Κάνεις από μας δεν μπορεί να τοποθετήσει τον εαυτό του στη θέση του Χριστού που είναι μια κατάσταση ολοκληρωτικής καθαρότητας, έχοντας τη μοναδική ικανότητα του «αίρειν τον σταυρόν» χωρίς οποιανδήποτε προσωπική αμαρτία. Μόνον ο Χριστός γνώρισε την κατάσταση αυτή, μόνον σ’ Αυτόν είναι ο σταυρός πραγματικά «δύναμις Θεού», όπως αναφέρει ο Απόστολος Παύλος (Α’ Κορ. Α΄ 18). Μόνον σ’ Αυτόν ο σταυρός έχει τη δύναμη να ξεριζώνει το κακό από τις ρίζες του. Σε μας, η καθαρότητα είναι πάντοτε αναμεμιγμένη με την ακαθαρσία, η αθωότητα με την ενοχή, κι ο σταυρός έρχεται σε μας κατά κύριο λόγο από τα λάθη μας, λόγω των αμαρτιών μας και της παρουσίας της ακαθαρσίας μέσα στην καθαρότητα που μας δίνει ο Θεός. Έρχεται επίσης σε μας διά της ευθύνης με την οποία πολεμούμε χάριν των πλησίον μας, ώστε να τους φέρουμε κι αυτούς σε πιο αληθινές πεποιθήσεις. Και υποφέρουμε κατά τον αγώνα για τη δική μας αύξηση στην τελειότητα, ενώ ο Χριστός υπόφερε αποκλειστικά για τους άλλους, για την τελειότητα και τη σωτηρία τους.
Ο σταυρός που μετέφερε ο Χριστός «εν πλήρει καθαρότητι και αθωότητι» είναι άδικος και δεν μπορεί να έχει τον τελευταίο λόγο.
(δηλαδή το άδικο δεν επικρατεί με τον σταυρικό του θάνατο, αλλά η ανάσταση που ακολουθεί αποκαθιστά τα πράγματα στη σωστή τους θέση). Ο σταυρός τον οποίο εμείς σηκώνουμε λόγω της αμαρτωλότητάς μας είναι δίκαιος, και είναι ακόμα περισσότερο δίκαιος όσο πιο μεγάλη είναι η αμαρτωλότητά μας. Ο σταυρός μας μπορεί να ελαφρύνει διά της δυνάμεως του σταυρού του Χριστού, ο οποίος τον μετέφερε όντας τελείως καθαρός και αθώος. Και είναι ο Χριστός εκείνος που θα μας σηκώσει, αν δεν παραμείνουμε ριζωμένοι στην κακία μας.
Η πλήρης καθαρότητα και αθωότητα του Χριστού είναι γεμάτη από υπερβάλλουσα δύναμη, η οποία αποκαλύπτεται στο γεγονός ότι ο Χριστός μετέφερε τον σταυρό από αγάπη προς την ανθρωπότητα και με κανένα λόγο για να καταβάλει ή να ξεριζώσει οτιδήποτε κακό υπήρχε μέσα του. Επειδή δεν υπήρχε τίποτε κακό στο Χριστό, γι’ αυτό η δύναμη του σταυρού και της αγάπης του μπορούν να μεταδοθούν σ’ όλους τους ανθρώπους που είναι πρόθυμοι ν’ ανοίξουν τις καρδιές τους στο Χριστό, που υποφέρει γι’ αυτούς. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει: «Εκείνος που θανατώνεται για τις αμαρτιών του, υποφέρει δίκαια. Αλλ’ εκείνος που υποφέρει όχι για τις αμαρτίες του, εθελοντικά δέχεται το θάνατο που «είσηλθεν εις τον κόσμον» λόγω της αμαρτίας, και έτσι καταβάλλει την αμαρτία, και, με την θεία οικονομία, παρέχει χάρη σ’ όλη την ανθρώπινη φύση με την οποία αυτή καταβάλλει την αμαρτία». (Ερωτ. προς Θαλάσσιον 22, Μigne. Ρ.G. 90).
Η δύναμη που απορρέει από το μέχρι θανάτου πάθος προστέθηκε, στο Χριστό, στη δύναμη της πλήρους καθαρότητας της ανθρώπινής του φύσεως, ή μάλλον, πρέπει να κατανοηθεί κάτω από το πρίσμα της καθαρότητας αυτής η όποια καθ’ εαυτή περιέχει την υπέρτατη ανθρώπινη δύναμη της αγάπης. Αυτή δίνει στην ανθρώπινη φύση, την οποία ο Υιός του Θεού προσέλαβε, τη δύναμη να καταβάλει το θάνατο «εν Αυτώ και δι’ Αυτού». «Εν Αυτώ και δι’ Αυτού», η δύναμη αυτή μεταδίδεται στην ανθρώπινη φύση με όλους εκείνους που είναι ενωμένοι με το Χριστό. Σ’ αυτούς καταστρέφει την αμαρτία και συνεπώς καταστρέφει το θάνατο. Διότι αμαρτία σημαίνει εγωισμός. Και η αγάπη, η γνήσια αγάπη του Χριστού, υπερβαίνει και καταστρέφει κάθε εγωισμό, κάθε εγωπάθεια.
Ο ένας από τους δύο ληστές που είχαν σταυρωθεί μαζί με τον Χριστό είπε: «ημείς μεν δικαίως, άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνωμεν, ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξεν» (Λουκ. ΚΓ΄ 41). Τα λόγια αυτά μας λένε ότι δεν υπάρχει κανείς έκτος από τον Χριστό που να μην είναι υπόχρεος να μεταφέρει το σταυρό του δίκαια και λόγω κάποιας ενοχής. Αν οι πλησίον μας υποπτεύονται τις σκέψεις και τις προθέσεις μας, είναι σχεδόν πάντοτε αλήθεια ότι οι σκέψεις μας σε σχέση μ’ αυτούς ή σε σχέση με τους άλλους, δεν είναι γεμάτες από τέλεια αγάπη. Αν μας κριτικάρουν, αυτό γίνεται γιατί δεν τους έχουμε βοηθήσει πάντοτε στις δικές τους δύσκολες περιστάσεις. Είναι σχεδόν πάντα σίγουρο ότι δεν τούς δώσαμε ολόκληρη τη βοήθεια που είμαστε σε θέση να τους δώσουμε και δεν είχαμε ανοίξει σ’ αυτούς την καρδιά μας. Αν ξεχνούν τη βοήθεια που τους προσφέραμε, είναι γιατί εμείς οι ίδιοι δεν χαιρόμαστε για τα καλά πράγματα που συνέβησαν σ’ αυτούς λόγω της βοήθειας που ήμασταν ικανοί να τους δώσουμε. Αν κάποια ένταση ή ψυχρότητα υπάρχει ανάμεσα σε μένα κι ενός άλλου προσώπου, είναι σχεδόν σίγουρο ότι εγώ είμαι τουλάχιστον εν μέρει η αιτία αυτής της εντάσεως ή ψυχρότητας, ή τουλάχιστον ότι δεν έχω κάνει όλα εκείνα που μπορούσα για να απαλλαγώ απ’ αυτήν. Οι κακές σχέσεις ανάμεσα σε μένα και σ’ άλλους ανθρώπους, σχεδόν πάντα έχουν τις ρίζες τους σε μένα όπως και στους άλλους. Οφείλω να υποφέρω την εχθρότητα των άλλων ανθρώπων όχι μόνον σαν ένα σταυρό που τον μεταφέρω για τον εαυτό μου, μα σαν ένα σταυρό που μεταφέρω και γι’ αυτούς, εφόσον μεταφέρω το σταυρό αυτό επειδή, λόγω του είδους του προσώπου που είμαι, δεν έχουν την ικανότητα να έχουν με μένα τις σχέσεις που θα επιθυμούσαν να έχουν. Κάθε σταυρός που έχει σώζουσα δύναμη είναι σταυρός τον οποίο μεταφέρω όχι μόνο λόγω των δικών μου αμαρτιών αλλ’ επίσης λόγω των αμαρτιών των άλλων. Θα λυγίζω και θα κάμπτομαι μεταφέροντας τον πλησίον μου μαζί με το σταυρό του, και λυγίζοντας και καμπτόμενος σχηματίζω νοερά την οριζόντια γραμμή, την ταπεινώνουσα γραμμή του σταυρού, ώστε εκείνος που μεταφέρω να μπορεί να σχηματίζει την κάθετη γραμμή ενώ τον μεταφέρω στους ώμους μου. Η ηθική μας ασθένεια και αδυναμία, η ανεπαρκής ευθύνη μας απέναντι στον Θεό και τους πλησίον μας, αυτά σχηματίζουν το σταυρό μας.
Όπως ακριβώς ο άνθρωπος που δεν θα δεχτεί την ευθύνη του για τους άλλους δεν θα δεχτεί τον ανθρώπινο όρο -τον πραγματικό ανθρώπινο όρο- έτσι και ο άνθρωπος που αναγνωρίζει τον εαυτό του ως ένοχο απέναντι στους άλλους, ποτέ δεν αποτυγχάνει να γίνει πραγματικά άνθρωπος. Διότι αυτός που αναγνωρίζει τον εαυτό του σαν ένοχο αναγνωρίζει τη δική του προσωπική ευθύνη και την ανεπάρκειά του να τη φέρει εις πέρας, ενώ εκείνος που δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του σαν ένοχο αδυνατεί να αναγνωρίσει, τον εαυτό του σαν υπεύθυνο. Ένας τέτοιος στις ενέργειες του άνθρωπος δεν ανταποκρίνεται στο Θεό, και αρνιέται να παραδεχτεί ότι δεν έχει αποκριθεί όπως όφειλε, στο παρελθόν, στο Θεό και τους άλλους. Διότι είναι σίγουρο ότι, λόγω της ανθρώπινής μας καταστάσεως μετά την πτώση, δεν ανταποκριθήκαμε πλήρως και ικανοποιητικά ούτε στο Θεό ούτε στον πλησίον μας. Αναγνωρίζοντας το λάθος μας αρχίζουμε να ζούμε την πραγματική προσωπική μας σχέση του διαλόγου με το Θεό. Αλλά αν δεν αναγνωρίζουμε το λάθος μας, τότε, αυτό σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε την ευθύνη μας. Μ’ αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος δείχνει ότι αρνιέται τον ρόλο υπεύθυνου συνομιλητή στο διάλογο της σχέσεως με το Θεό, και ότι δεν αναγνωρίζει πια το Θεό σαν εκείνον που απευθύνει σ’ αυτόν ένα λόγο και που περιμένει την απάντησή του.
Αρνούμενος αυτή τη σχέση με το Θεό, ο άνθρωπος εκπίπτει εντελώς από τον ανθρώπινο όρο, διότι ό αληθινός ανθρώπινος όρος συνίσταται στην ικανότητά μας να ακούμε το λόγο του Θεού, να εισερχόμαστε σε προσωπική σχέση με το Θεό· συνεπώς, χάνει επίσης την ικανότητα να ακούει το λόγο του πλησίον προς αυτόν και να εισέρχεται σε αληθινή σχέση μ’ αυτόν. Εκπίπτει από την πραγματικότητα σε μια ζοφερή ψευδο-πραγματικότητα, στο «σκότος το εξώτερον». Κι έδώ βρίσκουμε μια άλλη δοκιμασία, ένα άλλο σταυρό, άλλα αυτός είναι ένας ανεπιθύμητος σταυρός, ένας σταυρός χωρίς ελπίδα. Το εγωιστικό, εγωπαθές πρόσωπο υποφέρει πολύ περισσότερο από εκείνον που επιθυμεί να βοηθά τους άλλους. Αρνούμενοι σχέσεις με τους άλλους φεύγουμε από την πραγματικότητα, γιατί η πραγματικότητα του κόσμου και αυτού του προσώπου μας μπορεί αληθινά και πλήρως να βιωθεί όταν είμαστε ενήμεροι της ευθύνης μας και του λάθους μας, και είμαστε πρόθυμοι να μεταφέρουμε το σταυρό μας για τους άλλους.
(Πηγή: Περιοδικό «Ορθόδοξη μαρτυρία», εκδ. Παγκυπρίου συλλόγου Ορθοδόξου παραδόσεως – Οι φίλοι του αγ. Όρους)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου