Πατέρες καὶ ἀδελφοί, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητὰ καὶ περιπόθητα ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !
Πλησιάζουμε τὴν Ἁγία Πόλη Ἱερουσαλὴμ τὸ Μεγάλο Σάββατο, εἴμαστε ἴσως ἀρκετὰ
προετοιμασμένοι γιὰ νὰ καταλάβουμε κάπως τὸ μυστήριο καὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τοῦ
Μ. Σαββάτου. Γιατὶ ἔχουμε ἔντονα στὴν ψυχή μας τὴ γεύση τοῦ θανάτου. Δὲν εἶναι
μόνο ἡ ἐμπειρία, ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε κάποτε, τὴ στιγμὴ ποὺ βλέπουμε ἕνα
ἀγαπητὸ καὶ οἰκεῖο μας πρόσωπο, ἕνα συγκεκριμένο γνωστὸ ἄνθρωπο μὲ τὸν ὁποῖο εἴχαμε
ζήσει καὶ συνεργασθῆ, νὰ βρίσκεται μπροστά μας ἀκίνητος καὶ ἀνέκφραστος∙ τὴ στιγμὴ ποὺ τοῦ μιλήσαμε
καὶ δὲν μᾶς ἀπάντησε, ποὺ τὸν ἀγγίξαμε καὶ νοιώσαμε τὸ χαρακτηριστικὸ κρύο
ρῖγος νὰ διαπερνάη τὴν ὕπαρξή μας.
Εἶναι καὶ ἡ ἐμπειρία ποὺ δίνει στὸ σημερινὸ ἄνθρωπο ἡ ἱστορία τοῦ θανάτου
τῶν πολιτισμῶν. Γιατὶ ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ βέβαια ἀπὸ μιὰ ἄποψη νὰ ἐπιβιώση
μέσα ἀπὸ τὸ παιδί του καὶ τὸ ἔργο του νὰ συνεχισθῆ. Ἔτσι ἡ ἀνθρωπότητα ὡς
σύνολο κατώρθωσε καὶ ὑψώθηκε μερικὲς φορὲς σὲ σημεῖα ἐκπληκτικά. Ἀλλὰ ἡ φθορὰ
σταμάτησε τὴν ἐξέλιξη καὶ ὁ θάνατος ἔκανε παρελθὸν καὶ τοὺς μεγαλύτερους πολιτισμούς.
Τὰ μεγάλα ἱστορικὰ μνημεῖα εἶναι τὰ μνήματα τῶν πολιτισμῶν.
Τὴν ἴδια αὐτὴ γεύση νοιώθει ὁ ἄνθρωπος καὶ πολλὲς φορές, ὅταν ἀγωνίζεται νὰ
δημιουργήση στὴ ζωή του κάτι τὸ σοβαρό. Ἡ δαμόκλειος σπάθη τοῦ θανάτου κρέμεται
πάνω του καὶ τὴ μιὰ ἢ τὴν ἄλλη στιγμὴ πέφτει καὶ διακόπτει ὀδυνηρὰ τὸ ἔργο του.
«Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει», ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι. Ἀλλὰ
ἡ φθορὰ ἀποδεικνύεται συχνὰ πιὸ φοβερὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Πρὶν ἀπὸ τὴ γῆ, ποὺ
ἀναπόφευκτα θὰ ρουφήξη στὸ μνῆμα τὴ σάρκα του, ἀπομυζᾶ τὴν ζωτικότητα καὶ τὸ
ἐνδιαφέρον τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴ ζωή. Οἱ μέρες μποροῦν ἔτσι νὰ κυλοῦν χωρὶς
σκοπό, ἀσήμαντα γεγονότα μποροῦν νὰ γεμίζουν τὸ χρόνο του, μιὰ δίνη πραγμάτων
χωρὶς νόημα καταντάει νὰ κάνη τελικὰ ἀνόητη τὴν ἴδια τὴ ζωή. Ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ
ζῆ σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς μεγάλες εὐρωπαϊκὲς πόλεις, νοιώθει συχνὰ τὸ αἴσθημα τοῦ
ἰλίγγου, ποὺ δημιουργεῖ αὐτὴ ἡ κατάσταση, τὸ αἴσθημα τῆς «ναυτίας». «Οἱ Νεκροὶ
χωρὶς τάφο» τοῦ Sartre (Σαρτρ), ποὺ διαφημίζονται στὶς προθῆκες τῶν περιπτέρων καὶ τῶν βιβλιοπωλείων
ἐκφράζουν παραστατικὰ τὴ βαθειὰ πικρία ποὺ ἀποτελεῖ στὸ βάθος της ἡ ζωὴ γιὰ τὴ
μεγάλη μάζα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ κινεῖται καθημερινὰ στὸ κέντρο τῶν μεγαλοπόλεων.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ἕνας μεγάλος θεολόγος, ποὺ ἔζησε στὴ
Θεσσαλονίκη στὸ μεταίχμιο Μεσαίωνα καὶ Ἀναγεννήσεως, τὸ ΙΔ΄ αἰώνα, μιλάει μὲ
ἐνάργεια γιὰ τοὺς ζωντανοὺς βιολογικά, ἀλλὰ νεκροὺς οὐσιαστικὰ ἀνθρώπους, γιὰ τὰ
«νεκρὰ τέκνα, Πατέρων νεκρῶν».
Ἡ ἐμπειρία, λοιπὸν αὐτὴ μπορεῖ νὰ βοηθήσει ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ ἐπισκέπτεται τὰ
Ἱεροσόλυμα τὸ Μεγάλο Σάββατο. Ὅπως τὸ ἀεροπλάνο, ἔχοντας ἀφήσει πίσω του τὸν
Ἱορδάνη, πετάει πρὸς τοὺς λόφους τῆς Ἱερουσαλήμ, ἀρχίζει νὰ φαίνεται ἡ πόλη.
Εἶναι σὰν ὅλες τὶς ἄλλες πόλεις τῆς γῆς. Μὲ τὰ σπίτια, τὴν κίνηση, τὸ θόρυβό
της, μὲ τὴ φθορὰ νὰ ἀπομυζᾶ καὶ ἐδῶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Στὴν πόλη αὐτὴ εἶναι
ποὺ ἔζησε σὰν ἄνθρωπος ὁ Θεός. Περπάτησε στοὺς δρόμους της, πῆγε στὸ ναό της,
θαυματούργησε, μίλησε, σταυρώθηκε. Ἐδῶ βρίσεται ὁ τάφος Του.
Μὴ γνωρίζοντας οὔτε τὴν πόλη οὔτε τὴν γλῶσσα ὁ ἄνθρωπος περιπλανᾶται στοὺς δρόμους. Βλέπει τοὺς ἁπλοὺς
καὶ θορυβώδεις ἀνατολίτες νὰ πηγαίνουν βιαστικοὶ στὶς δουλειές τους καὶ νιώθει
ρίγος. Ἐφ ὅσον ἦρθε στὴ γῆ, σ’ αὐτὴ ἐδῶ τὴ συγκεκριμένη γῆ καὶ ἔζησε τὴν
ἀνθρώπινη, αὐτὴ ἐδῶ τὴ συγκεκριμένη ἀνθρώπινη ζωὴ ὁ Θεός, τότε ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ
ἔχει νόημα καὶ ἐνδιαφέρον.
Σ’ ἕνα μεγάλο κτίσμα βλέπει μιὰ ἐπιγραφὴ ποὺ λέει ὅτι ἐδῶ εἶναι τὸ Παλάτι
τοῦ Ἡρώδη. Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου εἶναι λοιπὸν ἕνα φαινόμενο ἱστορικό. Ἴσως γιὰ πρώτη
φορὰ συνειδητοποιεῖ τὶ θὰ πῆ τὸ: «σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς
Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα, σταυρωθέντα τε ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου καὶ παθόντα καὶ
ταφέντα». Τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, ὥστε κενώθηκε μέσα στὴν
ἱστορία. Ἦρθε καὶ ἐνώθηκε τόσο στενὰ μὲ τὴν κτίση Του, ὥστε αὐτὴ ἡ πόλη νὰ μὴν
εἶναι ἁπλῶς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἡ «Καινὴ Πόλις Ἱερουσαλήμ».
Στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ φθάνει σὲ λίγο, χάνεται μέσα στὶς πολλὲς στοὲς
καὶ τὰ παρεκκλήσια. Ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι ὁ τόπος εἶναι σὰν τὴν «φλεγόμενη
βάτο». Ἐδῶ εἶναι ὁ Γολγοθᾶς. Ὅλος ὁ τόπος ἐδῶ εἶναι Πνευματικός. Αὐτὴ εἶναι ἡ
Καινὴ Ἱερουσαλήμ. Ἡ συγκεκριμένη ἱστορικὴ πόλη, γεμάτη ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ∙ ἡ ἀνάκραση τοῦ κτιστοῦ μετὰ τοῦ Ἀκτίστου.
Πρὸς τὸ κέντρο βλέπει ἕνα κουβούκλιο, μπροστὰ στὸ ὁποῖο καῖνε λαμπάδες
πολλές. Προχωρεῖ, καὶ μπαίνει. Στὸ βάθος, μέσα ἀπὸ ἕνα χαμηλὸ ἄνοιγμα, φαίνεται
μιὰ μεγάλη, ἄσπρη, παραλληλόγραμμη πέτρα. Σκύβει καὶ μπαίνει. Γονατίζει. Δὲν
ξέρει ποὺ βρίσκεται, ἀλλὰ προσεύχεται καὶ κλαίει. Κλαίει γιὰ τὴν ἀνούσια ζωὴ
τῆς πόλεως, γιὰ τὴν πίκρα, ποὺ εἶναι ἡ καθημερινὴ τροφή του, γιὰ τὸ χάος, ποὺ
βλέπει νὰ ὑπάρχει μέσα του, γιὰ τὴν ἁμαρτία, ποὺ τοῦ κατατρώει τὴν ὕπαρξη καὶ
ποὺ ὑψώνεται μέσα του σὰν ὕβρις πρὸς τὸν Θεό∙ τὸν Θεὸ ποὺ μολαταύτα, Αὐτὸς ἤθελε νὰ ἀγαπάη.
Σηκώνοντας τὰ μάτια του διαβάζει πάνω ἀπ’ τὴν Πέτρα τὴ φράση τοῦ Εὐαγγελίου «καὶ
κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὅ ἣν λελατομημένον ἐκ πέτρας» καὶ καταλαβαίνει.
Βρίσκεται μέσα σ’ ἕνα Τάφο. Ἡ πέτρα πάνω στὴν ὁποία ἀκουμπάει τὸ κεφάλι του
εἶναι μιὰ ταφόπετρα. Κι ὅμως νοιώθει οἰκεῖο τὸ μέρος. Μιὰ γλυκειὰ παρηγοριὰ τὸν
γεμίζει. Γιατὶ νοιώθει ὅτι στὸ μέρος αὐτὸ δὲν εἶναι μόνος, ἦρθε πρὶν ἀπὸ αὐτὸν
ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε, λοιπόν, μόνο στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Κατέβηκε ὡς τὸ
θάνατο. Γεύθηκε ὅλη τὴν πικρία τοῦ θανάτου, Ἆρα, εἶναι κοντά μας, ἔστω καὶ ἂν
εἴμαστε νεκροί. Ὅσο χαμηλὰ καὶ ἂν πέσουμε, ὁ Χριστὸς πρὶν ἀπὸ μᾶς γιὰ μᾶς
κατέβηκε στὸν Ἅδη. Κι ἂν πεθάνουμε, μέσα στὸ χάος τοῦ θανάτου μᾶς περιμένει ὁ
Χριστός.
Αὐτὸ τὸ μνῆμα εἶναι πολὺ στοργικό. Ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ μᾶς ἐκεῖ νοιώθει μιὰ
βαθειὰ γαλήνη καὶ σιγουριά. Θέλει νὰ σηκωθῆ, ἀλλὰ τὰ γόνατά του εἶναι
μουδιασμένα. Ἀκουμπάει τὶς δυὸ παλάμες του στὴν Πέτρα, καὶ σηκώνεται.
Αἰσθάνεται τὶς παλάμες του γεμᾶτες ζωή.
Προχωρεῖ δεξιὰ καὶ ἀριστερά, μέσα στὸ Ναό. Ἀνεβαίνει τὶς ἀναβαθμίδες καὶ βλέπει
μπροστά του τρεῖς μεγάλους ξύλινους σταυρούς. Καταλαβαίνει ὅτι βρίσκεται στὸ
Γολγοθᾶ. Πέφτει ἐπάνω στὸ βράχο καὶ ἡ καρδιά του σχίζεται καθὼς διαπιστώνει ὅτι
ἡ Πέτρα εἶναι πραγματικὰ σχισμένη. «Καὶ ἰδού, τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη
εἰς δύο, ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν καὶ τὰ
μνημεῖα ἀνεώχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένω ἁγίων ἠγέρθησαν».
Ὅταν ξανακαταβαίνει στὸν Τάφο ἀγκαλιάζει πάλι τὴν Ταφόπετρα. Νοιώθει ὅτι
αὐτὴ ἡ Πέτρα εἶναι τὸ σῶμα του. Ἀπὸ Αὐτὴν στὴν Ἀνάσταση ἀνέτειλε ἀπὸ μέσα τὸ
ἄκτιστο φῶς ποὺ δίδει ὁ Αἰώνιος Θεὸς μόνον στὴν ἐκλεκτή του Νύμφη, τὴν Ἁγία μας
Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία. Εἶναι λοιπὸν Πέτρα Πνευματική. Εἶναι πνευματικὰ τὸ κέντρο
τῆς γῆς, τὸ κέντρο τοῦ θανάτου, τὸ κέντρο τῆς ζωῆς. Εἶναι τὸ κέντρο τῆς Καινῆς
Ἱερουσαλήμ, τὸ κέντρον τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ πέτρα εἶναι τὸ πᾶν. Ἑνώνει τὸν
οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, τὸ θάνατο καὶ τὴ ζωή. Πάνω σ’ αὐτὴ τὴν Πέτρα συνετρίβη
τελειωτικὰ ἡ φθορά.
Πέρασαν ἔτσι ὧρες πολλές. Ὁ ἄνθρωπος νοιώθει τώρα ἄλλος ἄνθρωπος. Νοιώθει
ὅτι ὁ Χριστός του τὸν κυνήγησε νὰ τὸν βρῆ καὶ νὰ τὸν σώση στὴ γῆ, καὶ ἀφοῦ αὐτὸς
ἦταν νεκρός, κατέβηκε νὰ τὸν συναντήση στὸ θάνατο: «ἐπὶ γῆς κατῆλθε ἵνα σώσῃ Ἀδὰμ
καὶ ἐν γῆ μὴ εὑρηκώς, μέχρις Ἅδου κατελήλυθε ζητῶν».
Σηκώνεται καὶ βγαίνει ἔξω ἀπὸ τὸ Ναό. Θέλει νὰ τρέξη ὅπως οἱ Μαθητὲς νὰ πῆ
στοὺς ἀδελφούς του, ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός. Νὰ τὸ τραγουδήσῃ σὲ ὅλους τοὺς
τόνους. Γιατὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι νικήθηκε ὁ θάνατος. Ὅτι ἔχει νόημα ἡ ζωή. Γιατὶ
αὐτὸ σημαίνει ὅτι μποροῦμε νὰ ἀναστηθοῦμε ὅλοι. Καὶ οἱ νεκροί, ποὺ εἶναι στὰ
μνήματα, καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ «χωρὶς Τάφο νεκροί».
«Χριστὸς Ἀνέστη», ἀδελφοί !
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου