11 Ιαν 2012

π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΗΘΟΣ


Το ορθόδοξο ήθος είναι καρπός συνεργασίας της ανθρώπινης προαίρεσης και της χάρης του Θεού. Είναι αποτέλεσμα ελεύθερης προσωπικής επιλογής, που αναφέρεται στην αποδοχή του έργου του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου· του δρόμου που ο Θεός υποδεικνύει στον άνθρωπο για να κάνει κτήμα του την εν Χριστώ σωτηρία. Γι' αυτό λέμε πως το ορθόδοξο ήθος είναι αποτέλεσμα συνεργίας της ανθρώπινης προαίρεσης και της χάρης του Θεού. 
Αναλύοντας το ορθόδοξο ήθος είμαστε αναγκασμένοι να επανέλθουμε σε θέματα που ήδη έχουμε εξετάσει. Η επανάληψη αυτή βοηθάει τον αναγνώστη να κατανοήσει βαθύτερα το θέμα που αναλύουμε σ' αυτό το κεφάλαιο.


α) Το μυστήριο της ευσεβείας

Στην αγία Γραφή το μυστήριο της ευσεβείας ταυτίζεται με το γεγονός της ενανθρώπισης του Υιού και Λόγου του Θεού, με την ένωση του Θεού και του ανθρώπου στο ένα πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αυτό υπογραμμίζει ο απόστολος Παύλος: «Μεγάλο είναι το μυστήριο της ευσεβείας. Θεός εφανερώθη σαρκωμένος, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ενεφανίσθη στους αγγέλους, εκηρύχθη στα έθνη, έγινε πιστευτός στον κόσμο, ανελήφθη με δόξα» (Α' Τιμ. γ' 16). Το γεγονός της θεανθρωπότητος του Χριστού αποτελεί τη σωτηρία και τη δόξα της ανθρώπινης φύσης (Α' Ιω. δ' 9-10, 14. Γαλ. δ' 4-5).
H «ευσέβεια» λοιπόν αναφέρεται στο μυστήριο της αγάπης του Τριαδικού Θεού. Αυτός πραγματοποιεί τη σωτηρία στο γεγονός της ενανθρώπισης του Υιού Του.
Η πτώση του ανθρώπου, που είναι αποτέλεσμα της προαίρεσης και όχι της φύσης του, είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ίδια την ανθρώπινη φύση. Σύμφωνα με την αληθινή φύση του ο άνθρωπος είναι το «κατ' εικόνα» του Τριαδικού Θεού. Επομένως η αληθινή ζωή, η «κατά φύση» ζωή του ανθρώπου, πρέπει να αναζητηθεί στη ζωή του Τριαδικού Θεού, στην κοινωνία μετά του Θεού. Η αληθινή ζωή του ανθρώπου δεν έχει την πηγή της σε γήινα δεδομένα, αλλά σε ουράνια!
Εδώ βλέπουμε να αντιστρέφονται οι έννοιες· αυτό που οι άνθρωποι του κόσμου τούτου χαρακτηρίζουν «φυσικό» είναι στην πραγματικότητα «ζωή παρά φύσιν», και εκείνο που οι άνθρωποι ονομάζουν ζωή «εναντίον της ανθρώπινης φύσης» είναι στην πραγματικότητα ο «κατά φύσιν» τρόπος ζωής, το ήθος που ανταποκρίνεται στην αληθινή φύση του ανθρώπου.
Αυτός ο τρόπος ζωής έγινε και πάλι πραγματικότητα για τον άνθρωπο στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού, που είναι «εικών του Θεού του αοράτου» (Κολ. α' 15). Με την ενσάρκωσή Του εφανέρωσε στους ανθρώπους την αληθινή εικόνα του Θεού και με τη ζωή Του την εικόνα της ζωής του Τριαδικού Θεού.
Όπως έχουμε ήδη αναλύσει, στο πρόσωπο του Χριστού η θεία φύση ενώθηκε με την ανθρώπινη «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» (Δ' Οικ. Σύνοδος). Ο Χριστός είναι μέτοχος όχι μόνο της θείας, αλλά και της ανθρώπινης ζωής, αληθινός δηλαδή Θεάνθρωπος (Ιω. α' 1, 14). Όταν λοιπόν ο πιστός με το ιερό βάπτισμα «ενδύεται τον Χριστό» (Γαλ. γ' 26) και με τη θεία ευχαριστία γίνεται «σύσσωμος και όμαιμος» προς Αυτόν (Α' Κορ. Γ 16-17, ια' 24-25. Ματθ. κστ' 26-28. Μάρκ. ιδ' 22-24. Λουκ. κβ' 19-20. Ιω. στ' 51-58), κάνει και πάλι κτήμα του την κοινωνία και την ενότητα με τον Τριαδικό Θεό, από την οποία είχε εκπέσει.
Το Άγιο Πνεύμα μεταβάλλει στη θεία ευχαριστία τον άρτο και τον οίνο σε Σώμα και Αίμα Χριστού, ώστε η κοινωνία από μέρους των πιστών να χριστοποιεί τον καθένα από αυτούς και ολόκληρη τη σύναξη. Δεν είναι πλέον απλή συνάθροιση ορισμένου αριθμού ατόμων, αλλά Εκκλησία, αυτό το Σώμα του Χριστού (Α' Κορ. ι' 16-22. Εφεσ. α' 22, ε' 23. Κολ. α' 18, 24).
Κάθε πιστός που αποτελεί μέλος αυτού του Σώματος και ζει τη ζωή της Εκκλησίας, χριστοποιείται και γίνεται με όλους τους αδελφούς αυτό το Θεανθρώπινο Σώμα του Χριστού (Γαλ. γ' 28. Α' Κορ. ιβ' 13. Κολ. γ' 11). Το κέντρο της ενότητας των πιστών είναι ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός, το «αρχέτυπο» του ανθρώπου. Τα παιδιά του Θεού, που με την πτώση διασκορπίσθηκαν, συγκεντρώ¬νονται και πάλι «εις εν» (Ιω. ια' 52)• «ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμεν· οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν» (Α' Κορ. ι' 17).
Με τον τρόπο αυτό η σωτηρία γίνεται για τον άνθρωπο πραγματικότητα και εκπληρώνεται ο λόγος του Χριστού: «ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, Πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν... Εγώ εν αυτοίς και συ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις εν...» (Ιω. ιζ' 23). Ο άνθρωπος γίνεται μέτοχος της ζωής του Θεού και ταυτόχρονα η ζωή του ανθρώπου είναι σύμφωνη προς την α¬ληθινή φύση του, που είναι κοινωνία προσώπων, δηλαδή τριαδική!
Αυτό φανερώνει γιατί η ευσέβεια, το ορθόδοξο φρόνημα, είναι πράγματι μέγα μυστήριο και ταυτίζεται με το μυστήριο της ενανθρώπισης του Χριστού. Αν αρνηθούμε το δόγμα της Θεανθρωπότητος του Χριστού, απορρίπτουμε το ίδιο το ορθόδοξο ήθος. Αυτό είναι ανάγκη να το αναλύσουμε και πάλι με συντομία.
Αν ο Χριστός πιστευθεί ως κτίσμα, ακυρώνεται η σω¬τηρία του ανθρώπου. Τότε στο πρόσωπο του Χριστού δεν συντελέσθηκε πραγματική ένωση ανάμεσα στον Θεό και στον άνθρωπο, και ο άνθρωπος δεν σώζεται «εν Χριστώ»• το κτίσμα δεν μπορεί να σώσει άλλο κτίσμα (πρβλ. Ψαλμ. μη' 8). Καμμία βοήθεια δεν μπορεί να προσφερθεί από κτίσμα σε κτίσμα, γιατί όλα τα κτίσματα έχουν ανάγκη της ίδιας βοήθειας, λέγει ο Μ. Αθανάσιος. Όμως ο Χριστός δεν είναι κτίσμα αλλά κτίστης των πάντων (Ιω. α' 3. Κολ. α' 16), η δημιουργική αρχή ολόκληρης της δη¬μιουργίας (Αποκ. γ' 14).
Αν πάλι ο Χριστός δεν έγινε τέλειος άνθρωπος, δεν προσέλαβε δηλαδή ολόκληρο τον άνθρωπο, τότε και πάλι δεν ήταν Σωτήρας του ανθρώπου. Γιατί αυτό που δεν προσέλαβε δεν ήταν δυνατόν να το σώσει. Η ίδια η πρόσληψη, η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό στο ένα πρόσωπο του Χριστού, συνιστά τη σωτηρία του ανθρώπου. Αν αυτό δεν συντελέσθηκε, ο άνθρωπος μένει αλύ-τρωτος. Όμως ο ορθόδοξος χριστιανός πιστεύει πώς ο Χριστός δεν είχε την Θεότητα «εξ αρπαγής», αλλά «εκ φύσεως», γι' αυτό και από αγάπη «εκένωσεν εαυτόν» και έλαβε «μορφήν δούλου», για να μεταβάλει εμάς τους δούλους σε παιδιά του Θεού και να μας οδηγήσει στη δό¬ξα του Θεού Πατρός (Φιλιπ. β' 6-11. Α' Τιμ. γ' 16).
Κάθε άνθρωπος που ενδύεται το άφθαρτο σώμα του Χριστού (πρβλ. Α' Κορ. ιε' 40, 53, ι’ 16, ιβ' 12-13, 27) γίνεται «καινούργιος άνθρωπος» και συμφιλιώνεται με τον Θεό «εν ενί σώματι» διά του σταυρού (Εφεσ. β' 16, προβλ. α' 18-23)• δεν ζει πλέον ο ίδιος, αλλά ζει «εν αυτώ ο Χριστός (Ρωμ. ιδ' 8. Β' Κορ. ε' 15. Φιλιπ. α' 21).
Το μυστήριο της ευσεβείας, που προσδιορίζει το ορθόδοξο φρόνημα ταυτίζεται με το μυστήριο της θεανθρωπότητος του Χριστού. Μέσα στην Εκκλησία ο άνθρωπος γίνεται μέτοχος αυτού του μυστηρίου. Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος διατυπώνει με συγκλονιστικό τρόπο τις συνέπειες της μετοχής του ανθρώπου στο Σώμα του Χριστού:

«Μέλη Χριστού γινόμεθα,
μέλη Χριστός ημών δε,
και χειρ Χριστός και πους Χριστός
εμού τον παναθλίου,
και χειρ Χριστού και πους Χριστού
ο άθλιος εγώ δε·
κινώ την χείρα, και Χριστός
όλη η χειρ μού εστιν.
Αμέριστον γαρ νόει μου
Θεότητα την θείαν».

«Και εξίσταμαι κατανοών εαυτόν,
 εκ ποίου οίος εγενόμην· ω θαύμα. 
και ευλαβούμαι και εμαυτόν αιδούμαι 
και ως Σε αυτόν και τιμώ και φοβούμαι 
και εξαπορώ εντρεπόμενος όλως, 
το πού καθίσω, και τίνα προσεγγίσω;
 και πού τα μέλη τα Σα προσανακλίνω; 
Εις ποία έργα, εις ποίας ταύτα πράξεις
 όλως χρήσωμαι τα φρικτά τε και θεία;».

Ολόκληρος ο άνθρωπος χρησιμοποιείται και θεοποιείται, πράγμα που τον οδηγεί σε απέραντο σεβασμό των ίδιων των μελών του, που εκφράζεται με τη χρήση τους που πρέπει να είναι ανάλογη προς το ύψος της δόξας, και με την όλη θέση και στάση του χριστοποιημένου ανθρώπου, απέναντι στον εαυτό του, στους συνανθρώπους και σε ολόκληρη τη δημιουργία. Ο χριστοποιημένος άνθρωπος, η νέα αυτή δημιουργία, προσδιορίζει πλέον εντελώς ποίο οφείλει να είναι το φρόνημα κάθε ορθοδόξου πιστού.
β) Η «ενυπόστατος πίστις»

Αν το μυστήριο της ευσεβείας είναι το γεγονός της Θεανθρωπότητος του Χριστού, η οικείωση της ευσεβείας από μέρους του ανθρώπου είναι η αποδοχή αυτού του μυστηρίου, η ζωντανή πίστη. Ο απόστολος Παύλος το υπογραμμίζει αυτό με τα λόγια:
«Μέτοχοι γάρ γεγόναμεν του Χριστού, εάνπερ την αρχήν της υποστάσεως μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν». Θα έχουμε συμμετοχή στον Χριστό, αν πράγματι διατηρήσουμε μέχρι τέλους σταθερή την πίστη με την οποία ελάβαμε την πνευματική μας υπόσταση και αναγεννηθήκαμε στον Χριστό· «χωρίς πίστιν είναι αδύνατον να γίνει κανείς ευάρεστος στον Θεό» (Εβρ. γ' 14, ια' 6, πρβλ. Ρωμ. γ' 22-23, ε' 1, ι’ 8-9).
Η πίστη στο πρόσωπο του Χριστού, που είναι η αλήθεια, ελευθερώνει τον άνθρωπο, τον αγιάζει και του ανοίγει τον δρόμο προς την ζωή (Ιω. η' 32, ιδ' 6, ιζ' 17). Εδώ δεν πρόκειται για διανοητική διεργασία, αλλά για την αναγνώριση του Σωτήρος Χριστού και την υποταγή στη δική Του κυριότητα· για την ολόψυχη αποδοχή του μηνύματος των αγγέλων «ότι ετέχθη υμίν σήμερον Σωτήρ, ος εστι Χριστός Κύριος» (Λουκ. β' 11. Ρωμ. ι' 8-9).
Ο άγιος Μάξιμος κάνει λόγο για την «ενυπόστατον πίστιν», δηλαδή για τον Λόγο του Θεού που σαρκώθηκε μέσα μας, «ταις εντολαίς σωματούμενος». Έχοντας ο απόστολος Παύλος αυτή την «ενυπόστατον πίστιν» έλεγε: «δεν ζω πλέον εγώ, αλλ' ο Χριστός ζει μέσα μου»• (Γαλ β' 20, πρβλ. Ρωμ. ιδ' 8. Β' Κορ. ε' 15.).
Η παρουσία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του πιστού τον κινεί να περιπατεί «κατά Πνεύμα», να φρονεί «τα του Πνεύματος». Το Πνεύμα του Θεού είναι ταυτόχρονα και «Πνεύμα Χριστού»• εάν λοιπόν κατοικεί «εν ταις καρδίαις ημών», τότε ο Χριστός είναι «εν ημίν», ζούμε «Πνεύματι», οδηγούμεθα από το Πνεύμα, είμεθα «υιοί Θεού». Αυτό το Πνεύμα «συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού». Εκείνο κράζει μαζί με το δικό μας πνεύμα, «αββά ο Πατήρ»! (Ρωμ. η' 4-16. Γαλ. δ' 6). Εάν «μορφωθεί μέσα μας ο Χριστός» (Γαλ. δ' 19), αποκτούμε τη σωστή θέση απέναντι στον Τριαδικό Θεό, στον συνάνθρωπο, σε ολόκληρη τη δημιουργία.


γ) Η αγάπη

Ο πιστός αποκτά το ορθόδοξο φρόνημα όταν ξαναβρεί τη ζωή που ανταποκρίνεται στην ίδια τη φύση του, στο «κατ' εικόνα» του Τριαδικού Θεού. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να εγκαταλείψει την αυτονομία και να επιλέξει την κοινωνία της αγάπης του Θεού. Αυτό πρέπει ο πιστός να το κάνει ελεύθερα, γιατί αληθινή αγάπη δεν νοείται χωρίς ελευθερία. Είναι πάντοτε καρπός της ελεύθερης προσωπικής προαίρεσης του ανθρώπου.
Η αληθινή αγάπη και κοινωνία μετά του Θεού δεν μεθοδεύεται με διάφορες τεχνικές. Δεν είναι αποτέλεσμα αυτομάτων διαδικασιών και μεθοδεύσεων. Περνάει πάντοτε μέσα από την προαίρεση του ανθρώπου. Ο Χριστός λέγει: «Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ' αυτού και αυτός μετ' εμού» (Αποκ. γ' 20). Με μεγάλη διακριτικότητα «κτυπά» και περιμένει τη δική μας επιλογή• δεν παραβιάζει την «θύρα»!
Το να δεχθεί κανείς το δώρο του Κυρίου, το Πνεύμα το Άγιον «εν τη καρδία αυτού», προϋποθέτει ολόψυχη, δική του επιλογή. Αυτό σημαίνει αποδοχή και από μέρους του νου, και από μέρους της καρδίας. Ο πιστός δεν απολυτοποιεί τίποτε, ούτε διαβολοποιεί τίποτε. Και ο νους και η καρδιά αγιάζονται και ο άνθρωπος μένει ελεύθερος στην επιλογή του. Δεν εκβιάζεται· ούτε με τη διαβολοποίηση του νου, όπως γίνεται σε παραθρησκευτικές ομάδες, ούτε με είδος πνευματικής τρομοκρατίας ή με οποιεσδήποτε υποσχέσεις που οδηγούν σε απόλυτη εξάρτηση από ανθρώπους. Δέχεται ή απορρίπτει τα δώρα του Θεού. Όμως, αν τα δεχθεί, πρέπει να το κάνει καθολικά• και με το νου, και με την καρδιά, και με το σώμα του. «Εάν κανείς με αγαπά θα τηρήσει το λόγο μου και ο Πατήρ μου θα τον αγαπήσει και θα έλθωμε εις αυτόν και θα κατοικήσουμε μαζί του» (Ιω. ιδ' 23).
Αυτά σημαίνουν πως το ορθόδοξο ήθος είναι αποτέλεσμα συνεργίας του ανθρώπου με τον Θεό. Ο άνθρωπος αγαπά ελεύθερα τον Θεό και ο Θεός απαντά ελεύθερα στην αγάπη του ανθρώπου με τη δική Του αγάπη. Θα μπορούσε κανείς να το διατυπώσει πιο σωστά: Ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο και περιμένει από αυτόν να ανταποκριθεί στην αγάπη Του. Τότε ο Θεός επεμβαίνει στη ζωή του ανθρώπου και του χαρίζει τις ευλογίες Του. Η ζωή του ανθρώπου αποτελεί πλέον φανέρωση της ζωής του Τριαδικού Θεού, γιατί ο άνθρωπος γίνεται κατοικητήριο του Θεού (Α. Ιω. δ' 16). Τότε και η αγάπη του ανθρώπου μεταμορφώνεται και γίνεται καρπός του Αγίου Πνεύματος, ένα από τα δώρα του Θεού, μαζί με άλλα δώρα, όπως είναι η χαρά, η ειρήνη, η μακροθυμία, η χρηστότητα, η αγαθοσύνη, η πίστη, η πραότητα και η εγκράτεια.
Όλα αυτά δεν είναι αποτέλεσμα τηρήσεως κάποιου νόμου, αλλά ελεύθερη προσφορά: Με την ελεύθερη προαίρεσή του ο άνθρωπος «σταυρώνει τη σάρκα μαζί με τα πάθη και τις επιθυμίες» και ο Θεός δέχεται αυτή την προσφορά και μεταμορφώνει τους καρπούς του μόχθου του ανθρώπου, προσφέροντας σ' αυτόν τους ίδιους τους καρπούς της ανθρώπινης προαίρεσης μεταμορφωμένους, ως δώρα του Πνεύματος (Γαλ. στ' 4-11).
Αυτοί οι «καρποί» του Πνεύματος οδηγούν πλέον τον άνθρωπο σε μία νέα στάση απέναντι στον Θεό, στον πλησίον και σε ολόκληρη την κτίση. Το νέο φρόνημα προσδιορίζεται από τη χαρά, την ειρήνη, τη μακροθυμία, τη χρηστότητα, την αγαθοσύνη, την πίστη, την πραότητα, την εγκράτεια και προ παντός από την αγάπη. Ο άνθρωπος παύει να είναι εγωιστικό ον και ξαναβρίσκει την αληθινή του φύση, που είναι κοινωνία αγάπης, και την βασιλική και ιερατική του θέση μέσα στον κόσμο του Θεού.
Η αγάπη ως δώρο του Θεού δεν γνωρίζει όρια. Η αγία Γραφή μας λέγει πως από το ένα μέρος το έσχατο «όριο» της αγάπης είναι η θυσία της ζωής χάριν του αγαπωμένου προσώπου (Ιω. γ' 16. Ρωμ. ε' 8) και από το άλλο η αγάπη προς τους εχθρούς (Ματθ. ε' 44). Αυτό σημαίνει πώς δεν υπάρχουν όρια στην αγάπη• η αληθινή αγάπη δεν κομματιάζεται. Δεν μπορεί κανείς να πει: αγαπώ αυτόν, αλλά δεν μπορώ να αγαπήσω τον άλλο, αγαπώ την ανθρωπότητα αλλά δεν μπορώ να αγαπήσω το διπλανό μου αγαπώ το Θεό, αλλά δεν αγαπώ τον άνθρωπο, αγαπώ τους ανθρώπους αλλά δεν αγαπώ τον Θεό! Έτσι η χριστιανική αγάπη είναι εικόνα της Θείας αγάπης (Ματθ. ε' 45. Λουκ. στ' 35-36)• ο Χριστός «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας...» (Πράξ. Γ 38, πρβλ. Ιακ. β' 14-26. Ματθ. κβ' 34-40. Λουκ. ι’ 25-37. Ησ. νη' 7-10).
Αυτή την αγάπη και τη χρηστότητα «επί τους αχαρίστους και πονηρούς» έκαναν στη ζωή τους πράξη οι άγιοι της Εκκλησίας μας. Ας αναφέρουμε μόνο ένα παράδειγμα από τη ζωή του αγίου Σπυρίδωνος, όπως το διηγείται το ιερό Συναξάριο.
«Είχε δε ο άγιος και αιγοπρόβατα διά τας ανάγκας των πτωχών της επισκοπής. Νύκτα δε τινα επήγαν κλέπται να τα κλέψωσιν αλλ' ο Πανάγαθος Κύριος, ως επιμελητής του Ποιμένος, είχε και την μέριμναν των προβάτων.
Μόλις λοιπόν εισήλθον οι κλέπται εις την αυλήν, εις την οποίαν ήσαν τα πρόβατα, ευθύς εδέθησαν αοράτως αι χείρες και οι πόδες των με δεσμά και αλύσεις. Όθεν μη δυνάμενοι να σαλεύσουν, έστεκαν ούτως όλην την νύκτα, έχοντες οπίσω τας χείρας δεδεμένας ως κατάκοιτοι.
Ιδών δε αυτούς το πρωί ο άγιος εις τούτο το σχήμα, τους ελυπήθη και ποιήσας δέησιν δι' αυτούς, τους ελύτρωσεν από τα δεσμά και τους λέγει:
— Τέκνα μου, μη κάμνετε πλέον ούτως, ίνα μη κολασθήτε, αλλά κερδίζετε την ζωοτροφίαν σας με τον κόπον σας.
Έπειτα τους έδωκε δωρεάν και δύο κριούς με ιλαρόν πρόσωπον, διά τον κόπον της αθέλητου εκείνης αγρυπνίας των»!
Αυτό είναι το σωτήριο ήθος του κάθε πιστού. Ο άγιος Μακάριος υπογραμμίζει: «Ουκ έστι άλλως σωθήναι ει μη διά του πλησίον». Ο πλησίον για τον ορθόδοξο πιστό δεν είναι η κόλαση, αλλά ο παράδεισος!


δ) Η μετάνοια

Η ορθή στάση απέναντι στον Θεό, στον συνάνθρωπο, στη δημιουργία, το ορθόδοξο ήθος δηλαδή προϋποθέτει εγκατάλειψη της αυτονομίας από μέρους του ανθρώπου, παραδοχή της ανεπάρκειας και της ανικανότη¬τάς του να πραγματώσει το νόημα της ζωής του. Αυτό σημαίνει νέο προσανατολισμό του ανθρώπου, στροφή προς τον Δημιουργό του, αλλαγή του ίδιου του νου του, μετάνοια.
Αυτονομημένος άνθρωπος είναι και εκείνος που ζητεί να δικαιώσει τη ζωή του με καλές πράξεις, με οποιεσδήποτε μεθοδεύσεις και «τεχνικές», ξεκομμένες από την κοινωνία και τη χάρη του Θεού. Κάθε έννοια αυτοδικαίωσης απομακρύνει από το ορθόδοξο φρόνημα (Ρωμ. γ' 20. Γαλ. ε' 4 εξ.). Ο αληθινός πιστός Βλέπει κατά πρόσωπο την αμαρτωλότητα και την ανεπάρκειά του και προσβλέπει με πλήρη εμπιστοσύνη στον Χριστό. Γι' αυτό και «οι τελώναι και αι πόρναι προάγουσιν», πηγαίνουν στη βασιλεία του Θεού πριν από τους ανθρώπους που είναι βέβαιοι για τη δικαιοσύνη τους και στηρίζονται σ' αυτήν (Ματθ. κα'21. Λουκ. ζ'36-50, ιη'9-14).
Η βαθιά συναίσθηση της πλήρους αποτυχίας οδηγεί τον άνθρωπο της μετανοίας σε αστείρευτα δάκρυα και στεναγμούς της καρδιάς. Βέβαιη για τα «απύθμενα βάθη» των οικτιρμών του Θεού η ψυχή αναλύεται σε αισθήματα ανέκφραστης αγάπης και ευγνωμοσύνης προς τον Σωτή¬ρα Χριστό:

«Αλίμονον!
Μέσα μου είναι απέραντη νύκτα,
μανιώδης πόθος ακολασίας...
Δέξου τα αστείρευτα δάκρυά μου...
λύγισε εις τους στεναγμούς της καρδιάς μου...
Θα καταφιλήσω τους αμόλυντους πόδας Σου,
θα τους σφογγίσω με τας πλεξούδας της κεφαλής μου...
Ψυχοσώστα σωτήρ μου,
ποιος θα εξερεύνηση τα πλήθη των αμαρτιών μου,
 και ποιος τα απύθμενα βάθη των κρίσεων Σου;»
(τροπάριο Κασσιανής).

Αυτός ο σπαραγμός της καρδιάς που ταυτόχρονα αποτελεί και «άνοιγμα» για την είσοδο της χάρης του Θεού, εκφράζεται ιδιαίτερα στους ύμνους του Μεγάλου Κανό¬να:

Ημάρτηκα,
ώσπερ η πόρνη βοώ σοι,
μόνος ημάρτηκά σοι· 
ως μύρον δέχου Σωτήρ, 
καμού τα δάκρυα.

Ίλάσθητι,
ως ο Τελώνης βοώ σοι, 
Σώτερ ιλάσθητι μοι· 
ουδείς γαρ των εξ Αδάμ, 
ως εγώ ήμαρτέ σοι.

Ου δάκρυα, 
ουδέ μετάνοιαν έχω, 
ουδέ κατάνυξιν. 
Αυτός μοι ταύτα Σωτήρ
 ο Θεός δώρισε.

Αυτή είναι η τέλεια μετάνοια: η αίσθηση πως βρίσκεται κανείς στο βυθό· «ουδείς εξ Αδάμ ως εγώ ήμαρτέ σοι»• η συναίσθηση πως η αποστασία προέρχεται από μόνη την προαίρεση του ανθρώπου, «μόνος ημάρτηκά σοι» και στρέφεται εναντίον του ίδιου του Θεού, «ημάρτηκά σοι». Το αδιέξοδο από πλευράς του ανθρώπου είναι τέτοιο, ώστε να διαπιστώνεται η αδυναμία του ακόμη και για δάκρυα, για μετάνοια. Όμως το αδιέξοδο του ανθρώπου εξουδετερώνεται με την κραυγή του προς τον Σωτήρα Θεό: «Αυτός μοι ταύτα Σωτήρ ο Θεός δώρισε»!
Αυτή η βαθειά ταπείνωση αποτελεί την αρχή της πνευματικής ζωής, την προϋπόθεση του ορθοδόξου φρονήματος (πρβλ. Ιεζ. λγ' 10-15. Α' Κορ. ι' 12. Φιλιπ. β' 12, γ' 8-12).
Δεν πρόκειται για κραυγή απελπισίας, αλλά για στροφή του ανθρώπου, που οδηγεί σε ελπίδα, οποιαδήποτε και αν είναι τα αδιέξοδα, στα οποία οδηγήθηκε ο άνθρωπος από την ίδια την προαίρεσή του. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος το διατυπώνει αυτό:
«Ας έχουν θάρρος οι ταπεινωμένοι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν κυριευθεί από τα πάθη, διότι και εάν πέσουν εις όλους τους λάκκους, και εάν παγιδευθούν από όλας τας παγίδας και εάν προσβληθούν από όλας τας ασθενείας, όμως μετά την ίασιν θα γίνουν εις όλους ιατροί και διδάσκαλοι και λύχνοι και κυβερνήται θα διδάσκουν τον χαρακτήρα της ασθενείας και θα διασώζουν με την εμπειρίαν των εκείνους οι οποίοι κινδυνεύουν να πέσουν».
Και εις άλλο σημείο λέγει ο ίδιος άγιος:
«Είδον ακάθαρτους ψυχάς αι οποίαι κατείχοντο από ακόρεστον σαρκικόν έρωτα και έλαθον αφορμήν από την εμπειρίαν του έρωτος, έστρεψαν τον ίδιον έρωτα εις τον Κύριον και ενεκεντρίσθησαν εις αχόρταγον αγάπην του Θεού. Διά τούτο και ο Κύριος δεν είπεν εις την σώφρονα εκείνην πόρνην ότι εφοβήθη, αλλά ότι ηγάπησε πολύ και ηδυνήθη με ευχέρειαν ν' αποκρούση με τον θείον έρωτα την σαρκικήν αγάπην».
Στα ιερά συναξάρια υπάρχουν θαυμαστά παραδείγματα πραγματικής ταπείνωσης και μετάνοιας που προσδιορίζουν στην πράξη το ορθόδοξο ήθος. Σ' αυτό το σημείο είναι συγκινητικό το ακόλουθο περιστατικό από το «Γεροντικό»:
«Λέγουν διά τον Αββά Σισώη, ότι όταν επρόκειτο να αποθάνη ενώ οι πατέρες εκάθηντο πλησίον του, έλαμψε το πρόσωπον του ως ο ήλιος. Και είπεν εις αυτούς:
—    Ιδού ήλθεν ο Αββάς Αντώνιος. Έπειτα από λίγο τους είπε:
—    Ιδού ήλθεν ο χορός των προφητών. Και πάλιν έλαμψε το πρόσωπον του ακόμη περισσότερον. Και είπε:
—    Ιδού ο χορός των Αποστόλων. Και η λάμψις του προσώπου του εδιπλασιάσθη και πάλι. Και ιδού, εφάνη ως να ωμίλει με κάποιους. Τότε οι γέροντες τον παρεκάλεσαν και του είπον:
—    Με ποίον ομιλείς, πάτερ; 
Εκείνος είπεν:
—    Ιδού ήλθαν οι άγγελοι να με πάρουν και τους παρακαλώ να με αφήσουν λίγο διά να μετανοήσω.
Και οι μοναχοί του λέγουν:
—    Δεν έχεις ανάγκην να μετανοήσης, πάτερ. Τότε ο γέροντας είπε:
—    Πραγματικά δεν ξέρω αν έκαμα αρχήν.
Και εγνώρισαν όλοι ότι είναι τέλειος. Αίφνης έγινε πάλιν το πρόσωπόν του ωσάν τον ήλιον και εφοβήθησαν όλοι. Και τότε τους λέγει:
—    Βλέπετε, ο Κύριος ήλθεν και λέγει: Φέρετέ μου το σκεύος της ερήμου. Και αμέσως παρέδωσεν το πνεύμα. Και έγινεν ως αστραπή και ολόκληρον το σπίτι εγέμισεν από ευωδίαν».
Ένας άγιος τη στιγμή του θανάτου του και ενώ ακτινοβολούσε από το άκτιστο φως, πίστευε πως δεν έχει καλά-καλά αρχίσει τη μετάνοια! Η βαθειά συναίσθηση της αναξιότητας του ανθρώπου και ταυτόχρονα η αίσθηση της αβύσσου της θείας αγάπης πλημμυρίζει την ψυχή του ευγνώμονα πιστού από θείο έρωτα και είναι έτοιμη να εγκαταλείψει τα πάντα και να αναζητήσει την κοινωνία α¬γάπης με τον Θεό, όπως αναζητεί η Νύμφη την ένωση με τον Νυμφίο:

«Θα σηκωθώ και θα τριγυρίσω την πόλιν, τας αγοράς και τας πλατείας•
θα αναζητήσω Εκείνον που ηγάπησεν η ψυχή μου.
Τον εζήτησα και δεν Τον εύρον
Με ευρήκαν οι φύλακες, οι περιπολούντες την πόλιν
(και τους ηρώτησα):
"Μη ον ηγάπησεν η ψυχή μου ίδετε;"
μήπως είδατε Εκείνον που ηγάπησεν η ψυχή μου;
Απεμακρύνθην από αυτούς, (Τον ανεζήτησα),
"έως ου εύρον ον ηγάπησεν η ψυχή μου.
Εκράτησα Αυτόν και ουκ αφήκα Αυτόν
έως ου εισήγαγον Αυτόν εις τον οίκον της μητρός μου
και εις το ταμιείον της συλλαβούσης με"»
(Άσμα Ασμάτων γ' 2-4).


ε) Ο πνευματικός αγώνας

Ο πιστός καλείται σε ισόβιο πνευματικό αγώνα, στον οποίο ουδέποτε εγκαταλείπεται από τον Θεό· εκτός εάν ο ίδιος θεωρήσει τον εαυτό του ικανό και αυτάρκη. Τότε αυτονομείται και απομακρύνει τη χάρη του Θεού.
Χωρίς την πανοπλία του Θεού ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίσει νικηφόρα «τας αρχάς και τας εξουσίας, τους κοσμοκράτορας του σκοτεινού τούτου κόσμου, τα πονηρά πνεύματα εις τους ουρανούς» (Εφεσ. στ' 12). Ο πιστός γνωρίζει πώς όχι μόνο ο Θεός, αλλά και ο διάβολος προκαλεί την προαίρεσή του και μάλιστα με μέσα απατηλά, γιατί είναι ο «πατήρ του ψεύδους» και τριγυρίζει «ως λέων όστις ωρύεται διά να εύρη κάποιον να καταπιή» (Ιω. η' 44. Α' Πέτρ. ε' 8).
Το δαιμονικό στοιχείο είναι μία πραγματικότητα και ο πιστός καλείται να μείνει άγρυπνος στον αγώνα του, οπλισμένος με τα όπλα του Θεού: «Νήψατε! Γρηγορείτε!»• αυτή είναι η παραγγελία του Πνεύματος του Θεού (Α' Πέτρ. ε' 7)• γίνετε δυνατοί «διά του Κυρίου και διά του κράτους της δυνάμεως αυτού», ενδυθήτε την πανοπλία του Θεού (Εφεσ. στ' 10 εξ.). Αυτή η προτροπή επανα-λαμβάνεται πολλές φορές στην αγία Γραφή:
Μείνετε στερεοί στην πίστη, «έχοντες υπ' όψιν ότι τα ίδια παθήματα συμβαίνουν στους αδελφούς σας σε ολό¬κληρο τον κόσμο» (Α' Πέτρ. ε' 9). «Αδελφοί, όσα είναι αληθινά, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα αγαπητά, όσα έχουν καλή φήμη, οποιαδήποτε αρετή ή οποιοσδή¬ποτε έπαινος, αυτά να σκέπτεσθε. Αυτά που εμάθατε και παρελάβατε και ακούσατε και είδατε σε εμέ, αυτά να πράττετε και ο Θεός της ειρήνης θα είναι μαζί σας» (Φιλιπ. δ' 8-9).
Η διδαχή του Χριστού είναι για τον πιστό το «μέτρο», το σημείο αναφοράς, το οποίο θα τον βοηθήσει στην ορθή πορεία, ώστε να μη παραπλανηθεί από τις παγίδες του διαβόλου.
Ο Σατανάς χρησιμοποιεί τις αισθήσεις του ανθρώπου και προσπαθεί να γεννήσει τα πάθη, για να εισέλθει και να κυριαρχήσει μέσα του. Όμως δεν μπορεί να το επιτύχει χωρίς τη συνεργασία του ανθρώπου. Γι' αυτό η πτώση οφείλεται στην προαίρεση του ανθρώπου· όχι στη φύση του ή στις παγίδες του πονηρού. Ο χριστιανός καλείται να αντικρούσει τον αντίδικο με ολόθυμη και ελεύθερη υποταγή στο θέλημα του Θεού.
Ο Σατανάς δεν έχει εξουσία πάνω στα παιδιά του Θεού· ο Χριστός ενίκησε το Σατανά (Λουκ. ι' 18). Ο απόστολος υπογραμμίζει πως οι χριστιανοί πρέπει να είναι «σοφοί εις το αγαθόν» και ακέραιοι εις το κακό και τότε ο Θεός της ειρήνης θα «συντρίψει εν τάχει» τον Σατανά κάτω από τα πόδια τους (Ρωμ. ιστ' 19-20). Στην Αποκάλυψη του Ιωάννου ο Θεός σφραγίζει τους πιστούς με τη δική Του σφραγίδα και μ' αυτό τον τρόπο τους καθιστά ιδιοκτησία Του· κανένας δεν τολμάει πλέον να τους βλάψει (Αποκ. ζ' 193).
Σε άλλο σημείο της Αποκάλυψης ο Ιωάννης βλέπει φρικτά σατανικά τέρατα, που βγήκαν από το πηγάδι της αβύσσου και είχαν εξουσία να βλάψουν τα πάντα. Όμως δεν είχαν εξουσία να βλάψουν κανένα από εκείνους που είχαν «την σφραγίδα του Θεού επί των μετώπων αυτών» (Αποκ. θ' 1-4). Με την παρουσία και το έργο του Χριστού ο Σατανάς δέθηκε για «χίλια χρόνια», μέχρι την ε¬πάνοδο του Κυρίου (Αποκ. κ' 3), δεν μπορεί να βλάψει κανένα· εκτός βέβαια αν κάποιος πάει κοντά του, αν δη¬λαδή εγκαταλείψει την κοινωνία με τον Θεό, πλησιάσει το Σατανά και συνεργαστεί μαζί του. Τότε είναι ικανός να τον βλάψει, γιατί ο άνθρωπος, με το να απομακρυνθεί από τον Θεό, στερήθηκε από τη Χάρη του Κυρίου και μένει εκτεθειμένος στις επιθέσεις του Σατανά, που σπεύδει να αναπληρώσει το κενό της απουσίας της Χάρης.
Ο Χριστός είναι ο Κύριος της ιστορίας. Ο Σατανάς. πριν από τη δευτέρα παρουσία του Χριστού, θα «λυθεί» για λίγο και θα επιχειρήσει να πλανήσει τους ανθρώπους, αλλά το τέλος του είναι βέβαιο: θα ριχθεί στη λίμνη από φωτιά και θειάφι, όπου θα είναι και το «θηρίο και ο ψευδοπροφήτης» και όλες οι δυνάμεις του Σατανά (Αποκ. κ' 7-10).
Όλα αυτά φανερώνουν πως ο πιστός δεν πρέπει να φοβάται το σατανά, ούτε να πανικοβάλλεται με τη σκέψη πως θα «λυθεί» μια μέρα και θα ζητήσει να μας πλανήσει με τον  Αντίχριστο και τις δυνάμεις του. Εμείς πρέπει να μιλάμε για τον Χριστό και όχι για τον Αντίχριστο και να κάνουμε τα έργα του Χριστού και όχι του Αντιχρίστου. Τότε θα βρισκόμαστε μέσα στον πνευματικό αγώνα και δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα, ούτε τα όργανα του Σατανά, τους μάγους, τους σατανιστές κ.ο.κ.
Ο πνευματικός αγώνας μπορεί να είναι πολύ σκληρός• όποιος θέλει να ζήσει, αυτός πρέπει πρώτα να πεθάνει, «και εκείνος που θα χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου, θα την εύρει», βεβαιώνει ο Χριστός (Ματθ. ιστ' 25, ι' 39. Μάρκ. η' 35. Λουκ. β' 27, ιζ' 33. Ιω. ιβ' 25). Όμως με τη χάρη του Θεού η νίκη είναι βεβαία.


στ) Η άσκηση

Η σωματική άσκηση κατέχει μεγάλη θέση στην πνευματική ζωή του πιστού και συντρίβει κάθε επιβουλή του αντιδίκου. «Τούτο δε το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία» λέγει χαρακτηριστικά ο Χριστός (Ματθ. ιζ' 21. Μάρκ. θ' 29).
Με την ακράτεια ο άνθρωπος έπεσε στην κυριαρχία του Σατανά (Γεν. γ' 1-7). Με την εγκράτεια εξουδετερώνεται τελείως ο αντίδικος. Σ' αυτό το σημείο αναφέρονται συγκλονιστικά περιστατικά στα ιερά συναξάρια της Εκ¬κλησίας μας. Για τον Μακάριο τον Αλεξανδρέα διαβάζουμε:
«Άλλοτε του ενεθύμισεν η όρεξις σταφύλια νωπά. Εκείνην δε την ώραν έτυχε να του στείλη αδελφός τις ωραία σταφύλια και διά να βασανίση την όρεξιν, ευθύς τα έστειλεν εις άλλον αδελφόν, όστις ήτο κλινήρης και επεθύμη σταφύλια.
Όταν τα είδεν, εχάρη μεν πάρα πολύ, όμως χωρίς να απλώση τελείως εις αυτά, είπε και τα έστειλαν ευθύς εις άλλον, λέγων:
— Τάχα δεν τα ορέγεται αυτός;
Εκείνος πάλιν ο αδελφός, όστις τα έλαβε, παρ' όλον ότι ήτο υστερημένος από οπωρικά, τα έστειλε εις άλλον αδελφόν.
Επειδή λοιπόν εκείνα τα σταφύλια έτυχον εις πολ¬λούς αδελφούς απεσταλμένα και ουδείς τα εμεταχειρίσθη, τέλος ο ύστερος, όστις τα εδέχθη, τα έστειλε πάλιν εις τον άγιον Μακάριον. Εκείνος, γνωρίσας τα σταφύλια, εδόξασε τον Θεόν διά την τόσην εγκράτειαν των αδελφών. Διά τούτο μήτε αυτός δεν εγεύθη από αυτά διά τελείαν πληγήν του δαίμονος».
Στόχος της σωματικής άσκησης δεν είναι η εξουθένωση του σώματος, αλλά η εξουδετέρωση των παθών· η προετοιμασία του σώματος για να δεχθεί την χάρη και τον αγιασμό του Θεού. «Εάν θέλεις να σωθείς γίνου νεκρός», έλεγαν οι πατέρες της ερήμου, αναφερόμενοι στην νέκρωση των παθών του ανθρώπου.
Όταν κανείς φθάσει σε τέτοια αγιότητα, αποκτά την πραγματική εκείνη ταπείνωση, που μεταδίδει ολόκληρη τη χάρη του Θεού και γίνεται «χαριτωμένος» (Ματθ. ε' 3. Α' Πέτρ. ε' 5)• δεν μπορούν να τον προσβάλουν οι μηχανορραφίες του διαβόλου. Αυτό δείχνει το ακόλουθο περιστατικό από τον βίο του αγίου Μακαρίου του Αιγυπτίου:
«— Πολλήν βίαν πάσχω από σε Μακάριε, είπε ο διάβολος εις τον όσιον, και ποτέ δεν κατορθώνω να σε νικήσω, με όλον ότι εγώ κάμνω πεισσότερα από ό,τι κάμνεις συ εις τινας αρετάς. Συ νηστεύεις τινάς ημέρας και εγώ δεν τρώγω τίποτε. Συ αγρυπνείς και εγώ δεν κοιμάμαι κα¬θόλου. Μόνον εις μίαν αρετήν με νικάς, διά την οποίαν δεν έχω κατά σου δύναμιν!
Λέγει αυτώ ο όσιος:
—    Ποία είναι η αρετή αυτή; 
Ο δε βιαζόμενος απεκρίθη:
—    Η ταπείνωσις! Και ταύτα ειπών εγένετο άφαντος».
Οι άγιοι έφθασαν πραγματικά σε ύψη ταπεινοφροσύ¬νης που ξεπερνούν τη δική μας διανοητική σύλληψη. Ιδού ένα από τα πιο συγκλονιστικά περιστατικά στη ζωή του αγίου Μακαρίου, όπως περιγράφεται στο ιερό κείμενο:
«Έτυχε δε εις εκείνα τα μέρη μία παρθένος, ήτις ήμαρτε με άλλον τινά και έμεινεν έγκυος η τάλαινα. Ερωτήσαντες δε αυτήν οι γονείς της την συνεβούλευσεν ο διάβολος να είπη ότι την εβίασεν ο Μακάριος.
Οι δε γονείς της έδραμον προς αυτόν θυμωμένοι και αρπάσαντες αυτόν ως θήρες άγριοι, του εκρέμασαν εις όλον το σώμα αγγεία πήλινα διά καταφρόνησιν· και δέροντές τον ανηλεώς και εθεάτρισαν και κατήσχυναν εις εκείνα τα μέρη φωνάζοντες:
—    Ούτος ο Μοναχός εδυνάστευσε την κόρην μας! Ύβριζον δε και τον κοσμικόν εκείνον, όστις τον υπη¬ρετεί πωλών τα εργόχειρά του και του έλεγον:
—    Ιδού τι διέπραξεν ο ενάρετος Μοναχός, τον οποίον εφήμιζες τόσον και μας έλεγες ψευδώς ότι ήτο άγιος άνθρωπος. Αλλά ήξευρε ότι δεν τον αφήνομεν, ως να μείνει τις εγγυητής να πλήρωση όλα τα έξοδα, τα οποία μέλλουν να γίνουν, έως να τραφή το βρέφος, όπερ θα γεννηθή εξ αυτής και διότι έφθειρε την παρθενίαν της.
Τότε ο άγιος έκανε νεύμα εις εκείνον τον κοσμικόν να γίνη εγγυητής του χωρίς δισταγμόν. Όστις εδέχθη και τον επήρεν ημίθνητον από τας χείρας αυτών. Φθάνων εις το κελλίον του ο όσιος επλεονέκτη εις το εργόχειρον λέγων:
—    Δούλευε, ταπεινέ Μακάριε να θρέψεις την γυναίκα και εαυτόν!
Και ούτω νυχθημερόν έδιδε το εργόχειρον του ανθρώπου και εζωοτρόφει εκείνην την τάλαιναν, έως ου ήλθεν η ώρα του τοκετού. Οδυνωμένη ημέρας πολλάς δεν ηδύνατο η δυστυχής να γεννήσει το βρέφος. Όθεν από τους πόνους εγνώρισε την αμαρτίαν της και ωμολόγησε προς τους παρεστώτας την αλήθειαν λέγουσα:
—    Επειδή εσυκοφάντησα ψευδώς τον ενάρετον εκεί¬νον Μοναχόν, ότι με εδυνάστευσε, δι' αυτό βασανίζομαι τώρα δικαίως η άδικος. Αλλά γνωρίσατε ότι με τον δείνα γείτονα μας ημάρτησα.
Ταύτα ειπούσα, εγέννησεν ανεμποδίστως. Οι δε παρεστώτες έδραμον προς τον άγιον μετά δακρύων ζητούντες συγχώρησιν και τον είχον έκτοτε εις πολλήν ευλάβειαν. Εκείνος όμως, διά να φύγει τον ανθρώπινο έπαινον, έφυγεν εξ εκείνου του τόπου, ελθών εις αυτήν την έρημον».


ζ) Η ελευθερία

Ο όρος ελευθερία μπορεί να εκληφθεί με σχετική ή και με απόλυτη έννοια. Η απόλυτη ελευθερία τοποθετεί στο κέντρο του σύμπαντος το «εγώ» του ανθρώπου. Η άσκηση της απομακρύνει τον άνθρωπο από την ίδια τη φύση του, τον αλλοτριώνει. Γιατί ο άνθρωπος, σύμφωνα με τη χριστιανική διδαχή, από τη φύση του δεν είναι ε¬γωιστικό ον, αλλά κοινωνία προσώπων.
Ο άνθρωπος που έχει για υπέρτατο νόμο την επιβολή της δικής του βούλησης, αδιαφορώντας για τα αποτελέσματα των επιλογών του για τους άλλους, για την ανθρώπινη κοινωνία και γενικότερα για την όλη δημιουργία, ακολουθεί δρόμο αντίθετο με την ίδια του τη φύση. Όταν μάλιστα θεωρεί δικαίωμά του να επιβάλει αυτή τη βούληση με κάθε τρόπο, γίνεται καταστροφικός. Ο τρόπος που εκλαμβάνει την ελευθερία αποτελεί απειλή.
Υπάρχει βέβαια η ελευθερία «από κάτι»• όμως υπάρχει και η ελευθερία «για κάτι», για κάποιο σκοπό. Η απόλυτη ελευθερία «από κάθε περιορισμό» αντιστρατεύεται στη φύση του ανθρώπου και τον μεταβάλλει σε τέρας. Γι' αυτό η αληθινή ελευθερία αναζητείται σε σχέση με τον σκοπό, που ασφαλώς είναι η οικοδομή και όχι η καταστροφή της προσωπικότητας του ανθρώπου.
Η πραγματική ελευθερία που εναρμονίζεται με τη φύση του ανθρώπου διακονεί την ανθρώπινη φύση• δεν την καταστρέφει. Γι' αυτό υπηρετεί την ενότητα, την αρ¬μονία, την αγάπη σε ολόκληρη τη δημιουργία του Θεού.
Το θέμα της ελευθερίας σχετίζεται με την περί ανθρώπου αντίληψή μας. Η χριστιανική ανθρωπολογία δεν οδηγεί σε αδιέξοδα, ούτε σε μια έννοια περί ελευθε¬ρίας καταστροφική για την ανθρώπινη προσωπικότητα. Η χριστιανική ελευθερία αποτελεί ευλογία για τον ίδιο τον άνθρωπο και για ολόκληρη τη δημιουργία.
Κλείνοντες παρατηρούμε πως η στάση του ορθοδόξου πιστού απέναντι στον Θεό, στον συνάνθρωπο, στον εαυτό του, στην κτίση, το ορθόδοξο φρόνημα και το ορθόδοξο ήθος, ανταποκρίνονται στη φύση του ανθρώπου και στη θέση που προσδιορίσθηκε γι' αυτόν μέσα στον κόσμο της δημιουργίας από τον ίδιο το Δημιουργό. Αποτελεί θετι¬κή ανταπόκριση της προαίρεσης του ανθρώπου στο σχέδιο του Θεού.
Από αυτή τη στάση εξέπεσε ο άνθρωπος με την πτώση. Όμως επανήλθε σ' αυτήν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Γι' αυτό και η «ευσέβεια» είναι για τον πιστό μεγάλο μυστήριο, που ταυτίζεται με το γεγονός της θεανθρωπότητας του Χριστού. Όταν ο άνθρωπος γίνει μέτο¬χος του Σώματος του Χριστού, χριστοποιείται και ρυθμίζει την όλη ζωή του με βάση το φρόνημα του Χριστού. Γι' αυτό και το ήθος και το φρόνημα του πιστού εναρμο¬νίζονται με την αληθινή του φύση, που είναι ενότητα, αρμονία, αγάπη. Αυτό το φρόνημα απομακρύνει τον άνθρωπο από την αυτονομία και τον οδηγεί πάλι στη «βασιλική» και «ιερατική» του θέση και σχέση μέσα στην όλη δημιουργία του Θεού.
Ο άνθρωπος με την ελεύθερη προαίρεσή του πρέπει να οικειοποιηθεί το μυστήριο της ευσεβείας. Να το αποδεχθεί με πίστη, η οποία επιτρέπει, ώστε ο Θεός «να σκηνώση εν αυτώ» (Ιω. α' 14, ιδ' 23) και ο άνθρωπος να γίνει χριστοφόρος και πνευματοφόρος, να αυξηθεί σε κοινωνία αγάπης.
Αυτή η αύξηση είναι δωρεά του Θεού αλλά και καρπός της προαίρεσης του ανθρώπου, ο οποίος νεκρώνει το σαρκικό φρόνημα και στρέφεται προς τον Θεό. Αυτή η στροφή δεν είναι αποτέλεσμα ανάγκης, πνευματικής τρομοκρατίας, μεθόδευσης, αλλά καρπός της ελευθερίας του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος ελευθερώνεται από τα δεσμά της αμαρτίας και των παθών, αποδέχεται ένα τρόπο ζωής που είναι σύμφωνος με την πραγματική του φύση και απαντά στην αγάπη του Θεού με τη δική του αγάπη. Έτσι η ελευθερία του δεν αποβαίνει καταλυτική για την προσωπικότητά του, αλλά σωτήρια. Οι επιλογές του δεν τον οδηγούν σε ένα τρόπο ζωής αντίθετο με την αληθινή του φύση, αλλά σε ζωή εναρμονισμένη με τη φύση του και το σκοπό της ζωής του.
Ο Θεός αποδέχεται την προσφορά του θελήματος του ανθρώπου και τη θυσία του σαρκικού του φρονήματος και αντιπροσφέρει τα δώρα Του, τους «καρπούς του Πνεύματος»· ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου γίνεται «χαριτωμένη». Παύει να ζει παρά τη φύση του, να είναι ένα εγωιστικό και καταστροφικό ον, γίνεται «βασιλέας» και «ιερέας» της δημιουργίας του Θεού, την οποία φέρει σε δοξολογική σχέση με το Δημιουργό της.
Το φρόνημα αυτό προϋποθέτει την παραδοχή από μέρους του ανθρώπου της ανεπάρκειας και ανικανότητάς του να εκπληρώσει το νόημα της ζωής και το ρόλο του μέσα στη δημιουργία αυτόνομα, βασισμένος σε δικές του τοποθετήσεις και στα δικά του σχέδια, ξεκομμένα από τα σχέδια του Θεού. Αυτή η στάση οδηγεί τον άνθρωπο σε βαθιά συναίσθηση της αποτυχίας του, σε αλλαγή προσανατολισμού, σε μετάνοια.
Όμως αυτή η στροφή του νου και της καρδίας του ανθρώπου δεν οδηγεί σε αδιέξοδα. Δεν είναι κραυγή απελπι¬σίας, γιατί καταλήγει στην πίστη, πως τα αδιέξοδα ξεπερνιώνται από τη χάρη του Θεού και στην πεποίθηση πως η άβυσσος της αγάπης του Πατέρα ξεπερνάει την άβυσσο των δικών μας αστοχημάτων και αμαρτιών.
Όμως δεν είναι μόνο ο Θεός που προκαλεί τη δική μας προαίρεση. Και ο διάβολος προκαλεί τις αισθήσεις μας και προσπαθεί να «περάσει» λογισμούς, ζητώντας τη συνεργασία μας, προκειμένου να δημιουργήσει μέσα μας τα πάθη, για να μας οδηγήσει και πάλι στο σαρκικό φρό¬νημα. Και εναπόκειται πλέον στην δική μας προαίρεση να επιλέξομε «τίνος φωνή» θα ακούσομε και τίνος «συν¬ταγή» θα ακολουθήσομε. Γι' αυτό ο πιστός καλείται σε διαρκή πνευματικό αγώνα, στον οποίο όμως δεν μένει μόνος. Αρκεί να αποφασίσει να δεχθεί και να χρησιμοποιήσει την «πανοπλία του Θεού», για να συντρίψει τον αντίδικο με το κράτος της ισχύος του Κυρίου· όχι μόνο με τις δικές του δυνάμεις.
Σ' αυτό τον αγώνα η σωματική άσκηση, ιδιαίτερα η κατά Χριστόν εγκράτεια και η κατά Χριστόν ταπείνωση, εξουδετερώνουν κάθε εχθρική επιβουλή. Ο πιστός απο¬δεικνύει πως δεν βαδίζει πλέον στον πνευματικό αγώνα μόνος του, αλλά οδηγείται από το Άγιο Πνεύμα, γιατί ο ίδιος γίνεται «ναός Θεού» και «κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος». Το Άγιο Πνεύμα είναι το Εφόδιο που ο πιστός έχει πάντοτε μαζί του στην πορεία ολόκληρης της επί γης ζωής του. Γι' αυτό ακούει την προτροπή της Γραφής, στην οποία στηρίζει ολόκληρη την ελπίδα και τη βεβαιότητά του:
«Ώστε, αδελφοί μου αγαπητοί, εδραίοι γίνεσθε, αμετακίνητοι, περισσεύοντες εν τω έργω του Κυρίου πάντοτε, ειδότες ότι ο κόπος υμών ουκ έστι κενός εν Κυρίω» (Α' Κορ. ιε' 58).

π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας
Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου