Η ένταξη της Ρωσίας στη βυζαντινή πολιτιστική παράδοση
Με τον εκχριστιανισμό των Ρώσων το 988-989 και την ένταξή τους στην άμεση σφαίρα βυζαντινής επιρροής, αρχίζει η πραγματική ιστορία της τέχνης της Ρωσίας. Στην ίδια γεωγραφική περιοχή από παλαιότερα είχαν αναπτυχθεί οι διακοσμητικές τέχνες και η ταφική αρχιτεκτονική αλλά μνημειακή τέχνη με την ουσιαστική έννοια του όρου δημιουργείται μόνον από την εποχή ένταξης της Ρωσίας στη Βυζαντινή πολιτιστική παράδοση.
Στο Παλαιό (Μέγα) Χρονικό, που αποδίδεται στον μοναχό Νέστορα έχουν αποθησαυρισθεί οι σχετικές με τη δημιουργία των πρώτων ανεξάρτητων ηγεμονιών και τον εκχριστιανισμό των Ρώσων παραδόσεις, που μερικές χάνονται στο θρύλο.
Σύμφωνα με το Χρονικό, στα ποικιλώνυμα αυτά σλαβικά φύλα επιβλήθηκαν με την ανώτερη πολιτική τους οργάνωση οι Σκανδιναβοί Βάραγγοι, οι Ρως (από τους οποίους προέρχεται το όνομα των Ρώσων) και διαμόρφωσαν τις πρώτες ισχυρές ηγεμονίες, ο Rurik στο Νόβγκοροντ και οι Αskold και Dior στο Κίεβο Κάτοχοι των ποτάμιων εμπορικών δρόμων του Βόλγα και του Δνείπερου και αφού διοργάνωσαν τα ασύντακτα σλαβικά φύλα. οι Ρως έρχονται σε εμπορικές επαφές με το Βυζάντιο και επιδίδονται σε καθαρά ληστρικού χαρακτήρα επιδρομές. Λόγος του Πατριάρχη Φωτίου, που περιγράφει τον πανικό των κατοίκων της Βασιλεύουσας κατά την επιδρομή του 860, μαρτυρεί τον εκχριστιανισμό των Ρώσων και την αποστολή του πρώτου Μητροπολίτη. Και μετά την κατάκτηση του Κιέβου από τον Οleg και Ιgor το 880-883, οι συνεχιζόμενες βυζαντινορωσικές εμπορικές σχέσεις ευνοούν τη διείσδυση του Χριστιανισμού Το 945 μαρτυρείται αξιόλογη κοινότητα χριστιανών στο Κίεβο, με δικό της ναό στο άνομα του Προφήτη Ηλία. Τη σταδιακή διείσδυση του Χριστιανισμού επιστέφει το βάπτισμα της συζύγου του Ιgor, ηγεμονίδας του Κιέβου, Όλγας, το 957 στην Κωνσταντινούπολη, γεγονός που θεωρείται πρόδρομο εκχριστιανισμού της χώρας.
Αποδοχή Χριστιανισμού
Λίγο αργότερα, όμως, ο Μέγας Πρίγκιπας του Κιέβου Βλαδίμηρος επρόκειτο να αποδεχθεί τελικό το Χριστιανισμό στη Ρωσία και να τον καταστήσει μόνη θρησκεία του κιεβικού κράτους. Αν και αρχικά έκλινε στη σλαβική ειδωλολατρία και πολλοί βάραγγοι χριστιανοί υποβλήθηκαν σε διώξεις και αρκετοί εμαρτύρησαν, εσωτερικά γεγονότα του βυζαντινού κράτους οδήγησαν οριστικά τον Βλαδίμηρο και το κράτος του στο Χριστιανισμό. Οι αυτοκράτορες Βασίλειος ο Β΄ και Κωνσταντίνος ο Η΄, προκειμένου να αντιμετωπίσουν επαναστάσεις Βυζαντινών στρατηγών, ζήτησαν τη βοήθεια του Βλαδίμηρου. Συνεφωνήθη να του δοθεί ως αντάλλαγμα σύζυγος η πορφυρο¬γέννητη Άννα, αδελφή των αυτοκρατόρων, με την προϋπόθεση ότι ο Ρώσος ηγεμόνας θα ασπαζόταν το Χριστιανισμό μαζί με τον λαό του. Οι βασιλείς του Βυζαντίου δεν ανταποκρίθηκαν στη συμφωνία και Ρώσος ηγεμόνας από αντίδραση κατέλαβε τη Χερσώνα το 989. Έτσι, οι αυτοκράτορες αναγκάστηκαν να αποστείλουν την Άννα μαζί με τα μέλη της βυζαντινής ιεραποστολής και τους αυλικούς αξιωματούχους στη Χερσώνα όπου έγινε ο γάμος, αφού προηγουμένως βαπτίσθηκε α Βλαδίμηρος. Τα γεγονότα αυτά δέχεται και το Παλαιό Χρονικό, που διασώζει και άλλη. ενδιαφέρουσα για την απλότητά της, παράδοση. Σύμφωνα με αυτή, το 986 ο Βλαδίμηρος δέχτηκε τους εκπροσώπους διαφόρων θρησκειών, του μωαμεθανισμού, του καθολικισμού, του ιουδαϊσμού καθώς και ένα φιλόσοφο για τον Βυζαντινό Χριστιανισμό.
Η ομιλία του τελευταίου αυτού προκάλεσε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και τον προσηλυτισμό του Ρώσου ηγεμόνα. Άλλη παράδοση αναφέρεται στην αποστολή του 987 από τον Βλαδίμηρο πρεσβείας στους Βουλγάρους, Φράγκους και Βυζαντινούς για την επιλογή της καλύτερης θρησκείας και από την πρεσβεία προτιμήθηκε ο χριστιανισμός του Βυζαντίου. Αν και οι Παραδόσεις αυτές θεωρήθηκαν νοθεία των Βυζαντινών τον 12ο αιώνα, η μαρτυρία του Ρωσικού Χρονικού για το γάμο και το βάπτισμα του Βλαδίμηρου στη Χερσώνα πρέπει να θεωρηθεί αναμφισβήτητη.
Συγκινητική, εξ άλλου, είναι και η περιγραφή του ομαδικού βαπτίσματος των Ρώσων στον ποταμό Δνείπερο μετά την επιστροφή του Βλαδίμηρου και των Βυζαντινών ιεραποστόλων στο Κίεβο.
Εκκλησία της Ρωσίας
Με την ίδρυση της η εκκλησία της Ρωσίας διοργανώθηκε ως Μητρόπολη του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, σύμφωνα με τον 28ο Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Χαλκηδόνας του 451. Πράγματι, όλοι οι Μητροπολίτες της ρωσικής εκκλησίας κατά την πριν τη μογγολική κατάκτηση περίοδο (989¬1240) εκλέχτηκαν και χειροτονήθηκαν, εκτός δύο εξαιρέσεων, από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και μάλιστα από τον κλήρο του βυζαντίου. Από τον 13ο αιώνα, με τη διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους το 1204 και τη μεταφορά του Πατριαρχείου στη Νίκαια, Μητροπολίτης διορίζεται ο Ρώσος Κύριλλος (1242-181) και από τότε καθιερώνεται η εναλλαγή Έλληνα και Ρώσου ως προκαθημένου της Ρωσικής Εκκλησίας
Τελευταίος Έλληνας Μητροπολίτης ήταν ο Ισίδωρος, που επειδή μετείχε στην ενωτική Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1437-39) και επέστρεψε στη Ρωσία ως καρδινάλιος και αποστολικός βικάριος των Βορείων Χωρών της Λιθουανίας και της Ρωσίας προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις των ορθοδόξων Ρώσων.
Με τις προϋποθέσεις αυτές η Ρωσία περιήλθε στη θρησκευτική και πολιτιστική επίδραση του Βυζαντίου και άρχισε να αφομοιώνει δημιουργικά τις καλλιτεχνικές του παραδόσεις. Από αρχειακές πηγές βεβαιώνεται η παρουσία Ελλήνων ζωγράφων στη Ρωσία και στην καλλιτεχνική τους δραστηριότητα οφείλεται η παραγωγή ενός μεγάλου αριθμού μωσαϊκών και τοιχογραφιών σε καθαρά βυζαντινή τεχνοτροπία. Εξ άλλου, η αποστολή φορητών εικόνων από την Κωνσταντινούπολη στη νεοϊδρυμένη ρωσική εκκλησία, μαρτυρείται από τις ίδιες ρωσικές πηγές, όπως ενδεικτικά οι περιφημότερες θαυματουργικές εικόνες της Θεομήτορος της Μονής Ρetserskaia του Κιέβου της Παναγίας Οδηγήτριας του Smolensk, της Θεοτόκου του Vladimir κ.ά.
Ιαροσλάβος ο Σοφός
Αν στον Βλαδίμηρο οφείλεται ο εκχριστιανισμός της Ρωσίας, ο Ιαροσλάβος ο Σοφός (1037-1054) σχετίζεται με τη χρυσή εποχή του πολιτισμού του Κιέβου και με ένα γιγαντιαίο οικοδομικό πρόγραμμα έδωσε στην πόλη του τη μορφή μιας χριστιανικής πρωτεύουσας. Τον Καθεδρικό ναό της Αγίας Σόφιας οικοδόμησε με Έλληνες που μετακάλεσε από την Κωνσταντινούπολη. Στο κολοσσιαίο αυτό αρχιτεκτόνημα, στην αρχική του μορφή επαναλαμβάνεται ο τύπος της τρουλλαίας σταυρόσχημης βυζαντινής εκκλησίας, αλλά με πέντε κλίτη. Η διακόσμησή του, όμως, με μωσαϊκά και τοιχογραφίες πραγματοποιήθηκε από ομάδα καλλιτεχνών που μετακάλεσε ο Ιαροσλάβος από την Κωνσταντινούπολη. Η τέχνη του περίφημου αυτού μνημείου εντάσσεται στα μεγάλα μνημειακά σύνολα του α΄ μισού του 11ου αιώνα (Όσιος Λουκάς Φωκίδας, Νέα Μονή Χίου, τοιχογραφίες Αγίας Σοφίας Αχρίδας). Η κριτική αποδίδει σ’ έναν από τους Έλληνες ζωγράφους της Αγίας Σοφίας την παράσταση του Αγίου Γεωργίου σε αμφιπρόσωπη εικόνα του Καθεδρικού της Κοιμήσεως του Κρεμλίνου, πιθανότατα παραγγελία του Ιaroslav του Σοφού, που το βαπτιστικό ταυ όνομα ήταν Γεώργιος.
Βυζαντινή παράδοση
Την έρευνα της ιστορίας της θρησκευτικής ζωγραφικής στη Ρωσία απασχόλησε ο βαθμός εξάρτησης από τα βυζαντινά πρότυπα, ακόμα και στην προ-μογγολική περίοδο της ιστορίας της. Η τάση παλαιότερα ήταν να τονιστεί η πρωτοτυπία και ο καθαρά εθνικός χαρακτήρας της.
Στις πιο σύγχρονες όμως, έρευνες η μεσαιωνική ρωσική ζωγραφική της πρώτης περιόδου εντάσσεται στη βυζαντινή παράδοση, προϊόν της καλλιτεχνικής δραστηριότητας Βυζαντινών ζωγράφων στη Ρωσία. Η βυζαντινή ζωγραφική θα επικρατήσει και θα είναι η μόνη τέχνη της ρωσικής Ορθοδοξίας στην προ-μογγολική περίοδο της ιστορίας της, όπως βεβαιώνει σειρά μνημείων έως και το τέλος του 12ου αιώνα.
Τα τμήματα μωσαϊκών από τη Μονή του Αγίου Μιχαήλ της Χρυσής Στέγης κοντά στο Κίεβο (Πινακοθήκη Τretiakov) του 1108. αντιπροσωπεύουν την πρώιμη Κομνήνεια τέχνη, ενώ οι τοιχογραφίες του καθεδρικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του 1189 και του καθεδρικού ναού του Αγίου Δημητρίου του 1195 στο Κίεβο, έργα Κωνσταντινουπολιτών ζωγράφων αντιπροσωπεύουν τις μανιεριστικές τάσεις της τελευταίας περιόδου της Κομνήνειας ζωγραφικής. Για την κάλυψη, εξ άλλου, των λατρευτικών αναγκών των ναών και των μονών της Ρωσίας εισάγονται φορητές εικόνες από την Κωνσταντινούπολη όπως η περίφημη εικόνα της Παναγίας Ελεούσας. γνωστής ως Θεοτόκος του Vladimir.
Από τα κλασικότερα δείγματα της Κομνήνειας ζωγραφικής του Β΄ τέταρτου του 12ου αι., δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ήρθε από την Κωνσταντινούπολη στο Κίεβο, άπου παρέμεινε για κάποιο διάστημα και το 1155 μεταφέρθηκε στο Vladimir. για να γίνει το πιο ιερό παλλάδιο του ρωσικού κράτους.
Και στην άλλη μεγάλη ηγεμονία, την κοιτίδα των Ρουρικιδών Νονgorod, τα πρωιμότερα μνημεία βεβαιώνουν την αποδοχή της βυζαντινής τέχνης. Σε μία ομάδα τοιχογραφιών του πρώιμου 12ου αιώνα, όπως ο Άγιος Νικόλαος της Αυλής (1113), καθώς και τα Καθολικά των Μονών του Αγίου Γεωργίου (1119) και του Αγίου Ανδρέα (1125). διαπιστώνεται στενή συνάφεια με τη ζωγραφική περιφερειακών μνημείων, όπως με την τέχνη της Ασίνου της Κύπρου (α΄ μισό 12ουαι.) και θεωρούνται έργα Ελλήνων ζωγράφων. Μεταγενέστερη εξελικτική φάση αντιπροσωπεύει η τοιχογραφική διακόσμηση της Μονής του Σωτήρα Μirozsh στο Ρskov, που χρονολογείται στο 1156. Την κατασκευή και της διακόσμησης αυτής από Έλληνες ζωγράφους δικαιολογεί, άλλωστε και η ελληνική καταγωγή Του κτήτορα της Μονής Μητροπολίτη Νήφωνα.
Με την τέχνη αυτή σχετίζεται και η διακόσμηση του Αγίου Γεωργίου στη Staraia Ladora (1167). Στο κλείσιμο του 12ου αι., οι τοιχογραφίες του Arkazsh (1189) και της Νereditsa (1199) εντάσσονται στην παράδοση της Κομνήνειας δυναμικής τεχνοτροπίας, που είχε ευρεία διάδοση σε διαφορετικές περιοχές του βυζαντινού κόσμου. Η ζωγραφική, όμως, των Καθεδρικών ναών της Κοίμησης (1189-1193) και του Αγίου Δημητρίου στο Vladimir είναι περισσότερο αριστοκρατική και μητροπολιτική τέχνη.
Τις στενές σχέσεις των πριγκίπων του Vladimir με την Κωνσταντινούπολη επιβεβαιώνει και η εισαγωγή από τη βυζαντινή πρωτεύουσα της περίφημης εικόνας της Παναγίας, της γνωστής ως Παναγίας του Vladimir, Στο σύνολο των μνημείων αυτών, που είναι ιδρύματα εκκλησιαστικών αρχόντων ή τοπικών πριγκίπων, διαπιστώνονται οι ποικίλες τάσεις μιας τέχνης που βρίσκεται στο πλαίσιο της βυζαντινής εικαστικής παράδοσης.
Οι εξελίξεις που πραγματοποιούνται στα νέα καλλιτεχνικά κέντρα που δημιουργούνται με τη μετακίνηση Ελλήνων καλλιτεχνών στην περιφέρεια, ύστερα από τον κατακερματισμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας το 1204. κατά την 4η Σταυροφορία, αντανακλώνται οε εικόνες του πρώι¬μου 13ου αι. Η έρευνα έχει διαπιστώσει συνάφειες με ορισμένα κέντρα, όπως οι εικόνες του Αγ. Δημητρίου Θεσσαλονίκης και της Παναγίας του Iaroslav (Πινακοθήκη Tretiakov), με τη ζωγραφική της Πάτμου και αι εικόνες της Δέησης και της Κοίμησης της Θεοτόκου από το Νovgorod (Πινακοθήκη Τretiakov). με τη Σερβική Studenitsa.
Μογγολική κατάκτηση
Με τη μογγολική κατάκτηση του 1240, το κράτος του Κιέβου αποσυντίθεται γιατί η Ρωσία διαιρεμένη σε μικρές ηγεμονίες, δεν παρουσίαζε την αναγκαία κρατική ενότητα για να αντιδράσει σε έναν πανίσχυρο επιδρομέα όπως οι Μογγόλοι. Στην ίδια περίοδο το κράτος του Νοvgorod. που δεν είχε υποκύψει στη μογγολι¬κή πίεση, αγωνιζόταν να επιβιώσει από τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των Λιθουανών και των Τευτόνων Ιπποτών. Παράλληλα και ο κατακερματισμός της βυζαντινής αυτοκρατορίας, το 1204 συντείνει στην προσωρινή αποδυνάμωση των σχέσεων με τη Ρωσία.
Κατά την περίοδο αυτή των τεράστιων καταστροφών και της εξαθλίωσης αναφαίνονται οι πρώτες τεχνοτροπικές τάσεις τοπικού χαρακτήρα, φαινόμενο που θα μπορούσε να ερμηνευθεί από την αναγκαστική απομόνωση της Ρωσίας από τον βυζαντινό κόσμο. Σε εικόνες από το Νονgorod, το Ρskον, το Iaroslav και το Rostov και παρά τις τεχνοτροπικές διαφοροποιήσεις τους, εμφανίζονται τα ιδιαίτερα εκείνα ρωσικά χαρακτηριστικά, που προκαθορίζουν τις εξελίξεις της μεταγενέστερης ρωσικής ζωγραφικής. Στις εικόνες αυτές η αναζήτηση της κλασικής ομορφιάς και η ευγένεια της έκφρασης της βυζαντινής παράδοσης έχουν υποχωρήσει και επικρατεί μια απλοποιημένη καλλιτεχνική έκφραση, με απλές γραμμές, καθαρή χρωματική κλίμακα και στοιχειώδες πλάσιμο.
Στις πρώιμες εικόνες του Νovgorod οι μορφές είναι ογκώδεις, με αυστηρή έκφραση και ζωηρό χρώματα σε πλατιές μαλακές πινελιές και με το κόκκινο της κιννάβα¬ρης να επικρατεί στη χρωματική κλίμακα. Στις εικόνες του Rostov και του Iaroslav όμως, οι μορφές είναι πιο βαριές, τα χρώματα βαθύτερα και η σύνθεση πιο ρυθμική και εκφράζουν ένα έντονα ηρωικό πνεύμα. Τον 14ο αιώνα, με την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου και την ανάπτυξη του εμπορίου, το Νονgorod ανέρχεται οικονομικά και με τις νέες ιστορικές συνθήκες που διαμορφώνονται, ανανεώνονται οι επαφές με την αποκατεστημένη βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι ηγετικές μορφές των Μητροπολιτών Βασιλείου και Μωυσή συμβάλλουν στη διείσδυση της Παλαιολόγειας ζωγραφικής. Στην περίοδο αυτή εντάσσεται η δράση του Έλληνα ζωγράφου Ησαΐα (13381 και ο Μητροπολίτης Αλέξιος θα φέρει από την Κωνσταντινούπολη την εικόνα του Σωτήρα, που η τεχνική πλασίματος προαγγέλλει τις εξελίξεις των τεχνικών μεθόδων της επόμενης περιόδου. Χαρακτηριστικές της περιόδου είναι οι τοιχογραφικές διακοσμήσεις της εκκλησίας της Κοίμησης της Παναγίας στο Volotονο του 1380 και του ναού της Μεταμόρφωσης που ζωγράφησε ο Θεοφάνης ο Έλληνας το 1378
Τα μνημεία αυτά αντιπροσωπεύουν την Παλαιολόγεια ζωγραφική του β΄ μισού του 14ουαιώνα και τις τεχνοτροπικές τάσεις και εξελικτικές φάσεις της τέχνης της περιόδου. Παράλληλα όμως. στις φορητές εικόνες συνεχίζεται η τοπική παράδοση και η τεχνοτροπία γίνεται περισσότερο εκφραστική και επαρχιακή, με σύνθεση καθαρή με γεωμετρικές φόρμες. Οι εικονογραφικές παραστάσεις αποτελούνται από πρωτότυπες συνθέσεις διαφόρων μορφών αγίων και εκφράζουν συγκεκριμένα εικονογραφικά προγράμματα, που σχετίζονται με ορισμένες θεολογικές και λειτουργικές προϋποθέσεις. Στο τέλος του 15ουαιώνα η τέχνη του Νονgorod προσλαμβάνει ένα χαρακτήρα περισσότερα ρυθμικό με μορφές πιο κομψές, αλλά διατηρεί την έντονη εκφραστικότητά της, χαρακτηριστικό της τοπικής καλλιτεχνικής παράδοσης.
Τέχνη του Ρskov
Μέσα στο πλαίσιο των τοπικών σχολών η τέχνη του Ρskov αντιπροσωπεύει μια ιδιαίτερη περίπτωση. Σημαντικά ρόλο στις καλλιτεχνικές εξελίξεις διαδραματίζουν κι εδώ η ισχυρή εκκλησιαστική ιεραρχία και η κοινοτική οργάνωση. Η τέχνη του Ρskov χαρακτηρίζεται από μορφές ογκώδεις που παριστάνονται με γρήγορη και ταραγμένη κίνηση, με πρόσωπα πλασμένα με σκοτεινά χρώματα και με πυκνές χρυσοκοντυλιές. Τα χαρακτηριστικά αυτά θα κυριαρχήσουν στην τοπική ζωγραφική τον 14ο και 15ο και ακόμα τον 16ο αιώνα. Οι γρήγορες πινελιές των άσπρων φώτων στα πρόσωπα, τα ενδύματα και τις ακμές των βράχων, οφείλονται σε επίδραση της βυζαντινής ζωγραφικής. Στους τεχνικούς αυτούς τρόπους αναγνωρίζονται από την κριτική οι αντανακλάσεις της θεωρίας των Ησυχαστών για το άκτιστο φως, που έγινε το επίκεντρο της θρησκευτικής ζωής της εποχής στη Ρωσία και επηρέασε την τέχνη.
Ζωγραφική του Τver
Ένα άλλο κέντρο σημαντικής καλλιτεχνικής παραγωγής ήταν το Τverk από τα μεγαλύτερα πριγκιπάτα της Ρωσίας που ανταγωνιζόταν τους πρίγκιπες της Μόσχας, με σημαντική συμβολή στην καλλιτεχνική ζωή κατά τον 13ο και 14ο αιώνα. Σύμφωνα με τις πηγές, ο μοναχισμός βρήκε μια ιδιαίτερη ανάπτυξη και οι δεσμοί με τον ορθόδοξο κόσμο. ιδιαίτερα με το μοναστικό κέντρο του Αγίου Όρους, ήταν στενοί. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της αποστολής από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως της εικόνας της Δευτέρας Παρουσίας στον Πρίγκιπα Μιχαήλ. Η αριστοκρατική κομψότητα και η μοναστική αυστηρότητα της ζωγραφικής του Τver χαρακτηρίζεται ως μια ελληνόφιλη κατεύθυνση τέχνης. Με την προσάρτηση του Τνer στα πριγκιπάτα της Μόσχας διαμορφώνεται μια επαρχιακή παραλλαγή της τέχνης του που πλησιάζει στην παράδοση του Νονgorod Οι βαριές μορφές αποδίδονται με πλατιές φόρμες και φωτεινά χρώματα. Τα στοχαστικά και αυστηρά μετωπικά πρόσωπα πλάθονται με παχύ σχεδόν άσπρο χρώμα και με τεχνικούς τρόπους που επαναλαμβάνουν μεθόδους της βυζαντινής ζωγραφικής του τέλους του 13ου ή αρχών του 14ου αιώνα.
Νέες συνθήκες δημιουργούνται στον 14ο αι. με συνακόλουθες επιπτώσεις στις καλλιτεχνικές εξελίξεις. Η μογγολική δύναμη, μετά τις στρατιωτικές επιτυχίες του Dmitrii Donskoi στη μάχη του Κulikov του 1380, σταδιακά εξασθενεί και η Μητροπολιτική έδρα μετακινείται από το Κίεβο στα Vladimir και, το 1326, οριστικά στη Μόσχα. Το τελευταίο αυτό γεγονός είχε ως συνέπεια και τη μετατόπιση της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Μερικές απηχήσεις της Παλαιολόγειας ζωγραφικής διαπιστώνονται στις ρωσικής τέχνης εικόνες της Αγίας Τριάδος στο ναό της Κοιμήσεως στο Κρεμλίνο της Μόσχας, καθώς και των Ρώσων αγίων Βοris και Gleb από το Vladimir, που χρονολογούνται στην περίοδο της αρχιερατείας του Μητροπολίτη Πέτρου, πριν μεταφέρει την έδρα του στη Μόσχα. Νέες επαφές με την αυτοκρατορία των Παλαιολόγων πραγματοποιούνται κατά την περίοδο της αρχιερατείας του Μητροπολίτη Θεόγνωστου (1328-1353), Έλληνα από την Κωνσταντινούπολη και φίλου του ανθρωπιστή Νικηφόρου Γρήγορα, με τον οποίο συνδέεται η ζωγραφική στον Καθεδρικό της Κοιμήσεως στο Κρεμλίνο της Μόσχας του 1344, που έχει εντελώς καταστραφεί.
Θεοφάνης ο Έλληνας
Εντελώς ιδιαίτερης σημασίας είναι η περίπτωση του Κωνσταντινουπολίτη ζωγράφου Θεοφάνη ο οποίος, με την έντονα εκφραστική και μυστικιστική τεχνοτροπία του, οδήγησε την Παλαιολόγεια παράδοση της κωνσταντινουπολίτικης τέχνης σε μια ακραία μορφή. Από τον σύγχρονό του Ρώσο ζωγράφο Επιφάνιο προέρχονται οι πληροφορίες της καλλιτεχνικής δραστηριότητας του Θεοφάνη στην Κωνσταντινούπολη και την περιοχή της, πριν από την εγκατάστασή του στο Novgorod. Από τις πέντε εκκλησίες που ζωγράφισε εκεί. σώζεται η τοιχογραφική διακόσμηση μόνο του ναού της Μεταμόρφωσης του 1357. Ύστερα από μακροχρόνια παραμονή στο Νονgorod. άπου εκτός από χειρόγραφα διακόσμησε με τοιχογραφίες ιδιωτικό ανάκτορο με μια πανοραμική άποψη της Μόσχας, μετέφερε τη δραστηριότητά του στη Μόσχα. Οι εικόνες της Δέησης που μετέφερε ο Ιβάν ο Τρομερός στον Καθεδρικό του Ευαγγελισμού του Κρεμλίνου, πιθανόν από την Colomna όπου εργάσθηκε ο Θεοφά¬νης, αποδίδονται, όπως και η Πανα¬γία του Dοn (Πινακοθήκη Τretiakov) στον μεγάλο Έλληνα ζωγράφο.
Από τον κύκλο του Θεοφάνη προέρχεται η ζωγραφική μιας ομάδας εικόνων η Κοίμηση της Παναγίας στην πίσω άψη της Παναγίας του Don. η Μεταμόρφωση, καθώς και οι δύο εικόνες με τέσσερις και έξι ευαγγελικές σκηνές αντίστοιχα, που πραγματοποιήθηκαν πιθανόν από Ρώσους μαθητές του Θεοφάνη.
Στην ίδια όμως περίοδο, οι τοπικές παραδόσεις εμφανίζουν μεγαλύτερη ακόμη επίδοση εμφανή σε σημαντικά αριθμό φορητών εικόνων της Μόσχας. Στις περισσότερες από αυτές μόλις που διακρίνονται τεχνοτροπικές επιδράσεις από την Παλαιολόγεια ζωγραφική. Με τις ογκώδεις βαριές μορφές, τα αυστηρά πρόσωπα, τα λαμπρά χρώματα με μαλακές πλατιές πινελιές, με το κόκκινο της κιννάβαρης να επικρατεί στη χρωματική κλίμακα, αποτελούν τοπικού χαρακτήρα καλλιτεχνικό φαινόμενο, ανάλογο μ’ εκείνο που διαπιστώνεται και σε εικόνες του Ρskον.
Σε μεγάλους, εξ άλλου αριθμούς εικόνων από τη Μόσχα, όπως ακόμη και από βορειότερες περιοχές, όπως το Rostov και το Suzdal. παρά τις επί μέρους διαφοροποιήσεις των τοπικών παραδόσεων, εμφανίζεται μια ουσιώδης ομοιογένεια, που απηχεί την πνευματικότητα της Ρωσικής Ορθοδοξίας όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον άγιο Σέργιο του Radonezh και τους μαθητές του. Οι εικόνες αυτές με τις σχεδόν στατικές ψηλόλιγνες μορφές με τη γραμμική απλοποιημένη σχεδίαση, την πολύ μαλακή μετάβαση των τόνων στο σχεδόν επίπεδο πλάσιμο και την αρμονική σύνθεση, θεωρούνται ότι αποτελούν την αξιολογότερη ρωσική συμβολή στην ορθόδοξη τέχνη. Τα τεχνοτροπικά τους γνωρίσματα τις διαφοροποιούν από την Παλαιολόγεια ζωγραφική, στην οποία οι αισθητικές αξίες της κλασικής παράδοσης είναι παρούσες στην αρμονική δόμηση της σύνθεσης, την αίσθηση της πλαστικής φόρμας και της ζωντανής κίνησης στο χώρο.
Αndrei Rublev
Σ’ αυτό το καλλιτεχνικό και πνευματικό περιβάλλον εμφανίζεται η μεγάλη μορφή του Αndrei Βυblev, του μεγαλύτερου ζωγράφου της Ρωσίας. Αν και μαθήτευσε κοντά στον Θεοφάνη τον Έλληνα όταν αυτός ζωγράφιζε τον Καθεδρικό ναό του Ευαγγελισμού στο Κρεμλίνο της Μόσχας για το Μεγάλο Πρίγκιπα Βασίλειο, παρέμεινε πιστός στη διαμορφωμένη ήδη ρωσική παράδοση, που με το έργο του έφθασε σε τέτοιο σημείο πληρότητας που δεν ξεπεράστηκε ποτέ.
Οι ασύγχρονές του ιστορικές πηγές τον αναφέρουν ως δεύτερο βοηθό, μετά τον Ρώσο ζωγράφο Πρόχορο Gorodezh, στη διακόσμηση, του Καθεδρικού ναού του Ευαγγελισμού το 1405. Σύμφωνα με τις πενιχρές ειδήσεις των πηγών, εκάρη μοναχός στη Μονή Αγ. Τριάδος – Αγ. Σεργίου, όπου φαίνεται γνωρίστηκε με τον ζωγράφο Πρόχορο. Αργότερα διαμένει για μεγάλο διάστημα στη Μονή Ανδρονίκου της Μόσχας (σήμερα Μουσείο Rublev) και το 1405 εργάζεται κοντά στον Θεοφάνη. Το 1422 επιστρέφει στη Μονή Αγ. Τριάδος -Αγ. Σεργίου και τοιχογραφεί το Καθολικό της.
Από το εκτεταμένο έργο ταυ στις ρωσικές πόλεις και μονές στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα, πολύ μικρό μέρος μπορεί να ταυτιστεί με κάποια βεβαιότητα. Στον Αndrei Rublev αποδίδονται οι μικρογραφίες του χειρογράφου Ευαγγελίου Κitrov (14-15). η Δέηση Svenigorod. αρχές 15ου αι.. οι τοιχογραφίες του Καθεδρικού ναού της Κοιμήσεως στις Παναγίας στο Vladimir του 1408, η εικόνα της Παναγίας του Vladimir του 1408 και η περίφημη εικόνα της Αγίας Τριάδας του 1411 ή πιθανότερα μεταξύ του 1425-1427, που φιλοτέχνησε στη μνήμη του πνευματικού του, αγίου Σεργίου του Radonezh. Οι συνθέσεις του ακολουθούν τους τύπους του τέλους του 14ουκαι των αρχών του 15ου αιώνα και αντανακλούν την ανάπτυξη της μοναστικής πνευματικότητας από τους οπαδούς του αγίου Σεργίου, αλλά και την κρατική ενοποίηση της Ρωσίας από τον μεγάλο πρίγκιπα της Μόσχας Ιωάννη τον 3ο.
Το πριγκιπάτο του Νονgorod προσαρτάται το 1438, και εκείνο του Ρskov το 1510, και στη σχολή της Μόσχας αφομοιώνονται οι παραδόσεις των παλαιών ρωσικών πόλεων και διαμορφώνεται μια τέχνη με ιδιαίτερη σε χάρη και ακρίβεια έκφραση. Συνέπεια των διεργασιών αυτών ήταν η ενοποίηση των εικονογραφικών τύπων και της τεχνοτροπίας της Μοσχοβίτικης τέχνης που αναπαράγει τις χαρακτηριστικές ποιητικές και σε πνευματική ενατένιση μορφές Παραλλαγές διαπιστώνονται στις τοπικές σχολές του Νονgorod και του Ρskov. η αναστροφή του Rublev με τα έργο ταυ Θεοφάνη του Έλληνα και με τη βυζαντινή καλλιτεχνική παράδοση της Ρωσίας αντανακλάται στη ζωγραφική του, χωρίς να αναπαράγει όμως τις ανάγλυφες με έντονη σωματική παρουσία βυζαντινές μορφές. Η τέχνη του τείνει σε μορφές πιο επίπεδες με ρυθμική τη γραμμική σχεδίαση, που αποδίδονται με λεπτές στρώσεις διάφανων χρωμάτων και θεωρούνται από την κριτική ότι ενσωματώνουν την πρακτική της προσευχής της καρδιάς των Ησυχαστών.
Η παράδοση της τέχνης του Rublev κυριαρχεί στη ρωσική ζωγραφική του α΄ μισού του 15ουαιώνα και ομάδες καλλιτεχνών από τους μοναστικούς συνήθως κύκλους, που μαθήτευσαν κοντά στον μεγάλο δάσκαλο, συγκράτησαν τη σχολή του. Ζωγράφισαν τα μεγάλα τέμπλα των ναών της Μόσχας και των γύρω περιοχών, συνεχίζοντας την ίδια παράδοση, αν και σε χαμηλότερη ποιοτική στάθμη. Η ίδια τέχνη συνεχίζεται και στο β΄ μισό του 15ου αιώνα και η καλλιτεχνική παραγωγή είναι μεγάλη σε φορητές κυρίως εικόνες για τα μεγάλα μοναστηριακά συγκροτήματα όπως του Αγ. Κυρίλλου, του Αγίου Θεράποντα και του Αγ Σεργίου. Μεγάλος αριθμός επίσης αφιερωματικών ή και λατρευτικών εικόνων προέρχεται από τη Μόσχα, το Suzdal κ.ά. Στο κυρίαρχο αυτό καλλιτεχνικά ρεύμα, οι μορφές αποδίδονται περισσότερο εκλεπτυσμένες με ένα πλάσιμο πολύ πιο μαλακό, με διάφανα χρώματα, που απαστράπτουν πάνω στις ψηλόλιγνες ασώματες φιγούρες. Η μαζική παραγωγή εικόνων αποβλέπει στην ικανοποίηση των νέων απαιτήσεων που δημιουργούν τα πολύ υψηλά τέμπλα με τις επάλληλες ζώνες, που μαζί με την τοιχογραφική διακόσμηση πρέπει να προσαρμόζονται στον θεολογικό-δογματικό συμβολισμό του ναού, ο οποίος επιβάλλει την ένταξη των επί μέρους εικονογραφικών παραστάσεων σε ένα νοηματικό σύνολο.
Ο ζωγράφος Διονύσιος
Ηγετική μορφή στη στροφή του 15ου προς τον 16ο αιώνα είναι ο ζωγράφος Διονύσιος, που μαρτυρείται το 1502-3 να τοιχογραφεί με το γιο ταυ τη Μονή Αγ. Θεράποντος. Τις εκλεπτυσμένες πανύψηλες και αριστοκρατικές μορφές τις βυθισμένες στο στοχασμό ο Διονύσιος αποδίδει με ένα έντονο αίσθημα λεπτής διακοσμητικότητας, με εξαιρετικά απαλούς τόνους άσπρου και χρυσού, σχεδόν εκτυφλωτικού χρώματος. Στο έργο του αντανακλάται όχι μόνο η μεγάλη παράδοση της ρωσικής πνευματικότητας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον Άγιο Σέργιο, αλλά και όλα τα θρησκευτικά ρεύματα της ρωσικής εκκλησιαστικής ζωής της εποχής του. Σε αυτά πρωτοστατούσε ο Άγιος Νείλος του Sora 11433-150Θ) και ο πάτρωνάς του Άγιος Ιωσήφ του Volotski (1439-1515). Στις εικονογραφικές προτιμήσεις του περιλαμβάνεται το παραδοσιακό θέμα της Θεοτόκου ως προστάτιδας της Μόσχας και της Αγίας Ρωσίας η έμφαση όμως δίδεται σε υμνογραφικά κείμενα, στα οποία κυριαρχεί ο Ακάθιστος, με τον οποίο έχει διακοσμηθεί η Μονή του Αγ Θεράποντος
Στη διάρκεια του 16ουαιώνα, οι τοπικές σχολές της παλαιότερης παράδοσης, όπως οι σχολές ταυ Νονogorod και του Ρskον, συγκλίνουν στη διαμόρφωση κοινού ύφους, αποτέλεσμα σημαντικών γεγονότων της πολιτικής και εκκλησιαστικής ζωής της εποχής. Το 1543, ο Μακάριος, φορέας της πολιτιστικής παράδοσης του Νονogorod. γίνεται μητροπολίτης Μόσχας και το 1547, ο Ιβάν ο Τρομερός μετακαλεί ζωγράφους από διάφορες ρωσικές πόλεις και ιδιαίτερα από το Νοvogorod και το Ρskον για να επιδιορθώσουν τις ζημιές που προκλήθηκαν από πυρκαγιά στους ναούς της Μόσχας. Ο ίδιος τσάρος μετέφερε ιερά λείψανα και παλαιές σεβάσμιες εικόνες από διάφορες περιοχές της χώρας, για να ενισχύσει το γόητρο της βασιλείας του. Εξ άλλου, σε θεολογικές προϋποθέσεις, στην προσπάθεια δηλαδή να αποδοθεί μια λεπτομερής εικαστική αναπαράσταση των δογμάτων της ρωσικής Ορθοδοξίας, οφείλεται η διαμόρφωση μιας εικονογραφίας με εξαιρετικά πολυάνθρωπες αλληγορικές συνθέσεις και αφθονία αφηγηματικών και συμβολικών λεπτομερειών. Στις παραστάσεις αυτές η σύνθεση γίνεται περισσότερο ρυθμική, με σαφή τη διάταξη των εικονογραφικών στοιχείων, με μορφές κομψές και διαυγή χρώματα, στα οποία επικρατεί το άσπρο και το χρυσό. Αξιοπρόσεκτα είναι και τα πλούσια αρχιτεκτονικά συγκροτήματα που απεικονίζουν εκκλησίες σε άσπρο με χρωματιστές στέγες και χρυσούς τρούλλους και γεμίζουν αρμονικά ολόκληρο τον κάμπο των εικόνων. Με δυσκολία αναγνωρίζονται οι τοπικές παραδόσεις, γεγονός που οφείλεται στην τάση ενοποίησης του καλλιτεχνικού ύφους της εποχής Στην ίδια περίοδο διαπιστώνονται εικονογραφικός επιδράσεις της κρητικής σχολής στις ρωσικές εικόνες και μέσω των Κρητικών εικόνων οι Ρώσοι ήλθαν σε επαφή με την ιταλική τέχνη.
Αξιοσημείωτη είναι και η παρουσία περισσότερων τεχνοτροπιών στο ίδιο τέμπλο που παρατηρείται κατά την εποχή αυτή. Οφείλεται στη μεγάλη ανάπτυξη σε ύψος των ξύλινων τέμπλων με επάλληλες ζώνες, που απαιτούσε τη συνεργασία περισσότερων καλλιτεχνών, τους οποίους μετακαλούσαν από περιφερειακά κέντρα.
Στην ίδια περίοδο και παρά τις ισχυρές τάσεις σύγκλισης των τεχνοτροπιών σε πολύ μακρινές και απομονωμένες περιοχές, όπως σ’ αυτές κοντά στη Λευκή θάλασσα, στα ανατολικά, και αυτές που βρίσκονταν δυτικά του Νονogorod. άρχισαν να αναπτύσσονται τοπικού και καθαρά επαρχιακού χαρακτήρα σχολές, στη Λευκή Λίμνη, στο Vologda κ.ά.
Σχολή Stroganov
Προς το τέλος του 16ου και τις αρχές του 17ουαιώνα δημιουργείται η σχολή Stroganον. από το όνομα των Ρώσων εμπόρων που ήταν πάτρωνες μιας ομάδας καλλιτεχνών οι οποίοι εργάστηκαν στην Αυλή του τσάρου στα αυτοκρατορικά εργαστήρια του οπλοστασίου του Κρεμλίνου της Μόσχας.
Η τεχνοτροπία της σχολής αποτελεί μια νέα έκφραση των καλλιτεχνικών παραδόσεων της Μόσχας σε μια ενιαία τεχνοτροπία που αντανακλά την κρατική και θρησκευτική κάτω από την απεριόριστη εξουσία του τσάρου, ενότητα.
Σε εικόνες προορισμένες κατά κανόνα για ιδιωτική χρήση -και γι’ αυτό πολύ μικρών διαστάσεων- διαμορφώνεται μια εξαιρετικά επιτηδευμένου μικρογραφικού χαρακτήρα τεχνοτροπία, στην οποία οι συνθέσεις εμπλουτίζονται με πλήθος από δευτερεύουσες λεπτομέρειες, που αποδίδονται με κομψότητα και χάρη. Στη μικρογραφική αυτή τεχνοτροπία, ζωγραφίζουν και ολόκληρα τέμπλα, όπως αυτό που κατασκευάστηκε το 1627 στο ναό της Καταθέσεως της Εσθήτος της Θεοτόκου στο Κρεμλίνο της Μόσχας.
Οι ηγετικές μορφές της σχολής όπως ο Simeon Ushakov, ο Ρrokopli Chirin, ο Savin κ.ά., αν και συνειδητά προσπάθησαν να δημιουργήσουν έναν κόσμο ουράνιας ομορφιάς, με τα νέα μέσα καλλιτεχνικής έκφρασης που δημιούργησαν, απομάκρυναν την τέχνη τους από κάθε βυζαντινή παράδοση.
(Πηγή : Η Καθημερινή. «Επτά ημέρες» – αφιέρωμα: Ρωσικοί θησαυροί της Ορθοδοξίας . 8 Μαΐου 1994, σ. 4-9)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου