταδείξας ψαλτήριον και κιθάραν» (Γεν. δ’, 21). Εδώ οι τέχνες παρουσιάζονται σαν μορφωτικές, όχι λατρευτικές, αξίες· είναι μια προσευχή που χάνεται, αφού δεν απευθύνεται στο Θεό. Η ομορφιά, που αυτές προάγουν, αυτοαπομονώνονται, για να αλυσοδέσει τον άνθρωπο με τη μαγεία της. Αυτές οι εφευρέσεις εγκαθιστούν τη μόρφωση σαν τη λατρεία μιας αφηρημένης έννοιας, που είναι κενή από εκείνη την Παρουσία, προς την οποία η κάθε λατρεία πρέπει να απευθύνεται.
Μετά ήλθε ο κατακλυσμός, και ο Θεός φαίνεται να επιτρέπει στη δημιουργία Του, τη ρημαγμένη από τη διαφθορά, να επιστρέψει στα αρχέγονα νερά. Ίσως θα πρέπει να συσχετίσουμε αυτή τη νέα πτώση προς τη μυστηριώδη συναλλαγή αγγέλων και ανθρώπων (Γεν. στ’, 14), από την οποία προήλθε η εμφάνιση «γιγάντων»: δεν ήταν αυτό μια εωσφορική «γνώσις», από την οποία ο άνθρωπος αντλούσε καταπληκτικές δυνάμεις; Οτιδήποτε κι αν συνέβη, ένα «ρετάλι», ο άνθρωπος και η οικογένειά του βρήκαν χάρη ενώπιον του Θεού: διότι «Νώε άνθρωπος δίκαιος, τέλειος ων εν τη γενεά αυτού τω Θεώ ευηρέοτησεν Νώε» (Γεν. στ’, 9). Ο Νώε έσωσε την ανθρωπότητα και όλα τα γήινα δημιουργήματα, όχι αναγεννώντάς τα όπως κάνει ο Χριστός του οποίου είναι απλώς ‘ένα πρωτότυπο, αλλά διασφαλίζοντας τη συνέχισή τους. Μετά τον κατακλυσμό ο Θεός συνάπτει μία κοσμική διαθήκη με την ανθρωπότητα, η οποία σταθεροποιεί το γήινο σύμπαν και παίρνει το ουράνιο τόξο σαν σύμβολο, αυτή τη μυστηριώδη γέφυρα φωτός, που ενώνει τη γη και τον ουρανό.
Αλλά μια καινούργια πτώση μεσολαβεί με την κατασκευή της Βαβέλ. Η Βαβέλ συμβολίζει την κίνηση σφετερισμού από έναν πολιτισμό χωρίς Θεό, μια καθαρά ανθρώπινη ενότητα, που δημιουργήθηκε αποκλειστικά από χώμα, στην επιθυμία να κατακτηθεί ο ουρανός. Έτσι οι ιερατικοί πολιτισμοί της Ανατολής ανέγειραν τους «ζιγκουράτ» τους, τους ναούς εκείνους, των οποίων αναμφίβολα οι όροφοι συμβόλιζαν την κλίμακα της εσωτερικότητας, την οποία οι μυημένοι πρέπει μεθοδικά να ανέβουν. Η Βαβέλ τυποποιεί και προχωρεί πέρα από αυτά τα αρχαϊκά παραδείγματα και παραμένει για πάντα παρούσα.
Η ενότητα χωρίς το Θεό έφερε τη διασπορά μακράν του Θεού σαν μια δίκαιη τιμωρία. Μετά επακολούθησε η ποικιλία των γλωσσών, το χάος των «εθνών». Αλλά ο Θεός χρησιμοποιεί το ίδιο το κακό σαν απάντηση στην πτώση μέσω της εκλογής: σ’ εκείνους τους λαούς που είναι μαζεμένοι στο επίκεντρο αυτής της διάσπασης και ανάμιξης, ο Θεός επέλεξε ένα σαν όργανο ανάμεσα από τους απόγονους του Σημ· ο Έβερ έδωσε το όνομά του στους Εβραίους. Αυτή η εκλογή φθάνει στο αποκορύφωμά της με τη διαθήκη με τον Αβραάμ και, αυτή τη φορά, η εκλογή έχει ιστορική σημασία, όπου αναγγέλλεται η δόξα των απογόνων, που θα είναι σε αριθμό περισσότεροι από τα αστέρια του ουρανού. Αλλά ο Αβραάμ πρέπει να δοκιμαστεί στην ίδια του την ελπίδα, ώστε αυτή η ελπίδα να επικυρωθεί πλήρως. Η θυσία που ζητήθηκε απ’ αυτόν, δηλ. η θυσία του Ισαάκ, του κληρονόμου της υπόσχεσης, απαιτεί μια πίστη πέραν πάσης λογικής, μια υπακοή χωρίς όρους. Ο Αβραάμ λέγει στον Ισαάκ ο οποίος τον ρωτά, ενώ ανεβαίνουν στο όρος Μορία: «Ο Θεός όψεται εαυτώ πρόβατον εις ολοκάρπωσιν, τέκνον». (Γεν. κβ’,8) Και, όταν ο Θεός, την τελευταία στιγμή, αντικαθιστά πράγματι το ανθρώπινο θύμα με ένα κριάρι, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο Θεός προετοιμάζει το Θείο Αμνό, το Χριστό, κάθε φορά που ο άνθρωπος υπακούει. Πώς θα μπορούσε Αυτός να μη δώσει τον Υιό Του, όταν ο άνθρωπος έχει δώσει τον δικό του; Έτσι η ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης δεν είναι μόνο η ιστορία των προμηνυμάτων της σωτηρίας αλλά και η εξιστόρηση των απορρίψεων και αποδοχών από τον άνθρωπο. Η σωτηρία προσεγγίζει ή αποσύρεται, εφ’ όσον ο άνθρωπος προετοιμάζεται ή όχι να την αποδεχθεί. Ο «καιρός» του Χριστού, η στιγμή Του, θα εξαρτηθεί από την ανθρώπινη βούληση. Η όλη σημασία της Παλαιάς Διαθήκης κείται σ’ αυτές τις διακυμάνσεις, που υπογραμμίζουν τη διπλή όψη της Πρόνοιας. Η Θεία Πρόνοια δεν είναι μονομερής. Λαμβάνει υπόψη την ανθρώπινη αναμονή και επίκληση. Η θεία παιδαγωγία διερευνά τον άνθρωπο, δοκιμάζει τις διαθέσεις του.
Αυτή η δοκιμασία είναι κάποτε αγώνας, διότι ο Θεός επιθυμεί όπως η ανθρώπινη ελευθερία όχι μόνον να Του ανθίσταται αλλά και να Τον εξαναγκάζει, εάν όχι για να αποκαλύψει το όνομά Του, τουλάχιστο για να δώσει την ευλογία Του: έτσι ο Ιακώβ γίνεται Ισραήλ «ότι ενίσχυσε μετά Θεού και μετά ανθρώπων δυνατός» (Γεν. λβ’, 29) και ο πατριάρχης γίνεται ο λαός και, όταν αυτός ο λαός είναι αιχμάλωτος στην Αίγυπτο, ο Θεός ανυψώνει το Μωϋσή, για να τον λυτρώσει. Στο Σινά ο Θεός περνά εν τη δόξη Του μπροστά από το Μωϋσή, αλλά τον εμποδίζει από του να δει το πρόσωπό Του, διότι «κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να Τον δει και να ζήσει»: η θεία φύση παραμένει κρυμμένη. Αλλά η εκλογή του Ισραήλ, το αποφασιστικό στάδιο, επικυρώνεται με μια νέα διαθήκη: εκείνη του Νόμου. Μια γραπτή υποχρέωση, στην οποία ο περιούσιος λαός πρέπει να υποτάσσεται. Ο Νόμος, συνοδεύεται από θείες υποσχέσεις, τις οποίες οι Προφήτες θα συνεχίσουν να κάνουν πιο σαφείς. Έτσι ο Νόμος και οι Προφήτες συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο· και ο Χριστός πάντοτε θα επικαλείται και τους δύο μαζί, για να υπογραμμίσει την αλληλοσυμπλήρωσή τους. Οι Προφήτες είναι οι άνθρωποι, τους οποίους επέλεξε ο Θεός, για να γνωστοποιήσουν τη βαθύτερη σημασία του Νόμου Του. Αντίθετα προς τους Φαρισαίους, οι οποίοι σταδιακά μετέτρεψαν το Νόμο σε μια στατική πραγματικότητα και σαν το μέσο δικαίωσης, οι Προφήτες εξηγούν το πνεύμα του Νόμου, τον ιστορικό του δυναμισμό, την εσχατολογική κλήση, που αυτός περιέχει, με το να κάνει τον άνθρωπο να αποκτά επίγνωση της αμαρτίας του και επίγνωση τής αδυναμίας του μπροστά στην αμαρτία.
Οι Προφήτες, στη σχέση τους με τον περιούσιο λαό, παίζουν επομένως ένα ρόλο ανάλογο με το ρόλο της Παράδοσης μέσα στην Εκκλησία: Οι Προφήτες και η παράδοση στην πραγματικότητα μας δείχνουν την πραγματική σημασία των Γραφών. Και η διπλή υπόσταση Νόμος-Προφήτες εκφράζει ήδη κατά κάποιο τρόπο το καθοριστικό έργο του Λόγου και το ζωοδοτικό έργο του Αγίου Πνεύματος. Στην Παλαιά Διαθήκη, πράγματι, το νεύμα της προφητείας μας κάνει να συλλαμβάνουμε καθαρά το έργο του τρίτου προσώπου της Τριάδος,
Οι εκλογές σιγά-σιγά στενεύουν: από τον Ισραήλ η φυλή του Ιούδα, ο οίκος Δαυίδ. Έτσι μεγαλώνει το δένδρο του Ιεσσαί μέχρι την υπέρτατη εκλογή της Παρθένου. Αυτή η εκλογή αναγγέλθηκε στη Μαρία από τον αρχάγγελο Γαβριήλ. Αλλά η Μαρία παρέμεινε ελεύθερη να την αποδεχθεί ή να την απορρίψει. Ολόκληρη η ιστορία του κόσμου, κάθε πραγματοποίηση του θείου σχεδίου, εξαρτάται από αυτή την ελεύθερη ανταπόκριση του ανθρώπου. Η ταπεινή συγκατάθεση της Παρθένου επέτρεψε στο Λόγο να γίνει σάρκα.
«Ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». (Λουκ. α’, 38). Ό,τι ο Θεός ανέμενε από την πεσούσα ανθρωπότητα, πραγματοποιήθηκε στο πρόσωπο της Μαρίας: μια προσωπική ελευθερία άνοιγε τελικά τη σάρκα της, την ανθρώπινή της φύση, στο αναγκαίο έργο της σωτηρίας. Το δεύτερο πρόσωπο της Τριάδος μπορούσε να μπει στην Ιστορία, όχι με μια βίαιη ζωώδη εισβολή , στην οποία ο άνθρωπος θα παρέμενε ένα όργανο, όχι με παραμερισμό της Παρθένου, που θα διαχωριζόταν από τα τέκνα του Αδάμ, αλλά με μια συγκατάθεση, στην οποία η αιώνια θεία παιδαγωγία θα έβρισκε τελικά την αμοιβή της. Είναι γι’ αυτό που ο Θεός αναμείχτηκε, με όλη τη σοβαρότητα και το σεβασμό της αγάπης, στην ιστορία της σωτηρίας του ανθρώπου, ώστε η παρθένος, εκπροσωπούσα όλη την αγνότητα της Παλαιάς Διαθήκης, να μπορούσε να προσφέρει σ’ αυτή την αγάπη, το αγνό κατοικητήριο της σάρκας της. Οι πρόγονοί της, ευλογηθέντες από το Θεό και εξαγνισθέντες από το Νόμο, δέχθηκαν πνευματικά τα ρήματα του Λόγου. Αυτή μπορούσε να δεχθεί σωματικά τον ίδιο το Λόγο. Γεννώντας ένα θείο πρόσωπο, το οποίο δανείζεται την ανθρώπινη Του φύση από αυτήν, γίνεται στην πραγματικότητα η Μητέρα του Θεού. Είναι γι’ αυτό πού ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «Το όνομα της Θεοτόκου περιέχει ολόκληρη την ιστορία της θείας οικονομίας στον κόσμο». Αλλά η αγιότητα της Παλαιάς Διαθήκης δεν έδωσε μόνο στο Λόγο τη Μητέρα Του, και, θα μπορούσε να πει κανείς, τη Νύμφη Του: την προόριζε προφητικά για τον Ισραήλ. Η Μαρία είναι η σιωπή που ενσαρκώνεται. Ο Βαπτιστής, κατά το πνεύμα του Ηλία, είναι η φωνή η βοώσα εν τη ερήμω; Ο τελευταίος προφήτης, αναγνώρισε και έδειξε τον «Αμνόν τον αίροντα τας αμαρτίας του κόσμου». Η Παλαιά Διαθήκη κορυφώνεται με αυτά τα δύο πρόσωπα, τα οποία η εικονογραφία εξυψώνει εκατέρωθεν του Χρίστου εν δόξη: τη Νύμφη και το Φίλο του Νυμφίου.
(Μετάφραση: Χρίστος Ελευθερίου. Περιοδικό Ορθόδοξη Μαρτυρία, Έκδοση Παγκυπρίου Συλλόγου Ορθοδόξου Παραδόσεως «Οι Φίλοι του Αγίου Όρους», Λευκωσία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου