Η νεώτερη επιστήμη απέδειξε τη λογικότητα της ύλης. Τα άτομα δεν θεωρούνται πια, όπως συνέβαινε στην αρχαιότητα, άμορφα κομμάτια χωρίς καμιά εσωτερική οργάνωση, αλλά ενότητες ενεργητικές, απαρτιζόμενες άπό άλλες υποδεέστερες μονάδες που βρίσκονται σε κινήσεις αμοιβαίων σχέσεων. Αν οι όγκοι και οι εκτάσεις χάσουν τη σταθερή αμοιβαιότητα σχέσεων κατά τις κινήσεις τους, δεν είναι δυνατόν να νοηθεί υλική μάζα, ούτε καν ενέργεια, που νάναι σε θέση να παράγει τις σταθερές υλικές ενότητες.
Παραμένει, ωστόσο, αναμφίβολα το ερώτημα: σε τί συνίστανται οι πλαστικοί, αισθητοί και ενεργητικοί αυτοί τρόποι ύπαρξης, στούς οποίους εκδηλώνεται η λογικότητα που συντηρεί τους όγκους, τις σταθερές και περίπλοκες εκτάσεις τους, και τις συνεχείς κινήσεις; Οι τρόποι αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μηδέν κι ωστόσο δεν υπάρχουν από μόνοι τους, παραμένουν ένα μυστήριο πιο δυσεξέταστο και δυσερμήνευτο απ’ότι κι αυτή η ίδια η λογικότητα.
Ταυτόχρονα, η λογικότητα που εκδηλώνεται στην αισθητή πλαστικότητα δεν μπορεί νάχει την αφετηρία της παρά μόνο στη δύναμη κάποιου προσώπου ανώτερου απ’ αυτήν, και τούτο, γιατί μόνο το πρόσωπο είναι αφ’ ενός λογικό, αφ’ ετέρου πάντα νέο στη λογικότητά του.
Γι’ αυτό, οι Πατέρες της Εκκλησίας έχουν δίκιο όταν βεβαιώνουν πως τα πράγματα έχουν τη βάση της σύστασής τους σ’ ‘ενα σύστημα προϋπαρχόντων λόγων που περιέχονται στο υπέρτατο πρόσωπο, το Λόγο του Θεού. Οι λόγοι αυτοί εκδηλώνονται όχι μόνο στη σταθερή και ιδιαίτερα πολύπλοκη οργάνωση των πραγμάτων, αλλά και στίς άπειρα ποικίλες έννοιές τους. Διότι το κάθε πράγμα έχει μια έννοια διάφορη του άλλου. Αυτή δε την έννοια την εκφράζουμε μ’ ένα λόγο, ή μ’ ένα ενιαίο σύνολο λόγων, με τούς οποίους διαστέλλουμε το ένα πράγμα από το άλλο, κατά την κοινοποίησή του σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Επομένως, ο λόγος είναι η έννοια των πραγμάτων πού κοινοποιείται μεταξύ των προσώπων. Τούτο επιβεβαιώνεται από το δισήμαντο του ελληνικού όρου «Λόγος», τον οποίο μεταχειρίζονται οι Πατέρες της Εκκλησίας για να προσδιορίσουν τόσο την οντολογική βάση όσο και την έννοια των πραγμάτων. Τα πράγματατα, λοιπόν, είναι αισθητές πραγματικότητες μέσα στις οποίες εκδηλώνονται λόγοι οργανοποιημένοι, και έννοιες που εκφράζονται με τους λόγους.
Πράγματα και πρόσωπα είναι λόγοι ενός δημιουργικού Προσώπου. Οι οργανοποιημένοι λόγοι των πραγμάτων φανερώνουν την υπεροχή τους έναντι των πραγμάτων, αφού αυτά δεν υπάρχουν λόγω μιας τυχαίας συγκέντρωσης των στοιχείων που τα συνιστούν. Κάποιο ενιαίο και λογικό σύστημα υπεροχικής δυνάμεως προσδιορίζει με αδιάκοπη συνέχεια τη σύσταση των πραγμάτων, χρησιμοποιώντας τους αυτούς , κι’ ωστόσο διάφορους τρόπους, σχηματίζοντας και συμπυκνώνοντας τα αυτά στοιχεία. Έτσι τα πράγματα είναι πλαστικές εικόνες των λόγων.
Αλλά τα ανθρώπινα πρόσωπα, στα οποία απευθύνεται το δημιουργικό Πρόσωπο με τα πράγματα που δημιούργησε, δεν είναι μόνον οι εικόνες κάποιων λόγων, αλλά οι εικόνες του ίδιου του δημιουργικού Προσώπου, έτσι ώστε το Πρόσωπο εκείνο νάχει τη δυνατότητα ν’ απευθυνθεί σ’ αυτά, και νάχει μαζί τους διάλογο για τους λόγους των δημιουργηθέντων πραγμάτων. Τούτο σημαίνει πως στο δημιουργημένο πρόσωπο, παρά την ιδιαίτερα πολύπλοκη σύστασή του, υπάρχει και κάποια συνείδηση του εαυτού του και των πραγμάτων, καθώς και ελευθερία για να μπορεί το πρόσωπο τούτο, να συμπεριφέρεται ελεύθερα κατά τον διάλογον. Επίσης, αυτό σημαίνει πως το δημιουργημένο πρόσωπο δεν ειναι μόνο η πλαστικότητα κάποιου λόγου αντικειμενικού και ασύνειδου, αλλά έχει και κάποιο λόγο ενσυνείδητο με τον οποίο μπορεί να παρέμβει στα πράγματα τα οργανωμένα από τούς λόγους ή στην ίδια την οργάνωση ή λογικότητα.
Η ύπαρξη του ανθρώπινου προσώπου βεβαιώνει ότι το σύστημα των λόγων των πραγμάτων δεν είναι ένα σύστημα αντικειμενικό και απρόσωπο, αλλά ότι οι λόγοι φέρονται από κάποιο υποκείμενο που έχει εντός του την ελευθερία και το οποίο, ως ανώτατο Υποκείμενο, ειναι η πηγή και το στήριγμα της λογικότητας κάθε πλαστικής τάξης των πραγμάτων και των προσώπων. Άλλωστε, από το γεγονός τούτο, ότι δηλαδή στον κόσμο υπάρχει κάποια λογικότητα, προκύπτει αναγκαστικά ότι υπάρχει κάποιο υποκείμενο, ή υποστήριγμα, ή υπόσταση, που έχει συνείδηση αυτής της λογικότητας. Μια λογικότητα χωρίς υποκείμενο που να τη συνειδητοποιεί και χωρίς μια τελική υπόσταση θάταν παραλογισμός, αφού δεν θάχε κανείς γνώση γι’ αυτή και το νόημά της. Για ποιον λοιπόν λόγο θα υπήρχε τότε κάποιο νόημα ή κάποια λογικότητα. Και πώς θα μπορούσε να εξηγηθεί; Συχνά λέγεται πως η οργάνωση του κόσμου είναι προϊόν τύχης. Μια κίνηση όμως, που οδηγεί πάντα σε κάποια λογική οργάνωση, έχει εντός της και κάποια λογικότητα. Αν ο παρών κόσμος παρουσιάζει, σε οποιοδήποτε μέτρο, την όψη κάποιας τύχης, τούτο συμβαίνει επειδή ο κόσμος αυτός δεν έφθασε ακόμη στον πλήρη του λογικό στόχο.
Η ίδια η ύπαρξη της λογικότητας του παρόντος κόσμου, αν και ελλειπής, αποδεικνύει ότι τούτη η λογικότητα πρέπει νάχει την αρχή και το τέλος της σε μια πλήρη και τελική λογικότητα. Αν υπάρχει κάποια λογικότητα στόν κόσμο, τούτη πρέπει να έχει υπεράνω αυτής μια πλήρη λογικότητα, εκείνη που βρίσκεται στην κορυφή κάθε λογικότητας. Κάθε λόγος διψά για την τελική λογικότητα. Με τη δίψα του αυτή, ο κάθε λόγος αναφέρεται σε κάποια λογικότητα που βρίσκεται ήδη στο τέρμα της από την αρχή των αιώνων. Ακόμα, η τέλεια αυτή προαιώνια λογικότητα δεν μπορεί παρά νάναι το προσόν κάποιου προσώπου. Με την ιδιότητα αυτή και μόνον προσελκύει προς αυτήν κάθε λογικότητα του κόσμου. Κάθε λογικότητα, ως ουσιώδες αρχικό και τελικό συμπλήρωμα έχει τη γνώση, η οποία είναι το ιδιαίτερο προσόν του προσώπου. Χωρίς τη γνώση η λογικότητα στερείται παντός νοήματος -και μάλιστα είναι άλογος.
Οι λόγοι των πραγμάτων, στην πληρότητά τους, πρέπει νάναι γνωστοί σε κάποιο απόλυτα ενσυνείδητο πρόσωπο, που έχει πλήρη συνείδησή τους, από την αρχή των αιώνων. Οι λόγοι, συνεπώς, ειναι το περιεχόμενο κάποιας υπέρτατης συνείδησης. Είναι οι ακτίνες ενός τέλειου φωτός ή μιας συνείδησης που είναι καθαυτή το υπέρτατο νόημα και που θέλει νάναι περισσότερο γνωστή διά μέσου των πραγμάτων με τα οποία εκδηλώνεται. Κάθε ανθρώπινη σκέψη, κάθε δραστηριότητα πάνω στα πράγματα, κάθε καλλιτεχνία θάταν εντελώς άσκοπη στη περίπτωση που η λογικότητα του κόσμου δεν θάχε κάποιο πραγματικό νόημα. Και τούτο θα συνέβαινε αν η λογικότητα του κόσμου δεν είχε την αρχή και το επίκεντρό της σε μια χωρίς τέλος συνείδηση και γνώση, κι αν το ενιαίο και πολύπλοκο νόημά της δεν απευθυνόταν σε δημιουργημένες προσωπικές συνειδήσεις.
Η παρηγοριά δε με την ιδέα πως αυτή τούτη η αναζήτηση μιας ανύπαρκτης λογικότητας προσδίδει κάποιο επαρκές νόημα στη ανθρώπινη ύπαρξη, δεν είναι μιά παρηγοριά ικανοποιητική. Η αναζήτηση κάποιου πράγματος με τη συνείδηση ότι δεν θα βρεθεί ποτέ καταντάει παραλογισμός. Αν, αφ τέρου, το ανθρώπινο πρόσωπο αναγκάζεται και επιζητεί κάποιο νόημα, τούτο σημαίνει πως η ίδια η ύπαρξη του ανθρώπου κραυγάζει γι’ αυτό το νόημα, ή πως δημιουργήθηκε για να πραγματοποιήσει την εφεύρεση ενός νοήματος. Πράγματι, ο άνθρωπος προχωρεί προς την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού, στο βαθμό που προχωρεί προς τη συνειδητοποίηση ενος νοήματος, του οποίου έχει απόλυτη γνώση η υπερτάτη συνείδηση. Στην περίπτωση που θα υπήρχε ένα τέτοιο πλήρες νόημα και μια τέτοια συνείδηση που το γνωρίζει απόλυτα, τότε το ανθρώπινο πρόσωπο θάταν μια ύπαρξη ενάντια στην πραγματικότητα, διότι θ’ αναζητούσε κάτι που δεν υπάρχει. Θάταν μιά ύπαρξη στερημένη νοήματος, το ανθρώπινο φαινόμενο θα στερείτο νοήματος περισσότερο απ’όλα τα φαινόμενα του κόσμου. Στην περίπτωση αυτή και τα πράγματα θάταν εντελώς παράλογα.
Άλλωστε, η εντύπωση αυτή της απουσίας του νοήματος μέσα στην πραγματικότητα, και η προσπάθεια δικαιολογίας της φαινομενικής απουσίας του νοήματος, είναι πράξεις του προσώπου και αποδεικνύουν ότι η συνείδηση αυτή της απουσίας του νοήματος προϋποθέτει τη συνείδηση του νοήματος. Τα παρα πάνω προϋποθέτουν ένα πρόσωπο που απασχολείται με το πρόβλημα του νοήματος, δηλαδή μια πραγματικότητα που βρίσκεται κάτω από την αναγκαιότητα της σκέψης του νοήματος και της αναζήτησης του νοήματος. Η φαινομενική αυτή απουσία του νοήματος απαιτεί μια συνείδηση που να την επιβεβαιώνει, και μάλιστα ένα πρόσωπο απασχολούμενο με τούτο. Απ’ αυτό προκύπτει ότι το πρόσωπο αναγκάζεται να δώσει κάποιο νόημα και στη φαινομενιική απουσία νοήματος. Τούτο σημαίνει πως η συνείδηση του νοήματος είναι βαθύτερη από το φαινόμενο της απουσίας του νοήματος. Η συνείδηση δεν θα μπορούσε να συλληφθεί από τη φαντασία χωρίς την απασχόλησή της με το νόημα. Η αναζήτηση του νοήματος από το πρόσωπο ταυτίζεται με την κατάφαση του νοήματος, και η ίδια αποτελεί και τη βάση της θέσης της απουσίας του νοήματος. Μόνη η συνείδηση του προσώπου έχει τη δυνατότητα και της κατάφασης του νοήματος, και της άρνησης του νοήματος.
Ίσως κάποτε, στην τάση επιβεβαίωσης της απουσίας του νοήματος, το πρόσωπο συναισθάνεται ότι το νόημα της ύπαρξης είναι βαθύτερο και περιπλοκότερο από κάθε νόημα, πάντα πολύ απλό, που το αντιλαμβανόμαστε στον ατελεύτητο δρόμο μας προς την επίγνωση του ολοκληρωτικού νοήματος.
Ενεργητικά, το νόημα της υπέρτατης προσωπικής πραγματικότητας, ως πηγης οποιουδήποτε νοήματος, βρίσκεται στη βαθύτητα η οποία χαρακτηρίζει την τόσο πολύπλοκη σύνθεσή του, τα πολλαπλά συναισθήματα, τάσεις και σκέψεις του. Όταν πρόκειται κανείς να εκφράσει το ολικό νόημα του Προσώπου αυτού έχει την εντύπωση ότι κανένα από τα εκφραζόμενα νοήματα δεν αποδίδει πιστά το Πρόσωπο αυτό, ή ότι το περί ού ο λόγος πρόσωπο δεν έχει κανένα εκφραζόμενο νόημα. Και όλο και περισσότερο συναισθανόμαστε, ότι το κάθε νόημα που μπορούμε να σκεφθούμε μας δίνει την εντύπωση μιας απουσίας νοήματος της ιδιαίτερα πλούσιας και πλύπλοκης υπέρτατης ύπαρξης. Πράγματι, σε σχέση με τα νοήματα που έχουμε σκεφθεί, κάθε νόημα αυτής ειναι καθ’ ……υπεροχήν απουσία του νοήματος, όπως λέει ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης.
Αλλά ποιά είναι η σχέση στην οποία βρίσκεται ο ανθρώπινος λόγος, ως συμπαγές και ενσυνείδητον υποκείμενον προς την καθολική και ενσυνείδητη λογικότητα του κόσμου των πραγμάτων; Υπάρχει ο πειρασμός να θεωρηθεί ο υποκειμενικός λόγος ή η ανθρώπινη συνείδηση ως τυχαίος, πεπερασμένος και σπανιος αυτοφωτισμός της αντικειμενικής και καθολικής λογικότητας του κόσμου.
Ήδη μνημονεύσαμε, πως μέσα στην αδιάκοπη λογικότητα που φέρεται προς το απόλυτο τέρμα του κόσμου, τίποτα δεν παρουσιάζεται ως τυχαίο. Τα πάντα στον κόσμο υπάρχουν σύμφωνα με το πρότυπο και τη δύναμη κάποιας υπεροχικής λογικότητας, Ως εκ τούτου, ούτε το ανθρώπινο πρόσωπο, με τον υποκειμενικό του λόγο σε οντολογική σχέση προς την αντικειμενική λογικότητα, μπορεί να πραγματωθεί τυχαία, αλλά πραγματώνεται σύμφωνα προς κάποιον υπεροχικό τύπο ενός συνειδητού προσωπικού λόγου. Τούτος πρέπει να έχει εντός του τους τύπους όλων των αντικειμενικών λόγων των απροσώπων πραγμάτων, δεδομένου ότι το ανθρώπινο πρόσωπο, ως εικών του υπερτάτου προσώπου, κατέχει την ουσία και την αντικειμενική λογικότητα του κόσμου των πραγμάτων και βρίσκεται σε συνέχεια ύπαρξης με τη λογικότητα του κόσμου στον οποίο χαράζει το χαρακτήρα του δικού του προσώπου.
Άρα το ανθρώπινο πρόσωπο έχει, εκτός της αντικειμενικής λογικότητας των άλλων στοιχείων του κόσμου, τον υποκειμενικό λόγο στενά συνδεδεμένο μ’ εκείνη αλλά και ταυτόχρονα διακεκριμένον απ’ αυτή. Ο αυτοσυνείδητος λόγος, ο λόγος που βλέπει τον Εαυτό του, και οι λόγοι των πραγμάτων είναι εντελώς διαφορετικοί, αν και είναι στενά συνδεδεμένοι. Ο πρώτος αποκαλύπτει, δικαιολογεί, συμπληρώνει και δίνει κάποιο νόημα στην ασύνειδη λογικότητα των πραγμάτων, καθιστάμενος έρεισμά της, ως εικών το δηνιουργικού και συντηρητικού Λόγου της. Ο λόγος αυτός ανήκει σε διαφορετικό επίπεδο από κείνον της αντικειμενικής ασύνειδης λογικότητας./ Αλλά τούτος συνδέεται με το επίπεδο του τελευταίου, επειδή ο τελευταίος έχει κάποια οργάνωση προσδιορισμ;νη στην κατανόησή του από τον υποκειμενικό λόγο, και μπορεί να συμβάλλει στην εξέλιξη του υποκειμενικού λόγου για την πλήρη αυτοσεινήδησή του και για την κοινωνία του με το ανώτατο Πρόσωπο.
Η διαφορά και η σχέση ανάμεσα στά δύο επίπεδα είναι η ίδια όπως, γενικά, εκείνη ανάμεσα στό πρόσωπο και το αντικείμενο. Δεν πρέπει ν’ απορριφθεί ούτε η διαφορά ούτε ο δεσμός ανάμεσά τους. Επειδή, τόσο η διαφορά όσο και ο δεσμός ειναι πραγματικά και η άρνηση της μιας είναι η άρνηση και του δεύτερου, αποτελούν μια κάποια ενότητα. Αλλά ο κόσμος των αντικειμένων εξηγείται μέσω του προσώπου και υπάρχει για το πρόσωπο. Το δε πρόσωπο επιζητεί με την τάξη των αντικειμένων τη σχέση μ’ ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο βρίσκεται επίσης πέρα και πάνω από την τάξη των πραγμάτων. Ένας κόσμος των αντικειμένων, χωρίς ένα πρόσωπο που νάναι σε θέση να τον καταλάβει, και χωρίς ένα άλλο πρόσωπο στο οποίο να μεταδώσει την κατανόηση του κόσμου αυτού, θάταν μια αναποκάλυπτη λογικότητα, αναξιοποίητη και χωρίς νόημα. Γιατί ο κόσμος των αντικειμένων είναι μέσον διάβασης από το ένα πρόσωπο στο άλλο, χωρίς τούτα να ταυτίζονται. Και ένα πρόσωπο χωρίς το περιεχόμενο των λόγων των αντικειμένων θάταν ένας κενός υποκειμενισμός, θάταν κάτι το απόλυτα υποκειμενικό, χαμένο μέσα στον εαυτό του, χωρίς τη δυνατότητα σχέσης με άλλα πρόσωπα. Ο υποκειμενικός λόγος, ή το προσωπικό υποκείμενο, δεν μπορεί νάναι προϊόν των πραγμάτων, επειδή πάντα με την τάξη των αντικειμένων επιζητείται η σχέση ενός προσώπου με τα άλλα πρόσωπα. Η τάξη των αντικειμένων προϋποθέτει την τάξη της προσωπικής ή της διαπροσωπικής συνειδησης. Αλλά, ούτε το δικό μας συμπαν των αντικειμένων είναι ανθρώπινο προϊόν. Ο άνθρωπος παράγει πράγματα από άλλα πράγματα που ήδη υπάρχουν. Παράγει ιδέες κα μορφές με βάση τ’ αντικείμενα και τις ήδη υπάρχουσες μορφές, εφ’ όσον τούτα υπ’αρχουν, για να προσδιορίζει τις σχέσεις με τ άλλα πρόσωπα.
Η λογικότητα των πραγμάτων (η αντικειμενική) δεν μπορεί να γίνει αυτή η ίδια λόγος υποκειμενικός, επειδή θάπρεπε ήδη να υπάρχει ένας τέτοιος λόγος εξ αιτίας του οποίου να μετατραπεί ο αντικειμενικός λόγος σε λόγο υποκειμενικό. Ούτε ένα ανθρώπινο πρόσωπο μπορεί να μετατρέψει ένα πράγμα ή έναν αντικειμενικό λόγο σε πρόσωπο ή λόγο υποκειμενικό. Μόνο εκ προσώπου και κατ’εικόνα αυτού γίνεται ένα άλλο πρόσωπο. Δεν μπορεί να περάσει από τη μια τάξη στην άλλη,
Κάποιος υποκειμενικός λόγος, που θα μπορούσε να παραχθεί από κάποιον αντικειμενικό θα ήταν δυνατόν και ν’ αφανίζεται από τον αντικειμενικό λόγο και τελικά το παν θα μετατρεπόταν στο παράλογο της έλλειψης συνείδησης και σχέσεων ανάμεσα σε συνειδήσεις. Στην περίπτωση αυτή θάλειπε από την λογικότητα η πιο ουσιώδης της πλευρά, και μάλιστα, το φως που μπορεί να την φωταγωγεί διαρκώς, αιώνια και τέλεια. Και αν το φως αυτό της συνείδησης δεν ανήκει ουσιαστικά στη λογικότητα, ούτε η λογικότητα, ούτε η συνείδηση μπορούν να υπάρχουν. Τούτα πρέπει αιώνια νάναι κατά τρόπο ανάλογο μαζί, κανένα να μη γίνεται μεγαλύτερο από το άλλο. Η θεϊκή ουσία και τα θεία πρόσωπα συνυπάρχουν αιώνια. Βέβαια η ουσία είναι ανώτερη από τους λόγους, αλλά η εξήγηση είναι η βάση των λόγων. Και η αρχή ενός τέτοιου δεσμού και μιας τέτοιας διάκρισης στο σχέδιο της κτίσης βρίσκεται στο ανώτατο πρόσωπο του θείου Λόγου. Αυτός είναι το Υποκείμενο ή ο προσωπικός Λόγος, ασύγκριτα ανώτερος του δικού μας λόγου. Αλλα σαν τέτοιος, Αυτός είναι και το έρεισμα των λόγων που εκδηλώνονται στην πλαστικότητα των πραγμάτων. Τα πράγματα ειναι οι εικόνες των λόγων του Λόγου, ο δε άνθρωπος είναι η εικών Του ως υποκειμένου ερείσματος των λόγων αυτών. Ο λόγος δημιουργεί ελευθέρως τ α πράγματα με μια δυναμική πράξη παρενθέτοντας τους λόγους Του σε κάποια κίνηση από την οποία προκύπτουν οι πλαστικές εικόνες τους. Ο Ίδιος δίνει και στον άνθρωπο την ύπαρξη, χωρίς να το κάνει αυτό με την πλαστικότητα κάποιου λόγου αλλά προβάλλοντας στην ύπαρξη την ζωντανή εικόνα Του ως Υποκειμένου, για να έχει η εικόνα αυτή εντός της εν έργω και εν δυνάμει τους αντικειμενικούς λόγους, όπως τους έχει ο ίδιος ο θείος Λόγος, ή νάχει μέσα στη σύστασή της κάποια οντολογική σχέση προς αυτούς. Ο θείος Λόγος προβάλλει την εικόνα Του ως υποκείμενο για να μπορεί να βλέπει και να φέρει και η ίδια, δηλαδή ο άνθρωπος, εντός της όπως και ο ίδιος ο Λόγος τους λόγους Του, που εκδηλώνονται στην πλαστικότητα της Υλης. Ο θείος Λόγος θέλει νάχει κάποιον συνομιλητή με τον οποίο να μπορεί να στοχαστεί τους λόγους Του και να επικοινωνεί μέσω αυτών μαζί του. Αυτός δημιουργεί τον άνθρωπο ως πραγματική εικόνα Του υποκείμενη, η οποία φέρει μαζί της τους λόγους και παραχωρεί και στον άνθρωπο τις εικόνες των Λόγων του, μιλώντας μαζί του μέσω αυτών, και καλώντας τον να τις δει και να τις κατανοήσει, για να κατανοήσει μέσω αυτών ό,τι Αυτός ο ίδιος σκέπτεται και για ν’ ανεβάσει έτσι τον άνθρωπο στην καλλίτερη και βαθύτερη γνωριμία Του και σ’ επικοινωνία σκέψης και αγάπης μ’ Αυτόν.
Έτσι, όπως ο Λόγος ως υποκείμενος, είναι «υπόσταση» των λόγων Του και έμμεσα των πραγμάτων, διότι αυτά δεν μπορούν να υπάρχουν παρά μόνο μέσα σ’ Αυτόν ως έρεισμα, μέ τον ίδιον τρόπο Αυτός δημιουργεί τον άνθρωπο ως «υπόσταση» ή ως έρεισμα των πραγμάτων, για να μπορέσει ο άνθρωπος να μεταβάλλει τα πράγματα μέσα στο πλαίσιο των λόγων τους, χωρίς βέβαια να γίνει η τελευταία αρχή τους. Ο κόσμος υπάρχει μέσα στον άνθρωπο με τρόπο ανάλογο, σε τελευταία ανάλυση, μ’ εκείνον που υπάρχει μέσα στο Λόγο. Ο κόσμος υπάρχει με τις ρίζες του στο αόριστο βάθος του ανθρώπου, όπως υπαρχει στο αόριστο βάθος του Λόγου. Γι’ αυτό ο άνθρωπος μπορεί να προχωράει ατελεύτητα στη γνώση του κόσμου, προοδεύοντας, ως εκ τούτου, και στη γνώση του εαυτού του, και του θείου Λόγου.
Ο κόσμος υπάρχει στο θείο Λόγο με δύο τρόπους: άμεσα και διά του ανθρώπου, όπως αφ’ ετέρου ο Λόγος είναι στον κόσμο άμεσος και διά του ανθρώπου, ο δε άνθρωπος είναι επίσης στον κόσμο άμεσος και διά του Λόγου. Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής λέγει: Ο Θεός θέλει να είναι Αυτός για την ψυχή, ότι είναι η ψυχή για το σώμα (Και για όσα βρίσκονται σε σχέση με το σώμα -δική μου σημείωση). Ο δημιουργός θέλει να φανερωθεί μέσα απ’ όλα ευρισκόμενος μέσα σε όλα κατά τρόπο κατάλληλο, διά της ανθρωπότητος. Θέλει να είναι το παν εν πάσι, περισυλλέγοντας τα πάντα και δίδοντας εις τα πάντα την εν αυτώ υπόσταση. «Και γένηται τα πάντα εν πάσιν αυτός ο Θεός πάντα περιλαβών και ενυποστήσας εαυτώ». «Γι’ αυτο το σκοπό δημιούργησε τον άνθρωπο». (PG 91, 1092. Βλ Φιλοσοφικά και Θεολογικά Ερωτήματα, Αθήνα 1978 , σσ. 198-199).
Και γι’ αυτό το σκοπό έγινε και ο ίδιος άνθρωπος. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να δημιουργήσει τον κόσμο όπως ο Λόγος, προσδέχεται όμως τον κόσμο εντός του, και βρίσκεται σε οντολογικό σύνδεσμο μαζί του, μάλιστα έχει δεχθεί τη δύναμη να οδηγεί τον κόσμο πρός ένωση όλο και πιο στενότερη μαζί του και με το Λόγο, σε συνεργασία με το Λόγο, ή: ο Λόγος οδηγεί τον κόσμο προς τον εαυτό Του με βάση το σύνδεσμό Του με τον άνθρωπο, σ’ ένωση όλο και στενότερη με τον Εαυτό του δια του ανθρώπου και σε συνεργασία με τον άνθρωπο. Από αυτά προκύπτει ότι η μεγάλη ευθύνη του ανθρώπου δια τόν κόσμο, ως μέσον αυξήσεώς του, σημαίνει την αύξηση μέσα στο Θεό.
Ο κόσμος δημιουργήθηκε πριν από τον άνθρωπο. Τούτο ειναι η απόδειξη του ότι ο Θεός είναι ο Δημιουργός του, και του ότι η ευθύνη του ανθρώπου προς τον κόσμο είναι από τυο Θεό, αλλά και απόδειξη του ότι ο άνθρωπος επικοινωνεί από την αρχή με το Θεό μέσω του κόσμου. Επίσης, του ότι ο κόσμος φτάνει στον ύψιστο βαθμό του, ή στο μεγαλύτερό του βάθος, απ’ το οποίο μπορεί να προχωρήσει προς το Θεό, μέσα στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δηλαδή βρίσκεται απ’ την αρχή, ήδη, φορτωμένος με κάποια ευθύνη για τον κόσμο. Αλλ’ αυτό σημαίνει πως ο άνθρωπος δυνάμει προϋπάρχει του κόσμου, υπονοείται μέσα στο σχέδιό του ή μέσα στο Λογο που προχωρεί στη δημιουργία του κόσμου. Ο Λόγος, δυνάμει, είχε μπροστά Του τον άνθρωπο όταν άρχιζε τη δημιουργία του κόσμου, διότι δημιουργεί τον κόσμο για τον άνθρωπο ή για τον διάλογο και τη συνεργασία με τον άνθρωπο, και μάλιστα για να οδηγηθεί ο άνθρωπος, μεσω του κόσμου, προς το Θεό. Ο Λόγος κατά κάποιον τρόπο προσφέρει στον άνθρωπο τον κόσμο από την αρχή της δημιουργίας του, αφού ο άνθρωπος βρίσκεται παρών στη σκέψη του Λόγου σαν το μελλοντικό υποκείμενο για το οποίο δημιουργεί τον κόσμο ή ως συν-υποκείμενο, ως σύντροφός Του μέσω του κόσμου, αφου ο κόσμος δημιουργείται ως μέσον διαλόγου μαζί του.
Στο Λόγο, ως υπόσταση βασική του δημιουργηθέντος κόσμου ή καλλίτερα στις σχέσεις του Λόγου μετά του κόσμου, βρίσκεται δυνάμει και ο άνθρωπος, η δημιουργηθείσα υπόσταση ή η συνέταιρος υπόσταση του Λόγου μέσω του κόσμου. Ή: μέσα στη θεία υπόσταση του κόσμου είναι και η ανθρώπινη υπόσταση του κόσμου, η πραγματική και διαλογική εικόνα της πρώτης και θεμελιώδους υπόστασης του κόσμου. Αλλά ο άνθρωπος δεν είναι και δημιουργός του κόσμου. Γι’ αυτό δημιουργείται όταν ο κόσμος είναι ήδη τετελεσμένος στις οντολογικές του συστάσεις.
Έτσι η ανθρώπινη υπόσταση προέρχεται, για να το πούμε έτσι, από τον ίδιο το Λόγο και τον κόσμο, όχι μόνον από τον κόσμο, διότι είναι ανώτερος του κόσμου, ούτε μόνο από το Λόγο, διότι προέρχεται οντολογικά συνδεδεμένος με τον κόσμο. Ο άνθρωπος προέρχεται από τη στενή σχέση του Λόγου με τον κόσμο την οποία ιδρύει ο Λόγος χάρη στην πράξη της δημιουργίας. Αλλά η ανθρώπινη υπόσταση παίρνοντας τη θέση ενός «εγώ» ως προς τον κόσμο, θέση που έχει και ο Λόγος, είναι ταυτόχρονα ένα «εσύ» για το Λόγο και ο Λόγος ένα «εσύ» για τον άνθρωπο. Γιατί έτσι συνδέονται τα πρόσωπα στον ελεύθερο διάλογο.
Ως εκ τούτου, ο άνθρωπος δεν παράγεται όπως ένα αντικείμενο, αλλά καλείται να υπάρξει διά του Λόγου. Η πρώτη εμφάνιση του ανθρώπου στον κόσμο είναι, ας πούμε, μια διαλογική πράξη, μια απάντηση του ανθρώπου στην κλήση του Λόγου. Μιλώντας στον Εαυτό του όπως προς το «εσύ», ο Λόγος παραχωρεί πραγματική ύπαρξη σ’ αυτό το «εσύ». Αφού κατασκεύασε τον ύψιστο βιολογικό οργανισμό, ο Λόγος, μιλώντας εντός του, τυπώνει ταυτόχρονα τη σφραγίδα της υπόστασής Του επάνω σ’ αυτόν, και ο άνθρωπος απαντώντας αναδύεται ως πρόσωπον.
Ο Λόγος ενεφύσησε στο πρόσωπο του μέλλοντος ανθρώπου τη ζωή του ως πνευματική σχέση μαζί Του και ο άνθρωπος έδωσε μέσω του προσώπου του την απάντησή του. Ο Λόγος προσκαλεί τον άνθρωπο σε μια ύπαρξη αδιάρρηκτης σχέσης μαζί Του και μετά του κόσμου, διότι και βρίσκεται και θα βρεθεί μέσα σ’ αυτή τη σχέση όλο και περισσότερο και κατ’ απόλυτο τρόπο μέσω της σάρκωσής Του και της θέωσης του κόσμου στην αιώνια ζωή. Με τη δημιουργία του ανθρώπου, ή ακριβέστερα, με τη δημιουργία του κόσμου σα βάση για τη δημιουργία του ανθρώπου, ο Λόγος έθεσε τις προϋποθέσεις της ενανθρώπησής Του και της θέωσης του ανθρώπου και του κόσμου.
Ο άνθρωπος όντας η λογική και ενσυνείδητη υπόσταση (ή έρεισμα) εικόνα της θείας υπόστασης, είναι προικισμένος με τη νοερή ψυχή. Τα πράγματα δεν έχουν ψυχή, διότι δεν έχουν έναν υποκειμενικό και αυτοσεινήδητο λόγον, αλλά μόνο αντικειμενικό και ασύνειδο. Τα πράγματα ανήκουν στην ψυχή του ανθρώπου. Η ψυχή του ανθρώπου εκτείνεται και πάνω στα πράγματα. Οι λόγοι των ανθρώπων δεν ;χουν έρεισμα, ή υπόσταση από μόνοι τους. Οι λόγοι των πραγμάτων αποτελούν περιεχόμενο του ανθρωπίνου προσώπου, όπως τα πρότυπα ή οι βάσεις τους αποτελούν περιεχόμενο του προσώπου του θείου Λόγου. Μόνο ένα υποκείμενο που έχει συνείδηση ότι εμπεριέχει τους αντικειμενικούς λόγους των πραγμάτων έχει ψυχή, και είναι ο σταθερός κομιστής τους, όμοια με το θείο προσωπικό Λόγο.
Τα ζώα εκτός από τη λογικότητά τους, η οποία εκδηλώνεται αντικειμενικά στην πλαστικότητα και την αισθητικότητά τους έχουν και κάποια αισθητικότητα υποκειμενική, είτε απλά βιολογική ψυχή. Αλλά η αισθητικότητα αυτή φωτίζεται κατά κάποιο τρόπο από τη σχέση με τον άνθρωπο, εφ’ ‘οσον έχουν ως έρεισμα και κέντρο το πρόσωπο του ανθρώπου. Ως εκ τούτου, ανάμεσα σ’ αυτά και τον άνθρωπο εμφανίζονται σχέσεις συμπαθείας, κι αυτό επειδή τα αισθήματά τους συμμετέχουν κατά κάποιο τρόπο στ’ ανθρώπινα αισθήματα ή επειδή τα ανθρώπινα αισθήματα, και μέσα απ’ αυτά ορισμένες ακτίνες της συνείδησης της ανθρώπινης νοερής ψυχής. επεκτείνονται σ’ αυτά.
Ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης μιλούσε για κάποια κλίμακα της ύπαρξης, η οποία κατεβαίνει από το δημιουργημένο πνεύμα στα ζώα, στα φυτά, και στα μεταλλεύματα. Τούτο δεν σημαίνει κάποιον εξευτελισμό νεοπλατωνικό της ουσίας, αλλά κατάφαση της πληρότητας της ύπαρξης μέσα στο πρόσωπο αμέσως μόλις αυτή αποκτήσει συνείδηση. Οι αντικειμενικές πραγματικότητες κάθε βαθμού (τα πράγματα, τα φυτά, τα ζώα) δεν έχουν κάποια σταθερότητα υποκειμενική, και κάποιο πλήρες νόημα εντός τους, επειδή η λογικότητά τους δεν είναι γι’ αυτά, αλλά για τις ενσυνείδητες υπαρξεις. Αν η λογικότητά τους θάταν γι’ αυτή την ίδια, θάταν παράλογη. Αυτά έχουν την υποστατική τους βάση στο ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά και η λογικότητά τους ειναι σε σχέση με το πρόσωπο, αφού μόνο στο πρόσωπο βρίσκεται τό νόημά τους ή η συμπλήρωση της λογικότητας της ύπαρξής τους.
Ώστε ο ο άνθρωπος έχει τον κόσμο εντός του «εν έργω» και «εν δυνάμει», αλλάζοντας αυτή τη σχέση συνεχώς «εν έργω», διότι έχει εντός του την απόλυτη λογικότητα. Αλλά ο άνθρωπος βρίσκεται στη θέση αυτή όχι ως πρόσωπο ξεχωριστό αλλά «εν κοινωνία» με τους άλλους ανθρώπους. Η λογικότητα της ύπαρξης σημαίνει και κάποια αρμονία των μερών του συνόλου στο οποίο ανήκει, και αρμονία των συνειδήσεων, δηλαδή αγάπη. Οι άνθρωποι φωτίζουν συγχρόνως τον κόσμο και επικοινωνούν μεταξύ τους σύμφωνα με τις συμβουλές της αποκάλυψης του ενιαίου της πραγματικότητας, η οποία έχει το βάθος της στο θείο άπειρο από το οποίο έρχονται και στο οποίο συγκροτούνται όλοι και όλες. Οι άνθρωποι φωτίζονται βαθμηδόν στη συνεργασία αυτή, και τελειοποιούνται και ενώνονται μέσα στην αγάπη και, ως εκ τούτου, όλο και περισσότερο κάνουν τον κόσμο ανάμεσά τους διαφανή και συνάμα κάνουν διαφανές το θείο πρόσωπο του Λόγου, που φέγγει μέσω όλων, ανδρών και γυναικών. Και τούτο συμβαίνει όχι μέσω κάποιου θεωρητικού φωτισμού των πραγμάτων, αλλά μέσω της ιδιαίτερης χρήσης των πραγμάτων ως δώρων. «Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστω τω Θεώ παραθώμεθα». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με μια τέτοια χρήση των πραγμάτων και των εαυτών τους οι άνθρωποι προχωρούν στην κατανόηση του κόσμου και των εαυτών τους και στην αμοιβαία τους προσέγγιση καθώς και στην κατανόηση του Θεού και στην προσέγγισή Του με αγάπη, ως προς τον Δωρητή των υπάρξεών τους.
Με τον τρόπο αυτό ο κόσμος βαθμηδόν ανθρωποποιείται, θεοποιείται και προσωποποιείται, γίνεται μέσον διαφανές ανάμεσα στα πρόσωπα ή γίνεται μια πραγματικότητα κοινή όλο και περισσότερο εσωτερική, που φέρει για κάθε ένα τους αγαπητούς χαρακτήρες των άλλων, όπως αισθάνονται και τώρα εκείνοι που αγαπιούνται μεταξύ τους.
Αλλά επειδή ο εγωϊσμός, στον οποίο έπεσε η ανθρώπινη φύση, αποτελεί μεγάλο εμπόδιο για την ενοποίηση και μεταμόρφωση του κόσμου μέσα στην κοινωνία των προσώπων ο Λόγος που έχει εντός του τους λόγους των πραγμάτων και δημιούργησε τον άνθρωπο με κάποια όμοια ικανότητα, γίνεται άνθρωπος ή άμεση υπόσταση της ανθρώπινης φύσης και μέσω αυτής η ανθρώπινη υπόσταση όλου του κόσμου. Έχει έτσι και ως άνθρωπος τον κόσμο μέσα του απόλυτα φωτιζόμενον εντός Του. Ως εκ τούτου, αποκαθιστά και τους ανθρώπους με την ένωση προς τον Εαυτό του στην ιδιότητα των συνυποστάσεων του κόσμου, αφού αυτοί μέσω της πίστης συμφυτεύονται εκ νέου σ’ Αυτόν ως θεία Υπόσταση, δηλαδή συμφυτεύονται στην τελική δική τους και του κόσμου οντολογική υπόσταση. αλλά μέσα σ’ Αυτόν ενώνονται και με την κεντρική ανθρώπινη υπόσταση.
Ενώνονται μ’ Αυτόν και ανάμεσά τους με δύο τρόπους. Συνενώνονται, πρώτα, μαζί Του και ανάμεσά τους ως κοσμοφόροι. Εν Χριστώ ο κόσμος γίνεται ξανά –και γίνεται περισσότερο απ’ ότι στη αρχή– εσωτερικός σε όλους όσους ζουν μέσα σ’ Αυτόν και, μεταμορφούμενος από την θεότητά Του, γίνεται διαφανής για τον σαρκωθέντα Λόγον του Θεού και για τούς ανθρώπους. Αν, ύστερα, μόνον η προσωπική συνείδηση προβάλλει πάνω στον κόσμο το φώς του νοήματος, αναμφίβολα μόνον από το πρόσωπο του τα πάντα γνωρίζοντος σαρκωθέντος Λόγου προβάλλεται και πάνω στη συνείδηση των ανθρώπων, που βρίσκονται σε κοινωνία, το απόλυτο φως όσον αφορά στην ύπαρξή τους και στην ύπαρξη του κόσμου.
Τό πρόσωπο είναι ατέλειωτος και ανεξάντλητος πυρήνας που προσπαθεί να επικοινωνήσει και όταν επικοινωνήσει ακτινοβολεί απ’αυτό ένα φως πάντοτε νέο και ατέλειωτο, εφ’ όσον βρίσκεται σε σχέση οντολογική με το Θείο Πρόσωπο, την απέραντη πηγή του φωτός. Η ενότητα του προσώπου έχει τη βάση της στην υπέρτατη άφθαρτη ενότητα του Λόγου, και όχι μέσα στα υλικά στοιχεία τα οποία διαλύονται με τον θάνατο, όπως και τα πράγματα έχουν την ενότητά τους όχι στα στοιχεία που τα αποτελούν, αλλά στους λόγους του Λόγου. Αν τα πράγματα φωτίζουν με τα νοήματά τους τις ενότητες που τα αντιπροσωπεύουν, τόσο περισσότερο τα πρόσωπα φωτίζουν τις μοναδικές τους υπάρξεις και τα πράγματα, όχι μόνο με τα νοήματά τους, αλλά και με τη συνείδηση που έχουν για τον εαυτό τους και για όλους τους άλλους. Τα νοήματα γίνονται φωτεινά μόνο για τα ενσυνείδητα μάτια που τα βλέπουν. Σε μια τυφλή κόρη, όσο κι αν αυτή είναι όμορφη, λείπει το ουσιαστικότερο στοιχείο της ομορφιάς, το ενσυνείδητο φως των ματιών της.
Το πρόσωπο του Λόγου με την υπέρτατη συνείδησή του για όλα τα νοήματα είναι το πιο φωτεινό απ’ όλες τις πραγματικότητες. Και είναι η πηγή του φωτός όλων των νοημάτων και όλων των συνειδήσεων καθώς και όλων των ορατών και πνευματικών καλλονών. Αν δε, μόνο το πρόσωπο δικαιολογεί την ύπαρξη πάντων λαβαίνοντας συνείδηση των νοημάτων τους, πολύ περισσότερο δικαιολογεί την ύπαρξη πάντων το πρόσωπο του Λόγου.
Ιδού, λοιπόν, γιατί μέσα στην πνευματικότητα και τη λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας το φως είναι τόσο δοξασμένο η δε πηγή του φωτός ταυτίζεται με το πρόσωπο του Λόγου. Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ο ‘Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς, και πριν απ’ όλους ο Άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος τόνισαν τη σημασία του θείου φωτός στον πνευματικό βίο, με βάση τους ψαλμούς και τα έργα του Αποστόλου Ιωάννη, η δε ορθόδοξη Λειτουργία μιλάει συχνά για τη θέα του θείου φωτός, ως την υπέρτατη αφορμή της πνευματικής και αιώνιας χαράς.
Το πρόσωπο του Λόγου είναι η πηγή του φωτός με την υπέρτατη συνείδησή του, με την αγάπη του χωρίς σκιά εγωϊσμού, με το υπέρτατο νόημα της ύπαρξης την οποία έχει και την οποία μεταδίδει στους πάντες μαζί με τη ζωή του. Μέσα στο πρόσωπό Του υπάρχουν «οι λόγοι» των πάντων. Μέσα στον αναστημένο Χριστό οι πάντες και τα πάντα πλημμυρίζουν ξανά με φως, διότι το σώμα του έγινε διαφανές για τη θεότητά του και για τους λόγους των πάντων.
Μετάφραση: Ζηνοβία Δρακοπούλου – Παν. Νέλλας, Εποπτεία 29/1978, σσ. 943-949.
πηγή: Πεμπτουσία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου