Οι άνθρωποι δε νιώθουμε την φυσική παρουσία του Χριστού στη ζωή μας. Μπορεί να εορτάζουμε τις εορτές της πίστης μας, μπορεί να νιώθουμε μία ανάταση πνευματική καθώς έχουμε μάθει να πιστεύουμε και να ελπίζουμε στο Θεό, όμως είναι γεγονός ότι ο ορθολογισμός μας μάς κάνει να προβληματιζόμαστε. Τι είναι αυτό που μας αφήνει ο Χριστός στη ζωή μας; Ποιες είναι οι δωρεές Του στην ύπαρξή μας; Μήπως τελικά η σχέση μας μαζί Του θα καταδειχθεί στην αιωνιότητα;Και μέχρι τότε τι γίνεται ο κόσμος μας; Ποια μπορεί να είναι η μαρτυρία μας σ’ αυτή τη ζωή, που είναι γεμάτη από δυσκολίες και προβλήματα, ενώ οι πυλώνες της πραγματικότητας και του πολιτισμού αφήνουν ελάχιστο χρόνο στο να έχουμε το νου μας προσανατολισμένο στο Χριστό. Όταν μάλιστα τελειώσουν και οι εορτές, ξαναγυρίζουμε στις συνηθισμένες μέριμνές μας, με αποτέλεσμα ο χρόνος για το Χριστό να περιορίζεται έτι περισσότερο.
Ο Απόστολος Παύλος, σε ένα απόσπασμα της προς Εφεσίους επιστολής του, που διαβάζουμε στην Εκκλησία την Κυριακή μετά τα Φώτα (4, 7-13) μας υπενθυμίζει ότι στον καθέναν από εμάς ο Χριστός έχει αφήσει τρία δώρα, τα οποία αποτελούν την παρακαταθήκη Εκείνου, ο Οποίος κατέβηκε στη γη γενόμενος άνθρωπος, αλλά και επέστρεψε στον ουρανό παίρνοντας μαζί Του ως αιχμαλώτους το θάνατο, την αμαρτία και κάθε τι που χώριζε τον άνθρωπο από το Θεό. Δεν μας άφησε όμως ορφανούς. Είναι παρών ο Ίδιος στη ζωή μας μέσα από τρία δώρα που μας έχει προσφέρει. Αυτά είναι η σωτηρία, η Εκκλησία και τα χαρίσματα. Και τα τρία δώρα τα λάβαμε κατά τα μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, τα οποία μας εισήγαγαν στη ζωή της πίστης. Ο καθένας από εμάς καλείται αυτά τα δώρα να τα φυλάξει στη ζωή του, αλλά και να τα καταστήσει ενεργά, για να ζει τελικά την παρουσία του Χριστού όχι μόνο ως το προσδοκώμενο των εσχάτων, αλλά ως το παρόν που αγιάζει και μεταμορφώνει την ύπαρξή μας.
Ο Χριστός έγινε άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο. Αυτό το πρώτο δώρο μας κάνει να ζούμε την υπέρβαση του κακού και του θανάτου, την νίκη κατά της αμαρτίας ως δωρεά αιωνιότητας. Όλη η ζωή του Χριστού, η διδασκαλία και τα έργα Του, αποτελούν την περιγραφή του τρόπου της σωτηρίας. Τα θαύματα νικούν τον πόνο, την αρρώστια, το θάνατο, καλύπτουν ακόμη και τις μικρότερες ή μεγαλύτερες ανάγκες του ανθρώπου, υλικές και πνευματικές, ανταποκρίνονται στην επιθυμία μας για ζωή. Ο λόγος Του αποτελεί αφορμή αφύπνισης για τον καθέναν μας. Εκείνος δρα, όμως κι εμείς καλούμαστε να Τον ακούμε για να μπορούμε να εργαζόμαστε πνευματικά μέσα από τις εντολές Του. Όποιος αποδεχτεί λοιπόν το δώρο της σωτηρίας έχει και το Χριστό παρόντα στη ζωή του, μυστικά και αφυπνιστικά, αλλά και μεταμορφωτικά.
Το δεύτερο δώρο του Χριστού προς εμάς είναι η Εκκλησία. Είναι το σώμα του Χριστού, το οποίο οικοδομήθηκε στην εν Αγίω Πνεύματι αναγεννητική δράση του Χριστού, η οποία εκπληρώνει την προαιώνιο βουλή του Θεού-Πατρός ώστε ο κόσμος να αγιασθεί, να νικήσει κάθε τι που τον χωρίζει από τον Τριαδικό Θεό, αλλά και ο άνθρωπος να έχει τόπο και τρόπο που να τον κάνει να θυμάται ότι επλάσθη από αγάπη κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού. Και η Εκκλησία αποτελεί το σώμα του Χριστού, στο οποίο αγιαζόμαστε και λαμβάνουμε την χάρη του Θεού. Μέσα από τα μυστήριά της ο Χριστός είναι παρών. Μας ανακαινίζει δι’ ύδατος και Πνεύματος στο Βάπτισμα. Μας χορηγεί το τρισσόν αξίωμα του βασιλιά, του ιερέα και του προφήτη κατά το Χρίσμα. Μας καθιστά κοινωνούς του Σώματος και του Αίματός Του κατά την Θεία Ευχαριστία. Ευλογεί την αγάπη και την ενότητα των ανθρώπων μέσα από τον γάμο και την μοναχική κουρά. Μας θεραπεύει από τις ασθένειες της ψυχής και του σώματος μέσα από το Ευχέλαιο, δίδοντάς μας δύναμη να νικήσουμε τη φθορά ή να μην ηττηθούμε πνευματικά από αυτήν. Και όλα αυτά εντάσσοντάς μας μέσα σε ένα σώμα, σε μια οικογένεια, δείχνοντάς μας ότι η πορεία μας δεν έχει να κάνει μόνο με τον εαυτό μας, αλλά και με όλους τους άλλους, που είναι φύσει και θέσει πλησίον μας και που για όλους συντελέσθηκε το μυστήριο της Θείας Οικονομίας. Στην Εκκλησία συναντούμε το Χριστό ως παρόντα στη ζωή μας.
Το τρίτο δώρο του Χριστού είναι τα χαρίσματα. Όλοι οι πιστοί έχουμε τα φυσικά μας χαρίσματα, τα τάλαντά μας. Στον καθέναν από κάτι έχει δοθεί από το Θεό. Ο καθένας μας μάλιστα καλείται να εργαστεί πάνω σ’ αυτά τα χαρίσματα, να τα μοιραστεί με τους άλλους, να προσφέρει και να εκτιμήσει και τα χαρίσματα του άλλου, χωρίς φθόνο και ζήλια, αλλά με αγάπη και χαρά γιατί σε όλους έχουν δοθεί τα χαρίσματα από το Θεό, αλλά και ο ένας συμπληρώνει το χάρισμα του άλλου. Στην Εκκλησία όμως υπάρχουν και επιπλέον χαρίσματα, τα οποία δίδονται από το Θεό σε εκείνους που αναλαμβάνουν να διακονήσουν έτσι περισσότερο το σύνολο, την κοινότητα. Χαρισματούχοι στην Εκκλησία είναι οι απόστολοι, αυτοί που έχουν αναλάβει την αποστολή να κηρύξουν σε όλο τον κόσμο τα δώρα του Χριστού. Είναι οι προφήτες, οι οποίοι διδάσκουν στην Εκκλησία με έμπνευση του Αγίου Πνεύματος και ερμηνεύουν το θέλημα του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο ιερός Χρυσόστομος μάλιστα διακρίνει τους προφήτες από τους διδασκάλους, γιατί οι δεύτεροι διδάσκουν χάρις στον δικό τους νου και κόπο. Οι ευαγγελιστές είναι οι περιοδεύοντες χαρισματούχοι που ενισχύουν τους πιστούς στις ιδρυόμενες εκκλησίες. Οι ποιμένες και διδάσκαλοι είναι οι επίσκοποι και οι πρεσβύτεροι. Εδώ έχουμε ταύτιση χαρίσματος και διακονίας. Αυτό είναι το ιδανικό για την εκκλησιαστική κοινότητα, τα πρόσωπα που διακονούν να είναι και χαρισματικά.
Σκοπός της χαρισματικής διακονίας στην Εκκλησία είναι η πνευματική ωριμότητα και προκοπή των πιστών. Η πνευματική καθοδήγηση δεν αποσκοπεί απλώς να μάθει στους πιστούς ορισμένες αλήθειες για την πίστη ή οι ποιμένες να προφυλάσσουν το ποίμνιο από τις αιρετικές διδασκαλίες, αλλά έχει ως στόχο να βοηθήσει τους ίδιους τους πιστούς να πορεύονται προς την πνευματική ελευθερία που ο Χριστός μας δώρισε. Οι πιστοί δεν είναι ανεύθυνοι μέσα στην Εκκλησία. Συνήθως ζούμε μία πνευματική μακαριότητα. Είμαστε ακατήχητοι και δεν μας ενδιαφέρει να συμμετέχουμε στην εκκλησιαστική ζωή. Ενώ από το μυστήριο του χρίσματος μας δόθηκε η δυνατότητα να έχουμε λόγο στα εκκλησιαστικά, εμείς ρίχνουμε τα βάρη στους ποιμένες μας, με αποτέλεσμα να επικρατεί μία πλήρης ανωριμότητα. Ο ποιμένας πάντως που οδηγεί τους πιστούς σε υπέρβαση της νηπιότητας, είναι αυτός που τους μαλώνει με τρυφερότητα, τους επιτιμά και τους οδηγεί σε απεξάρτηση από το πρόσωπό του. Ο αληθινός ποιμένας είναι αυτός που οδηγεί τους πιστούς στο Χριστό, διότι ο Χριστός είναι Αυτός που δίνει τη δυνατότητα της άρμοσης, της οικοδομής, της αγάπης. Γιατί το τελικό κριτήριο για τα χαρίσματα είναι κατά πόσον οδηγούν στην υπέρβαση της αυτάρκειας, του εγωισμού και στην καλλιέργεια των άλλων, του συνόλου. Αν το χάρισμα εξυπηρετεί τις προσωπικές φιλοδοξίες, τότε κάνει τον χαρισματούχο εγωιστή, διάβολο, νεκρό πνευματικά και τους πιστούς ανώριμους. Όπου το χάρισμα λειτουργεί εκκλησιοκεντρικά, εκεί και ο Χριστός είναι παρών στη ζωή των πιστών και της Εκκλησίας.
Με την Βάπτιση του Χριστού ο κόσμος αγιάσθηκε, σώθηκε από το κακό και την αμαρτία και η Εκκλησία φανερώθηκε στη ζωή όλων μας. Δεν αρκεί όμως να γνωρίζουμε ότι υπάρχει η Εκκλησία, εάν δεν ζούμε εμείς μέσα σ’ αυτήν και τα άλλα δώρα του Χριστού. Γι’ αυτό και χρειάζεται ενεργοποίηση των δώρων, ιδίως με την επίγνωση τι σημαίνει το μυστήριο του Χρίσματος στη ζωή της πίστης. Και γι’ αυτό διαβάζουμε την συγκεκριμένη περικοπή αμέσως μετά τα Θεοφάνεια, για να μην επαναπαυθούμε στα όσα είδαμε, στον αγιασμό που λάβαμε, στη χαρά των εορτών, αλλά να κατασταθούμε «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» και μέσα από την δύναμη των δώρων να έχουμε το Χριστό αεί παρόντα στη ζωή μας. Παρότι άλλες είναι οι προτεραιότητες του κόσμου και οι βιοτικές μέριμνες, οι οποίες μας κάνουν να βιώνουμε το άγχος της επιβίωσης, εντούτοις η πίστη και η παρουσία του Χριστού μας κάνουν να βλέπουμε τον κόσμο και τη ζωή με άλλη ματιά. Και ζει Κύριος ο Θεός, ακόμη και στις δυσκολίες. Η ευθύνη είναι στον καθέναν μας ως μέλος της Εκκλησίας. Ας βγούμε από την παθητικότητα και ας παλέψουμε να βιώσουμε τα δώρα του Χριστού ως αρχή καινής ζωής και αγιασμού για τον καθέναν και για τον κόσμο μας.
Ο Απόστολος Παύλος, σε ένα απόσπασμα της προς Εφεσίους επιστολής του, που διαβάζουμε στην Εκκλησία την Κυριακή μετά τα Φώτα (4, 7-13) μας υπενθυμίζει ότι στον καθέναν από εμάς ο Χριστός έχει αφήσει τρία δώρα, τα οποία αποτελούν την παρακαταθήκη Εκείνου, ο Οποίος κατέβηκε στη γη γενόμενος άνθρωπος, αλλά και επέστρεψε στον ουρανό παίρνοντας μαζί Του ως αιχμαλώτους το θάνατο, την αμαρτία και κάθε τι που χώριζε τον άνθρωπο από το Θεό. Δεν μας άφησε όμως ορφανούς. Είναι παρών ο Ίδιος στη ζωή μας μέσα από τρία δώρα που μας έχει προσφέρει. Αυτά είναι η σωτηρία, η Εκκλησία και τα χαρίσματα. Και τα τρία δώρα τα λάβαμε κατά τα μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, τα οποία μας εισήγαγαν στη ζωή της πίστης. Ο καθένας από εμάς καλείται αυτά τα δώρα να τα φυλάξει στη ζωή του, αλλά και να τα καταστήσει ενεργά, για να ζει τελικά την παρουσία του Χριστού όχι μόνο ως το προσδοκώμενο των εσχάτων, αλλά ως το παρόν που αγιάζει και μεταμορφώνει την ύπαρξή μας.
Ο Χριστός έγινε άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο. Αυτό το πρώτο δώρο μας κάνει να ζούμε την υπέρβαση του κακού και του θανάτου, την νίκη κατά της αμαρτίας ως δωρεά αιωνιότητας. Όλη η ζωή του Χριστού, η διδασκαλία και τα έργα Του, αποτελούν την περιγραφή του τρόπου της σωτηρίας. Τα θαύματα νικούν τον πόνο, την αρρώστια, το θάνατο, καλύπτουν ακόμη και τις μικρότερες ή μεγαλύτερες ανάγκες του ανθρώπου, υλικές και πνευματικές, ανταποκρίνονται στην επιθυμία μας για ζωή. Ο λόγος Του αποτελεί αφορμή αφύπνισης για τον καθέναν μας. Εκείνος δρα, όμως κι εμείς καλούμαστε να Τον ακούμε για να μπορούμε να εργαζόμαστε πνευματικά μέσα από τις εντολές Του. Όποιος αποδεχτεί λοιπόν το δώρο της σωτηρίας έχει και το Χριστό παρόντα στη ζωή του, μυστικά και αφυπνιστικά, αλλά και μεταμορφωτικά.
Το δεύτερο δώρο του Χριστού προς εμάς είναι η Εκκλησία. Είναι το σώμα του Χριστού, το οποίο οικοδομήθηκε στην εν Αγίω Πνεύματι αναγεννητική δράση του Χριστού, η οποία εκπληρώνει την προαιώνιο βουλή του Θεού-Πατρός ώστε ο κόσμος να αγιασθεί, να νικήσει κάθε τι που τον χωρίζει από τον Τριαδικό Θεό, αλλά και ο άνθρωπος να έχει τόπο και τρόπο που να τον κάνει να θυμάται ότι επλάσθη από αγάπη κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού. Και η Εκκλησία αποτελεί το σώμα του Χριστού, στο οποίο αγιαζόμαστε και λαμβάνουμε την χάρη του Θεού. Μέσα από τα μυστήριά της ο Χριστός είναι παρών. Μας ανακαινίζει δι’ ύδατος και Πνεύματος στο Βάπτισμα. Μας χορηγεί το τρισσόν αξίωμα του βασιλιά, του ιερέα και του προφήτη κατά το Χρίσμα. Μας καθιστά κοινωνούς του Σώματος και του Αίματός Του κατά την Θεία Ευχαριστία. Ευλογεί την αγάπη και την ενότητα των ανθρώπων μέσα από τον γάμο και την μοναχική κουρά. Μας θεραπεύει από τις ασθένειες της ψυχής και του σώματος μέσα από το Ευχέλαιο, δίδοντάς μας δύναμη να νικήσουμε τη φθορά ή να μην ηττηθούμε πνευματικά από αυτήν. Και όλα αυτά εντάσσοντάς μας μέσα σε ένα σώμα, σε μια οικογένεια, δείχνοντάς μας ότι η πορεία μας δεν έχει να κάνει μόνο με τον εαυτό μας, αλλά και με όλους τους άλλους, που είναι φύσει και θέσει πλησίον μας και που για όλους συντελέσθηκε το μυστήριο της Θείας Οικονομίας. Στην Εκκλησία συναντούμε το Χριστό ως παρόντα στη ζωή μας.
Το τρίτο δώρο του Χριστού είναι τα χαρίσματα. Όλοι οι πιστοί έχουμε τα φυσικά μας χαρίσματα, τα τάλαντά μας. Στον καθέναν από κάτι έχει δοθεί από το Θεό. Ο καθένας μας μάλιστα καλείται να εργαστεί πάνω σ’ αυτά τα χαρίσματα, να τα μοιραστεί με τους άλλους, να προσφέρει και να εκτιμήσει και τα χαρίσματα του άλλου, χωρίς φθόνο και ζήλια, αλλά με αγάπη και χαρά γιατί σε όλους έχουν δοθεί τα χαρίσματα από το Θεό, αλλά και ο ένας συμπληρώνει το χάρισμα του άλλου. Στην Εκκλησία όμως υπάρχουν και επιπλέον χαρίσματα, τα οποία δίδονται από το Θεό σε εκείνους που αναλαμβάνουν να διακονήσουν έτσι περισσότερο το σύνολο, την κοινότητα. Χαρισματούχοι στην Εκκλησία είναι οι απόστολοι, αυτοί που έχουν αναλάβει την αποστολή να κηρύξουν σε όλο τον κόσμο τα δώρα του Χριστού. Είναι οι προφήτες, οι οποίοι διδάσκουν στην Εκκλησία με έμπνευση του Αγίου Πνεύματος και ερμηνεύουν το θέλημα του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Ο ιερός Χρυσόστομος μάλιστα διακρίνει τους προφήτες από τους διδασκάλους, γιατί οι δεύτεροι διδάσκουν χάρις στον δικό τους νου και κόπο. Οι ευαγγελιστές είναι οι περιοδεύοντες χαρισματούχοι που ενισχύουν τους πιστούς στις ιδρυόμενες εκκλησίες. Οι ποιμένες και διδάσκαλοι είναι οι επίσκοποι και οι πρεσβύτεροι. Εδώ έχουμε ταύτιση χαρίσματος και διακονίας. Αυτό είναι το ιδανικό για την εκκλησιαστική κοινότητα, τα πρόσωπα που διακονούν να είναι και χαρισματικά.
Σκοπός της χαρισματικής διακονίας στην Εκκλησία είναι η πνευματική ωριμότητα και προκοπή των πιστών. Η πνευματική καθοδήγηση δεν αποσκοπεί απλώς να μάθει στους πιστούς ορισμένες αλήθειες για την πίστη ή οι ποιμένες να προφυλάσσουν το ποίμνιο από τις αιρετικές διδασκαλίες, αλλά έχει ως στόχο να βοηθήσει τους ίδιους τους πιστούς να πορεύονται προς την πνευματική ελευθερία που ο Χριστός μας δώρισε. Οι πιστοί δεν είναι ανεύθυνοι μέσα στην Εκκλησία. Συνήθως ζούμε μία πνευματική μακαριότητα. Είμαστε ακατήχητοι και δεν μας ενδιαφέρει να συμμετέχουμε στην εκκλησιαστική ζωή. Ενώ από το μυστήριο του χρίσματος μας δόθηκε η δυνατότητα να έχουμε λόγο στα εκκλησιαστικά, εμείς ρίχνουμε τα βάρη στους ποιμένες μας, με αποτέλεσμα να επικρατεί μία πλήρης ανωριμότητα. Ο ποιμένας πάντως που οδηγεί τους πιστούς σε υπέρβαση της νηπιότητας, είναι αυτός που τους μαλώνει με τρυφερότητα, τους επιτιμά και τους οδηγεί σε απεξάρτηση από το πρόσωπό του. Ο αληθινός ποιμένας είναι αυτός που οδηγεί τους πιστούς στο Χριστό, διότι ο Χριστός είναι Αυτός που δίνει τη δυνατότητα της άρμοσης, της οικοδομής, της αγάπης. Γιατί το τελικό κριτήριο για τα χαρίσματα είναι κατά πόσον οδηγούν στην υπέρβαση της αυτάρκειας, του εγωισμού και στην καλλιέργεια των άλλων, του συνόλου. Αν το χάρισμα εξυπηρετεί τις προσωπικές φιλοδοξίες, τότε κάνει τον χαρισματούχο εγωιστή, διάβολο, νεκρό πνευματικά και τους πιστούς ανώριμους. Όπου το χάρισμα λειτουργεί εκκλησιοκεντρικά, εκεί και ο Χριστός είναι παρών στη ζωή των πιστών και της Εκκλησίας.
Με την Βάπτιση του Χριστού ο κόσμος αγιάσθηκε, σώθηκε από το κακό και την αμαρτία και η Εκκλησία φανερώθηκε στη ζωή όλων μας. Δεν αρκεί όμως να γνωρίζουμε ότι υπάρχει η Εκκλησία, εάν δεν ζούμε εμείς μέσα σ’ αυτήν και τα άλλα δώρα του Χριστού. Γι’ αυτό και χρειάζεται ενεργοποίηση των δώρων, ιδίως με την επίγνωση τι σημαίνει το μυστήριο του Χρίσματος στη ζωή της πίστης. Και γι’ αυτό διαβάζουμε την συγκεκριμένη περικοπή αμέσως μετά τα Θεοφάνεια, για να μην επαναπαυθούμε στα όσα είδαμε, στον αγιασμό που λάβαμε, στη χαρά των εορτών, αλλά να κατασταθούμε «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» και μέσα από την δύναμη των δώρων να έχουμε το Χριστό αεί παρόντα στη ζωή μας. Παρότι άλλες είναι οι προτεραιότητες του κόσμου και οι βιοτικές μέριμνες, οι οποίες μας κάνουν να βιώνουμε το άγχος της επιβίωσης, εντούτοις η πίστη και η παρουσία του Χριστού μας κάνουν να βλέπουμε τον κόσμο και τη ζωή με άλλη ματιά. Και ζει Κύριος ο Θεός, ακόμη και στις δυσκολίες. Η ευθύνη είναι στον καθέναν μας ως μέλος της Εκκλησίας. Ας βγούμε από την παθητικότητα και ας παλέψουμε να βιώσουμε τα δώρα του Χριστού ως αρχή καινής ζωής και αγιασμού για τον καθέναν και για τον κόσμο μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου