Η Λινέτ Χοπ και ο σύζυγός της Νέηθαν Χοπ είναι Αμερικανοί ορθόδοξοι ιεραπόστολοι, που πρόσφεραν πνευματικό και κοινωνικό έργο στην Αλβανία τα έτη 1998-2006. Η Λινέτ ασθένησε από καρκίνο και, μετά από οδυνηρό αγώνα, κοιμήθηκε στις 27 Αυγούστου 2006, αφού είχε επιστρέψει από τις ΗΠΑ στην Αλβανία, για να ζήσει εκεί το τέλος της επίγειας ζωής της και να ταφεί εκεί.
Η συγκλονιστική πορεία της ως ιεραποστόλου και ως καρκινοπαθούς καταγράφεται στο βιβλίο του π. Λουκά Βερόνη Η ελπίδα της Λινέτ, εκδόσεις «Ακρίτας», όπου παρατίθενται και εκτενή αποσπάσματα από το ημερολόγιό της.
Το παρακάτω απόσπασμα είναι από τις σελ. 94-96 του βιβλίου. Γράφει η Λινέτ:
Πολλοί άνθρωποι κάθε μήνα χτυπάνε την πόρτα μας ζητώντας φαγητό, φάρμακα, ρούχα, παπούτσια και χρήματα. Δεν ξέρουμε πώς, αλλά μας βρίσκουν και πάντα βλέπουμε καινούργια πρόσωπα στην πόρτα μας. Πολλοί έρχονται από χωριά έξω από τα Τίρανα και ταξιδεύουν με λεωφορείο μέχρι το σπίτι μας.
Με τα χρόνια έχουμε κανονίσει με τους τακτικούς μας επισκέπτες να έρχονται μία φορά τον μήνα για να παίρνουν μία μεγάλη σακούλα με βασικά τρόφιμα. Οι περισσότεροι είναι πανευτυχείς μ’ αυτό το πρόγραμμα, αλλά κάθε τόσο κάποιος εμφανίζεται με μια καινούργια ιδέα γι’ αυτά που θα έπρεπε εμείς να κάνουμε γι’ αυτόν.
Πριν μερικούς μήνες, ήρθε για να ζητήσει τρόφιμα ένας κοντός, πολύ καταβεβλημένος άνδρας. Νομίζω ότι πρέπει να χτυπούσε πόρτα πόρτα, ζητώντας βοήθεια, και απλώς έτυχε να πέσει πάνω μας. Είπε ότι ήταν από μια πόλη κάπου δύο ώρες με το αυτοκίνητο από τα Τίρανα και ότι είχε έξι παιδιά. Του δώσαμε μία σακούλα με τρόφιμα, κι από τότε άρχισε να χτυπάει την πόρτα μας σχεδόν καθημερινά, καμιά φορά και περισσότερες φορές μέσα στη μέρα. Ήρθε στις 5 μ.μ. και ξανάρθε στις 10 μ.μ.
Αν του δώσω μία μπανάνα, βρίσκω το φλούδι της στο κεφαλόσκαλο. Αν του δώσω ψωμί, τυρί και ντομάτα, βρίσκω τα απομεινάρια της ντομάτας στα σκαλιά. Άρχισε να με στενοχωρεί και παραπονέθηκα στον Νέηθαν ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είχε σκοπό να συνεργαστεί με το μηνιαίο μου πρόγραμμα παροχής τροφίμων.
Τι κάνουμε τώρα; Ο Νέηθαν πρότεινε να έχω διαθέσιμα τρόφιμα γι’ αυτόν, αν τύχαινε να περάσει. Ο άνθρωπος αυτός ήταν, κατά τη δική του έκφραση, «φουκαράς», και δεν θα μπορούσε να ενταχθεί σε πρόγραμμα. Επιπλέον, ήταν τόσο πεινασμένος κάθε φορά που ερχόταν, που έτρωγε ό,τι κι αν του δίναμε και, φυσικά, πρέπει να προσθέσω ότι πετούσε τα υπολείμματα στα σκαλιά.
Ενώ προβληματιζόμουν με την πρόταση του Νέηθαν, η ιστορία του πρίγκιπα που είχε γίνει βάτραχος ήρθε ξαφνικά στο μυαλό μου. Ποτέ δεν μου άρεσε αυτή η ιστορία, γιατί η ηρωίδα, μια νεαρή πριγκίπισσα, δεν ήταν υποδειγματικός χαρακτήρας. Αρνήθηκε να κρατήσει το λόγο της – μια συμπεριφορά όχι και τόσο ταιριαστή σε μια πριγκίπισσα. Υπόσχεται στον βάτραχο ότι, αν τη βοηθήσει να ξαναβρεί τη χρυσή της μπάλα, που κατά λάθος έριξε μέσα στη λίμνη, θα μπορεί να τρώει από το πιάτο της και να κοιμάται στο μαξιλάρι της. Αυτός της βρίσκει τη μπάλα, αλλά όταν αργότερα έρχεται να διεκδικήσει την ανταμοιβή του, αυτή τον περιφρονεί, του κλείνει την πόρτα κατάμουτρα, τον πετάει κάτω απ’ το τραπέζι και τσιρίζει όταν αυτός πηδάει πάνω στο μαξιλάρι της.
Αφότου σκέφτηκα αυτή την ιστορία, μου ήρθε η ιδέα ότι ο Χριστός είναι σαν τον πρίγκιπα-βάτραχο. Για κάποιο λόγο επέλεξε να μας επισκεφτεί με ένα τρόπο που βρίσκουμε δυσάρεστο – «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων» (*). Αν θέλω να βρω τον πρίγκιπα πρέπει να αγκαλιάσω τον βάτραχο. Απορρίπτοντας τον βάτραχο, με όποια μορφή κι αν έρχεται σε μένα, σημαίνει ότι θα χάσω τον πιο αγαπημένο και λατρεμένο απ’ όλους τους πρίγκιπες, τον Χριστό.
Όσο για τον «φουκαρά», αυτόν που έρχεται στην πόρτα μου, τώρα παίρνει φαγητό κάθε μέρα και επιπλέον τη μηνιαία σακούλα με τα τρόφιμα.
Αυτές οι εμπειρίες δίνουν νέο νόημα στα λόγια του αποστόλου Παύλου προς τους Γαλάτες (κεφ. 6, στίχ. 9): «Το δε καλόν ποιούντες μη εκακκώμεν» [ας μην αποθαρρυνόμαστε στο να κάνουμε το καλό]. Στ’ αλήθεια, το να κάνεις το καλό είναι πολύ κουραστικό και έχεις τον πειρασμό να το αποφύγεις, αλλά επιμένοντας, αμείβεσαι με όλο και μεγαλύτερη ικανότητα να αγαπάς, κι αυτό αξίζει τον κόπο.
*****
(*) «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε» (=αφού το κάνατε σε έναν από αυτούς τους ελάχιστους, σε μένα το κάνατε»): λόγια του Χριστού στο κατά Ματθαίον, κεφ. 25, στίχοι 31-46, με τα οποία αναφέρει ότι θα αξιολογήσει τις πράξεις των ανθρώπων κατά τη δευτέρα παρουσία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου