2 Ιουν 2012

Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, Το α­δού­λω­το πνεύ­μα της Ρω­μη­ο­σύ­νης


Η ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου που εξεφώνησε στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Εταιρεία «Φίλιπποι Ναυπάκτου» για την επέτειο της Άλωσης της Πόλης, στην Ναύπακτο στις 29-5-2012.

“Ο μή­νας Μά­ϊ­ος εί­ναι α­φι­ε­ρω­μέ­νος στην Ρω­μη­ο­σύ­νη, για­τί τον μή­να αυ­τόν έ­γι­ναν τα ε­γκαί­νια της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης (11 Μα­ΐ­ου), ε­ορ­τά­ζε­ται η μνή­μη του πρώ­του Χρι­στια­νού αυ­το­κρά­το­ρος (21 Μα­ΐ­ου) και εν­θυ­μού­μα­στε την ά­λω­ση της Πό­λης (29 Μα­ΐ­ου). Η α­να­φο­ρά στα θέ­μα­τα αυ­τά εί­ναι πά­ντα ση­μα­ντι­κή και ε­πί­και­ρη, ι­διαί­τε­ρα δε στην ε­πο­χή μας.
Μιά γε­νι­κή ε­πι­σή­μαν­ση εί­ναι ό­τι η πτώ­ση της Πό­λης δεν εί­ναι υ­πό­θε­ση θρή­νου και κλαυθ­μού, αλ­λά έ­ντο­νου προ­βλη­μα­τι­σμού και α­φε­τη­ρί­α ε­πα­να­προ­σα­να­το­λι­σμού. Τα ση­μεί­α τα ο­ποί­α θα το­νι­σθούν κα­τω­τέ­ρω θα προσ­διο­ρί­σουν την ση­μα­σί­α του θέ­μα­τος αυ­τού για την ε­πο­χή μας και θα εκ­φρά­σουν το ε­λεύ­θε­ρο και α­δού­λω­το πνεύ­μα της Ρω­μη­ο­σύ­νης, πα­ρά την πτώ­ση της Πό­λης.
 1. Η πτώ­ση της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης
Η Κων­στα­ντι­νού­πο­λη ως πρω­τεύ­ου­σα του ρω­μα­ϊ­κού Κρά­τους ή­ταν η ω­ραι­ό­τε­ρη πό­λη του τό­τε κό­σμου. Ο Μ. Κων­στα­ντί­νος την στό­λι­σε με τα κα­λύ­τε­ρα καλ­λι­τε­χνι­κά έρ­γα, με να­ούς, α­γο­ρές, πο­λι­τι­στι­κά κτή­ρια και πολ­λά άλ­λα, τα ο­ποί­α προ­κα­λού­σαν την προ­σο­χή και το εν­δια­φέ­ρον ό­λων των λα­ών που την πε­ρι­έ­βαλ­λαν. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή η α­να­φο­ρά την ο­ποί­α κά­νει ο ά­γιος Γρη­γό­ριος ο Θε­ο­λό­γος, ο ο­ποί­ος ε­ξύ­μνη­σε την Νέ­α Ρώ­μη με ω­ραί­ους λό­γους.
Σε έ­να ποί­η­μά του χα­ρα­κτη­ρί­ζει την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη-Νέ­α Ρώ­μη ως έ­να­στρο ου­ρα­νό που εί­ναι λα­μπρό­τε­ρος α­πό την γη. Γρά­φει:
«Κλει­νή κα­θέ­δρα του Κων­στα­ντί­νου του με­γά­λου,
Ρώ­μη νε­ό­τε­ρη που τό­σο ξε­περ­νάς τις πό­λεις
ό­σο τη γή ο α­στρο­στο­λι­σμέ­νος ου­ρα­νός».
Αλ­λού, α­να­φε­ρό­με­νος στην Νέ­α Ρώ­μη, την χα­ρα­κτη­ρί­ζει ως τον δεύ­τε­ρο ο­φθαλ­μό της οι­κου­μέ­νης. Γρά­φει:
«Τής οι­κου­μέ­νης το έν­δο­ξο, ώ άν­δρες μά­τι,
τό δεύ­τε­ρο που ως βλέ­πω κό­σμο κα­τοι­κεί­τε,
γή­ϊ­να στο­λί­δια και θα­λασ­σι­νά φο­ρά­τε,
νέ­α Ρώ­μη, νέ­ων ευ­γε­νών πα­τρί­δα,
πό­λη του Κων­στα­ντί­νου, στή­ριγ­μα του Κρά­τους».
Και αλ­λού, μι­λώ­ντας για τις δύ­ο Ρώ­μες, την Πα­λαιά και την Νέ­α Ρώ­μη τις χα­ρα­κτη­ρί­ζει ως δύ­ο η­λί­ους της οι­κου­μέ­νης. Γρά­φει:
«Δυ­ό η φύ­σις ή­λιους δεν μας έ­χει δώ­σει,
αλ­λά δύ­ο Ρώ­μες που την οι­κου­μέ­νη ό­λη
φω­τί­ζουν, την πα­λιά και νέ­α αυ­το­κρα­το­ρί­α,
κι εί­ναι τό­σο η μια απ’ την άλ­λη αλ­λι­ώ­τι­κες,
ό­σο η μια προ­βάλ­λει απ’ την α­να­το­λή, η άλ­λη στή δύ­ση
κι ι­σο­ζυ­γί­ζει η ο­μορ­φιά της μιας την ο­μορ­φιά της άλ­λης».
Η ιστορία αναφέρει ότι δια μέσου των αιώνων πολλοί λαοί θαύμαζαν, επο­φθαλ­μιούσαν και πολιόρκησαν την Πόλη και άλλοι κατόρθωσαν να την καταλά­βουν για ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Να μνημονευθούν οι Άβαροι, οι Ρώς, οι Γότθοι, οι Άραβες, οι Φράγκοι, οι Οθωμανοί που εποφθαλ­μιούσαν τα κάλλη, τις ομορφιές αλλά και την αίγλη της Πόλης.
Η τελική πτώση της το 1453 ήταν αποτέλεσμα της ήττας του Ρωμανού Δ’ του Διογένη στην μάχη του Μαντζικέρτ της Αρμενίας (1071) και της επιδρομής των σταυροφόρων που συμμετείχαν στην Δ’ Σταυροφορία (1204), οι οποίοι την κατέλαβαν και την λεηλάτησαν και μετέφεραν όλα τα σπουδαία κοσμήματά της στην Δύση, όπως το βλέπει κανείς σήμερα στον Ιερό Ναό Αγίου Μάρκου της Βενετίας. Διάφοροι μεταγενέστεροι εχθροί της συνέχισαν την λεηλασία όχι μόνον της Κωνσταντινούπολης, αλλά και όλης της Ρωμηοσύνης.
Ο π. Ι­ω­άν­νης Ρω­μα­νί­δης, που έ­χει δι­καί­ως α­πο­κλη­θή «Ο προ­φή­της της Ρω­μη­ο­σύ­νης», γρά­φει πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ό­τι τον «ε­πι­στη­μο­νι­κόν θά­να­τον» της Ρω­μη­ο­σύ­νης τον ε­πε­ξερ­γά­σθη­καν: Οι Φρά­γκοι α­πό τον 9ο αι­ώ­να, οι Ρώ­σοι με­τά την ά­λω­ση, οι Γραι­κοί προ της Α­λώ­σε­ως και οι Νε­ο­γραι­κοί της δού­λης στους Ευ­ρω­παί­ους και Ρώ­σους Ελ­λα­δί­τσας του 19ου αι­ώ­νος, οι ο­ποί­οι με­τέ­τρε­ψαν την ρω­μαί­ϊ­κη Ε­πα­νά­στα­ση του 1821 σε ήτ­τα της Ρω­μη­ο­σύ­νης και θρί­αμ­βο του Γραι­κι­σμού του Καρ­λο­μά­γνου και του Νε­ο­γραι­κι­σμού των «Φι­λελ­λή­νων» των με­γά­λων Δυ­νά­με­ων.
2. Η αιχ­μα­λω­σί­α της Ρω­μη­ο­σύ­νης
Ο ρου­με­λι­ώ­της συγ­γρα­φέ­ας Κώ­στας Σαρ­δε­λής στο βι­βλί­ο του με τίτ­λο Ο θά­να­τος της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, α­να­φέ­ρε­ται δι­ε­ξο­δι­κά στον κα­τα­λυ­τι­κό ρό­λο των Φρά­γκων στην κα­τά­λυ­ση της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, στην πε­ρί­ο­δο με­τά την ά­λω­ση καί, βε­βαί­ως, στην τρα­γω­δί­α της σκλα­βω­μέ­νης Ρω­μη­ο­σύ­νης.
Α­να­φε­ρό­με­νος στην αιχ­μα­λω­σί­α της Ρω­μη­ο­σύ­νης, πα­ρου­σιά­ζει πά­ρα πολ­λά στοι­χεί­α, στα ο­ποί­α δεί­χνει ό­τι με την πτώ­ση της Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως το 1453 δεν πέ­θα­νε η αυ­το­κρα­το­ρί­α, αλ­λά συ­νέ­βη η αιχ­μα­λω­σί­α της. Δη­λα­δή, με­τά την πτώ­ση της πρω­τεύ­ου­σας στους Ο­θω­μα­νούς ε­ξα­κο­λου­θού­σε να πα­ρα­μέ­νη το πνεύ­μα και η υ­πο­δο­μή της Ρω­μη­ο­σύ­νης, η ο­ποί­α βέ­βαια ή­ταν αιχ­μά­λω­τη. Ό­λα τα τμή­μα­τα της Ρω­μα­ϊ­κής αυ­το­κρα­το­ρί­ας που πε­ρι­ε­λάμ­βα­νε την Μι­κρά Α­σί­α, την ε­νιαί­α Θρά­κη, τα Βαλ­κά­νια, το Αι­γαί­ο, την Πα­λαι­στί­νη βρί­σκο­νταν κά­τω α­πό την κυ­ριαρ­χί­α των Ο­θω­μα­νών, αλ­λά εί­χαν ε­νιαί­α πο­λι­τι­στι­κή πα­ρά­δο­ση, δια­τη­ρού­σαν ό­λο το πνεύ­μα της Ρω­μη­ο­σύ­νης.
Δη­λα­δή, αιχ­μά­λω­το ή­ταν το σώ­μα της, αλ­λά ε­λεύ­θε­ρο το πνεύ­μα της, που α­να­δεί­κνυ­ε α­γί­ους και ε­ξέ­φρα­ζε τον πο­λι­τι­σμό της. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τα ό­σα έ­λε­γε ο Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης, α­να­φε­ρό­με­νος στον Κων­στα­ντί­νο Πα­λαιο­λό­γο: «Ο βα­σι­λέ­ας μας ε­σκο­τώ­θη, καμ­μιά συν­θή­κη δεν έ­κα­με η φρου­ρά του εί­χε πα­ντο­τι­νόν πό­λε­μον με τους Τούρ­κους». Και συ­νε­χί­ζει: «Η φρου­ρά του Βα­σι­λέ­ως μας εί­ναι οι λε­γό­με­νοι κλέ­φται, τα φρού­ρια, η Μά­νη και το Σού­λι και τα βου­νά».
Ε­πί­σης, πρέ­πει να α­να­φερ­θή η με­γά­λη προ­σφο­ρά της Εκ­κλη­σί­ας που α­πο­τέ­λε­σε την Ε­θναρ­χί­α με πρώ­το τον Οι­κου­με­νι­κό Πα­τριάρ­χη Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως, η ο­ποί­α α­πο­τε­λού­σε την Ε­θναρ­χί­α του Γέ­νους. Εί­ναι γνω­στόν ό­τι ο Ρου­μά­νος συγ­γρα­φέ­ας I­o­r­ga στο έρ­γο του Το Βυ­ζά­ντιο με­τά το Βυ­ζά­ντιο πα­ρου­σιά­ζει την με­γά­λη προ­σφο­ρά της Εκ­κλη­σί­ας δια της ό­λης πα­ρά­δο­σής της, που συ­νε­χί­ζει να δια­φυ­λάσ­ση το πνεύ­μα της Ρω­μη­ο­σύ­νης, μέ­σα α­πό τον πό­νο, τους δι­ωγ­μούς και τις ποι­κί­λες κα­κου­χί­ες.
Οι Φα­να­ρι­ώ­τες, οι ο­ποί­οι α­πο­τε­λού­σαν την πο­λι­τι­στι­κή α­ρι­στο­κρα­τί­α του Γέ­νους, οι κοι­νό­τη­τες με τις δη­μο­γε­ρο­ντί­ες, που εί­χαν ορ­γα­νω­θή, ό­που ή­ταν ε­πι­τρε­πτό και ε­φι­κτό, με ά­ρι­στα α­πο­τε­λέ­σμα­τα, η παι­δεί­α η ο­ποί­α προ­σφε­ρό­ταν, άλ­λο­τε φα­νε­ρά και άλ­λο­τε κρυ­φά, οι λα­ϊ­κές πα­ρα­δό­σεις, που ή­ταν ε­μπο­τι­σμέ­νες α­πό το πνεύ­μα της Ρω­μη­ο­σύ­νης, οι συ­να­θροί­σεις στους Ι­ε­ρούς Να­ούς για την τέ­λε­ση των Μυ­στη­ρί­ων και δια­φό­ρων τε­λε­τών, η βυ­ζα­ντι­νή-ρω­μαί­ϊ­κη μου­σι­κή, τα τρα­γού­δια, τα ο­ποί­α κυ­κλο­φο­ρού­σαν α­πό στό­μα σε στό­μα, οι χο­ροί με την λε­βέ­ντι­κη έκ­φρα­σή τους, ό­λα αυ­τά έ­δει­χναν ό­τι ζού­σε το πνεύ­μα της Ρω­μη­ο­σύ­νης, ό­τι δεν εί­χε πε­θά­νει η αυ­το­κρα­το­ρί­α, αλ­λά α­πλώς βρι­σκό­ταν σε αιχ­μα­λω­σί­α, και οι Ρω­μη­οί α­νέ­πνε­αν αυ­τήν την έν­δο­ξη α­τμό­σφαι­ρα και ήλ­πι­ζαν στην ε­πα­να­σύ­στα­ση της αυ­το­κρα­το­ρί­ας τους.
Ο π. Γε­ώρ­γιος Με­ταλ­λη­νός στο βι­βλί­ο του με τίτ­λο Τουρ­κο­κρα­τί­α και υ­πό­τιτ­λο Οι Έλ­λη­νες στην Ο­θω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρί­α α­να­λύ­ει δι­ε­ξο­δι­κά το θέ­μα.
Αυ­τό το πνεύ­μα της Ρω­μη­ο­σύ­νης δη­μιουρ­γού­σε την α­ντί­στα­ση του Γέ­νους και την ελ­πί­δα του ξε­ση­κω­μού. Αυ­τό το πνεύ­μα το ο­ποί­ο καλ­λι­ερ­γεί­το α­πό την Εκ­κλη­σί­α α­νέ­δει­ξε τους δι­δα­σκά­λους του Γέ­νους, που κρα­τού­σαν στα χέ­ρια τους την ι­στο­ρί­α και την πα­ρά­δο­σή του. Αλ­λά αυ­τό το πνεύ­μα α­νέ­δει­ξε τους νε­ο­μάρ­τυ­ρες, οι ο­ποί­οι δί­δα­σκαν τον λα­ό με τον λό­γο και την προ­σευ­χή, κυ­ρί­ως με το μαρ­τύ­ρι­ό τους, με πρω­το­πό­ρο τον ά­γιο Κο­σμά τον Αι­τω­λό.
Ό­ταν δια­βά­ση κα­νείς το Νέ­ο Μαρ­τυ­ρο­λό­γιο του α­γί­ου Νι­κο­δή­μου του Α­γιο­ρεί­του, τό­τε εκ­πλήσ­σε­ται και συ­γκι­νεί­ται α­πό το παλ­λό­με­νο πνεύ­μα της Ρω­μη­ο­σύ­νης, ό­πως φαί­νε­ται στα μαρ­τύ­ρια των Νε­ο­μαρ­τύ­ρων, αλ­λά και στον πρό­λο­γο του α­γί­ου Νι­κο­δή­μου του Α­γιο­ρεί­του.
Βέ­βαια, αυ­τή η αιχ­μα­λω­σί­α ή­ταν μαρ­τυ­ρι­κή, ου­σια­στι­κά ή­ταν μια πο­ρεί­α του Γέ­νους μέ­σα α­πό έ­ναν συ­νε­χή δι­ωγ­μό, ή­ταν μια δια­χρο­νι­κή ζω­ή μέ­σα σε κα­τα­κόμ­βες αί­μα­τος και μαρ­τυ­ρί­ου, γι’ αυ­τό και ο Φώ­της Κό­ντο­γλου έ­κα­νε λό­γο για την «πο­νε­μέ­νη Ρω­μη­ο­σύ­νη».
Πέ­ρα α­πό τους νε­ο­μάρ­τυ­ρες, το μαρ­τύ­ριο α­ντι­με­τώ­πι­ζαν οι Ε­πί­σκο­ποι, οι ο­ποί­οι σή­κω­σαν ό­λο το βά­ρος της δου­λεί­ας, τον στε­ναγ­μό και τον πό­νο του Γέ­νους. Υ­πάρ­χουν βι­βλί­α, τα ο­ποί­α μας δια­φω­τί­ζουν για την κα­θη­με­ρι­νή ζω­ή των Ε­πι­σκό­πων κα­τά την διάρ­κεια της Τουρ­κο­κρα­τί­ας. Οι Ε­πί­σκο­ποι εί­χαν α­να­λά­βει τον ε­θναρ­χι­κό τους ρό­λο, ως Πρό­ε­δροι της Δη­μο­γε­ρο­ντί­ας, υ­πε­βλή­θη­σαν σε α­γώ­νες για να κρα­τή­σουν την Πα­ρά­δο­ση και την συ­νο­χή του Γέ­νους, συμ­με­τεί­χαν στο κλά­μα, τα δά­κρυ­α του λα­ού, στα μαρ­τύ­ρια και τις αλ­λα­ξο­πι­στί­ες.
Πά­νω α­πό ό­λους ο Οι­κου­με­νι­κός Πα­τριάρ­χης ή­ταν ο στό­χος του Κα­τα­κτη­τή, πα­ρά τα προ­νό­μια που εί­χε. Και μό­νον η φο­ρο­λο­γί­α την ο­ποί­α έ­πρε­πε να δί­νουν κά­θε έ­τος στον κα­τα­κτη­τή, με το χα­ρά­τσι, το πε­σκέ­σι κλπ., αλ­λά και στο κέ­ντρο της Ορ­θο­δό­ξου Εκ­κλη­σί­ας, προ­κει­μέ­νου να ε­πι­τε­λή το τε­ρά­στιο έρ­γο, ή­ταν γε­γο­νός που τους υ­πέ­βα­λε σε α­φά­ντα­στο μαρ­τύ­ριο. Υ­πάρ­χουν μαρ­τυ­ρί­ες ό­τι πολ­λοί α­πό τους Ε­πι­σκό­πους πα­ραι­τού­ντο α­πό τον θρό­νο τους και πε­ρι­έ­πι­πταν σε με­λαγ­χο­λί­α, για­τί δεν μπο­ρού­σαν να α­ντα­πο­κρι­θούν στην υ­ψη­λή φο­ρο­λο­γί­α που τους ε­πέ­βα­λε το Κρά­τος.
Πά­ντως, κα­θ’ ό­λη την διάρ­κεια της Τουρ­κο­κρα­τί­ας, καί­τοι έ­πε­σε η πρω­τεύ­ου­σα της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, η Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, και ό­λα τα μέ­ρη της ή­ταν αιχ­μα­λω­τι­σμέ­να, εν τού­τοις ε­ξα­κο­λου­θού­σε να υ­πάρ­χη αυ­τό το ζω­ντα­νό πνεύ­μα της Ρω­μη­ο­σύ­νης, ως πα­ρά­δο­ση και πο­λι­τι­σμός, ως πο­ρεί­α προς τον α­για­σμό και την θέ­ω­ση, ως έκ­φρα­ση α­ξιο­πρέ­πειας και ρω­μαί­ϊ­κου φρο­νή­μα­τος.
Αυ­τό εκ­φρά­ζε­ται με την ζω­ή του Κα­ρα­γκι­ό­ζη, ο ο­ποί­ος εί­χε με­γά­λη πε­ποί­θη­ση στην Ρω­μη­ο­σύ­νη του, πα­ρά την α­γραμ­μα­το­σύ­νη, την φτώ­χεια και την α­σχή­μια του, ώ­στε να μήν τον δε­λε­ά­ζη ο πλού­τος και η ο­μορ­φιά της Τουρ­κι­άς και της Φρα­γκι­άς. Ο Κα­ρα­γκι­ό­ζης ή­ταν δού­λος στο σώ­μα, αλ­λά ε­λεύ­θε­ρος στο πνεύ­μα, δια­τη­ρού­σε την αρ­χο­ντιά του πνεύ­μα­τος με την ε­ξυ­πνά­δα και το χιού­μορ του.
3. Ο θά­να­τος της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας
Ε­άν κα­τά την διάρ­κεια των τε­τρα­κο­σί­ων χρό­νων σκλα­βι­άς οι Ρω­μη­οί, ό­που και αν ζού­σαν, στα Βαλ­κά­νια, την Μι­κρά Α­σί­α, την Μέ­ση Α­να­το­λή κλπ., κρα­τού­σαν α­ναμ­μέ­νη την λα­μπά­δα της ρω­μαί­ϊ­κης πα­ρά­δο­σης, πα­ρά τους δι­ωγ­μούς και τις δυ­σκο­λί­ες, ό­μως ο θά­να­τος της αυ­το­κρα­το­ρί­ας ε­πήλ­θε πο­λύ αρ­γό­τε­ρα, ώ­στε σή­με­ρα να γί­νε­ται λό­γος για α­πώ­λεια της ελ­πί­δας α­να­σύ­στα­σης της πα­λαι­άς χρι­στια­νι­κής ρω­μα­ϊ­κής αυ­το­κρα­το­ρί­ας.
Και πά­λι ο συγ­γρα­φέ­ας Κώ­στας Σαρ­δε­λής στο βι­βλί­ο του που προ­α­να­φέρ­θη­κε κά­νει λό­γο για το σο­βα­ρό αυ­τό ζή­τη­μα. Χρη­σι­μο­ποι­ώ­ντας πολ­λά ε­πι­χει­ρή­μα­τα, ι­στο­ρι­κά γε­γο­νό­τα και ε­πι­στη­μο­νι­κές μαρ­τυ­ρί­ες, κα­τα­λή­γει στο συ­μπέ­ρα­σμα ό­τι ο θά­να­τος της αυ­το­κρα­το­ρί­ας, αυ­τής που δη­μιούρ­γη­σε ο Μ. Κων­στα­ντί­νος και α­νέ­δει­ξαν οι με­τέ­πει­τα αυ­το­κρά­το­ρες, Πα­τριάρ­χες, Κλη­ρι­κοί και μο­να­χοί, λα­ϊ­κοί, ε­πι­στή­μο­νες και ο πο­λύς λα­ός, δεν έ­γι­νε με την ά­λω­ση της Πό­λης το 1453, αλ­λά με την Ελ­λη­νι­κή Ε­πα­νά­στα­ση του 1821.
Με­τα­ξύ των άλ­λων α­να­φέ­ρε­ται σε μια εν­δια­φέ­ρου­σα ά­πο­ψη του Ρου­μά­νου συγ­γρα­φέ­α I­o­r­ga που προ­α­να­φέ­ρα­με: «Η κων­στα­ντι­νου­πο­λί­τι­κη κα­τα­στρο­φή και ο μαρ­τυ­ρι­κός θά­να­τος του Πα­τριάρ­χη συ­νέ­πε­σαν χρο­νι­κά με τη λα­ϊ­κή ε­ξέρ­γε­ση στο Μο­ριά και την κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή άρ­νη­ση των Ρου­μά­νων να υ­πο­στη­ρί­ξουν τη βυ­ζα­ντι­νή πε­ρι­πέ­τεια που δεν συ­γκι­νού­σε κα­θό­λου τους Σλά­βους των Βαλ­κα­νί­ων. Τό­τε α­κρι­βώς το Με­τα­βυ­ζα­ντι­νό Βυ­ζά­ντιο πέ­θα­νε».
Δεν εί­ναι κα­θό­λου πα­ρά­δο­ξο για­τί ο Ρήγας Φε­ραί­ος με τον Θού­ρι­ό του προ­σκα­λού­σε ό­λους τους λα­ούς των Βαλ­κα­νί­ων να ε­ξε­γερ­θούν, ό­πως και το ό­τι η Ε­πα­νά­στα­ση ξε­κί­νη­σε α­πό το Ι­ά­σιο της Ρου­μα­νί­ας, το δε σύμ­βο­λο του φοί­νι­κα που υι­ο­θέ­τη­σε ο Α­λέ­ξαν­δρος Υ­ψη­λά­ντης συμ­βό­λι­ζε την ι­δέ­α της α­να­βί­ω­σης της Ρω­μα­ϊ­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας.
Γρά­φει ο Κώ­στας Σαρ­δε­λής: «Η Ελ­λη­νι­κή Ε­πα­νά­στα­ση, λοι­πόν, ξε­κί­νη­σε οι­κου­με­νι­κή για ό­λους τους ορ­θο­δό­ξους σκλά­βους, και αυ­τό ή­ταν το αρ­χι­κό σχέ­διο της Φι­λι­κής Ε­ται­ρεί­ας, δι­ό­τι, α­σφα­λώς, ο Υ­ψη­λά­ντης δεν έ­κα­νε του κε­φα­λιού του, αλ­λά ε­φάρ­μο­ζε το σχέ­διο της α­νώ­τα­της αρ­χής των Φι­λι­κών, ά­σχε­το αν ε­θνι­κι­στι­κοί και άλ­λοι λό­γοι το α­νέ­τρε­ψαν, με α­πο­τέ­λε­σμα την ελ­λα­δι­κο­ποί­η­ση της Ε­πα­νά­στα­σης και τον πε­ριο­ρι­σμό της, αρ­χι­κά, στο Μο­ριά».
Ε­πί­σης, εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ό­τι ο με­γά­λος άγ­γλος ι­στο­ρι­κός T­o­y­n­b­ee γρά­φει ό­τι οι Έλ­λη­νες έ­κα­ναν μια ά­φρο­νη ε­νέρ­γεια και έ­χα­σαν ο­λό­κλη­ρη την αυ­το­κρα­το­ρί­α και στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με­τα­τρά­πη­κε η αυ­το­κρα­το­ρι­κή ι­δέ­α σε μια ε­θνι­κή ι­δέ­α.
Βε­βαί­ως, κα­νέ­νας δεν αρ­νεί­ται τους α­γώ­νες και τα αί­μα­τα των η­ρώ­ων της Ε­πα­να­στά­σε­ως του 1821, Κλη­ρι­κών και λα­ϊ­κών, που έ­δω­σαν τα πά­ντα για την α­νά­στα­ση του Γέ­νους, αλ­λά δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με ό­τι πί­σω α­πό τις πλά­τες των α­γω­νι­στών αυ­τών ε­ξυ­φάν­θη­σαν διά­φο­ρα σχέ­δια των Δυ­τι­κών Δυ­νά­με­ων για να ε­ξα­φα­νί­σουν την δυ­να­τό­τη­τα α­να­σύ­στα­σης της Ρω­μα­ϊ­κής αυ­το­κρα­το­ρί­ας-Βυ­ζα­ντί­ου με έ­δρα την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και να δη­μιουρ­γή­σουν μι­κρά ε­θνι­κά-ε­θνι­κι­στι­κά κρα­τί­δια στα Βαλ­κά­νια, τα ο­ποί­α θα α­φο­μοιω­θούν με το πνεύ­μα της Δύ­σης και θα αλ­λο­τρι­ω­θούν α­πό την πο­λι­τι­στι­κή πα­ρά­δο­ση.
Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός ο λό­γος του Κο­λο­κο­τρώ­νη: «Εις τον πρώ­τον χρό­νον της Ε­πα­να­στά­σε­ως εί­χα­με με­γά­λη ο­μό­νοια.­.. Και ε­άν αυ­τή η ο­μό­νοια ε­βα­στού­σε α­κό­μη δύ­ο χρό­νους, η­θέ­λα­με κυ­ρι­εύ­σει και την Θεσ­σα­λί­α και την Μα­κε­δο­νί­α και ί­σως ε­φθά­να­μεν και έ­ως την Κων­στα­ντι­νού­πο­λιν.­.­.­». Αυ­τός ή­ταν ο στό­χος των α­γω­νι­στών και ό­χι η δη­μιουρ­γί­α ε­νός μι­κρού κρα­τι­δί­ου, ου­σια­στι­κά προ­τε­κτο­ρά­του. Μέ­σα α­πό το πνεύ­μα αυ­τό πρέ­πει να δού­με την προ­σπά­θεια να κα­θο­ρι­σθή η ι­δε­ο­λο­γί­α του Ελ­λη­νι­κού Κρα­τι­δί­ου με το αυ­το­κέ­φα­λο, δη­λα­δή την α­πο­κο­πή α­πό το Οι­κου­με­νι­κό Πα­τριαρ­χεί­ο, την στρο­φή στην αρ­χαί­α Ελ­λά­δα και τον προ­σα­να­το­λι­σμό στην Δύ­ση.
Έ­τσι, «τό δη­λη­τή­ριο του ε­θνι­κι­σμού ή­ταν φυ­σι­κό να ε­πι­δρά­σει κα­τα­λυ­τι­κά. Κι έ­γι­νε, στο τέ­λος, έ­να κρά­τος “προ­κάτ”, έ­να κρα­τί­διο χω­ρίς θέ­με­λα, στον α­έ­ρα, παι­γνί­δι στα χέ­ρια των προ­στα­τών του –καί των δη­μιουρ­γών του, θα έ­λε­γα. Η ι­δέ­α της Ρω­μαί­ϊ­κης Αυ­το­κρα­το­ρί­ας εί­χε πε­θά­νει μέ­σα στή φω­τιά της Ε­πα­νά­στα­σης και η τρα­γω­δί­α της Ρω­μη­ο­σύ­νης εί­χε συ­ντε­λε­στεί. Η Ρω­μα­νί­α “πάρ­θεν”­.­.. Δι­έ­ξο­δος και πα­ρη­γο­ριά του λα­ού τώ­ρα η “Με­γά­λη Ι­δέ­α”­».
Ο θά­να­τος αυ­τός της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας ο­λο­κλη­ρώ­θη­κε με την Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­ταστρο­φή, η ο­ποί­α ή­ταν α­πο­τέ­λε­σμα συ­γκρού­σε­ως των πο­λι­τι­κών δυ­νά­με­ων μέ­σα στην Ελ­λά­δα, που ή­ταν προ­σα­να­το­λι­σμέ­νοι άλ­λοι στην γερ­μα­νι­κή πο­λι­τι­κή και άλ­λοι στην αγ­γλι­κή πο­λι­τι­κή. Και έ­τσι μια προ­σπά­θεια α­να­σύ­στα­σης της Ρω­μη­ο­σύ­νης βά­φη­κε στο αί­μα των λα­ών και τον θά­να­το με­ρι­κών πο­λι­τι­κών στο Γου­δή.
Έ­τσι, σή­με­ρα εί­μα­στε υ­πο­δου­λω­μέ­νοι στην δια­πά­λη με­τα­ξύ του γαλ­λο­γερ­μα­νι­κού και αγ­γλο­σα­ξω­νι­κού ά­ξο­να, ό­πως εκ­φρά­ζε­ται στον ευ­ρω­πα­ϊ­κό χώ­ρο, κά­τω α­πό τις δι­κές μας εγ­γε­νείς α­δυ­να­μί­ες και τα πά­θη της ευ­δαι­μο­νί­ας και του γραι­κυ­λι­σμού.
Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή μια σκέ­ψη που διά­βα­σα αυ­τές τις η­μέ­ρες: «Η Δύ­ση ε­νο­χλεί­ται α­πό την Ρω­μη­ο­σύ­νη. Κι η Α­να­το­λή ε­νο­χλεί­ται α­πό την Ρω­μη­ο­σύ­νη. Κι οι λα­οί των Βαλ­κα­νί­ων που ε­μπο­δί­ζο­νται α­πό την πα­ρου­σί­α μας να οι­κειο­ποι­η­θούν τη δι­κή μας ζω­ή, τους δι­κούς μας προ­γό­νους για να βρούν κι αυ­τοί μια θέ­ση στο μω­σα­ϊ­κό των λα­ών του κό­σμου, κι αυ­τοί ε­νο­χλού­νται α­πό την Ρω­μη­ο­σύ­νη» (Νινέττα Βολουδάκη). Για ό­λους α­πο­τε­λεί πρό­βλη­μα το ρω­μαί­ϊ­κο φι­λό­τι­μο, που ε­ξα­κο­λου­θεί να υ­πάρ­χη στην ζω­ή και την ψυ­χή του λα­ού.
4. Το ρω­μαί­ϊ­κο φι­λό­τι­μο
Καί­τοι, ό­μως, α­πέ­θα­νε η Αυ­το­κρα­το­ρί­α και ό­πως φαί­νε­ται εί­ναι α­δύ­να­τον να α­να­συ­στα­θή, ε­ξα­κο­λου­θεί να υ­πάρ­χη και να ζή το ρω­μαί­ϊ­κο πνεύ­μα με την οι­κου­με­νι­κή προ­ο­πτι­κή, με την φι­λο­θε­ΐ­α και την φι­λαν­θρω­πί­α, το ο­ποί­ο πνεύ­μα καλ­λι­ερ­γεί­ται α­πό την εκ­κλη­σια­στι­κή ζω­ή, τα Μυ­στή­ρια και την α­σκη­τι­κή πα­ρά­δο­ση, αλ­λά και την πο­λι­τι­στι­κή πα­ρά­δο­ση με τα τρα­γού­δια και τους χο­ρούς, που δια­κρί­νε­ται α­πό την αι­σιο­δο­ξί­α και κυ­ρί­ως το ρω­μαί­ϊ­κο φι­λό­τι­μο.
Ο Ρω­μη­ός δεν εί­ναι υ­πο­χεί­ριο των ξέ­νων, δεν εί­ναι γραι­κύ­λος, δη­λα­δή δεν εί­ναι δου­λο­πρε­πής, αλ­λά γνω­ρί­ζει σα­φώς την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, έ­χει μια πα­ρά­δο­ση υ­πέρ­τε­ρη α­πό την δυ­τι­κή πα­ρά­δο­ση, ξέ­ρει να α­ντι­με­τω­πί­ζη θαρ­ρα­λέ­α τις κα­τα­στά­σεις, να θυ­σιά­ζη το α­το­μι­κό συμ­φέ­ρον για το κοι­νό κα­λό, να ζή την ε­λευ­θε­ρί­α α­κό­μη και μέ­σα σε δύ­σκο­λες κοι­νω­νι­κές κα­τα­στά­σεις, εί­ναι ε­λεύ­θε­ρος α­πό ε­ξω­τε­ρι­κές ε­ξαρ­τή­σεις, ε­σω­τε­ρι­κές και ε­ξω­τε­ρι­κές.
Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ό­σα γρά­φει ο π. Ι­ω­άν­νης Ρω­μα­νί­δης, που έ­χουν σχέ­ση με την σύγ­χρο­νη πα­ραγ­μα­τι­κό­τη­τα:
«Διά το κα­λόν και δια την α­σφά­λειαν των ε­θνι­κών θε­μά­των ο Γραι­κύ­λος πρέ­πει να γί­νη πά­λιν Ρω­μη­ός και να ί­δη πώς εί­ναι οι Ευ­ρω­παί­οι και Α­με­ρι­κα­νοί εις την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Δεν έ­χουν ού­τοι το ρω­μαί­ϊ­κον φι­λό­τι­μον. Ε­πο­μέ­νως δεν ε­πι­τρέ­πε­ται να φε­ρώ­με­θα εις αυ­τούς με το φι­λό­τι­μόν μας, ως να έ­χουν και αυ­τοί φι­λό­τι­μον. Εις τάς δι­ε­θνείς σχέ­σεις πρέ­πει να α­φή­σω­μεν το φι­λό­τι­μον κα­τά μέ­ρος.
Ο Γραι­κύ­λος ο­φεί­λει συ­νει­δη­τώς να α­πο­βά­λη την α­φέ­λειάν του και να στα­μα­τή­ση να νο­μί­ζη ό­τι, ε­πει­δή αυ­τός έ­χει την διά­θε­σιν να θυ­σια­σθή δια τον δυ­τι­κόν πο­λι­τι­σμόν, τού­το ση­μαί­νει ό­τι οι “φι­λό­τι­μοι” σύμ­μα­χοι θα θυ­σια­σθούν δια την “έν­δο­ξον” Ελ­λα­δί­τσαν των ση­με­ρι­νών “αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων”. Πο­λύ α­φε­λής εί­ναι ο σκε­πτό­με­νος ού­τω Γραι­κύ­λος, δι­ό­τι οι σύμ­μα­χοι δεν εί­ναι μια ρω­μαί­ϊ­κη οι­κο­γέ­νεια, δια να θυ­σιά­ζε­ται ο έ­νας δια τον άλ­λον.
Συμ­μα­χί­α εί­ναι συ­νερ­γα­σί­α πο­λι­τι­κή, οι­κο­νο­μι­κή και στρα­τι­ω­τι­κή, μέ­σω της ο­ποί­ας κά­θε κρά­τος προ­στα­τεύ­ει τα ι­δι­κά του συμ­φέ­ρο­ντα και τα συμ­φέ­ρο­ντα των συμ­μά­χων, ε­φ’ ό­σον τα συμ­φέ­ρο­ντα αυ­τά ταυ­τί­ζο­νται με τα ι­δι­κά του συμ­φέ­ρο­ντα. Η συμ­μα­χί­α βα­σί­ζε­ται εις συ­μπε­φω­νη­μέ­να και τί­πο­τε πέ­ραν των συ­μπε­φω­νη­μέ­νων, ό­πως α­κρι­βώς γί­νε­ται εις το ε­μπό­ριον. Ε­άν γί­νη κά­τι πέ­ραν των συ­μπε­φω­νη­μέ­νων, εί­ναι α­νο­η­σί­α να πε­ρι­μέ­νη ο Γραι­κύ­λος να ε­νερ­γή­σουν οι σύμ­μα­χοι α­πό φι­λό­τι­μον, ε­φ’ ό­σον δεν έ­χουν φι­λό­τι­μον.
Διά τού­το εκ των προ­τέ­ρων πρέ­πει να ε­ξα­σφαλί­ση τάς α­να­γκαί­ας κυ­ρώ­σεις δι’ εν­δε­χο­μέ­νην μη τή­ρη­σιν των συ­μπε­φω­νη­μέ­νων, δι­ό­τι άλ­λως θα λά­βη μό­νον η­θι­κήν ι­κα­νο­ποί­η­σιν α­πό τους συμ­μά­χους, δη­λα­δή έν «εύ­γε δού­λε α­φω­σι­ω­μέ­νε και τα­πει­νέ» και τί­πο­τε άλ­λο, ό­πως α­κρι­βώς γί­νε­ται με το Κυ­πρια­κόν».
Ζού­με σε δύ­σκο­λη ε­πο­χή, το βά­ρος πέ­φτει πά­νω στα οι­κο­νο­μι­κά, ε­νώ θα έ­πρε­πε να βρί­σκε­ται πά­νω στα πνευ­μα­τι­κά θε­μέ­λια, δη­λα­δή να στη­ρί­ζε­ται στο ρω­μαί­ϊ­κο φι­λό­τι­μο, στο πνεύ­μα της Ρω­μη­ο­σύ­νης, και θα έ­πρε­πε να α­ντι­με­τω­πί­ζου­με τις κα­τα­στά­σεις με πνεύ­μα ε­λευ­θε­ρί­ας. Θα ο­λο­κλη­ρώ­σω τις σκέ­ψεις μου με μί­α ση­μα­ντι­κή πρό­σκλη­ση:
«Α­δελ­φοί Ρω­μη­οί, ό­σο οι θρύ­λοι ζουν κι οι Τούρ­κοι φο­βού­νται μήν τη χά­σουν, η Πό­λη μας έ­πε­σε, αλ­λά δεν χά­θη­κε! Ό­σο το Ρω­μαί­ϊ­κο D­NA συ­νε­χί­ζε­ται α­πό πα­τέ­ρα σε γι­ό κι α­πό μά­να σε κό­ρη και το πρό­σω­πο του μαρ­μα­ρω­μέ­νου Βα­σι­λη­ά στοι­χει­ώ­νει τα ό­νει­ρά μας, η κλει­στή Πύ­λη της Α­γί­ας του Θε­ού Σο­φί­ας, πε­ρι­μέ­νει να α­νοί­ξει.
Κα­νέ­νας δυ­να­τός, κα­νέ­νας πο­λυά­ριθ­μος λα­ός, κα­νέ­νας “πλα­νη­τάρ­χης” δεν μπο­ρεί να α­φα­νί­σει τη Ρω­μη­ο­σύ­νη. Η Ρω­μη­ο­σύ­νη θα χα­θεί ό­ταν ο τε­λευ­ταί­ος Ρω­μαί­ος φύ­γει α­πό τον κό­σμο και μαζί του σβήσει η πίστη, η ελπίδα και τα όνειρα!» (Νινέττα Βολουδάκη).
Στην γνωστή φράση «εάλω η Πόλις», πρέπει να αντιτάξουμε τον λόγο του Νικηφόρου Βρεττάκου: «Ουκ εάλω η ρίζα! Ουκ εάλω το φώς!».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου