Τρεις αντιθέσεις συνθέτουν το Ευαγγέλιο της Κυριακής
των Βαΐων (Ιώαν. 12, 1-18), οι οποίες
αποτυπώνουν τη στάση του κόσμου έναντι του Χριστού. Η πρώτη έχει να κάνει με
την προσφορά αγάπης και ευγνωμοσύνης από
την πλευρά της Μαρίας, της αδελφής του Λαζάρου και το σχόλιο του Ιούδα του
Ισκαριώτη, ο οποίος απορρίπτει τη διάθεση της ψυχής της Μαρίας και υποδεικνύει
έναν άλλο δρόμο που δε γίνεται δεκτός από το Χριστό. Η δεύτερη έχει να κάνει με
την απόφαση των Αρχιερέων των Ιουδαίων να σκοτώσουν, εκτός από το Χριστό, και
τον Λάζαρο, διότι δεν άντεχαν να υπάρχει στα μάτια των συμπατριωτών τους ο
απτός μάρτυρας της δύναμης του Χριστού πάνω στο θάνατο. Και η τρίτη έχει να
κάνει με την στάση του λαού των Ιεροσολύμων, ο οποίος ζητωκραυγάζει τον ερχομό
του Χριστού, όχι όμως επειδή πιστεύει στο αληθινό περιεχόμενο της αποστολής
Του, αλλά διότι Τον θεωρεί βασιλιά του Ισραήλ. Και γι’ αυτό ο ίδιος ο λαός που
θα αποθεώσει, ο ίδιος θα καταδικάσει χωρίς πολλή συζήτηση τον βασιλιά Του σε θάνατο.
Οι αντιθέσεις αυτές αναδεικνύουν τρεις δρόμους για την Εκκλησία, οι οποίο όμως δεν μπορεί να οδηγήσουν αληθινά στο Χριστό. Υπάρχουν αυτοί οι οποίοι αναγνωρίζουν το Χριστό ως Εκείνον που τους προσφέρει την ανάσταση και τη ζωή και είναι έτοιμοι να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους με απλότητα: την μετοχή τους στο δείπνο της Ευχαριστίας και την προσφορά στον Κύριό μας δώρων που πηγάζουν από την καρδιά τους. Δείχνουν έτσι στο Χριστό πως είναι η πολυτιμότερη ύπαρξη για τη ζωή τους, είτε το δώρο είναι απλό, όπως είναι το πρόσφορο, το λάδι, το κερί, το λιβάνι, η προσευχή που φέρνει μαζί του ο μετέχων στην Ευχαριστία άνθρωπος, είτε είναι το άρωμα των δακρύων της μετανοίας, είτε οτιδήποτε προσφέρεται από καρδιάς. Από την άλλη, πάντοτε θα υπάρχουν αυτοί που σαν τον Ιούδα θα ζητούν άλλες αποδείξεις για της αγάπης προς το Χριστό. Θα θέλουν ελεημοσύνες, θα θέλουν το πολύτιμο να συνδέεται με τα δικά τους συμφέροντα. Αλλά η μεγαλύτερη πλάνη θα είναι η απόρριψη της προσφοράς και της διάθεσης της καρδιάς των άλλων. Μόνο ο δικός τους τρόπος είναι ο σωστός. Δε δέχονται άλλου είδους αγάπη, πλην της υλικής. Είναι όλοι αυτοί που και σήμερα απορρίπτουν την μετάνοια και την ευγνωμοσύνη του πιστού ανθρώπου και ζητούν από την Εκκλησία αποδείξεις κοινωνικού έργου, συζητούν για την περιουσία της και παρασύρουν και τους εκκλησιαστικούς ταγούς στον πειρασμό να θέλουν να αποδείξουν ότι μπορεί να είναι χρήσιμοι στην κοινωνία. Ο Χριστός δε ζητά χρησιμότητα. Ο Χριστός ζητά την αγάπη προς τον Ίδιο. Αλλιώς, αν δεν απορρέει η χρησιμότητα από την αγάπη, είναι μάταιη επίδειξη και συμφέρον που καθιστά την πίστη υποκρισία, «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις».
Ο δεύτερος δρόμος έγκειται στη διάθεση εκείνων που και σήμερα δεν αντέχουν το θαύμα της πίστης, το οποίο νικά τον θάνατο, αλλά επιστρατεύουν τον ορθολογισμό τους, τα επιτεύγματα, την εξουσία, την θέση τους στην κοινωνία, για να διαγράψουν το Χριστό και το μήνυμα της ζωής που κομίζει από τα μάτια των ανθρώπων. Κάνουν πως δεν βλέπουν τους Αγίους, οι οποίοι δια του Χριστού νίκησαν τον θάνατο. Κάνουν πως δεν βλέπουν ότι η Εκκλησία υπάρχει εις τους αιώνας, όχι γιατί εξουσιάζει τους ανθρώπους, όχι γιατί τους προσφέρει φαγητό ή φιλανθρωπία, ούτε γιατί λειτουργεί ως ένα ιδεολογικό ή φιλοσοφικό πρόγραμμα, αλλά γιατί εκφράζει τη νίκη κατά του εσχάτου εχθρού του ανθρώπου, του θανάτου. Κομίζει την Ανάσταση. Την ζει και την αποδεικνύει περίτρανα. Και οι εχθροί της πίστης αυτό δεν αντέχουν. Να βλέπουν την ανάσταση να νικά τα πάθη τους. Θέλουν λοιπόν να την σκεπάσουν με το θάνατο των υλικών αγαθών. Με το θάνατο των φιλοδοξιών και της κατεύθυνσης του πολιτισμού. Με το θάνατο της φιλοσοφικής και επιστημονικής ανωτερότητας. Και ειρωνεύονται, περιφρονούν και διώκουν, όσο μπορούν την πίστη στον Νικητή του Θανάτου και τα πρόσωπα των Αγίων Του.
Ο τρίτος δρόμος έγκειται στη διάθεση εκείνων που ζητούν ηγέτες δημαγωγούς, που θα βασιλέψουν και θα τους κάνουν μετόχους μιας κοσμικής βασιλείας, που θα δώσουν το δίκιο, το δικαίωμα, την καταξίωση. Είναι όσοι ζητούν από την Εκκλησία στους αιώνες να λύσει όλα τα κοινωνικά προβλήματα. Να ελέγξει τους Ισχυρούς της γης. Να μπει μπροστάρης του λαού στην επανάσταση εναντίον της όποιας τυραννίας. Δεν είναι όμως έτοιμοι να δεχτούν ότι χρειάζεται θυσία, όχι για να γκρεμιστεί το κοινωνικό μοντέλο, αλλά, πρωτίστως, για να αλλάξει ο εαυτός μας. Να μάθουμε εμείς να μην συμβιβαζόμαστε με τις αμαρτίες μας. Να λειτουργήσουμε με την ταπείνωση του Ναζωραίου, ο Οποίος διαλέγει το ονάριο και όχι το πολεμικό άλογο, για να δείξει στους ανθρώπους ότι η αποστολή Του έγκειται στην ανακαίνιση των βροτών και όχι στην πρόσκαιρη κάλυψη αναγκών κοινωνικών και προσωπικών. Τους Ισχυρούς τους γκρέμισε με την αγάπη και την ανάσταση. Γιατί δεν έχουν καμία δύναμη επάνω Του, όπως ούτε και σε όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν. Και μόνο έτσι μπορεί να αλλάξει αληθινά και όχι πρόσκαιρα ο κόσμος. Όταν βρει την ελευθερία της ταπεινοσύνης και της θυσίας και όχι όταν αλλάξει εξουσιαστές.
Εισέρχεται ο Κύριος εις την αγίαν πόλιν, αφού έχει αναστήσει το Λάζαρο. Και μας καλεί να μην πιστεύουμε σ’ Αυτόν επειδή θα μας λύσει το πρόβλημα της υλικής φτώχειας ή επειδή θα μας δώσει την υγεία ή θα μας καταξιώσει σε κοινωνικό επίπεδο ή θα λύσει το πρόβλημα της αδικίας στον κόσμο. Δεν ήρθε για να μας κρατήσει στο σήμερα, αλλά για να μας συνδράμει ώστε να ανοιχτούμε στο αεί της Βασιλείας Του. Και αυτός είναι ο δρόμος της προσφοράς ως αναγνώρισης του Ίδιου ως του πολυτιμότερου στη ζωή μας. Είναι ο δρόμος της πίστης που νικά το θάνατο και δωρίζει την ανάσταση. Είναι ο δρόμος της αλλαγής του εαυτού μας, μέσα από την πνευματικότητα της Εκκλησίας. Ας Τον ακολουθήσουμε όχι ως πρόσκαιροι θαυμαστέ ή επειδή είναι χρήσιμος στην κοινωνία μας, αλλά ως οι αποφασισμένοι να μείνουμε κοντά Του μέχρι ταφής και αναστάσεως. Και Εκείνος θα μας δώσει νόημα και δύναμη.
Οι αντιθέσεις αυτές αναδεικνύουν τρεις δρόμους για την Εκκλησία, οι οποίο όμως δεν μπορεί να οδηγήσουν αληθινά στο Χριστό. Υπάρχουν αυτοί οι οποίοι αναγνωρίζουν το Χριστό ως Εκείνον που τους προσφέρει την ανάσταση και τη ζωή και είναι έτοιμοι να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους με απλότητα: την μετοχή τους στο δείπνο της Ευχαριστίας και την προσφορά στον Κύριό μας δώρων που πηγάζουν από την καρδιά τους. Δείχνουν έτσι στο Χριστό πως είναι η πολυτιμότερη ύπαρξη για τη ζωή τους, είτε το δώρο είναι απλό, όπως είναι το πρόσφορο, το λάδι, το κερί, το λιβάνι, η προσευχή που φέρνει μαζί του ο μετέχων στην Ευχαριστία άνθρωπος, είτε είναι το άρωμα των δακρύων της μετανοίας, είτε οτιδήποτε προσφέρεται από καρδιάς. Από την άλλη, πάντοτε θα υπάρχουν αυτοί που σαν τον Ιούδα θα ζητούν άλλες αποδείξεις για της αγάπης προς το Χριστό. Θα θέλουν ελεημοσύνες, θα θέλουν το πολύτιμο να συνδέεται με τα δικά τους συμφέροντα. Αλλά η μεγαλύτερη πλάνη θα είναι η απόρριψη της προσφοράς και της διάθεσης της καρδιάς των άλλων. Μόνο ο δικός τους τρόπος είναι ο σωστός. Δε δέχονται άλλου είδους αγάπη, πλην της υλικής. Είναι όλοι αυτοί που και σήμερα απορρίπτουν την μετάνοια και την ευγνωμοσύνη του πιστού ανθρώπου και ζητούν από την Εκκλησία αποδείξεις κοινωνικού έργου, συζητούν για την περιουσία της και παρασύρουν και τους εκκλησιαστικούς ταγούς στον πειρασμό να θέλουν να αποδείξουν ότι μπορεί να είναι χρήσιμοι στην κοινωνία. Ο Χριστός δε ζητά χρησιμότητα. Ο Χριστός ζητά την αγάπη προς τον Ίδιο. Αλλιώς, αν δεν απορρέει η χρησιμότητα από την αγάπη, είναι μάταιη επίδειξη και συμφέρον που καθιστά την πίστη υποκρισία, «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις».
Ο δεύτερος δρόμος έγκειται στη διάθεση εκείνων που και σήμερα δεν αντέχουν το θαύμα της πίστης, το οποίο νικά τον θάνατο, αλλά επιστρατεύουν τον ορθολογισμό τους, τα επιτεύγματα, την εξουσία, την θέση τους στην κοινωνία, για να διαγράψουν το Χριστό και το μήνυμα της ζωής που κομίζει από τα μάτια των ανθρώπων. Κάνουν πως δεν βλέπουν τους Αγίους, οι οποίοι δια του Χριστού νίκησαν τον θάνατο. Κάνουν πως δεν βλέπουν ότι η Εκκλησία υπάρχει εις τους αιώνας, όχι γιατί εξουσιάζει τους ανθρώπους, όχι γιατί τους προσφέρει φαγητό ή φιλανθρωπία, ούτε γιατί λειτουργεί ως ένα ιδεολογικό ή φιλοσοφικό πρόγραμμα, αλλά γιατί εκφράζει τη νίκη κατά του εσχάτου εχθρού του ανθρώπου, του θανάτου. Κομίζει την Ανάσταση. Την ζει και την αποδεικνύει περίτρανα. Και οι εχθροί της πίστης αυτό δεν αντέχουν. Να βλέπουν την ανάσταση να νικά τα πάθη τους. Θέλουν λοιπόν να την σκεπάσουν με το θάνατο των υλικών αγαθών. Με το θάνατο των φιλοδοξιών και της κατεύθυνσης του πολιτισμού. Με το θάνατο της φιλοσοφικής και επιστημονικής ανωτερότητας. Και ειρωνεύονται, περιφρονούν και διώκουν, όσο μπορούν την πίστη στον Νικητή του Θανάτου και τα πρόσωπα των Αγίων Του.
Ο τρίτος δρόμος έγκειται στη διάθεση εκείνων που ζητούν ηγέτες δημαγωγούς, που θα βασιλέψουν και θα τους κάνουν μετόχους μιας κοσμικής βασιλείας, που θα δώσουν το δίκιο, το δικαίωμα, την καταξίωση. Είναι όσοι ζητούν από την Εκκλησία στους αιώνες να λύσει όλα τα κοινωνικά προβλήματα. Να ελέγξει τους Ισχυρούς της γης. Να μπει μπροστάρης του λαού στην επανάσταση εναντίον της όποιας τυραννίας. Δεν είναι όμως έτοιμοι να δεχτούν ότι χρειάζεται θυσία, όχι για να γκρεμιστεί το κοινωνικό μοντέλο, αλλά, πρωτίστως, για να αλλάξει ο εαυτός μας. Να μάθουμε εμείς να μην συμβιβαζόμαστε με τις αμαρτίες μας. Να λειτουργήσουμε με την ταπείνωση του Ναζωραίου, ο Οποίος διαλέγει το ονάριο και όχι το πολεμικό άλογο, για να δείξει στους ανθρώπους ότι η αποστολή Του έγκειται στην ανακαίνιση των βροτών και όχι στην πρόσκαιρη κάλυψη αναγκών κοινωνικών και προσωπικών. Τους Ισχυρούς τους γκρέμισε με την αγάπη και την ανάσταση. Γιατί δεν έχουν καμία δύναμη επάνω Του, όπως ούτε και σε όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν. Και μόνο έτσι μπορεί να αλλάξει αληθινά και όχι πρόσκαιρα ο κόσμος. Όταν βρει την ελευθερία της ταπεινοσύνης και της θυσίας και όχι όταν αλλάξει εξουσιαστές.
Εισέρχεται ο Κύριος εις την αγίαν πόλιν, αφού έχει αναστήσει το Λάζαρο. Και μας καλεί να μην πιστεύουμε σ’ Αυτόν επειδή θα μας λύσει το πρόβλημα της υλικής φτώχειας ή επειδή θα μας δώσει την υγεία ή θα μας καταξιώσει σε κοινωνικό επίπεδο ή θα λύσει το πρόβλημα της αδικίας στον κόσμο. Δεν ήρθε για να μας κρατήσει στο σήμερα, αλλά για να μας συνδράμει ώστε να ανοιχτούμε στο αεί της Βασιλείας Του. Και αυτός είναι ο δρόμος της προσφοράς ως αναγνώρισης του Ίδιου ως του πολυτιμότερου στη ζωή μας. Είναι ο δρόμος της πίστης που νικά το θάνατο και δωρίζει την ανάσταση. Είναι ο δρόμος της αλλαγής του εαυτού μας, μέσα από την πνευματικότητα της Εκκλησίας. Ας Τον ακολουθήσουμε όχι ως πρόσκαιροι θαυμαστέ ή επειδή είναι χρήσιμος στην κοινωνία μας, αλλά ως οι αποφασισμένοι να μείνουμε κοντά Του μέχρι ταφής και αναστάσεως. Και Εκείνος θα μας δώσει νόημα και δύναμη.
Κέρκυρα, 28
Απριλίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου