Πολλά πάθη περιστοιχίζουν τη ψυχή· η
υπερηφάνεια όμως είναι η κορυφή των αμαρτημάτων, που πολεμά τον Θεό,
αγνοεί τη φυσική κατάσταση και είναι δαιμονική αρρώστια. Έτσι ανωφελής
γίνεται ο δρόμος της αρετής. Ακόμα και αν έχεις όλες τις αρετές θα
σβήσει τη λαμπρότητά τους η έπαρση όταν τις πλησιάσει.
Καμιά ωφέλεια από τη νηστεία που
συνδυάζεται με υπερηφάνεια· είναι περιττή η παρθενία που μολύνεται με το
πάθος της υπερηφάνειας. Αποστρέφεται ο Θεός τη δικαιοσύνη που υπηρετεί
την αλαζονεία. Μισεί τις καλές πράξεις που συνοδεύονται από αυτό το
πάθος της ψυχής. Τί παράξενο κακό, που μολύνει την απόκτηση των αγαθών!
Τί νόσημα, που αποξενώνει από την ουράνια φιλανθρωπία! Διότι εκείνους
που αμαρτάνουν, ο Δημιουργός ή τους ελεεί όταν μετανοούν, ή τους τιμωρεί
όταν παραμένουν στα πταίσματά τους. Μόνον δε στους υπερήφανους
αντιτάσσεται, θεωρώντάς τους εχθρούς, και όχι δούλους. Γι’ αυτό ο
Χριστός επίμονα νουθέτησε τους Αποστόλους να μείνουν μακριά από αυτό το
πάθος. «Όταν πάντα ποιήσητε, λέγετε, ότι αχρείοι δούλοι εσμέν»,
λαμπρύνοντας τους κόπους τους με την ομορφιά της ταπεινοφροσύνης. Διότι
μόνον η ταπεινοφροσύνη είναι αντίπαλος της υπερηφάνειας. Η υπερηφάνεια
την στολισμένη με αρετές ψυχή την έκανε άσχημη. Μόνη δε η ταπεινοφροσύνη
υπερασπίζουσα τους αμαρτωλούς, τους αναδεικνύει νικητές. Μάθε δε αυτή
την αλήθεια από την παραβολή του Κυρίου.
«Δύο άνδρες, ανέβηκαν στο ναό για να
προσευχηθούν, ο ένας Φαρισαίος και ο άλλος Τελώνης». Αναφέροντας τα
πρόσωπα θεραπεύει τα πάθη. Διότι ο ένας είναι της αρετής, ο δε άλλος της
κακίας συνεργάτης. Και συγκρίνει τα σπουδαιότερα της ζωής τους. Με τον
λόγο χαρακτηρίζει τον δίκαιο ως υπερήφανο, και τον αμαρτωλό ως
ταπεινόφρονα. Με αυτό τον τρόπο αφού χαθούν παραδόξως οι ελπίδες για τη
νίκη του υπερήφανου, να κηρύξουν στους ανθρώπους την αποφυγή του πάθους.
Ο Φαρισαίος ήταν δάσκαλος της αρετής,
εξηγητής του νόμου, διάδοχος του λόγου και της θέσεως του Μωϋσέως. Του
Τελώνη το επάγγελμα κατηγορούσε τη ζωή του· ήταν φοροεισπράκτορας.
Χρησιμοποιούσε ως πλεονέκτης την εξουσία του, άρπαζε με αδικίες, λήστευε
χρησιμοποιώντας ως όπλο τους νόμους, και παραμόνευε να πάρει με βία απ’
όλους τα χρήματα. Το επάγγελμα του Τελώνη, δηλαδή, έστρεψε τα χέρια των
άπληστων σε κάθε κατεύθυνση. Η είσπραξη των φόρων προκαλούσε τα δάκρυα,
θησαυρός της ήταν οι συμφορές. Γεμάτος από τέτοια πάθη κακίας ο Τελώνης
βρίσκεται στο ναό.
Ο δε Φαρισαίος βρίσκεται έχοντας τον
θησαυρό των παλαιών του αρετών. Τί κάνει λοιπόν ο Φαρισαίος; Αφού
στάθηκε, προσευχόταν, βλέποντας κατά πρόσωπο το Θεό, προσδοκώντας ότι σε
λίγο θα αρπαζόταν στα σύννεφα για να συνομιλεί μαζί του στους ουρανούς.
«Σε ευχαριστώ, λέει, διότι δεν είμαι όπως
οι υπόλοιποι άνθρωποι». Καλή είναι η αρχή της ευχαριστίας του. Μετά
γίνεται κατήγορος του κόσμου, δικαστής, απαγγέλλοντας θανατική καταδίκη
εναντίον όλων. «Δεν είμαι όπως οι υπόλοιποι». Τί απαίσια γλώσσα!
Θεωρούσε τον εαυτόν του το παν και όλους τους άλλους κάποιο μικρό
υπόλοιπο. «Σ’ ευχαριστώ διότι δεν είμαι όπως οι υπόλοιποι». Μπήκε στο
ναό περιφρονώντας τον Θεό. Δεν έχεις άλλον δίκαιο επί της γης. Μόνον εγώ
είμαι για σένα θησαυροφυλάκιο αρετής. Θα ήταν έρημη από δικαιοσύνη η
γη, εάν εγώ δεν την πατούσα. «Δεν είμαι, όπως οι άλλοι, ούτε όπως αυτός ο
Τελώνης». Το πάθος του, του έδωσε ως αφορμή και τον παρευρισκόμενο. Και
ούτε αυτόν που ήλθε να προσευχηθεί άφησε ελεύθερο απ’ την κατηγορία η
υπερηφάνεια. Ο Φαρισαίος ήλθε σαν κριτής, αντί ικέτης, με σκοπό να
δικάσει μαζί με τον Θεό τον Τελώνη, ο οποίος δήθεν με την παρουσία του
μολύνει την ευχαριστία του· τον οποίον δεν ήθελα να βλέπω για να θυμηθώ.
«Νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα» για να περιορίσω την απόκτηση πολλών
αγαθών. «Δίδω το εν δέκατον όλων των κερδών μου». Ως χρεώστη θυμάται τον
Θεό για το καθήκον του. Νίκησα με έργα τα προστάγματά σου που έδωσε ο
Μωϋσής, ξεπέρασα τον νόμο σου με τα κατορθώματα. Με τις δικές μου δωρεές
είναι πλουσιότερος ο ναός. Αυτός λοιπόν ήταν ο Φαρισαίος καυχόμενος με
την ανάμνηση των αρετών.
Ας δούμε τώρα τον Τελώνη. Πού άραγε προσεύχεται κρυμμένος;
Βρισκόταν μακρυά και δεν τολμούσε να
κοιτάξει ψηλά, διότι η συναίσθηση των αμαρτημάτων του αφαίρεσε το θάρρος
να μπει μέσα. Η ανάμνηση των πράξεων εμπόδιζε το βλέμμα του. Κτυπώντας
το στήθος, απ’ την καρδιά του έβγαινε βαρύς αναστεναγμός, τιμωρώντας τον
εαυτόν του μπροστά στον δικαστή· με θρήνους προκαλούσε πόνο στη ψυχή,
κτυπώντας με το χέρι την καρδιά γινόταν δήμιος του εαυτού του· έβγαζε
φωνή καταδίκου που μαστιγώνεται, «ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Πράξεις
αγαθές δεν έχω να με υποστηρίξουν· από παντού με πληγώνουν οι αμαρτίες
μου· με περικυκλώνουν κύματα αδικημάτων· βλέπω το πέλαγος των κακών μου.
Ποιός θα θεραπεύσει τις συμφορές μου; Πού να πάω για να βρω βοήθεια;
Ποιά δίκαιη πράξη να προβάλω, την οποίαν χωρίς να το θέλω έχω κάνει;
Ποιό αγαθόν έργο να φέρω ως αντιστάθμισμα στα πταίσματα; Πώς να ξεφύγω
από τους πραγματικούς κατηγόρους μου; Ποιόν να κοιτάξω; Ποιόν να
παραβλέψω; Τί να σιωπήσω; Τί να πω; Για ποιά να παρακαλέσω; Ποιά δε να
διαγράψω; Ποιά να κρύψω; Ποιά να θρηνήσω; Να κοιτάξω τον ουρανό που
έβρισα με τις αδικίες; Να δω τον Θεό, που τον γέμισα με βλασφημίες; Ένα
μόνο φάρμακο βρίσκω για τις συμφορές μου, να καταφύγω στο έλεος του Θεού
για να ξεφύγω τον κίνδυνο. «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Καυχώμαι
για αμαρτίες, όχι για αρετές. Μη δεχθείς, κριτή, τη γνώμη του Φαρισαίου
για μένα, μη με σιχαθείς μαζί με τον υπερήφανο. Σε γνωρίζω ως δίκαιο
δημιουργό, δεν τον ξέρω αυτόν ως κριτή. Ζητώ φιλανθρωπία που είναι η
μόνη σωτηρία των αμαρτωλών. Εγώ δείχνω τα τραύματά μου, εσύ πρόσφερε τη
θεραπεία.
Τί κάνει λοιπόν αυτός που βλέπει τις
ικεσίες όλων; Τί λέει ο κριτής, που έγινε ακροατής και των δύο; Ας δούμε
ποιά απόφαση παίρνει, δικάζοντας αμαρτωλό που ταπεινώθηκε και δίκαιο
που περηφανεύτηκε. «Κατέβηκε, λέει, ο Τελώνης σωσμένος παρά ο
Φαρισαίος». Αντιστράφηκαν οι όροι· θεωρήθηκε ο Τελώνης από τον δίκαιο
κριτή δικαιότερος του δίκαιου Φαρισαίου. Άλλαξε η φύση των πραγμάτων.
Εκείνος που ανυψώθηκε, κατέπεσε με την υπερηφάνεια· αυτός που
ταπεινώθηκε, ανυψώθηκε με την απόφαση. Πόση χαρά ένιωσε ο Τελώνης, ο
έμπορος της φιλανθρωπίας! Ω τελώνη, που τόσο καλά εκτελώνισες και
κέρδισες το αγαθό λιμάνι! Ω αμαρτωλέ, που άνοιξες την πόρτα του θάρρους
στους αμαρτωλούς! Δίδαξες ότι το τελωνικό φρόνημα είναι ισχυρότερο της
δικαιοσύνης· δεν έπαυσες με αυτό να κερδίζεις, ώσπου κέρδισες τον ίδιο
τον Χριστό.
Δυσάρεστο πάθος η υπερηφάνεια, δυσάρεστο
και εχθρικό στον Δημιουργό. «Δεν είμαι, λέει, όπως αυτός ο Τελώνης». Λες
αλήθεια, Φαρισαίε, διότι αυτός κέρδισε, επειδή βρήκε βοηθό της νίκης
την ταπεινοφροσύνη. «Νηστεύω, δύο φορές την εβδομάδα». Μάταια κοπίασες
στη νηστεία, εξαιτίας της υπερηφάνειας. Το πάθος της ψυχής υπέκλεψε τον
κόπο σου. «Δεν είμαι, όπως οι υπόλοιποι». Έτσι μιλούσε στον Θεό ο
προπάτοράς σου Αβραάμ, ή καλύτερα ο πατέρας του Τελώνη; (διότι η
συμπεριφορά του τον κατατάσσει στο γένος του). Δεν έλεγε, σκύβοντας στη
γη, «εγώ είμαι χώμα και στάχτη»; Βλέπεις ότι η επίγνωση της ανθρώπινης
φύσεως είναι εφόδιο παρρησίας; Και μάλλον το φρόνημα σκύβοντας και όχι
το σώμα μιλούσε στον Θεό. Επίσης άκουες όταν έψαλλε η λύρα του Δαβίδ·
«Καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην, ο Θεός ουκ εξουδενώσει».
Κατά τον ίδιο τρόπο ο διδάσκαλός σου Μωϋσής μιλούσε προς τον Θεό· «Ποιός
είμαι εγώ, που θα πάω στον Φαραώ;». Ας αποφύγουμε, αγαπητοί, το πάθος
που παρουσιάζεται στον δίκαιο. Ο Φαρισαίος απομακρύνθηκε από τη
δικαιοσύνη. Ας αποφύγουμε την υπερηφάνεια, από την οποία και ο διάβολος
εξέπεσε. «Είδα τον σατανά να πέφτει ως αστραπή». Την πνευματική
κατάσταση, που ήταν σαν αστραπή, έσβησε αυτό το πάθος. Η υπερηφάνεια
προκάλεσε την κακίστη βρώση του καρπού στον Παράδεισο. Γι’ αυτό ο
μακάριος Παύλος, για να μη υπερηφανευτεί και πέσει στην παγίδα του
διαβόλου, λέει, «μου δόθηκε ασθένεια στη σάρκα, άγγελος σατάν» και τα
λοιπά. Ας ακούσουμε τη φωνήν του Κυρίου· «Μακάριοι οι πτωχοί τω
πνεύματι, ότι αυτών εστίν η βασιλεία των Ουρανών». Σ’ αυτόν ανήκει η
δόξα, και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(Λόγος ΛΕ΄, Εις τον Τελώνην και Φαρισαίον, MPG 85, 373-384, –απόσπασμα.)
Aπόδοση: Α. Χριστοδούλου, Θεολόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου