Σα να μη φτάνανε οι σκληροί αρειανοί τα τελευταία χρόνια εμφανιστήκανε στην πρωτεύουσα και οι πνευματομάχοι. Καταφέρανε γρήγορα ν’ αποκτήσουνε οπαδούς πολλούς. Οι επικεφαλής ήτανε μοναχοί. Και μοναχοί από τους αυστηρούς. Δηλαδή ασκητικοί, εγκρατείς και ακτήμονες. Δεν είχαν ακόμη οργανωμένα κοινοβιακά μοναστήρια. Ζούσανε όμως σε ομάδες και ήτανε υπόδειγμα στους πολλούς χριστιανούς. Κι αυτό φοβότανε περισσότερο ο Γρηγόριος. Ο κόσμος τους πρόσεχε για την ασκητική ζωή τους και συγχρόνως τους εμπιστευότανε σε ο,τι δίδασκαν.
Αλλά δίδασκαν όχι ορθόδοξα. Η θεολογία, βέβαια, του Αθανασίου και των Καππαδοκών τους είχανε πείσει να ομολογούν τον Υιό (Χριστό) τέλειο Θεό και ομοούσιο προς τον πατέρα. Δεν θέλανε όμως να ομολογήσουν το ίδιο και για το άγιο Πνεύμα. Κακόδοξοι, λοιπόν, και τούτοι. Και τους ονομάσανε Πνευματομάχους. Όχι όμως τόσο κακόδοξοι, όσο οι ακραίοι αρειανοί. Φέρονταν πιο ήπια προς τους Ορθοδόξους. Πολλοί από αυτούς μάλιστα πηγαίνανε κι ακούγανε το Γρηγόριο στην Αναστασία.
Δεν ήτανε λίγοι και οι ορθόδοξοι που σκέφτονταν:
-Είναι δυνατό, τέτοιοι άνθρωποι, τόσο σεμνοί και ασκητικοί να τιμωρηθούνε από το Θεό;
Η δυσκολία του Γρηγορίου δεν ήτανε μικρή. Πως να εξηγήσει πειστικά, ότι αληθινή ευσέβεια και άσκηση θέλει και ορθή πίστη. Γνήσια και αποτελεσματική άσκηση γίνεται από τον χριστιανό, που έχει και ορθή πίστη. Το άγιο Πνεύμα τότε μόνο χαριτώνει τον ασκητή, τότε μόνο δίνει τον στέφανο της θείας δόξας.
Δεν ήταν ακόμη καιρός για τους Κωνσταντινουπολίτες ν’ ακούσουνε βαθιά θεολογία περί αγίου Πνεύματος. Έτσι τη στιγμή αυτή νόμιζε ο Γρηγόριος. Ήθελε πρώτα να καταλάβουνε καλύτερα την ενότητα της αγίας Τριάδας, να συνηθίσουνε την παράδοση της Εκκλησίας. Έπειτα να τους μιλήσει με ακρίβεια για το άγιο Πνεύμα. Κι εφάρμοσε το πρόγραμμα αυτό, αλλά μόνο μερικά.
Έφτασε η Πεντηκοστή του 379. Έπεφτε στις 9 Ιουνίου τη χρονιά εκείνη. Γέμισε ασφυκτικά ο ναός της Αναστασίας. Λαμπρή γιορτή. Προχωρούσε η Θεία Λειτουργία και ο Γρηγόριος ένιωθε όλο και πιο αλλιώτικα. Είχε κατακλυστεί από τη χάρη του Πνεύματος και ζούσε με αυτή και γι’ αυτό.
Ήρθε η ώρα του κηρύγματος. Στάθηκε στην Ωραία πύλη. Είχε σχεδιάσει να τους μιλήσει για την σημασία του αριθμού επτά. Να ερμηνεύσει τα σχετικά βιβλικά κείμενα και τα ιστορικά της Πεντηκοστής. Και το ‘κανε φυσικά. Μα χωρίς να το καταλάβει, κύλησε ο λόγος του γρήγορα στο άγιο Πνεύμα.
Ήτανε και η εποχή που είχε κληθεί στην Αντιόχεια σύνοδος, κυρίως για το άγιο Πνεύμα. Κορυφαίο πρόσωπό της ο Μελέτιος Αντιοχείας. Ορθόδοξος άνδρας, γενναίος ομολογητής. Εκεί, λοιπόν, ομολογήθηκε ορθά η πίστη στην θεότητα και την ομοουσιότητα του Πνεύματος και καταδικάσθηκαν οι πνευματομάχοι. Ο Γρηγόριος παραταύτα δεν μπόρεσε να είναι αυστηρός και σκληρός με τους πνευματομάχους. Έβλεπε μερικούς μπροστά του, όταν στάθηκε στην Ωραία πύλη.
Γι’ αυτό, αφήνοντας πολλά απ’ όσα είχε σχεδιάσει, μίλησε πατρικά, με άπειρη αγάπη. Ήλπιζε ότι θα μετανοήσουν. Μίλησε η χάρη που είχε μέσα του ως θεοπτης. Δεν μπόρεσε να την κρύψει. Μίλησε και ποιητικά. Υπέκυψε στο ταλέντο του. Τόσο, που κομμάτια του λόγου τούτου, χρησιμοποιηθήκανε κατά λέξη από υμνογράφους της Εκκλησίας μας.
- Ο,τι σας λέω, αδελφοί μου, είναι από το άγιο Πνεύμα. Εκείνο με οδηγεί αυτό μ’ εμπνέει να μιλάω έτσι όπως μιλάω.
Αν δεν τον ξέρανε οι εκκλησιαζόμενοι το Γρηγόριο θα τον παρεξηγούσανε. Θα τον κατηγορούσανε ακόμη και για βλασφημία. Βρεθήκανε όμως και οι κακόβουλοι, που μέσα τους ανακατώθηκαν:
- Ακούς εκεί, έμπνευση από το άγιο Πνεύμα• ο,τι μας λέει αποκάλυψη του Πνεύματος!
Όσο τον κοίταζαν όμως καταπρόσωπο, κάτι τους ηρεμούσε. Ησυχάσανε και οι κακόβουλοι. Η ομιλία συνεχίστηκε. Τους είπε ο Γρηγόριος για την πανίερη «επιδημία», την παρουσία δηλαδή του αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Ήτανε ανάγκη για τον άνθρωπο να έρθει το Πνεύμα, όταν τελείωσε το έργο του στη γη ο Χριστός. Από τότε πια, θα εργάζεται στη γη, στην Εκκλησία δηλαδή, το Πνεύμα. Όχι πως πριν δεν ενεργούσε, δεν ήταν παρόν σε ο,τι έκανε ο Θεός Πατέρας και ο Υιός. Παντού και πάντα ήτανε. Και στους προφήτες και στους αποστόλους. Το ίδιο Πνεύμα ενεργούσε. Μα τώρα το έργο του έχει άλλη μορφή και άλλη έκταση.
Στο σημείο αυτό δυσκολεύτηκε ο Γρηγόριος. Δεν μπορούσε να τους εξηγήσει με ακρίβεια τη διαφορά και βρήκε λέξεις πρόχειρες, όχι πολύ πετυχημένες. Τους είπε ότι μέχρι την Πεντηκοστή το Πνεύμα δρούσε και ήταν παρόν «ενέργεια», με την ενέργειά του. Από την Πεντηκοστή όμως και μετά ενεργεί «τελεώτερον» και «ουσιωδώς». Ήθελε να πει ότι τώρα, στην Εκκλησία, το θείο πρόσωπο που έχει την κύρια δράση είναι το Πνεύμα. Αυτό τώρα δρα κυρίως, όπως στα χρόνια της Καινής Διαθήκης δρούσε κυρίως ο Υιός και στην Παλαιά Διαθήκη δρούσε κυρίως ο Πατέρας. Τότε, στα διαθηκικά χρόνια, ο Υιός συναναστρεφότανε με τους ανθρώπους και τους δίδασκε. Τώρα, το Πνεύμα «συγγίνεται και συμπολιτεύεται» μ’ εμάς τους ανθρώπους. Μόνο που για να γίνει αυτό στον καθένα πραγματικότητα, πρέπει να ‘χει πραγματική σχέση με το Πνεύμα. Να πιστεύει ορθά ότι το Πνεύμα έχει την ίδια φύση με τον Πατέρα και τον Υιό.
Το μάτι του Γρηγορίου έπεσε στους πνευματομάχους και πρόσθεσε:
- Αν μερικοί φοβούνται να χρησιμοποιήσουνε τη λέξη φύση για το Πνεύμα, ας ομολογήσουνε γενικά ότι μία είναι η θεότητα του πατέρα, του Υιού και του Πνεύματος. Δεν επιμένουμε πολύ στις λέξεις. Αρκεί, αδελφοί, να ομολογείτε το ίδιο πράγμα, την ίδια δηλαδή αλήθεια, ότι το Πνεύμα είναι κυρίως και πραγματικά Θεός. Κάμετε αυτό και τότε η εορτή της Πεντηκοστής θα γίνει μέσα σας πανηγύρι περίλαμπρο, θα νιώσετε άφατη χαρά!
Ακούγανε με προσοχή οι παρόντες πνευματομάχοι. Άκουγε με θαυμασμό και ο παράξενος «φιλόσοφος», ο Μάξιμος. Αρκετοί από αυτούς τώρα και άλλοι το επόμενο έτος, το 380, ενωθήκανε στην Εκκλησία, όταν ακούσανε και τον πέμπτο θεολογικό Λόγο του Γρηγορίου Περί αγίου Πνεύματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου