31 Ιαν 2012

Άγιος Ηλίας ο εξ Ηλιουπόλεως που μαρτύρησε στην Δαμασκό


Ιερά Λαύρα Σάββα Ηγιασμένου
 
Ο ΑΓΙΟΣ ΗΛΙΑΣ Ο ΕΞ ΗΛΙΟΥΠΟΛΕΩΣ (ΦΟΙΝΙΚΗΣ) ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΣ ΕΝ ΔΑΜΑΣΚΩ ΤΗ Α' ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΤΟΥ 6287 ΕΤΟΥΣ*
*Κείμενο εκδοθέν υπό του Α. Παπαδοπούλου – Κεραμέως εις το βιβλίον του  «Συλλογή παλαιστινής και συριακής αγιολογίας», εν Πετρουπόλει (Ρωσσίας), τω 1907, σελ. 42-59, (το μαρτύριον του Αγίου Ηλία του νέου), με βάση τον κώδικα  Coislin 303 (ελλ. Χειρόγραφον) Εθνικής Βιβλιοθήκης Παρισίων [φ. 238ν-249ν]. Εδώ παρατίθεται μεταγλωττισμένο στην νεοελληνική γλώσσα από τον Σαββαΐτη μοναχό Χερουβίμ.

(Κατά την ΚΠόλεως χρονολογίαν 6287-5508 = 779 μ.Χ. 
Κατά την Αλεξανδρείας χρονολογίαν, 6287-5492 = 795 μ.Χ.)[1]
Μηνί Φεβρουαρίω α'.
Υπόμνημα καθ' ιστορίαν[2] της αθλήσεως του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Ηλία του νέου, του από Ηλιουπολιτών[3], εν Δαμασκώ μαρτυρήσαντος.

1.Την αντιλογίαν ή δυσπιστίαν των πολλών σχετικά με τους αγίους μεγαλομάρτυρας ήδη ανετρέψαμεν, αφού ενημερώσαμε διά την δυσ­σέβειαν αυτήν τους πιστούς με τας δύο προηγουμένας ιστορίας μας[4]. Και τώρα πλέον με την τρίτην αυ­τήν, πρώτα-πρώτα δίνουμε συγχώρησιν[5] εις τους αμαρτωλούς -πράγμα που πάντοτε πράττομεν- παραμυθίαν δε και παράκλησιν ευχό­μενοι εις όσους έχουν τελείως έστω και μικράν ελπίδα σωτηρίας.
2. Εις το κατά Λουκάν, λοιπόν, Ευαγγέλιον αναγράφεται ότι· «ηρώτα τις των Φαρισαίων τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ίνα φάγη  μετ' αυτού· και εισελθών εις την οικίαν του Φαρισαίου ανεκλίθη και ιδού γυνή εν τη πόλει, ήτις ην αμαρτωλός, γνούσα ότι ανάκειται εν τη οικία του Φαρισαίου, κομίσασα αλάβαστρον μύρου, στάσα πα­ρά τους πόδας αυτού οπίσω κλαίουσα, ήρξατο βρέχειν τους πόδας αυτού, και ταις θριξί της κεφαλής αυτής εξέμαξε και κατεφίλει τους πόδας αυτού και ήλειφε τω μύρω. Ιδών δε ο Φαρισαίος ο καλέσας αυτόν είπεν εν εαυτώ· "ούτος ει ην προφήτης, εγίνωσκε τις και πο­ταπή η γυνή, ήτις άπτεται αυτού, ότι αμαρτωλός έστι". Και αποκρι­θείς ο Ιησούς είπε προς αυτόν·  "Σίμων, [Σίμων] έχω σοι τι ειπείν", ο δε φησί· "διδάσκαλε ειπέ". "Δύο χρεωφειλέται ήσαν δανειστή τινι, ο εις ώφειλε δηνάρια πεντακόσια, ο δε έτερος πεντήκοντα, μη εχόντων δε αυτών αποδούναι, αμφοτέροις εχαρίσατο. Τις ουν αυτών πλέον αγαπήσει"; Αποκριθείς δε ο Σίμων είπεν· "υπολαμβάνω, ότι ω το πλείον εχαρίσατο". Ο δε είπεν αυτώ·" ορθώς εκρίνας" και στραφείς προς την γυναίκα τω Σίμωνι έφη· "βλέπεις ταύτην την γυναίκα; Εισ­ήλθον σου εις την οικίαν, ύδωρ ί εις τους πόδας μου ουκ έδωκας, αύτη δε τοις δάκρυσιν έβρεξέ μου τους πόδας και ταις θριξίν αυτής έξέμαξε. Φίλημά μοι ουκ έδωκας. Αύτη δε αφ' ης εισήλθον, ου διέλιπε καταφιλούσά μου τους πόδας. Ελαίω την κεφαλήν μου ουκ ήλειψας, αύτη δε μύρω ήλειψέ μου τους πόδας· ου χάριν λέγω σοι, αφέωνται αυτής αι αμαρτίαι, διότι ηγάπησε πολύ. Ω δε ολίγον αφίεται, ολίγον αγαπά". Είπε δε αυτή· "αφέωνταί σου αι αμαρτίαι ".Και ήρξαντο οι συνανακείμενοι αυτώ λέγειν εν εαυτοίς· "τις ούτος έστιν, ός και αμαρτίας αφίησιν;" Είπε δε προς  την γυναίκα· "η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εν ειρήνη"».
Εάν, λοιπόν, ήταν αμαρτωλή η γυναίκα, καθώς άκουσες, διά τα δάκρυα όμως εκείνα και διά το να βάλη το μύρον, συνεχώρησεν εις  αυτήν τας πολλάς αμαρτίας της,  εις αυτούς τους νεομάρτυρας[6] διά τας πολλάς θλίψεις των και την έκχυσιν του αίματός των, δεν νο­μίζεις, να συγχωρηθούν αι τυχόν μεγάλαι ή μικραί αμαρτίαι των; Κρίνατε εσείς, οι οποίοι σκέπτεσθε σαν άλλοι Φαρισαίοι, εάν θα συγχωρηθούν εις τους νεομάρτυρας τα παραπτώματά των. Καθ' όσον μάλιστα σύμφωνα και με τους άλλους ευαγγελιστάς -όπως σαφέ­στερα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον είδαμε- δεν πρέπει να προξε­νούμε κόπους εις την παρομοιάζουσαν με την γυναίκα αυτήν ψυχήν μας, ενώ γνωρίζουμε, ότι έκαμε το καλόν[7].
3. Και βέβαια αυτός ο μεγάλος νεομάρτυς του οποίου το μαρτύριον θα εκθέσουμε, όχι καθώς κάνουμε εμείς δείχνοντες συμπάθειαν εις τους πτωχούς των αγίων και συμμεριζόμεθα απλώς τα παθήματά τους, αλλά κάποτε εστάθηκε αυτός βάλλοντας μύρον εις το ιδικόν του σώμα, το ίδιον αίμα του, (καθώς έβαλε η πόρνη το μύρον), διά τον ενταφιασμόν του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Ένεκα τούτου, λοιπόν, θα είπη και τώρα, καθώς τότε ο Χριστός· «αληθινά σας λέγω, ότι όπου αν κηρυχθή το Ευαγγέλιον αυτό, εις όλον τον κόσμον, θα διαλαληθή και αυτό, που έκαμε αυτός, ως εκεί­νη, εις μαρτύριον αυτού». Αλλά καθόλου ας μη ονειδισθούμε, καθώς εκείνος ο Φαρισαίος, ο οποίος προσεκάλεσε τον Χριστόν, ενώ τώ­ρα ο Χριστός μας προσκαλεί, να φάγωμεν άρτον εις την Εκκλησίαν Αυτού, δηλαδή το πανάγιον και ζωοποιόν Σώμα Του λέγοντας κα­θώς εις εκείνον και προς εμάς: «και νερόν, το οποίον εις άλλο σημείον του Ευαγγελίου "ποτήριον ψυ­χρού", ονομάζεται, εις τον σταθέν­τα εκ του κόπου, εις την οδόν του μαρτυρίου του, εις όνομα μαθητού μου, δεν τον εποτίσατε. Αυτοί όμως oι νεομάρτυρες με τα δάκρυά τους και τους κρουνούς των αιμάτων τους, συγχρόνως τα πόδια και όλην την σάρκα μου εσκούπισαν. Φί­λημα, που είναι δείγμα της μετα­ξύ αλλήλων αγάπης δεν μου εδώσατε, αυτοί όμως ακόμη και την ψυχήν τους προσέφεραν χάριν της πίστεως. Με έλαιον, σαν δείγμα της φιλανθρωπίας και της προς τους αδελφούς ελεημοσύνης, δεν αλείψατε την κεφαλήν μου. Ενώ αυτών, διά ξίφους, ένεκα της προς με αγάπης εκόπη η κεφαλή. Δι' αυτό, λοιπόν, έχει λεχθή· «συγχω­ρούνται αι αμαρτίαι αυτών και αν ακόμη είναι αμέτρητοι, επειδή αγάπησαν πολύ και όχι αι ιδικαί σας, οι οποίοι ματαίως, μόνον με τα λόγια, καυχάσθε, ότι αγαπάτε».
Και θα κηρυχθή εις όλον τον κόσμον αυτό, που έκαμε και αυτός εις μνημόσυνον αυτού. Τι δε έκαμε, θα αναγράψω αμέσως, αφού προηγουμένως επικαλεσθώ την χάριν του (του Αγίου) και παρακαλέσω, να έλθη εις εμέ η χάρις του Αγί­ου Πνεύματος αμέσως μόλις ανοί­ξω το στόμα μου.
Και πρόκειται, να διηγηθώ, επειδή πολλοί επιθυμούν να ακούουν με μεγάλον πόθον τα περί αυ­τού (του μάρτυρος), με ιδιαιτέραν προσοχήν και όσον το δυνατόν τε­λειότερα, χωρίς να επιδιώκω τους δαιδαλώδεις συλλογισμούς και παραφορτωμένα εγκώμια, αλλά ό,τι πράγματι συνέβη, με απλήν φράσιν, θα διηγηθώ, ώστε να είναι σε όλους η παρούσα ιστορία πιστευ­τή και να έχη ελπίδα καθ' ένας που ακούει να ευφρανθή με την ευφροσύνην, και πρέπει και να χαρή κάθε ευσεβής ψυχή και φιλό­θεος, επειδή ο υιός μας[8] αυτός της πατρίδος, που τον εγέννησε, δεν ήταν απλώς νεκρός και έζησε πάλιν (ανασταθείς), αλλά ενώ ήταν ζων­τανός, απέθανε διά την ελπίδα του, την οποίαν είχεν εις τους ουρα­νούς. Δι' αυτό, αφού σταματήσω εις το σημείον αυτό (την εισαγωγήν μου), θα συνεχίσω, όπως έκα­μα εις την αρχήν και θα εκθέσω από εδώ πλέον, όλην την ιστορίαν των παθημάτων του με κάθε ειλικρίνειαν.

5. Αυτός ο άγιος νεομάρτυς και του Χριστού αθλητής Ηλίας κα­ιτήγετο μεν εκ προγόνων από την ευρισκομένην πλησίον του Λιβάνου δευτέραν Φοινίκην, από την πόλιν των ευσεβεστάτων Ηλιουπολιτών, είχε δε ανατραφή ως χριστια­νός και εζούσε απλήν ζωήν ασκών­τας το επάγγελμα, που καλείται ξυλουργική, ασχολούμενος με τα μετρίου μεγέθους ξύλα.
Αυτός, λοιπόν, με την πτωχήν μητέρα του και δύο αδελφούς, αφού άφησε την πατρίδα του Ηλιούπολιν, μετανάστευσεν εις την Δαμασκόν, η οποία ήταν πρωτεύου­σα και μεγάλη πόλις, όπου ήλπιζε ότι θα ζούσαν με μεγαλυτέραν ευχέρειαν. Όταν, λοιπόν, ήλθεν εδώ (εις Δαμασκόν), ανέλαβεν εργασίαν εις την υπηρεσίαν κά­ποιου Σύρου μεν κατά την καταγωγήν, ο οποίος όμως εζούσε και κατοικούσε εις την οικίαν ενός Άραβος[9]. Ο Άγιος Ηλίας εργάσθη­κε δύο χρόνια ασχολούμενος εις την ιδίαν τέχνην. Μετά από αυτό δε, με την επήρειαν του Σατανά και την παρότρυνσι του Άραβος, ο μεν εργοδότης του Σύρος, που εζούσε εις την οικίαν του Άραβος, εγκατέλειψε την χριστιανικήν πίστιν, παρέμεινεν όμως εργαζόμενος όπως πριν εις την εργασίαν του, ο δε Ηλίας ο μεγαλομάρτυς (το μαρτύριον του οποίου εκθέτουμε τώρα), με το να είναι ακόμη παιδάριον, μη γνωρίζοντας τα τεχνάσματα του πονηρού, πα­ρέμεινε πλησίον εις αυτόν τον αποστάτην, εργαζόμενος με μισθόν την τέχνην του.
6. Μετά δε από όχι πολύν χρόνον ο μεν Άραβας, ο βοηθός και προστάτης του (Σύρου) αποστάτου, αφού εμνήστευσε[10] τον υιόν, τον οποίον είχεν, απέθανεν. Ο δε υιός του μετά από αυτό εγέννησε παιδίον και ύστερα από παραίνεσι των φίλων του αποφασίζει, να εορτάση τα γενέθλιά του ετοιμάσας δείπνον. Ενώ δε ετελείτο το δείπνον και ο αποστάτης (Σύρος) ευφραίνετο, προσεκάλεσαν τον με­γαλομάρτυρα Ηλίαν, διά να βοηθήση. Ήταν δε τότε ο Ηλίας περί­που δώδεκα ετών. Υπηρετούσε, λοιπόν, αστεϊζόμενος και χαίρων, κατά το δείπνον, καθόσον ήταν παιδίον μικρόν και απονήρευτον.
Εις κάποιαν στιγμήν οι προσκε­κλημένοι μαζί με τον προστάτην του αποστάτου λέγουν εις τον μάρ­τυρα· «από πού είσαι εσύ παιδίον; Καθ' ότι σε βλέπομεν ευχαριστημένον και διασκεδάζοντα μαζί μας». Ο δε αποστάτης προλαμβάνων εις την απόκρισίν του είπε· «τον έχω εγώ μισθωμένον εις την υπηρεσίαν μου, είναι δε καθώς βλέπετε καλός». Τότε εκείνοι ομι­λούντες πάλι προς τον άγιον του λέγουν «εάν θέλης παιδίον, άφη­σε και εσύ την χριστιανικήν πίστιν και γενού όπως εμείς, μένον­τας με τον εργοδότην σου, όχι πλέ­ον ως μισθωτός, αλλά ως υιός του». Αμέσως δε απεκρίθη ο άγιος· «συγκεντρωθήκατε εδώ, διά να δειπνήσετε, όχι βεβαίως, διά να πολυμιλάτε. Εμένα δε αφήστε με και μη μου λέγετε τέτοια λόγια»[11]. Τότε εκείνοι του αποκρίθησαν· «καλά, τώρα έλα, να φάγης μαζί μας». Και ο άγιος επήγε, χωρίς πονηρίαν και έφαγε βοηθώντας εις το δείπνον. Μερικοί, λοιπόν, αφού εσηκώθησαν από το δείπνον, άρχισαν, να χορεύουν και αφού εκράτησαν τον άγιον, τον παρώτρυναν, να χορεύση και αυτός μαζί τους. Τότε αφού εχόρευσαν μαζί, έλυσαν την ζώνην του αγίου και την έρριξαν παράμερα. Αυτό το έκαμαν με σκοπόν, να μη εμποδί­ζεται το σώμα του, να κινήται ελεύθερα κατά τον χορόν. Σε λίγο δε ετελείωσε και το δείπνον της πονηράς συμφωνίας.
7. Αφού, λοιπόν, παρήλθεν η νύκτα, εσηκώθη το πρωί ο άγιος μεγαλομάρτυς Ηλίας, επειδή εις την οικίαν εκοιμώντο όλοι, όσοι έλαβον μέρος εις το δείπνον. Ετοποθέτησεν εις την μέσην του -σύμ­φωνα με την χριστιανικήν συνήθειαν- την ζώνην του και αφού ένι­ψε το πρόσωπόν του, εξήλθεν από την οικίαν έχων σκοπόν, να υπάγη, να προσευχηθή εις τον Θεόν[12] (ίσως εις κάποιον χριστιανικόν ναόν). Τότε ιδών αυτόν ένας, από αυτούς, που το προηγούμενον βράδυ είχε πιει αρκετά[13], του λέγει· «Ηλία, πού πηγαίνεις;» Ο άγιος του απο­κρίθηκε· «πηγαίνω, να προσευχηθώ». Τότε λαμβάνων τον λόγον ένας άλλος, λέγει εις τον άγιον· «δεν αρνήθηκες χθες την πίστιν σου;»[14]. Ο άγιος, λοιπόν, δεν έδω­σε σημασίαν εις τον λόγον αυτόν, ούτε εγύρισε προς τον ειπόντα αυτά, αλλά επήγεν εξελθών εις την προσευχήν (μάλλον εις κάποιον χριστιανικόν ναόν και ίσως ήτο ημέρα εορτής η Κυριακή).
Όταν επέστρεψεν από εκεί, έρχεται εις το εργαστήριον και εκεί ευρίσκει τον αποστάτην εργοδότην του και λέγει εις αυτόν και εκείνος· «αληθινά, Ηλία, αν δεν εμπόδιζα εγώ τους φίλους μας, επρόκειτο σήμερα, να σε λυπή­σουν, διότι λέγουν, ότι χθες το βρά­δυ αρνήθηκες[15] τον Χριστόν. Αλλά εργάζου και μη φοβείσαι». Ενώ άκουσεν αυτά ο άγιος, απόρησε και αφού ησύχασε λίγο, κατά την ώραν του φαγητού ανεχώρησε και ήλθε προς τους αδελφούς του και τους εδιηγήθη, αυτά τα οποία του συνέβησαν. Αφού, λοιπόν, συνεζήτησαν, σύμφωνα με την γνώμην του μεγαλυτέρου αδελφού και της μητρός του, έρχονται προς τον αποστάτην και λέγουν προς αυτόν «άνθρωπε, ο αδελφός μας εργάζεται έναν χρόνον πλησίον σου και του οφείλεις ακόμη κάτι, διά την εργασίαν του. Δος μας, λοιπόν, αυτό το οποίον είναι δίκαιον και ο αδελ­φός μας, θα σταματήση, να εργάζε­ται μαζί σου, διότι εσκέφθημεν, να τον στείλουμε εις την πατρίδα μας Ηλιούπολιν». Απεκρίθη, λοι­πόν, ο αποστάτης και λέγει· «δεν σας οφείλω τίποτε καθυστερημένα διά την εργασίαν του παιδίου. Αλλά ούτε αφίνω αυτό, να φύγη από πλησίον μου, καθ' ότι ηρνήθη την πίστιν σας, των χριστιανών και δι' αυτό το γεγονός έχω εναν­τίον του μάρτυρας».
8. Αφού, λοιπόν, έγινε φιλονεικία και από τα δύο μέρη και ο άγιος εδιηγήθη, όσα ελέχθησαν εις το πονηρόν εκείνο δείπνον, ο δε αποστάτης απειλούσε, να πάρη τον άγιον εις τον ηγεμόνα, οι αδελ­φοί του αγίου παραιτηθέντες από την αποζημίωσιν, την οποίαν εζητούσαν διά τον μισθόν του και ηρεμήσαντες έτσι ολίγον τον απο­στάτην, έλαβον τον άγιον και του λέγουν οι αδελφοί του·  «αδελφέ, νομίζουμε καλόν, να επιστρέψης εις την πατρίδα μας Ηλιούπολιν και εκεί, αφού εύρης κάποιαν εργα­σίαν, μείνε διά κάποιον χρονικόν διάστημα, μέχρις ότου το συμβάν αυτό ξεχασθή· διότι φοβούμεθα, μήπως βλέποντάς σε εδώ ο απο­στάτης, πάλι θυμώση και ανανεώση την απειλήν κατά σου. Διό­τι θέλων αυτός, να σε έχη ως δούλόν του, αναγκάσθηκε, να δείξη αυτήν την συμπεριφοράν»[16].
Υπακούσας δε τότε ο άγιος επέστρεψεν εις την Ηλιούπολιν, όπου εργαζόμενος με τους εντο­πίους έμεινεν οκτώ έτη. Κατόπιν εσκέφθη και μετέβη εις την Δαμασκόν. Οι αδελφοί του εκ συμφώνου του είπον· «επέρασεν ήδη διάστη­μα οκτώ ετών και ο αποστάτης ελησμόνησε τον λογισμόν εκείνον, τον οποίον είχεν εναντίον σου. Διότι αφ' ότου έφυγες από αυτόν, πολλάκις συνηντήσαμεν αυτόν και ωμιλήσαμε μαζί του, χωρίς να είπη τίποτε εναντίον σου. Τώρα, λοιπόν, νομίζουμε καλόν, να μη χωρισθής από εμάς και να λύπησης έτσι και την μητέρα μας. Αλλά ενώ είσαι ήδη σε νεανικήν ηλικίαν -έγινες τώρα πλέον είκοσιν ετών και άρχι­σε, να φυτρώνη το γένειόν σου- σε εμπιστεύονται σαν άνδρα (ώριμον) πλέον εις την τέχνην σου. Άνοιξε, λοιπόν, ενα εργαστήριόν και μείνε εις την Δαμασκόν κατοικών μαζί μας».
9. Επείσθη, λοιπόν, ο άγιος και αφού η σκέψις έγινε πράξις, διαμέ­νων εις το εργαστήριόν του κατεσκεύαζε και επωλούσε σάγματα[17] καμήλων. Όταν έμαθε αυτό ο απο­στάτης, εφθόνησε τον άγιον, επει­δή ήταν γείτων με το εργαστήριόν. Ήλθε, λοιπόν, προς τον άγιον και του λέγει· «φίλε, πού ήσουν αυτά τα έτη; Διατί σήμερα ελθών εμπο­δίζεις την εργασίαν μου;[18]  Έλα, τώρα, να εργάζεσαι μαζί μου». Ο άγιος μειδιάσας του λέγει· «με αδί­κησες κρατήσας τον μισθόν μου. Μήπως θέλεις πάλι, να με αδικήσης;» Όταν ήκουσε αυτόν τον λό­γον ο αποστάτης αισθάνθη προσβεβλημένος και λέγει προς τον άγιον «πράγματι σε αδίκησα, επιτρέπον­τάς σου, ενώ ηρνήθης την πίστιν σου, να παραμένης ακόμη σ' αυ­τήν». Και φωνάξας τον υιόν του Άραβος, ο οποίος είχεν αποθάνει, ήταν δε προστάτης του, του οποίου και περιγράψαμε το πονηρόν δείπνον, λέγει προς αυτόν «δεν μαρτυρείς, ότι αυτός ο Ηλίας ηρνήθη τον Χριστόν, αφήσας την πίστιν του, εκείνο το βράδυ;» Του απεκρίθη· «ναι». Τότε, λοιπόν, λέγει ο αποστάτης εις τον άγιον «έλα, να υπάγωμεν εις τον έπαρχον».
10. Και αφού έσυρεν από την χείρα τον άγιον, έφερεν αυτόν εις κάποιον ονομαζόμενον Λεϊθί, ενώ εβεβαίωνεν ο νεώτερος (ο Άρα­βας), ότι πράγματι έτσι συνέβη. Ερώτησε, λοιπόν, ο έπαρχος τον άγιον, εάν αληθεύουν, όσα ελέ­χθησαν περί αυτού. «Καθόλου, ποτέ να μη συμβή, να αρνηθώ την πίστιν, μέσα εις την οποίαν εγεννήθην, αλλά τον Χριστόν ομολογώ και προσκυνώ Αυτόν ως Θεόν ουρανού και γης και θαλάσσης». Του απεκρίθη ο έπαρχος· «έστω, ότι ποτέ δεν ηρνήθης. Επειδή όμως επαρουσιάσθης εδώ, σε προτρέπομεν, να αρνηθής την πίστιν σου και να προσέλθης εις την θρησκείαν των Αράβων, ώστε να αξιωθής από εμάς κάθε τιμής». Απε­κρίθη ο άγιος· «ποτέ να μη συμβή, να κάμω κάτι παρόμοιον εις τον αιώνα· διότι είμαι χριστιανός, κα­ταγόμενος από προγόνους χριστια­νούς και είμαι έτοιμος, χάριν της πίστεως αυτής, να αποθάνω». Είπεν ο έπαρχος· «επειδή οι μάρτυρες σε κατηγορούν, εγώ παραδέχομαι την μαρτυρίαν αυτών εναντίον σου και σε προτρέπω, διά της βίας, να αρνηθής την πίστιν σου, επει­δή δεν είναι δυνατόν να επιτραπή να εγκαταλείψουν την πίστιν μας όσοι έστω και μίαν φοράν την απο­δεχθούν». Είπεν ο άγιος· «εσύ μεν, ο δικαστής μου, δέξου τους κατηγόρους μου, όπως εσύ θέλεις, εγώ όμως με περισσοτέραν προθυμίαν σου λέγω, ότι είμαι χριστιανός και σου παραδίδω, εάν είναι ανάγκη, το σώμα μου, ώστε να δείξω την πίστιν μου, όχι εξαναγκαζόμενος από εσάς, αλλά μάλλον αυτοπροαι­ρέτως πράττων αυτό».
11. Τότε, λοιπόν, διατάζει ο δι­καστής, αφού αφαιρέσουν τα ενδύ­ματά του, να μαστιγώσουν τον άγι­ον, έως ότου, λέγει, διά της βίας, να παραδεχθή, να προβή εις την άρνησιν της πίστεώς του, εις την οποίαν κατεδικάσθη πλέον. Αφού, λοιπόν, εγύμνωσαν τον άγιον μεγα­λομάρτυρα και τον έδεσαν με σχοι­νιά, τον εκτυπούσαν με λεπτά νεύρα βοών, έως ότου άρχισε, να ρέη το αίμα του. Τότε (ο άγιος) παρεκάλεσε τον δικαστήν, να σταματήση αυτούς, οι οποίοι τον έδερον, αφού άφησε μικρήν παρακλητικήν φωνήν, ικετεύων την φιλανθρωπίαν του δικαστού. Και λέγει ο δικαστής· «τι θέλεις, νέε; Εάν προτιμάς, αρνήσου τον Χριστόν και είσαι ε­λεύθερος, να πηγαίνης». Απεκρίθη ο άγιος· «όχι βεβαίως με αυτόν τον σκοπόν επικαλέσθηκα την φιλαν­θρωπίαν σου, δηλαδή να αρνηθώ την πίστιν μου, αλλά διά να δείξης συμπάθειαν εις την νεότητά μου και εις την ανθρωπίνην φύσιν μου, μου επιτρέψεις δε, να φύγω πα­ραμένοντας εις αυτήν, εις την οποί­αν ζω από τους πατέρας μου». Ο δικαστής είπε· «μη νομίζης, ότι θα σου επιτραπή να φύγης από αυτό το δικαστήριον, εάν προηγουμένως δεν αρνηθής τον Χρι­στόν, τον οποίον πιστεύεις». Ο άγιος είπε· «λοιπόν, από αυτήν την στιγμήν, είσαι ελεύθερος εσύ μεν, να με κτυπάς, εγώ δε να υπο­φέρω πάσχων». Αυτή, λοιπόν, η αποφασιστική φωνή του μεγαλομάρτυρος προς τον δικαστήν ηκούσθη· «εις την θέλησίν σου πλέον είναι, να μου δίνης μάστιγας, εγώ δε να μη υποχωρώ πλέον και να παρουσιασθώ ενώπιόν σου σκλη­ρός σαν το διαμάντι».
12. Τότε ο δικαστής εθύμωσε πολύ με την απόκρισιν του αγίου και διέταξε να του δώσουν πε­ρισσότερα μαστιγώματα, να τον δέσουν δε με τα σιδηρά και να τον οδηγήσουν σύροντες αυτόν από τους πόδας εις το δεσμωτήριον. Εσύρετο, λοιπόν, το σώμα του αγίου μάρτυρος και αι πληγαί κάτω­θεν προσέκρουον εις την γην, καθώς ήταν πληγωμένος από τα μα­στιγώματα, από της κεφαλής μέ­χρι την μέσην του. Οι σάρκες του δε εκόπτοντο, καθώς ήσαν τρυφεραί, λόγω της νεανικής ηλικίας του. Τελικά τον κατέκλεισαν μέ­σα εις την φυλακήν, όπου επονούσε ένεκα των πληγών. Ταχέως δε διεδόθη η είδησις διά τον αθλητήν, εις όλην την πόλιν, κυκλοφορούσα και γνωστοποιούσα αυτά. Τότε έρχονται οι αδελφοί του αγί­ου κλαίοντες δι' αυτόν και τον παρεκάλουν να υπομείνη εις τα υπέρ του ονόματος του Χριστού παθή­ματα. Ο μεγαλομάρτυς του Χριστού Ηλίας, αφού εκύτταξε προς τον ουρανόν, είπε παρήγορων τους αδελφούς του· «πιστεύσατέ με, αδελφοί μου, ότι δεν πρόκειται, να σας εντροπιάσω, ούτε να ταπεινωθή εξ αιτίας μου η πίστις του Χριστού. Αλλά, εάν είναι ανάγκη, να πάθω και άλλα περισσότερα, θα υπομείνω. Σας εξομολογούμαι δε και ότι, επειδή προηγουμένως επικαλέσθην, με την φωνήν μου, την φιλανθρωπίαν του δικαστού, ότι δεν πρόκειται πλέον, να πα­ρακαλέσω αυτόν, αλλά μόνον τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν, τον αληθινόν Θεόν ημών. Αυτόν θα επικαλεσθώ και Αυτός θα είναι ο βοηθός μου. Αλλά και ένα όρα­μα, το οποίον είδα χθες την νύκτα, θα σας το αναγγείλω. Δηλαδή είδα τον εαυτόν μου, να ευρίσκεται μέσα σε έναν νυμφικόν θάλαμον και να κάθεται εις μίαν ένδοξον θέσιν και ένα δεύτερον θάλαμον ετοιμασθέντα δι' εμέ από διάφορα άνθη και στέφανα να κρέμανται άνωθεν  μου. Στραφείς δε εις τα οπίσω είδα έναν μαύρον Αιθίοπα, να ίσταται δίπλα μου και να μού δείχνει έναν σταυρόν, να με απειλή δε, ότι θα με θανάτωση, ετοιμάζοντα δε ξίφη και φωτιάν και άλλα πολλά βασανιστήρια δεικνύοντα εναν­τίον μου. Εγώ δε τον περιγελούσα. Καθώς νομίζω δε, έχαιρα καθή­μενος εκεί και ευχαριστούμην με τα άνθη των στεφάνων. Και σας λέγω, λοιπόν, τώρα αδελφοί μου, ότι είτε με σταυρώσονν, είτε με καύσουν με φωτιάν, είτε πρόκει­ται, να πάθω όλα τα βασανιστή­ρια, σας δίνω την ευχάριστον αγγελίαν, ότι έχω αποφασίσει, να τα υπομείνω όλα διά την ελπίδα αυτήν, την οποίαν έχω εις τον Χριστόν και αισθάνομαι πολλήν χαράν, η πίστις μου δε συνεχώς αυξάνει, πολύ ολίγον δε πονώ και πάσχω από αυτά τα μαστιγώματα. Δι' αυτό, λοιπόν, τώρα δεν πρέπει, να κλαίετε δι' εμέ, αλλά αφού εκάματε το καλόν –να με επισκεφθήτε­- επιστρέψατε πίσω εις την οικίαν σας με ειρήνην».
Κατ' εκείνην την ώραν παρουσιάσθη ο δεσμοφύλακας θυμωμένος εναντίον των αδελφών του αγίου και ωδήγησεν όλους έξω από το δεσμωτήριον λέγων «έχει δοθή εντολή, να μη αφεθή κανείς, να τον επισκεφθή (τον άγιον), ούτε να επιτρέπουμε, να έχη οιανδή­ποτε επιμέλειαν[19], εκτός εάν αρνηθή (την πίστιν του), τότε να τον αφίσωμεν ελεύθερον. Εάν δε παραμείνη σ' αυτήν, να τον τιμωρούμε».
13. Μετά από ολίγας ημέρας οδηγούν σιδηροδέσμιον τον Άγιον Ηλίαν εις τον δικαστήν Λεϊθί. Αυτός σηκώνων τους οφθαλμούς του προς τον άγιον είπε· «νεανία, ενώ συζητούμε μαζί σου ειρηνικά, αρνήσου τον Χριστόν και πήγαι­νε (ελεύθερος). Τι κέρδος έχεις, εάν θανατωθης και υπάγης εις τον Άδην;». Του απεκρίθη ο άγιος, χωρίς φόβον, λέγων «είμαι χρι­στιανός, καθώς σου είπα και πριν λοιπόν, είσαι ελεύθερος, να με κτυπάς, εγώ δε να πάσχω υπομέ­νων». Τότε, λοιπόν, δίνει εντολήν, να τον κτυπήσουν ισχυροί άνδρες με νεύρα βοών και αμέσως η σάρ­κα του, επειδή ήδη είχε σαπίσει, εδημιούργησε πύον και έβγαζε πολύ αίμα, συγχρόνως δε έπιπταν και σκουλήκια και ο αέρας εγέμισε από δυσωδίαν.
Τότε μη υποφέρων ο δικαστής, να βλέπη αυτό το θέαμα, έδωκεν εντολήν, να ρίψουν τον άγιον κα­τά γης με το πρόσωπον του και να τον κτυπούν με ράβδους, από την μέσην μέχρι και τους δύο πόδας, ελπίζων έτσι ή να νικήση τον γενναίον αθλητήν (ώστε να αρνηθή), ή να θανατώση αυτόν. Αφού εκτύπησαν επί πολύ τον άγιον, χωρίς να ομιλήση καθόλου προς τον δι­καστήν, μόνον τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν επεκαλείτο, ο Οποίος και τον ενίσχυε, να υπομείνη. Ακόμη και ο ίδιος ο δικα­στής κατεπλάγη, ώστε είπε·  «προη­γουμένως ολίγον βασανισθείς, εζήτει την φιλανθρωπίαν μου, τώρα δε πολύ περισσότερον πάσχων, δεν έδειξε σημείον δειλίας. Πρά­γματι, λοιπόν, τίποτε δεν είναι ισχυρότερον αυτού, ο οποίος έχει  αποφασίσει, να υποφέρη τα πάντα».
14. Δίνει εντολήν, λοιπόν, ο δι­καστής να τον οδηγήσουν πάλιν σύροντες αυτόν εις το δεσμωτήριον. Και τότε, ενώ εσύρετο ο άγιος. συνηθροίζετο το πλήθος των ανθρώπων, οι οποίοι ήσαν εις την αγοράν και άλλοι μεν εξ αυτών τον συμπαθούσαν, άλλοι τον έπτυον, άλλοι δε και του επετούσαν όσα αντικείμενα άχρηστα εύρισκαν, τα οποία ως συνήθως ρίπτουν εις τας αγοράς.
Αφού, λοιπόν, τον έκλεισαν μέσα εις την φυλακήν, κατ' εκείνην την νύχτα, συνεχώς επονούσεν όλο το σώμα του. Ξαφνικά δε βλέπει, σαν να εχύθη γύρω του φως και (καθώς ο ίδιος ο δεσμοφύλακας εδιηγήθη εις μερικούς), ηκούοντο φωναί να ψάλλουν, αι οποίαι εξήρχοντο από το φως. Είναι δε γνω­στόν, ότι κανείς δεν ωμίλησε ποτέ εις αυτόν, αφ' ότου διά δευτέραν φοράν εκλείσθη εις το δεσμωτήριον. Μόνον όταν είχε παρασταθή εις το βήμα του δικαστού και εάν κά­ποτε εξήρχετο από το δεσμωτήριον, τότε, επειδή ήταν κάποιος γείτων αυτού, θα ωμιλούσε προς τον μάρ­τυρα. Ο ίδιος όμως ο Άγιος Ηλίας, ενώπιον του βήματος του δικαστού, ωμολόγησεν, ότι είδε τον Χριστόν, ο Οποίος τον προητοίμαζε και τον ενίσχυε προς τον αγώνα.
15. Τότε, αφού επήγεν ο Λεϊθί προς τον Μουχάμαδ, ο οποίος ήταν τετράρχης και ηγεμών, καταγόμε­νος από τους ανεψιούς του Μααδί του βασιλέως των Αράβων, εγνωστοποίησεν όλην την ιστορίαν του αγίου και όσα βασανιστήρια του έκαμε, θέλων να τον νικήση, (ώστε να αρνηθή την πίστιν του). Αφού εθαύμασεν ο ηγεμών, δια­τάζει να εμφανίσουν ενώπιόν του τον άγιον. Και πράγματι παρεστάθη ενώπιόν του. Λέγει, λοιπόν, ο ηγεμών «νέε, μου εδιηγήθη τα κατ' εσέ ο Λεϊθί και τον επετίμησα, επειδή σου προξένησε τόσα βασανι­στήρια. Αλλά, να, εγώ σου ζητώ συγγνώμην και αφαιρών τα ενδύ­ματα μου, τα δίνω εις εσέ, να τα φορέσης, δείχνοντας με αυτήν την πράξιν μου την προς σε τιμήν, αντί της ατιμίας, που σου προξένησε. Και έχω έτοιμον ίππον, να σου δώ­σω και άμαξαν και χρυσόν και κόρην ωραίαν διά γυναίκα σου. Μό­νον επάκουσόν μου τώρα, να ασπασθής την θρησκείαν μας». Απεκρίθη ο άγιος· «συμφωνήσατε και οι δύο, να κάμετε το παν διά την απώλειάν μου. Ο μεν ένας βασανι­στήρια και απειλάς, ο δε άλλος κολακείας και τιμάς προσφέροντες εις εμέ. Άκουσον, λοιπόν, τώρα ηγεμών εγώ χριστιανός είμαι και τας τιμάς, τας οποίας μου υπόσχε­σαι, να λάβω απατουμένος και αρ­νούμενος τον Χριστόν μου, έστω και μίαν φοράν, δεν τας δέχομαι». Είπεν ο ηγεμών «μήπως νομίζεις, ότι αφού σε κτυπήσουμε, πρόκει­ται, να σε αφίσουμε ελεύθερον και δι' αυτό παραμένεις εις την πίστιν σου; Γνώριζε καλά, ότι ήλθε διατα­γή από τον Μααδί, να κρατούνται όλοι οι κατηγορούμενοι εις αυτό το παράπτωμα (έγκλημα). Δηλαδή όσοι προσέλθουν εις την πίστιν των Αράβων και πάλιν επιστρέ­ψουν εις την πίστιν των χριστιανών. Και εάν, ενώ προτρέπονται, να αφήσουν την πίστιν του Χριστού, δεν δεχθούν, να θανατώνωνται. Τώρα, λοιπόν, ενώ έχεις ήδη κατηγορηθή δι' αυτό το έγκλημα, εάν μεν σε πείσωμεν, έχει καλώς. Εάν δε όχι, γνώριζε, ότι θα σε φονεύσωμε με πολλά βάσανα». Αποκριθείς ο Άγιος Ηλίας είπε· «όσα μου λέ­γεις, ότι έχω, να πάθω, τα είδα σε νυκτερινό όραμα. Δηλαδή ότι μου εκόπη η κεφαλή και εσταυρώθηκα και εκάη το σώμα μου και πλέ­ον έχω ετοιμασθή, να πάθω όλα αυτά προθύμως, ώστε να καθίσω εις τον νυμφικόν θάλαμον και να αγκαλιάσω τους ουράνιους θα­λάμους και να στεφθώ με τα αμά­ραντα εκείνα στεφάνια. Πράξε, λοιπόν, εκείνο που διατάζεις και άρχισε από όπου θέλεις».
16. Με τα λόγια αυτά εισήλθον, ενώ έστεκεν ο άγιος, δύο υιοί του ηγεμόνος, και αφού έμαθον την αιτίαν των εκεί ευρισκομένων σι­δήρων και μαστιγών, εστράφησαν προς τον άγιον, με συμπάθειαν και διάθεση ελέους και κολακεύοντες τον άγιον είπον εις αυτόν χρη­σιμοποιούντες φρικτούς όρκους, καθώς συνηθίζουν, να ορκίζωνται οι ακολουθούντες την πίστιν του Μωάμεθ, υποσχόμενοι να του συμπαρασταθούν σαν πραγματικού αδελφού τους και να τον αξιώσουν κάθε τιμής. Να έκστρατεύη δε μαζί τους και να γράψουν το όνομά του εις τα βασιλικά βιβλία αυτών, εάν προηγουμένως αρνηθή τον Χριστόν. Ο δε άγιος τους περιέπαιξε και εστέκετο, χωρίς να φοβήται καθόλου. Τότε διατάζει ο ηγεμών τον έπαρχον Λεϊθί, αφού παραλάβει πάλι τον άγιον, να υποβάλη αυτόν εις τα ίδια βασανιστήρια, έως ότου ή εάν αρνηθή, να τον απολύση ή εάν επιμείνη (εις την ομολογίαν της πίστεως του), να του αφαιρεθή η ζωή. Η εποχή τότε ήταν η του χειμώνος, μην δε Ιανουάριος και αφού τον παρέλαβεν από τον ηγεμόνα, έφερεν αυτόν εις ένα τόπον ονομαζόμενον Πρα­σινά, όπου διατάζει, να παρου­σιάσουν αυτόν γυμνόν έμπροσθεν του βήματός του, έως ότου είπε, να σκεφθή, τι να πράξη με αυτόν.
17. Τότε μη υποφέρων ο άγιος την δύναμιν του ψύχους, ωδηγήθη γυμνός, καθώς ήδη ήταν, πάλιν εις το δεσμωτήριον, όπου δεν είχε την παραμικράν παρηγορίαν. Και προσετέθη μεγάλη βάσανος εις  τον άγιον, έκτος από αυτήν εκ του μαρτυρίου. Διότι και η κοιλία του, ένεκα του ψύχους έπαθε δυσεντερίαν και ως εκ τούτου, ο μάρτυς αναγκάζεται, να δείξη μεγάλην υπομονήν. Διότι η ανάγκη εβίαζεν αυτόν και τα έξωθεν βασανι­στήρια ηυξάνοντο και ουδείς γύ­ρω του τον επιμελείτο και ο καιρός δεν ήταν λίγος ούτε σύντομος, αλλά διήρκεσε μέχρι τεσσαράκοντα ημέρας.
Αυτοί δε που τον εκράτουν ως νεκρόν, έρριπτον αυτόν επάνω εις το κτήνος, αφού τον εσήκωναν βα­στάζοντες τον από οιονδήποτε σημείον του σώματος. Τέλος έφερον αυτόν εις το δικαστήριον και τον έρριψαν ως άταφον, σιχαμερόν νε­κρόν, χωρίς να τολμά να προσεγ­γίση κανείς πιστός. Και πάλιν οι ίδιοι υπηρέται επιστρέφοντες τον άγιον εις το δεσμώτηριον, άφιναν αυτόν, να υποφέρη, τα ίδια βάσανα.
18. Λέγεται δε διά τον άγιον μάρτυρα, ότι την πρώτην Φεβρουαρίου, η οποία είναι παραμονή της Υπαπαντής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ετελειώθη εκδημήσας προς τον Κύριον, αλλά θα αφήσωμε την ημέραν της τελειώσεως
συμπληρούντες τα ελλείποντα.
19. Ενώ ακόμη αυτός ο άγιος υπήρχεν εις το δεσμωτήριον και υπέφερε τα φοβερά βασανιστήρια, εστάλησαν από τον εξουσιαστήν εις το δεσμωτήριον μερικοί, με σκοπόν να τον εξαπατήσουν. Αυτοί δε που εστάλησαν ήσαν από τους πλέον επισήμους Άραβας, οι οποίοι εχρησιμοποίουν ωραία λό­για και καλούς τρόπους προς τον μεγαλομάρτυρα, αλλά παρ' όλα αυτά απεδείκνυον τον μάρτυρα γενναιότερον εις την ομολογίαν της πίστεως του. Και ξαφνικά εσηκώθη ο αθλητής, ύστερα από παράδοξον θαύμα και γενικήν θεραπείαν εκ μέρους του Υψίστου Θεού. Κατόπιν εζώσθη την ζώνην του και αφού ένιψεν το πρόσω­πόν του, εκάθητο εις το δεσμω­τήριον, ωσάν να μη είχε πάθει τί­ποτε κακόν, αλλά εφαίνετο πολύ χαρούμενος εις το πρόσωπον και η ψυχή του επίσης ήταν φαιδρή. Ενώ δε ευρίσκετο εις αυτήν την κατάστασιν, αφού ενεφανίσθησαν οι δήμιοι, εξήγαγον τον άγιον (από το δεσμωτήριον) και ωδήγησαν αυτόν περιπατούντα με τα σιδη­ρά (αλύσεις) εις το βήμα. Κάποι­ος δε, όταν είδε τον άγιον με χαρούμενον πρόσωπον, είπε προς τον Λεϊθί· «αυτός εκαλοπερνούσε[20] (μέσα εις το δεσμωτήριον), δι' αυτό δεν μετεβλήθη καθόλου από τα βάσανα». Διατάζει λοιπόν, αφού γυμνώσουν τον άγιον, να εμφανισθούν δώδεκα στρατιώται με τα σπαθιά εις τας χείρας και να σταθούν πέριξ του αθλητού, έχοντες εις το μέσον αυτόν, κινούντες τα σπαθιά των, ώστε να εκφοβίζουν τον μάρτυρα, ότι θέλουν να τον κτυπήσουν και να τον κατακάψουν. Εν τω μεταξύ έφθασε και κάποιος, εκ μέρους του ηγεμόνος, μεγάλος γέροντας αξιωματούχος, ο οποίος ετιμάτο πάρα πολύ από όλον το γένος των Αράβων και πλησιάσας εις τον άγιον, τον προέτρεπε παρακαλών αυτόν να είπη μόνον έναν λόγον (δηλ. να αρνηθή) και να αφεθή ελεύθερος, να υπάγη όπου θέλει. Αφού δε προσήγαγεν ένα σακκούλιον μικρόν με πολλά χρυσά νομίσματα, το έδειχνεν εις τον άγιον νεομάρτυρα λέγων «αυτά σου δίνομεν, ως αποζημίωσιν, αντί της ταπεινώσεως και των βασά­νων, τα οποία υπέμεινες· λάβε τα και πήγαινε (όπου θέλεις)». Ο δε (άγιος) αφού έκλινε την κεφαλήν του και εκτύπησε με την χείρά του και πολλά περιφρονητικά λόγια είπε προς τον ματαιόφρονα γέ­ροντα, τον έδιωξε λέγων πολλάς κατηγορίας εναντίον του.
20. Τότε ο Λεϊθί λέγει προς τον άγιον «άθλιε, βλέπε, ιδού ρόπαλα είναι τριγύρω σου και ξίφη σε πε­ριβάλλουν. Δεν θα σταματήσω, λοιπόν, να σε κτυπώ με τα ρόπαλα και να σε κατακόπτω με τα ξίφη, έως ότου να σε ιδώ να ξεψυχάς και τότε, αφού σε αποκεφαλίσω, θα σε κρεμάσω επάνω εις το ξύλον. Τέλος δε, αφού καύσω (το σώμα σου), θα ρίψω τα εναπομεί­ναντα λείψανα εις την κοίτην του πόταμου, ώστε να μη υπάρχη τίπο­τε από εσέ επάνω εις την γην, διά μνημόσυνόν σου». Και αφού επλησίασεν εις το αυτί ενός των στρα­τιωτών, του έδωσεν εντολήν να κτυπήση με το ξίφος και να κόψη τον ώμον του αγίου, ώστε φοβη­θείς να προσπαθήση να φύγη αρνούμενος (τον Χριστόν). Ο στρα­τιώτης δε πλησιάσας με δαιμονικήν ορμήν, αφού εσήκωσε το ξί­φος του, λέγει· «έχομεν εντολήν, άθλιε, να σε κατακόψωμεν. Ειπέ, λοιπόν, ένα λόγον, και σώσαι την ζωήν σου». Ο άγιος όμως, χωρίς να αποκριθή τίποτε, με την χείρα του μόνον έκαμε εις αυτόν νεύμα. να τον κτυπήση με το ξίφος.
Και αφού κατεβίβασε το ξίφος ο στρατιώτης, το έφερε προς τον ώμον του αγίου κτυπήσας αυτόν με δύναμιν. Ο άγιος τότε εστρά­φη προς ανατολάς και σαν να έβλεπε τον βραβευτήν της αθλήσεώς του Χριστόν, κλίνει τα γόνατα και στηρίξας τας δύο χείρας του εις την γην, προέτεινε τον τράχηλόν του. Ο έπαρχος εθύμωσε με την προθυμίαν του αγίου διά το μαρτύριον και δίνει εντολήν, να απο­κεφαλίσουν τον άγιον. Τότε αυτοί από τους στρατιώτας, οι οποίοι ήσαν περισσότερον συνετοί (και θεοφοβούμενοι), εβάσταξαν τα ξί­φη τους, μη θέλοντες να φονεύ­σουν τον άγιον, ένεκα της πίστε­ώς του. Και ενώ εφώναζεν ο έπαρ­χος να τον κτυπήσουν, ώρισαν ως αμοιβήν δι' αυτόν, που επρόκειτο να κτυπήση τον άγιον, είκοσι αρ­γυρά νομίσματα. Τότε ένας Πέρσης, αφού εκράτησε το ξίφος με τας δύο χείρας του, εκτύπησε τον άγιον εις τον τράχηλόν του και με την τρίτην φοράν αποκόπτει την κε­φαλήν του.
21. Και, λοιπόν, το σώμα του αγίου εκείτετο εσφαγμένον ως αρνίον. Κάποιος δε από τους με­γάλους Άραβας πλησιάσας, ο οποίος δεν είχε πληροφορηθή ακό­μη τα κατά τον άγιον νεομάρτυρα Ηλίαν, εζήτει να μάθη διά τον σφαγιασμόν του. Όταν έμαθεν, ότι εσφάγη υπέρ της πίστεώς του, εθαύμασε και θέλων να ίδη πώς ήταν τότε το πρόσωπόν του, αφού έσκυψε και εκράτησε τα μαλλιά του αγίου, εξεσκέπασε το πρόσω­πόν του και το έστρεψε προς αυτόν. Τότε βλέπει το πρόσωπον του αγίου, ωσάν να ήτο ζωντανό και πά­ρα πολύ λαμπρόν και αφού εστέναξεν, είπε· «πράγματι είναι πο­λύ μεγάλον πράγμα, το να αποθάνη κανείς υπέρ της πίστεώς του. Αυτός δεν απέθανεν, αλλά ζει».
Ο δικαστής, λοιπόν, διατάζει να σηκώσουν το σώμα και να το κρεμάσουν έξω από την πύλην της πόλεως, εις τον κήπον, να απο­κλείσουν δε την πύλην του κήπου, ώστε να φυλάσσεται επιμελώς το σώμα του αγίου· διέταξε δε να μη πλησίαση κανείς χριστιανός και λάβη κάτι εξ αυτού, ως ευλογίαν. Τότε οι δήμιοι έπλυναν και το μέ­ρος, όπου εκόπη η κεφαλή του αγίου και συλλέξαντες το χώμα, το έρριψαν εις το μεγάλο ρεύμα του πλησίον ευρισκομένου Χρυσορρόα ποταμού. Και παρέμεινε κρεμασμένον επάνω εις το ξύλον το σώμα του αγίου νεομάρτυρος Ηλία, από την πρώτην του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 6287 (795 μ.Χ.), συνεχώς επί δέκα τέσσαρας ημέρας.
22. Ο Κύριος δε δεν άφησε τον αθλητήν του, χωρίς να τον βραβεύση, αλλά αφού τον εδόξασε με πολ­λά οράματα, απέδειξε σεβαστόν το μαρτύριόν του· καθόσον μάλι­στα πολλοί μετά από αυτά διη­γούνται, όσα είδαν διά των οφθαλ­μών αυτών. Διότι ενώ ακόμη εκρέματο επάνω εις τον σταυρόν, άλλοι μεν έλεγον, ότι έβλεπον κανδήλαν ολόφωτον, λάμπουσαν υπεράνω της κεφαλής του, άλλοι δε αστέρα πολύ λαμπρόν, μεγάλον δε όσον ο κύκλος της σελήνης, παρόμοιος του οποίου δεν εφάνη άλλην φο­ράν, αλλά μόνον τότε, όταν εκρεμάσθη το άγιον σώμα του νέου μεγαλομάρτυρος, εις τον τόπον εκείνον. Καθώς δε και μερικοί άλλοι διη­γούνται, ακόμη μέχρι και σήμε­ρον συνηθίζει, να εμφανίζεται ο ίδιος αστέρας, εις τον τόπον εκείνον, κατά ωρισμένους καιρούς, εις τον τόπον της αγίας ταφής του αγί­ου, δείχνων με αυτόν τον τρόπον και υπενθυμίζων ότι «είναι έντι­μος ενώπιον του Κυρίου ο θάνατος των aγίωv Αυτού».
23. Αλλά και κάποιος άλλος, εκ των κατοίκων της Ηλιουπόλε­ως, ο οποίος ήταν γνωστός εις τον άγιον μεγαλομάρτυρα, χωρίς να έχη μάθει κάτι διά το μαρτύριόν του, κατήλθεν εις την Δαμασκόν, χάριν εμπορίας. Ενώ δε εβάδιζεν εις την οδόν και ευρίσκετο πλη­σίον ή ολίγον περισσότερον από δέκα πέντε σημεία[21] εκ της μεγαλοπόλεως (Δαμασκού), βλέπει να έρχεται, κατά πρόσωπον, ο άγιος μεγαλομάρτυς Ηλίας, εντελώς μό­νος, ενδεδυμένος με ενδύματα λευ­κά και να φεγγοβολή με λαμπράν δόξαν, να ευρίσκεται δε επάνω εις λευκόν ίππον. Ο άγιος είπε προς τον συμπολίτην (του)· «χαίροις αγαπητέ». Στραφείς δε ο συμπο­λίτης του λέγει· «Κύριε, Ηλία». Απεκρίθη ο άγιος· «εγώ είμαι». Τότε λέγει ο συμπατριώτης του· «ειλικρινά, αν εσύ δεν μου ωμιλούσες πρώτος, δεν επρόκειτο, να σε γνωρίσω. Διότι σε βλέπω σε διαφορετικήν τάξιν και κατάστασιν από εκείνην, που παλαιότερα εγνώριζα. Άρα θα έλθης, κατά το σύ­νηθες, εις την οικίαν μας εις το χωρίον, διά να φτιάξης τα άροτρά μας, σύμφωνα με την ξυλουργικήν τέχνην, (την οποίαν γνωρίζεις);». Απεκρίθη, λοιπόν, ο άγι­ος· «είσελθε εις την Δαμασκόν και  εκεί θα σου ειπούν όλα τα περί εμού». Και αμέσως εξηφανίσθη ο άγιος.
Με έκπληξιν μεγάλην δε ο πα­τριώτης του επήγαινεν, απορών πώς είδε τον άγιον και πώς αμέ­σως εξηφανίσθη. Όταν, λοιπόν, έφθασεν εις την πύλην, έξω της Δαμασκού, έστρεψε το βλέμμα του προς τον σταυρόν, όπου εκρέματο[22] ο άγιος και τον αναγνωρίζει, επάνω εις τον σταυρόν. Ερωτά κατόπιν μερικούς συμπατριώτας του, οι οποίοι συνέπεσε, να είναι εκεί εξερχόμενοι της πόλεως και τους λέγει· «αδελφοί, δεν είναι αυτός ο Ηλίας από την Ηλιού­πολιν, ο ξυλουργός;». Εκείνοι του απεκρίθησαν «ναι, αυτός είναι και προ ημερών, αφού έπαθε πολ­λά διά το όνομα του Χριστού απεκεφαλίσθη και ύστερα εκρεμάσθη, καθώς βλέπεις». Τότε εφώναξε ο πατριώτης του με έκπληξιν «εις το όνομα του Θεού, ο Οποίος τον ηγίασε, σήμερον προ δύο ωρών[23] συνηντήθην μαζί του πρόσωπον προς πρόσωπον, ενώ αυτός εκάθητο επάνω εις ίππον, με λευκά ενδύματα και μου είπε τα εξής...
24. Ενώ δε ακόμη διηγείτο τα λόγια του, βλέπει μερικούς Χρι­στιανούς, να περνούν και να κλί­νουν τας κεφαλάς τους προς τον σταυρόν του αγίου, σημειούντες το σημείον του Σταύρου εις το πρό­σωπον και κάποιος ελθών εκεί διη­γείτο αυτά, τα οποία έμαθεν από τον γείτονά του (Δαμασκηνόν), ότι δηλαδή· «και εγώ θα σας διηγηθώ, όσα εφανέρωσε χθες ο Θε­ός δοξάζων τον άγιον Αυτού νέ­ον μεγαλομάρτυρα· εγώ είμαι γείτων ενός Άραβος[24] και την νύκτα ήκουσα αυτόν, να ομιλή προς τους οικείους του και να λέγη εις την αραβικήν γλώσσαν "ελάτε, να ιδήτε, τι κάνουν οι χριστιανοί αυτοί εις τον φονευθέντα και σταυρωθέντα"».
Αφού, λοιπόν, ήλθον μαζί του οι οικείοι του, τον ερωτούσαν, να μάθουν, τι έγινεν. Ο δε έλεγεν «αρκετήν ώραν τώρα σκύπτω έξω από το παράθυρόν μου και βλέ­πω, ότι εκρέμασαν οι χριστιανοί πολυκάνδηλον μεγάλον επάνω από την κεφαλήν του σταυρωμέ­νου, αναμμένον και αφού συνεκέντρωσαν τα μικρά παιδάκια[25], που υπηρετούν εις τον ναόν τους και τα μικρά τα ενδεδυμένα σαν ιερείς και μοναχούς[26], τα έστησαν γύρω από τον σταυρόν αυτού σε χορούς, και έψαλλον ανυμνούντες τους άθλους αυτού. Όμως και αυ­τόν τον ίδιον Ηλίαν είδον, να ψάλλη μαζί με τους χορούς των παιδιών και να ομιλή μαζί τους. Ο ίδιος μάλιστα ο φονευθείς, ως ζωντα­νός, έψαλλε με τους χορούς. Αυτό όλον δεν είναι τέχνασμα των Χρι­στιανών, αλλά παρουσία Θεού, ο Οποίος μας δείχνει, ότι αυτός ο φονευθείς ηξιώθη μεγάλης δόξης, διότι εφονεύθη διά την πίστιν του». Αφού, λοιπόν, διηγήθη αυτά ο Άραβας εις τους οικείους του, έσκυψε πάλιν (από το παράθυρόν του), διά να ιδή και δεν είδε πλέον τίποτε. Τότε εις τον εαυτόν του ερ­χόμενος είπε· «πράγματι αυτά όλα δεν ήσαν τεχνάσματα ανθρώπων, ενώ οι φύλακες ήσαν παρόντες και εμπόδιζαν κάθε άνθρωπον, να πλησίαση νύκτα και ημέραν».
25. Τότε αφού επήγεν ο Άρα­βας εις τον Λεϊθί, τον έπαρχον της πόλεως, του εδιηγήθη μυστικά αυτά. Αυτός αμέσως, όταν ήκουσεν αυτήν την διήγησιν, έδωσεν εντολήν, πριν να διαδοθή η είδησις του φανερωθέντος θαύματος, να καταβιβασθή το σώμα του αγίου από τον σταυρόν και να καυθή εις την φωτιάν, ώστε να μη λάβουν οι χριστιανοί κάποιον λείψανον και κτίσουν ναούς και εορτάζουν πανηγυρίζοντες την μνήμην του. Τότε κατεβίβασαν οι υπηρέται το σώμα του αγίου και αφού ετεμάχισαν το ξύλον του σταυρού, ετοποθέτησαν τα τεμάχια κάτω και έπειτα έθεσαν επάνω το σώμα μαζί με άλλα εύφλεκτα υλικά και άναψαν  φωτιάν. Η μεν φλόγα ανέβαινε πολύ μέχρι τον ουρανόν, το δε ιερόν σώμα δεν εκαίετο. Noμίζω δε, ότι αυτό έγινε σύμφωνα με τα γραμμένα από τον Δαβίδ, διά την περίπτωσιν αυτήν: «εκέκραξαν οι δίκαι­οι και ο Κύριος εισήκουσεν αυτών» και «Κύριος φυλάσσει όλα τα οστά αυτών, εν εξ αυτών ου συντριβήσεται».
Αυτοί όμως οι άπιστοι προσθέτοντες αμαρτίας, ετοποθέτησαν ακόμη περισσότερα εύφλεκτα υλικά από πριν και η φλόγα ανέβαινεν εις τον ουρανόν περιτυλίσσουσα την φωτιάν, το σώμα, όμως, διεφυλάχθη, όπως εφυλάσσοντο εις την κάμινον (της Βαβυλώνος) τα σώματα των τριών αγίων παίδων, (επειδή και αυτό δεν προσεκύνησε το πρωινόν φά­ντασμα, [δηλ. την ψευδοθρησκείαν] των Μουσουλμάνων), τα οποία δεν προσεκύνησαν την Περσικήν εικόνα. Πάλι διά τρίτην φοράν, περισσότερα από τριάντα φορτία[27] από ξύλα της αμπέλου έρριψαν εις την φωτιάν. Δεν κατόρθωσαν όμως τίποτε νεώτερον οι υπηρέται πράττοντες αυτά, αλλά μόνον ολίγον επέτυχον, να φλογίσουν το σώμα.
Ύστερα αφού εκουράσθησαν, έκοψαν εις τεμάχια το σώμα και έρριψαν αυτά εις το μεγάλο ρεύμα του πλησίον ρέοντος πόταμου, ώστε και εις αυτά, να επαληθευθή ο μάρτυρας ψάλλων τα λόγια του Δαβίδ· «διήλθομεν διά πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν». Τότε όλοι οι υπηρέται Μωαμεθανοί πολύ εξεπλάγησαν.
26. Μετά από αυτά εμφανίζε­ται ο άγιος μεγαλομάρτυς εις πολ­λούς των κατοικούντων την Δα­μασκόν, φιλοχρίστους αδελφούς και τους υπέδειξε τα μέρη, όπου ευρίσκοντο μερικά λείψανα των αγίων μελών του, τα οποία αφού έσυρε το ρεύμα, τα εφύλαξε ο Χρι­στός. Και αφού εφύλαξαν προσε­κτικά και τα παρέλαβον, τα φυλάττουν κρυφά, με πολύτιμα μύρα μυ­ρίζοντας αυτά και τιμώντες αυτά κρυφά και μυστικά, ώστε μη γνωστοποιούμενα (εις τους Μωαμε­θανούς), τα λείψανα του αγίου παραδοθούν πάλιν εις αφανισμόν. Ο άγιος, λοιπόν, εμφανίζεται με μεγάλην ψυχικήν δύναμιν και με πολλήν χάριν του  Αγίου Πνεύ­ματος, η οποία υπάρχει εις τα λεί­ψανα και παρέχει την θεραπείαν, η οποία χορηγείται και εις όσους επικαλούνται μόνον τον άγιον αυτόν. Τον κατέστησε δε ο Κύριος άγγελον και ταχύτατον λειτουργικόν πνεύμα, το οποίον βλέπει τον Δεσπότην του, ο Οποίος υπάρ­χει εις τον ουρανόν και το απο­στέλλει εις διακονίαν. Του εχάρισε δε την χάριν να επιτελή ορά­ματα και εμφανίσεις.
Και, λοιπόν, αφού προσέφερεν εις τον Θεόν καλυτέραν θυσίαν, ως ο Άβελ παρά ο Κάιν, ο Ηλίας προσφέροντας εις τον Θεόν βάσα­να και θάνατον και πυρ και ύδωρ, με τα οποία όλα αυτά απεδείχθη, ότι είναι δίκαιος, επιβεβαιώνων και ο ίδιος ο Θεός με τα δώρα Του, ότι ενώ απέθανε (προσφέρων αυτήν την θυσίαν του), ακόμη ομιλεί, κα­θώς και όλοι οι άγιοι, τους οποίους ανεφέραμε προηγουμένως, οι οποίοι ευηρέστησαν με την πίστιν των, κατά την Αγίαν Γραφήν.
Όθεν και ημείς όταν τον επικαλούμεθα με πίστιν, θα εύρωμεν αυτόν βοηθόν εις κάθε θλίψιν, ομιλούντα δε και χαρίζοντα την χά­ριν του, πρεσβεύοντα δε πάντοτε υπέρ των ομοπίστων και ομοδούλων του Χριστιανών, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, εις τον Οποίον ανήκει η δόξα και το κρά­τος, συν τω ανάρχω Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι εις τους αιώνας, αμήν!
Γλωσσική απόδοσις και επιμέλεια: 
Χερουβίμ μοναχός 
Ιερά Λαύρα Σάββα του Ήγιασμένου

Τρίτη των Μυροφόρων ͵βθ' 
Θεοδώρου Συκεώτου

[1] Σημ. Η δευτέρα χρονολογία μάλλον περισσότερον σωστή.
[2] Εν πρώτοις το μαρτύριον φαίνεται ανώνυμον, δηλαδή είναι άγνωστος ο συγγράψας αυτό.
[3] Πόλις του Λιβάνου, σημερινόν όνομα Μπααλμπέκ.
[4] Ως φαίνεται ο ίδιος συγγραφεύς προηγουμένως είχε αναγράψει άλλα δύο μαρ­τύρια αγίων.
[5] Ίσως εμμέσως εμφαίνεται, ότι ο συγγράψας τον  βίον ήτο Αρχιερεύς ή και ιερεύς.
[6] Βλέπομεν, ότι η ονομασία «νεομάρτυς» χρησιμοποιείται ήδη από τα τέλη του Η’ αιώνος.
[7]  Δηλ. μάλλον ο νεομάρτυς.
[8]  Ίσως ο συγγραφεύς να ήτο συμπολίτης του μάρτυρος.
[9]  Εδώ φαίνεται, ότι οι Άραβες εθεωρούντο μάλλον ξένοι και διεκρίνοντο από τους εντόπιους Σύρους
[10] Μάλλον ενύμφευσεν.
[11]  Αξιοθαύμαστος η απάντησις του αγίου, όντος μόλις δωδεκαετούς. Αληθώς ο Κύριος «σοφίζει νηπίους».
[12]  Ίσως να ήτο κάποια εορτή ή ημέρα Κυριακής.
[13]  Παράξενον το συμβάν, καθόσον εις τους Μουσουλμάνους απαγορεύεται, να πίνουν οινοπνευματώδη ποτά.
[14]  Βλέπουμε εδώ την κακίαν και την δολιότητα, αλλά και τον φανατισμόν των Μουσουλμάνων εναντίον των Χριστιανών.
[15]  Λυπηρόν και το κατάντημα του πρώην Χριστιανού, να συμφωνή με τους Μουσουλμάνους εναντίον του αγίου.
[16]  Πραγματικά ήσαν πολύ δύσκολοι οι συνθήκαι του βίου των χριστιανών υπό τους Μουσουλμάνους κατ’ εκείνον τον καιρόν.
[17] Δηλαδή σαμάρια.
[18]  Ως φαίνεται την ιδίαν εργασίαν έκαμνε και ο αποστάτης, πρώην εργοδότης του.
[19]  Δηλαδή καμμίαν βοήθειαν.
[20] Το κείμενον (και το χειρόγραφον) γράφει· «εις τροφήν ην…», μάλλον όμως εννοεί· «εις τρυφήν...».
[21] Δηλαδή περίπου δέκα πέντε μίλια (ρωμαϊκά).
[22]  Μάλλον θα πρέπη να ήτο χωρίς την κεφαλήν το άγιον λείψανον.
[23]  Τα δέκα πέντε σημεία, δηλαδή τουλάχιστον είκοσι τρία χιλιόμετρα, είναι αδύνατον, να διανυθούν εντός δύο ωρών. Εκτός εάν εταξίδευεν επί ζώου, το οποίον εβίαζεν, ενίοτε, να τρέχη.
[24] Και εδώ φαίνεται, ότι κατ’ εκείνον τον καιρόν οι Άραβες εθεωρούντο ως ξένος λαός εις την Συρίαν, καθώς επίσης ξένη και η γλώσσα των.
[25]  Το κείμενον έχει· «παπαδίσκια». Εις τα γνωστά λεξικά δεν εύρομεν την σημασίαν της. Δι’ αυτό μεταφράζομεν «κατ’ εικασίαν», ως τα «μικρά παιδάκια που υπηρετούν εις τον ναόν».
[26]  Ομοίως υπάρχει η λέξις «αββαδίσκια». Επίσης άγνωστος. Μεταφράζομεν δε ως ανωτέρω· «τα μικρά παιδάκια τα ενδεδυμένα ως ιερείς ή μοναχοί». Το έθιμον αυτό υπάρχει και σήμερον μεταξύ των Παλαιστινίων Χριστιανών, ως εκπλήρωσις τάματος. Δηλαδή το να ενδύουν κατ’ αυτόν τον τρόπον τα τέκνα των.
[27]  Μάλλον φορτία καμήλου.
Περιοδικό Θεοδρομία
Τριμηνιαία Έκδοση Ορθοδόξου Διδαχής
Ιανουάριος -  Μάρτιος 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου