Γιατί μία γυναίκα δεν μπορεί να γίνει ιερέας; Μακρά συζήτηση με τον
πατέρα Θωμά, που δέχεται επιθέσεις από Ορθόδοξες γυναίκες καθώς και από
πολλούς άλλους για το άρθρο του στην Τριμηνιαία Επιθεώρηση του
Σεμιναρίου του αγίου Βλαδιμήρου (St Vladimir’s Seminary Quarterly).
Από την εποχή που άρχισε η θύελλα σχετικά με τη χειροτονία των
γυναικών, εκπλήσσομαι όλο και περισσότερο, όχι από το θέμα της
συζήτησης, αλλά απ’ αυτό που βγαίνει στο φως σχετικά με τη θεολογία.
Είναι αδύνατο να βρεθούν αποφασιστικά επιχειρήματα είτε υπέρ είτε κατά
της χειροτονίας – αποφασιστικά, με την έννοια πως είναι αντικειμενικά
πειστικά και προς τις δυό πλευρές. Κάθε πλευρά έχει δίκιο ως προς τον
εαυτό της, δηλαδή μέσα από τις δικές της προοπτικές, από τη λογική των
δικών της επιχειρημάτων.
Ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης έλεγε για τις αιρέσεις του Λέοντα Τολστόι: «Ε, παράφρονα Κόμη! Δεν πιστεύεις στους αγίους Αποστόλους;» Αλλά οι αιρέσεις του Τολστόι αρχίζουν ακριβώς από τη δυσπιστία του προς τους Αποστόλους! Γι’ αυτό δεν έχει νόημα να βρούμε επιχειρήματα ex Traditione (από την παράδοση). Η αίρεση αποτελείται πάντα από «ένα κομμάτι», είναι ενιαία, ολόκληρη, δεν είναι φτιαγμένη από άλλα στοιχεία. Αποτελεί περισσότερο μια συνειδητή επιλογή, παρά ένα επανορθώσιμο λάθος που έγινε σε κάποιες λεπτομέρειες. Εξ ου και το αδιέξοδο των θεολογικών διαλόγων. Όλα τα θεολογικά επιχειρήματα έρχονται post factum – μετά το γεγονός. Ριζώνουν στην εμπειρία, αλλά αν η εμπειρία είναι διαφορετική, δεν έχουν εφαρμογή.
Τι είναι αυτό που έχει γίνει τόσο προφανές στη συζήτηση για τη χειροτονία των γυναικών; Λέγει ο Θωμάς : «Πως μπορεί κάποιος να εξηγήσει γιατί μια γυναίκα μπορεί να γίνει πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά όχι ιερέας;» Μου φαίνεται (λέγω) πως δεν θα έπρεπε να γίνει ούτε πρόεδρος των ΗΠΑ. Αλλά κανείς δεν μπορεί να το ισχυρισθεί αυτό σήμερα, και αν το έλεγε, θα ήταν προσβλητικό. Και δεν πρέπει να προσβάλλουμε.
Έτσι βρισκόμαστε σ’ ένα φαύλο κύκλο -έναν αναπόφευκτο φαύλο κύκλο, όπου διασπάται μια οργανική, πρωταρχική και αιώνια εμπειρία. Ο σύγχρονος πολιτισμός μας συνίσταται από την άρνηση και τη διάσπαση αυτής της εμπειρίας. Η ίδια η ουσία του είναι η αυτοαναίρεσή του. Είναι μια εμπειρία άρνησης, εξέγερσης, διαμαρτυρίας.
Η όλη ιδέα της απελευθέρωσης είναι εντελώς αρνητική. Η ιδέα «όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι» είναι a priori μια από τις πλέον εσφαλμένες ρίζες. Κατόπιν ακολουθεί το: «όλοι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι», «η αγάπη είναι πάντα θετική» (εξ ου, παραδείγματος χάριν, και η δικαίωση της ομοφυλοφιλίας), κάθε περιορισμός είναι καταπιεστικός. Όσο οι ίδιοι οι Χριστιανοί αποδέχονται αυτές τις «αρχές», όσο αποδέχονται τον πολιτισμό που έχει χτιστεί πάνω σ’ αυτές τις αρχές, κανένα επιχείρημα για την αδυναμία της γυναίκας να γίνεται ιερέας δεν θα ηχεί ως βάσιμο. Θα φαίνονται όλα υποκριτικά και απατηλά.
Αν αρχίσουμε τη συζήτηση με μια αφηρημένη, φανταστική, αφύσικη «ισότητα» ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες, τότε δεν θα είναι δυνατό κανένα επιχείρημα. Πρέπει ν’ αρχίσουμε εκθέτοντας και αποκαλύπτοντας αυτή την αρχή ως ψευδή, επειδή είναι ένα αφηρημένο εφεύρημα. Πρέπει ν’ απορριφθεί ολόκληρος ο σύγχρονος πολιτισμός, μ’ όλες τις ψευδείς, ακόμη και δαιμονικές, πνευματικές προϋποθέσεις του.
Υπάρχει ένα βαθύ ψεύδος στην αρχή (principle) της σύγκρισης, η οποία βρίσκεται στη βάση του πάθους για ισότητα. Δεν πετυχαίνεις τίποτε με τη σύγκριση -που αποτελεί πηγή φθόνου (γιατί αυτός κι όχι εγώ;), διαμαρτυρίας (πρέπει να είμαστε ίσοι), έπειτα οργής, εξέγερσης και διαίρεσης. Είναι ουσιαστικά η γενεαλογία του Διαβόλου. Δεν υπάρχει σ’ αυτήν τίποτε το θετικό. Όλα είναι αρνητικά από την αρχή μέχρι το τέλος.
Υπ’ αυτή την έννοια, ο πολιτισμός μας είναι δαιμονικός, επειδή στα θεμέλιά του βρίσκεται η σύγκριση. Εφόσον η σύγκριση οδηγεί πάντοτε και μαθηματικά στην εμπειρία και στη γνώση της ανισότητας, οδηγεί πάντα στη διαμαρτυρία. Η ισότητα βασίζεται στην άρνηση κάθε διαφοράς, αλλά από τη στιγμή που υπάρχουν διαφορές, η επιθυμία για ισότητα ζητά ν’ αγωνιστείς γι’ αυτήν, να επιβάλεις την εξίσωση των ανθρώπων, και το ακόμη χειρότερο, ν’ αρνηθείς αυτές τις διαφορές, που είναι η ουσία της ζωής.
Το πρόσωπο -άνδρας και γυναίκα -, που πεινά για ισότητα, είναι ήδη άδειο και απρόσωπο, επειδή η προσωπικότητα είναι φτιαγμένη απ’ αυτό που τη διακρίνει από τους άλλους και το οποίο δεν υποκύπτει στον παράλογο νόμο της ισότητας.
Ο Χριστιανισμός αντιπαραθέτει την αγάπη στη δαιμονική αρχή της σύγκρισης. Ουσία της αγάπης είναι η ολοκληρωτική απουσία «σύγκρισης». Δεν μπορεί να υπάρχει ισότητα σ’ αυτόν τον κόσμο, επειδή ο κόσμος δημιουργήθηκε από την αγάπη και όχι από αρχές (principles). Και ο κόσμος διψά για αγάπη και όχι για ισότητα. Τίποτε -και το γνωρίζουμε -δεν σκοτώνει τόσο την αγάπη, δεν την αντικαθιστά με το μίσος, όσο η ισότητα που επιβάλλεται στον κόσμο ως σκοπός και αξία. Η διπολικότητα ακριβώς του ανθρώπου, ως άνδρα και γυναίκας, δεν ριζώνει σε τίποτε άλλο παρά στην αγάπη.
Δεν είναι λάθος λοιπόν, που η ανθρωπότητα πρέπει να επανορθώσει με την «ισότητα», όχι ένα ψεγάδι, ούτε ένα ατύχημα – είναι η πρώτη και πιο οντολογική έκφραση της ίδιας της ουσίας της ζωής. Εδώ η προσωπική ολοκλήρωση επιτυγχάνεται με την αυτοθυσία, εδώ βρίσκεται η νίκη πάνω στον «νόμο», εδώ είναι ο θάνατος της αυτοδικαίωσης του άνδρα ως άνδρα και της γυναίκας ως γυναίκας, και ούτω καθεξής.
Όλα αυτά σημαίνουν πως δεν υπάρχει ισότητα αλλά μια οντολογική διαφορά που κάνει δυνατή την αγάπη, δηλαδή υπάρχει ενότητα, όχι ισότητα. Η ισότητα προϋποθέτει πολλούς ίσους, που ποτέ δεν αποκτούν ενότητα, επειδή η ουσία της ισότητας αποτελείται από την προσεκτική εξασφάλισή της. Στην ενότητα, οι διαφορές δεν εξαφανίζονται αλλά γίνονται ενότητα, ζωή, δημιουργικότητα. Το άρσεν και θήλυ είναι μέρος της φύσης του κόσμου, αλλά μόνο ένα ανθρώπινο ον τα μεταμορφώνει στην ενότητα της οικογένειας.
Η αντιπάθεια του πολιτισμού μας προς την οικογένεια βασίζεται στο γεγονός ότι η οικογένεια έχει απομείνει το τελευταίο οχυρό, απ’ όπου ξεγυμνώνεται το κακό της ισότητας.
Πηγή: http://www.agiazoni.gr/article.php?id=66739011557947929116
Ο άγιος Ιωάννης της Κρονστάνδης έλεγε για τις αιρέσεις του Λέοντα Τολστόι: «Ε, παράφρονα Κόμη! Δεν πιστεύεις στους αγίους Αποστόλους;» Αλλά οι αιρέσεις του Τολστόι αρχίζουν ακριβώς από τη δυσπιστία του προς τους Αποστόλους! Γι’ αυτό δεν έχει νόημα να βρούμε επιχειρήματα ex Traditione (από την παράδοση). Η αίρεση αποτελείται πάντα από «ένα κομμάτι», είναι ενιαία, ολόκληρη, δεν είναι φτιαγμένη από άλλα στοιχεία. Αποτελεί περισσότερο μια συνειδητή επιλογή, παρά ένα επανορθώσιμο λάθος που έγινε σε κάποιες λεπτομέρειες. Εξ ου και το αδιέξοδο των θεολογικών διαλόγων. Όλα τα θεολογικά επιχειρήματα έρχονται post factum – μετά το γεγονός. Ριζώνουν στην εμπειρία, αλλά αν η εμπειρία είναι διαφορετική, δεν έχουν εφαρμογή.
Τι είναι αυτό που έχει γίνει τόσο προφανές στη συζήτηση για τη χειροτονία των γυναικών; Λέγει ο Θωμάς : «Πως μπορεί κάποιος να εξηγήσει γιατί μια γυναίκα μπορεί να γίνει πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά όχι ιερέας;» Μου φαίνεται (λέγω) πως δεν θα έπρεπε να γίνει ούτε πρόεδρος των ΗΠΑ. Αλλά κανείς δεν μπορεί να το ισχυρισθεί αυτό σήμερα, και αν το έλεγε, θα ήταν προσβλητικό. Και δεν πρέπει να προσβάλλουμε.
Έτσι βρισκόμαστε σ’ ένα φαύλο κύκλο -έναν αναπόφευκτο φαύλο κύκλο, όπου διασπάται μια οργανική, πρωταρχική και αιώνια εμπειρία. Ο σύγχρονος πολιτισμός μας συνίσταται από την άρνηση και τη διάσπαση αυτής της εμπειρίας. Η ίδια η ουσία του είναι η αυτοαναίρεσή του. Είναι μια εμπειρία άρνησης, εξέγερσης, διαμαρτυρίας.
Η όλη ιδέα της απελευθέρωσης είναι εντελώς αρνητική. Η ιδέα «όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι» είναι a priori μια από τις πλέον εσφαλμένες ρίζες. Κατόπιν ακολουθεί το: «όλοι οι άνθρωποι είναι ελεύθεροι», «η αγάπη είναι πάντα θετική» (εξ ου, παραδείγματος χάριν, και η δικαίωση της ομοφυλοφιλίας), κάθε περιορισμός είναι καταπιεστικός. Όσο οι ίδιοι οι Χριστιανοί αποδέχονται αυτές τις «αρχές», όσο αποδέχονται τον πολιτισμό που έχει χτιστεί πάνω σ’ αυτές τις αρχές, κανένα επιχείρημα για την αδυναμία της γυναίκας να γίνεται ιερέας δεν θα ηχεί ως βάσιμο. Θα φαίνονται όλα υποκριτικά και απατηλά.
Αν αρχίσουμε τη συζήτηση με μια αφηρημένη, φανταστική, αφύσικη «ισότητα» ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες, τότε δεν θα είναι δυνατό κανένα επιχείρημα. Πρέπει ν’ αρχίσουμε εκθέτοντας και αποκαλύπτοντας αυτή την αρχή ως ψευδή, επειδή είναι ένα αφηρημένο εφεύρημα. Πρέπει ν’ απορριφθεί ολόκληρος ο σύγχρονος πολιτισμός, μ’ όλες τις ψευδείς, ακόμη και δαιμονικές, πνευματικές προϋποθέσεις του.
Υπάρχει ένα βαθύ ψεύδος στην αρχή (principle) της σύγκρισης, η οποία βρίσκεται στη βάση του πάθους για ισότητα. Δεν πετυχαίνεις τίποτε με τη σύγκριση -που αποτελεί πηγή φθόνου (γιατί αυτός κι όχι εγώ;), διαμαρτυρίας (πρέπει να είμαστε ίσοι), έπειτα οργής, εξέγερσης και διαίρεσης. Είναι ουσιαστικά η γενεαλογία του Διαβόλου. Δεν υπάρχει σ’ αυτήν τίποτε το θετικό. Όλα είναι αρνητικά από την αρχή μέχρι το τέλος.
Υπ’ αυτή την έννοια, ο πολιτισμός μας είναι δαιμονικός, επειδή στα θεμέλιά του βρίσκεται η σύγκριση. Εφόσον η σύγκριση οδηγεί πάντοτε και μαθηματικά στην εμπειρία και στη γνώση της ανισότητας, οδηγεί πάντα στη διαμαρτυρία. Η ισότητα βασίζεται στην άρνηση κάθε διαφοράς, αλλά από τη στιγμή που υπάρχουν διαφορές, η επιθυμία για ισότητα ζητά ν’ αγωνιστείς γι’ αυτήν, να επιβάλεις την εξίσωση των ανθρώπων, και το ακόμη χειρότερο, ν’ αρνηθείς αυτές τις διαφορές, που είναι η ουσία της ζωής.
Το πρόσωπο -άνδρας και γυναίκα -, που πεινά για ισότητα, είναι ήδη άδειο και απρόσωπο, επειδή η προσωπικότητα είναι φτιαγμένη απ’ αυτό που τη διακρίνει από τους άλλους και το οποίο δεν υποκύπτει στον παράλογο νόμο της ισότητας.
Ο Χριστιανισμός αντιπαραθέτει την αγάπη στη δαιμονική αρχή της σύγκρισης. Ουσία της αγάπης είναι η ολοκληρωτική απουσία «σύγκρισης». Δεν μπορεί να υπάρχει ισότητα σ’ αυτόν τον κόσμο, επειδή ο κόσμος δημιουργήθηκε από την αγάπη και όχι από αρχές (principles). Και ο κόσμος διψά για αγάπη και όχι για ισότητα. Τίποτε -και το γνωρίζουμε -δεν σκοτώνει τόσο την αγάπη, δεν την αντικαθιστά με το μίσος, όσο η ισότητα που επιβάλλεται στον κόσμο ως σκοπός και αξία. Η διπολικότητα ακριβώς του ανθρώπου, ως άνδρα και γυναίκας, δεν ριζώνει σε τίποτε άλλο παρά στην αγάπη.
Δεν είναι λάθος λοιπόν, που η ανθρωπότητα πρέπει να επανορθώσει με την «ισότητα», όχι ένα ψεγάδι, ούτε ένα ατύχημα – είναι η πρώτη και πιο οντολογική έκφραση της ίδιας της ουσίας της ζωής. Εδώ η προσωπική ολοκλήρωση επιτυγχάνεται με την αυτοθυσία, εδώ βρίσκεται η νίκη πάνω στον «νόμο», εδώ είναι ο θάνατος της αυτοδικαίωσης του άνδρα ως άνδρα και της γυναίκας ως γυναίκας, και ούτω καθεξής.
Όλα αυτά σημαίνουν πως δεν υπάρχει ισότητα αλλά μια οντολογική διαφορά που κάνει δυνατή την αγάπη, δηλαδή υπάρχει ενότητα, όχι ισότητα. Η ισότητα προϋποθέτει πολλούς ίσους, που ποτέ δεν αποκτούν ενότητα, επειδή η ουσία της ισότητας αποτελείται από την προσεκτική εξασφάλισή της. Στην ενότητα, οι διαφορές δεν εξαφανίζονται αλλά γίνονται ενότητα, ζωή, δημιουργικότητα. Το άρσεν και θήλυ είναι μέρος της φύσης του κόσμου, αλλά μόνο ένα ανθρώπινο ον τα μεταμορφώνει στην ενότητα της οικογένειας.
Η αντιπάθεια του πολιτισμού μας προς την οικογένεια βασίζεται στο γεγονός ότι η οικογένεια έχει απομείνει το τελευταίο οχυρό, απ’ όπου ξεγυμνώνεται το κακό της ισότητας.
Πηγή: http://www.agiazoni.gr/article.php?id=66739011557947929116
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου