Το Ευαγγέλιο του Χριστού δεν προέρχεται από τον κόσμο ούτε συμβιβάζεται με το πνεύμα του κόσμου. Επιπλέον όμως το Ευαγγέλιο του Χριστού δεν κηρύσσεται συνήθως ακέραιο στον κόσμο ούτε εφαρμόζεται ή εφαρμόστηκε ποτέ στις πραγματικές του διαστάσεις από την ανθρωπότητα ή από κάποιον λαό μέσα στην ιστορία. Το Ευαγγέλιο του Χριστού βιώθηκε από τους αγίους προσωπικά και εφαρμόστηκε ως ένα βαθμό μέσα στην Εκκλησία, και ιδιαίτερα μέσα στους κόλπους του μοναχισμού.
Παραταύτα η εποχή μας χαρακτηρίζεται συχνά ως «μεταχριστιανική».Ο χαρακτηρισμός όμως αυτός της εποχής μας πρέπει κανονικά να σημαίνει, είτε ότι η εποχή που προηγήθηκε ήταν χριστιανική –ενώ η εποχή μας έπαυσε πλέον να έχει την ιδιότητα αυτή– είτε ότι κατά την περίοδο που προηγήθηκε ξεπεράστηκε ο Χριστιανισμός και η εποχή μας προωθήθηκε πέρα από αυτόν. Και αν μέν ως Χριστιανισμός εκλαμβάνονται τα οποιαδήποτε ιδεολογικά ή θρησκευτικά μορφώματα που έχουν ή ισχυρίστηκαν ότι έχουν κάποια σχέση με τον Χριστό και την διδασκαλία του, το πράγμα γίνεται κάπως κατανοητό. Αν όμως ως Χριστιανισμός νοείται η βίωση και η εφαρμογή της χριστιανικής αλήθειας μέσα στον κόσμο, το πράγμα είναι πολύ διαφορετικό.
Αν λοιπόν ως Χριστιανισμός εκλαμβάνονται τα θρησκευτικά και ιδεολογικά εκείνα μορφώματα που ανάγουν κατά κάποιον τρόπο τις ρίζες τους στον Χριστό και την διδασκαλία του, τότε μπορεί να λεχθεί ότι η εποχή μας είναι μεταχριστιανική. Και στην μεταχριστιανική αυτή εποχή πολλές αρχές και αξίες, που συνδέονταν με την χριστιανική πίστη και γίνονταν γενικότερα σεβαστές ή κυκλοφορούσαν ως κοινωνικά αυτονόητα στον χριστεπώνυμο κόσμο, όντως υποβαθμίστηκαν ή και εγκαταλείφθηκαν. Αλλά και η χριστιανική συνείδηση του κόσμου αυτού έχει κατά το πλείστον αποχρωματισθεί μέχρις αφανισμού.
Αν όμως ως Χριστιανισμός εκλαμβάνεται η βίωση και η εφαρμογή της αλήθειας του Χριστού και της διδασκαλίας του μέσα στον κόσμο, τότε ούτε η εποχή που προηγήθηκε μπορεί να χαρακτηριστεί ως χριστιανική ούτε ο Χριστιανισμός έχει πραγματικά δοκιμαστεί και έχει φανεί ότι έχασε το νόημά του για το παρόν και το μέλλον. Αντίθετα μάλιστα η καλύτερη προσέγγιση της αλήθειας του Χριστιανισμού, όπως και των προσώπων που έζησαν αυθεντικά την αλήθεια του, βεβαιώνει ότι ο Χριστιανισμός βρίσκεται πολύ πιο πέρα από όσα έζησαν οι λεγόμενοι χριστιανικοί λαοί και ότι έχει πολύ περισσότερα να προσφέρει στον άνθρωπο.
Στις συζητήσεις που έγιναν στην εποχή μας για την πολιτιστική ταυτότητα της Ευρώπης πολλοί υποστήριξαν ότι αυτή, μολονότι αποτελεί σύνολο πολλών πολιτισμών και ιδιαιτεροτήτων, πρέπει οπωσδήποτε να ονομάζεται χριστιανική, γιατί μόνο η χριστιανική ρίζα ενώνει αυτό το σύνολο. Η παρατήρηση αυτή είναι σε κοινωνικό ή και θεσμικό επίπεδο κατά βάση σωστή, αν και η συναίσθηση της αναγωγής στην χριστιανική ρίζα εμφανίζεται πλέον ανεπαρκής. Μόνο η βαθύτερη συνειδητοποίηση και η πληρέστερη αξιοποίηση της ρίζας αυτής μπορούν να δώσουν νόημα και περιεχόμενο στην θέση αυτή. Παράλληλα όμως δεν πρέπει να λησμονείται ότι η εξωτερική προσέγγιση ή αξιολόγηση του Χριστιανισμού έχει πάντοτε συμβατική αξία.
Η αλήθεια του Χριστιανισμού δεν παράγεται συλλογιστικά ούτε ανακρίνεται λογικά, αλλά προσεγγίζεται και γνωρίζεται βιωματικά• είναι αλήθεια προσωπική ή ακριβέστερα υποστατική. Η αλήθεια του Χριστιανισμού συνυπάρχει με τα πρόσωπα και φανερώνεται στα πρόσωπα. Δεν ταυτίζεται με αντικείμενα ούτε βέβαια αντλείται από αυτά. Η αλήθεια κατά την χριστιανική διδασκαλία βρίσκεται στον Τριαδικό Θεό, φανερώνεται στην ιστορία με το πρόσωπο του Χριστού[1], και βιώνεται ως υπαρκτική κοινωνία μαζί του. Αυτό σημαίνει ότι η αλήθεια του Χριστιανισμού διαφέρει ουσιαστικά από αυτά που ο κόσμος εκλαμβάνει ως αλήθεια. Αλλωστε σήμερα ο κόσμος αδιαφορεί για την καθολική αλήθεια και ενδιαφέρεται σχεδόν αποκλειστικά για επιμέρους συμβατικές αλήθειες χωρίς υπερβατικό κύρος, που εξυπηρετούν πρακτικές ανάγκες. Έτσι συμβαίνει συχνά η χριστιανική αλήθεια να είναι όχι μόνο άσχετη, αλλά και τελείως αντίθετη προς ό,τι προβάλλεται στον κόσμο ως αλήθεια. Γι’ αυτό και η θεώρηση των ίδιων πραγμάτων από χριστιανική και από κοσμική άποψη εί-ναι πολλές φορές όχι απλώς διαφορετική αλλά και διαμετρικώς αντίθετη.
Ο Χριστιανισμός είναι ριζοσπαστικός. Και όπου δεν είναι ριζοσπαστικός, δεν είναι αυθεντικός. Η ριζοσπαστικότητα του Χριστιανισμού αναφέρεται στο καθετί που τον συνδέει με τον κόσμο. Και αυτό οφείλεται στο ότι οι ρίζες του Χριστιανισμού δεν ανάγονται στον κόσμο ούτε τρέφονται από το πνεύμα του. Ο απόλυτος χαρακτήρας του Χριστιανισμού επιβάλλει την ριζοσπαστικότητα στο επίπεδο του σχετικού. Αλλά και η ριζοσπαστικότητα στο επίπεδο του σχετικού δεν μπορεί να γίνεται χωρίς σχέση με το απόλυτο και χωρίς αναφορά προς αυτό.
Η αλήθεια του Χριστιανισμού έρχεται ως «πύρ»μέσα στον κόσμο[2]. Όλες οι κοσμικές αλήθειες είναι συμβατικές, και έχουν την σχετική αξία τους στον βαθμό που είναι αντικειμενικές. Όλες αυτές οι αλήθειες κινούνται στο επίπεδο του σχετικού. Το λάθος γίνεται, όταν απολυτοποιούνται και υποκαθιστούν την καθολική αλήθεια. Και από χριστιανική πλευρά το λάθος γίνεται, όταν για λόγους εκσυγχρονισμού επιχειρείται η συμμόρφωση της αλήθειας του Χριστιανισμού με την κοσμική αλήθεια.
Ο Χριστιανισμός δεν εκσυγχρονίζεται όταν συμμορφώνεται με την σχετικότητα του κόσμου και του κοσμικού πνεύματος, αλλά όταν διατηρεί ζωντανή την παράδοσή του. Περιεχόμενο της παραδόσεως του Χριστιανισμού είναι ο ίδιος ο Χριστός, που πέθανε και αναστήθηκε, για να παραμένει μέσα στον κόσμο με την Εκκλησία του. Και η διατήρηση της παραδόσεως αυτής πραγματοποιείται με την βίωση του θανάτου ως παράγοντος ζωής. Πραγματοποιείται με τον αυτοαφανισμό των εκάστοτε ζωντανών μελών της Εκκλησίας, που κάνει δυνατή την φανέρωση της ζωής του Χριστού και των κεκοιμημένων μελών της Εκκλησίας του μέσα σε νέα «συνάφεια»• στην συνάφεια της ζωής των μελών της, που στρατεύονται μέσα στον κόσμο. Έτσι και η θεολογία της Εκκλησίας είναι πάντοτε «συναφειακή».
Φυσικό ομως είναι να παραμένει Χριστιανισμός ξένος και παράδοξος για τον κόσμο. Ο ίδιος ο Χριστός ήρθε ως ξένος μέσα στον κόσμο• όχι γιατί είναι πραγματικά ξένος προς τον κόσμο, αφού αυτός τον δημιούργησε, αλλά γιατί ο κόσμος αλλοτριώθηκε και αποξενώθηκε από αυτόν. Ήρθε «εις τα ίδια», δηλαδή στα δικά του, αλλά οι δικοί του δεν τον δέχθηκαν. Σε όσους όμως τον δέχθηκαν έδωσε την εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού, να θεωθούν[3].
Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να παραμείνει αυτό που είναι[4]. Πλάστηκε για να τελειοποιηθεί και να αναχθεί σε κάτι που δεν είναι. Προήλθε από το μή όν και εικονίζει τον όντως Όντα. Δημιουργήθηκε ως κτίσμα και κλήθηκε να γίνει όμοιος με τον άκτιστο Δημιουργό. Είναι από την φύση του άνθρωπος και του δόθηκε η εξουσία να γίνει θεός[5]. Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει αυτός θεός. Η παραδοξότητα αυτή, που βρίσκεται στις ρίζες του Χριστιανισμού, προσδιορίζει την φύση του και διαμορφώνει τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα του. Και εξαιτίας της φύσεως και του χαρακτήρα του ο Χριστιανισμός δεν γίνεται εύκολα αποδεκτός από τον κόσμο, αλλά «αντιλέγεται», όπως και ο ίδιος ο Χριστός, που έγινε «σημείον αντιλεγόμενον» και «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών»[6].
Η απόρριψη του Χριστού από τους ανθρώπους, αλλά και η αποδοχή του από πολλούς, είναι φαινόμενα διαχρονικά, που διαπιστώνονται και στην εποχή μας. Ο ίδιος ο Χριστός είπε στους μαθητές του: «Ει εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσιν• ει τον λόγον μου ετήρησαν, και τον υμέτερον τηρήσουσιν»[7]. Ο κόσμος παραμένει γενικά ξένος προς τον Χριστό και την διδασκαλία του. Αλλά αυτό δεν οφείλεται μόνο στην αρνητική τοποθέτηση των ανθρώπων• οφείλεται και στην κακή εκπροσώπηση του Χριστιανισμού εκ μέρους των πιστών. Εδώ έγκειται και η τραγικότητα του κόσμου, όπως επίσης και η αναγκαιότητα για την σωστή μαρτυρία των Χριστιανών μέσα στον κόσμο.
Οι αληθινοί Χριστιανοί αισθάνονταν εξαρχής «ξένοι», ή «πάροικοι και παρεπίδημοι» μέσα στον κόσμο[8]. Όχι γιατί αποστρέφονταν τον κόσμο ή γιατί αυτός δεν είναι ο τόπος που τους πρόσφερε ο Πατέρας τους, αλλά γιατί ο κόσμος απαρνήθηκε τον Πατέρα του και τον σκοπό για τον οποίο τον έπλασε. Και αισθάνονται έτσι οι Χριστιανοί, επειδή τοποθετούν —καί στον βαθμό που τοποθετούν— τα πάντα στην προοπτική της Βασιλείας του Θεού. Με τον τρόπο όμως αυτόν καταξιώνουν και τον κόσμο και την ζωή του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Μένουν στον κόσμο ως πάροικοι και παρεπίδημοι, γιατί ασκούν —καί στον βαθμό που ασκούν— την εξουσία τους να ζούν ως «συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού»[9].
Η χριστιανική αλήθεια προσφέρεται στον άνθρωπο με την Εκκλησία. Η Εκκλησία φανερώνεται μέσα στον κόσμο ως «θεσμός». Ταυτόχρονα όμως η Εκκλησία είναι «κοινωνία της θεώσεως». Τα δύο αυτά πράγματα φαίνονται αντιφατικά. Η κοινωνία της θεώσεως είναι από τη φύση της χαρισματική, ενώ ο θεσμός αποτελεί κτιστό κατασκεύασμα. Η χάρη δεν περιορίζεται σε θεσμούς. Και οι θεσμοί δεν είναι απεριόριστοι, για να χωρέσουν την χάρη. Η διατήρηση όμως της κοινωνίας της θεώσεως μέσα στην ιστορία επιβάλλει την θεσμοποίησή της. Έτσι δημιουργείται η ανάγκη της συνθέσεως θεσμού και χάριτος.
Η Εκκλησία λειτουργεί μέσα στην ιστορία ως «χαρισματικός θεσμός»• ως θεσμοποιημένη χαρισματική κοινωνία ή «κοινωνία της θεώσεως». Έτσι δημιουργείται μία διαρκής διαλεκτική ένταση μεταξύ Εκκλησίας και κόσμου. Σε κάποιο άλλο μάλιστα επίπεδο δημιουργείται και μέσα στην Εκκλησία μία διαλεκτική ένταση μεταξύ χάριτος και θεσμού, την οποία αμβλύνει ως ένα βαθμό ο μοναχισμός με την μορφή του ερημιτισμού.
Πώς μπορεί λοιπόν να χαρακτηριστεί ή να παρασταθεί η ζωή των Χριστιανών μέσα στον κόσμο;
Ο άγνωστος συγγραφέας της Προς Διόγνητον πραγματείας, που συντάχθηκε κατά την περίοδο των διωγμών, χαρακτηρίζει τον τρόπο ζωής των Χριστιανών ως «θαυμαστόν και ομολογουμένως παράδοξον»[10]. Και αναφέροντας τα βασικότερα στοιχεία του θαυμαστού και παράδοξου τρόπου ζωής των Χριστιανών σημειώνει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ’ ως πάροικοι• μετέχουσι πάντων ως πολίται, και πάνθ’ υπομένουσιν ως ξένοι• πάσα ξένη πατρίς εστιν αυτών, και πάσα πατρίς ξένη….Εν σαρκί τυγχάνουσιν, αλλ’ ου κατά σάρκα ζώσιν. Επί γής διατρίβουσιν, αλλ’ εν ουρανώ πολιτεύονται…Αγαπώσι πάντας, και υπό πάντων διώκονται…Πτωχεύουσι, και πλουτίζουσι πολλούς• πάντων υστερούνται, και εν πάσι περισσεύουσιν. Ατιμούνται, και εν ταίς ατιμίαις δοξάζονται…»[11].
Η συναίσθηση της παροδικότητας του κόσμου και η βίωση της εσχατολογικής αλήθειας, η αποδέσμευση από την κοσμική συμβατικότητα και η προσήλωση στο ουράνιο πολίτευμα, η αγάπη που αγκαλιάζει ακόμα και τους εχθρούς, η ανταπόδοση καλού αντί κακού, η εκούσια στέρηση για την άσκηση αγαθοεργίας, νοηματοδοτούν τα πράγματα του κόσμου διαφορετικά και προσδίδουν στην καθημερινή ζωή των πιστών ένα ξεχωριστό περιεχόμενο. Παραμερίζουν την προσκαιρότητα και την διάσπαση, και εισάγουν την προοπτική της ενότητας και της αιωνιότητας.
Η ζωή των Χριστιανών, όπως και ολόκληρης της Εκκλησίας του Χριστού μέσα στον κόσμο, μπορεί να παρασταθεί ως ζωή εν τάφω. Ο Χριστός, σημειώνει ο Ωριγένης, ως κεφαλή της Εκκλησίας οδηγεί τα μέλη της διά του θανάτου στην ανάσταση. Όπως το αισθητό σώμα του Χριστού σταυρώθηκε, ενταφιάσθηκε και ακολούθως αναστήθηκε, έτσι και το όλο σώμα των πιστών έχει σταυρωθεί μαζί με τον Χριστό και δεν ζεί πλέον τώρα. Ο καθένας δηλαδή, όπως ο Απόστολος Παύλος, δεν έχει να καυχηθεί για τίποτε άλλο, παρά μόνο για τον σταυρό του Χριστού, με τον οποίο σταυρώθηκε αυτός για τον κόσμο και ο κόσμος γι’αυτόν[12]. Επιπλέον ενταφιάζεται μαζί με τον Χριστό, για να ζήσει ένα νέο είδος ζωής[13].
Το νέο αυτό είδος ζωής, που παραμένει μυστικό και κρυμμένο από τον κόσμο, δεν είναι μόνο κάτι που αναμένεται πέραν του κόσμου, στην Βασιλεία του Θεού, αλλά και κάτι που βιώνεται στην καθημερινότητα του κόσμου. Ουσιαστικά δηλαδή ο Χριστιανός οφείλει να ζεί την καθημερινή ζωή ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικά επίπεδα• στο αιώνιο και το πρόσκαιρο. Αυτό φανερώνεται πληρέστερα κατά την θεία Λειτουργία. Μέσα σε αυτήν η εναλλαγή των δύο επιπέδων είναι διαρκής. Το πρόσκαιρο επίγειο επίπεδο αναφέρεται διαρκώς στο αιώνιο της Βασιλείας του Θεού. Και το αιώνιο επίπεδο προσλαμβάνει και μεταμορφώνει το επίγειο. Το αιώνιο επίπεδο νοηματοδοτεί το πρόσκαιρο. Και το πρόσκαιρο προσφέρεται ως στάδιο προπαρασκευής για το αιώνιο.
Η θεία Λειτουργία δεν αποτελεί κάποια παρένθεση στην χριστιανική ζωή, αλλά τον δείκτη και το πλήρωμά της. Τα δύο επίπεδα ζωής, που χαρακτηρίζουν την θεία Λειτουργία, προσφέρονται και σε ολόκληρο το μήκος της ζωής των πιστών μέσα στον κόσμο. Και η διατήρηση της επικοινωνίας των δύο αυτών επιπέδων αποτελεί την μόνη δυνατότητα για την αποφυγή της εκκοσμικεύσεως και του «συσχηματισμού» με τον κόσμο. Η διατήρηση όμως της επικοινωνίας αυτής δεν είναι μόνο δύσκολη, αλλά και πολύ κοπιαστική στην σύγχρονη κοινωνία.
Ο κόσμος σήμερα έχασε την παραδοσιακή μορφή του. Η νεώτερη επιστήμη και η τεχνολογία εισέβαλαν καθοριστικά στην ζωή του, αλλοιώνοντας ακόμα και την συνειδησή του. Το έργο του Θεού ήδη καλύπτεται ή και αφανίζεται από τα έργα των ανθρώπων. Ο άνθρωπος δεν ασχολείται με τον Θεό. Παντού συναντά τον εαυτό του, στηρίζεται στα έργα του, θωρακίζεται με τα μέσα του, θεραπεύεται με τα επιτεύγματά του, θαυμάζει και απολαμβάνει τα κατορθώματά του. Αλλαξε ριζικά την ζωή του, και ήδη επιχειρεί να δημιουργήσει και ο ίδιος ζωή• να «παίξει τον θεό».
Ορισμένοι θεωρούν την χριστιανική τοποθέτηση απέναντι στον κόσμο ως αρνητική για την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Και αυτό από κάποια άποψη είναι σωστό. Η πρόταξη της Βασιλείας του Θεού στην ανθρώπινη ζωή είναι φυσικό να υποτάσσει αλλά και να διαφοροποιεί όλους τους επιμέρους σκοπούς του ανθρώπου. Αυτό διαπιστώνεται και μικροκοινωνιολογικά και μακροκοινωνιολογικά. Και αυτό δεν είναι τόσο εμφανές σε μια συμβατική χριστιανική κοινωνία, όσο σε πρόσωπα ή σε ομάδες προσώπων που αυτοδεσμεύονται για μια συνεπέστερη βίωση του Χριστιανισμού. Παραταύτα δεν παύει η χριστιανική πίστη και η χριστιανική ζωή, ακόμα και στην συμβατική τους μορφή, να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη κοινωνία. Η αξιολόγηση όμως των επιπτώσεων αυτών ως θετικών ή αρνητικών εξαρτάται από τα κριτήρια με τα οποία γίνεται. Πέρα όμως από αυτά πρέπει να σημειωθεί ότι ο Χριστιανισμός δεν εμποδίζει την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αλλωστε είναι γνωστό ότι η επιστήμη και η τεχνολογία του σύγχρονου κόσμου κατάγονται από τον χριστιανικό μοναχισμό της Δύσεως. Και αυτές έχουν το ασκητικό τους στοιχείο. Εκείνο όμως που δεν λαμβάνεται συνήθως υπόψη είναι ότι δεν υπήρξαν κύρια προϊόντα αλλά υποπροϊόντα του δυτικού μοναχισμού. Προήλθαν από μια εκκοσμικευμένη εκδοχή του. Δεν προέκυψαν ως καρποί αναζητήσεως και βιώσεως της Βασιλείας του Θεού, ως επιτεύγματα στον χώρο της ελευθερίας του Πνεύματος, αλλά ως κατορθώματα μέσα στο πλαίσιο της φυσικής νομοτέλειας και της χρηστικής σκοπιμότητας.
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το κρίσιμο ή ακόμα και το επικίνδυνο σημείο της επιστήμης. Ο μεγάλος σεβασμός που αποδόθηκε στην επιστήμη εξαιτίας των εντυπωσιακών κατακτήσεών της οδήγησε σε ένα είδος απολυτοποιήσεως και θεοποιήσεώς της. Θαμβωμένος από τις κατακτήσεις της έφτασε ο άνθρωπος να στηρίξει όλες τις ελπίδες και τις προσδοκίες του σε αυτήν. Ταύτισε ακόμα την όλη αλήθεια με την επιστημονική αλήθεια και στάθηκε επιφυλακτικός ή και εχθρικός απέναντι σε κάθε αλήθεια που δεν θεμελιώνεται σε υλική εμπειρική μέθοδο. Αλήθεια από τον άνθρωπο της εποχής μας θεωρείται μόνο η επιστημονική αλήθεια• η αλήθεια που αντικειμενοποιεί τα πάντα και επαληθεύεται αντικειμενικά. Η προσωπική αλήθεια ή ακριβέστερα η αλήθεια ως πρόσωπο και ως ζωή παραθεωρήθηκε μέχρις αφανισμού. Με τον τρόπο όμως αυτόν εγκλωβίστηκε ο άνθρωπος στην απρόσωπη και άτεγκτη κοσμική νομοτέλεια και έγινε δέσμιός της. Μέσα στην ίδια προοπτική αναπτύχθηκε και ολόκληρος ο σύγχρονος πολιτισμός, ο οποίος παραθεωρεί τελείως το επίπεδο της ελευθερίας του πνεύματος, και αποσκοπεί στην εμπέδωση μιας εγκόσμιας τάξεως και αρμονίας. Έτσι συμβαίνει ο άνθρωπος να χάνει την πνευματική ελευθερία και να φυλακίζεται στην λογική αναγκαιότητα, να εγκαταλείπει την ανιδιοτέλεια και να υποδουλώνεται στην σκοπιμότητα, να αλλοτριώνεται από την πληρότητα της ζωής και να φοβάται μόνο τον βιολογικό θάνατο. Ο θαυμαστός και παράδοξος χαρακτήρας του Χριστιανισμού, που ήταν έντονος κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, αμβλύνθηκε μέσα στην πορεία της ιστορίας. Η έλξη του κόσμου και των πραγμάτων του κόσμου απομάκρυνε την ζωή των πιστών από τον κύριο στόχο της και αλλοίωσε τα πνευματικά αισθητήρια και κριτήριά τους. Και αυτό δεν παρατηρείται μόνο στην προσωπική ζωή των πιστών αλλά και ευρύτερα στην ζωή της Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι και κατά την αναζήτηση της διατηρήσεως ή της αποκαταστάσεως της ενότητας της Εκκλησίας η σταύρωση και η εν τάφω ζωή της παραμένουν στο περιθώριο. Εκείνο που συνήθως υπολογίζεται είναι η ισχύς, η εξουσία, η κοινωνική δραστηριοποίηση και άλλα παρόμοια κοσμικά κριτήρια. Με τον τρόπο όμως αυτόν η ζωή της Εκκλησίας αλλοτριώνεται και αλλοιώνεται. Μέσα στο κλίμα αυτό αλλοιώνονται και βασικές χριστιανικές αρχές και έννοιες, όπως η αγάπη, η ειρήνη και η ελευθερία, που έχουν στον Χριστιανισμό ιδιαίτερο νόημα και περιεχόμενο. Οι έννοιες αυτές, που γίνονται ευρύτατα αποδεκτές από τον κόσμο, εκλαμβάνονται και εφαρμόζονται συνήθως με πνεύμα ασύμφωνο ή και εντελώς αντίθετο προς το πνεύμα του Ευαγγελίου. Έτσι μπορεί να υπάρχει μεταξύ Εκκλησίας και κόσμου πλήρης συμφωνία στις έννοιες και ταυτόχρονα πλήρης διαφωνία στο περιεχόμενο.
Το χειρότερο όμως είναι, όταν η διαφωνία στο περιεχόμενο των ίδιων εννοιών εμφανίζεται ανάμεσα στους ίδιους τους Χριστιανούς. Και αυτό δεν είναι σπάνιο μέσα στον σύγχρονο εκκοσμικευμένο χριστιανικό κόσμο. Η χριστιανική αγάπη πηγάζει από τον Θεό• ο Θεός είναι αγάπη[17]. Χωρίς την κοινωνία με τον Θεό και την τήρηση των εντολών του δεν μπορεί να υπάρξει στον κόσμο χριστιανική αγάπη. Η χριστιανική αγάπη είναι ανιδιοτελής. Ο Χριστιανός που αγαπά αληθινά δεν ζητεί το δικό του συμφέρον αλλά το συμφέρον του άλλου. Και αποκτά την δύναμη να το κάνει αυτό, βλέποντας στο πρόσωπο του άλλου τον ίδιο τον Χριστό, στο σώμα του οποίου ανήκει. Η προσήλωση όμως του ανθρώπου στον Χριστό προϋποθέτει την αυταπάρνηση. Μόνο στο μέτρο που απαρνείται ο άνθρωπος τον εαυτό του μπορεί να ζήσει την αυθεντική χριστιανική αγάπη. Και όταν ζεί την αγάπη αυτή προσηλωμένος στον Χριστό, απαλλοτριώνει την πρόσκαιρη ζωή του,γιά να βρεί την ακατάλυτη ζωή. Ο Χριστιανός αρνείται τον κόσμο και όσα θεωρούνται πολύτιμα μέσα στον κόσμο, για να προσηλωθεί στο ουράνιο πολίτευμά του[18]. Παραμερίζει και «μισεί», τον πατέρα, την μητέρα, τα παιδιά και κάθε σαρκικό δεσμό που τον εμποδίζει να δοθεί ολόκληρος στον Χριστό[19].
Ζώντας όμως με τον Χριστό ξαναβρίσκει σε ένα υψηλότερο επίπεδο όσα παραμέρισε και «μίσησε». Ανάλογες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν και για την ελευθερία. Η ελευθερία κατά την χριστιανική διδασκαλία δεν έγκειται στην απεριόριστη δυνατότητα ικανοποήσεως των ατομικών επιθυμιών. Η ελευθερία αυτή είναι εμπαθής υποδούλωση στη φιλαυτία. Και αυτό σημαίνει ότι είναι ριζικώς αντίθετη προς την χριστιανική έννοια της ελευθερίας. Η πραγματική ελευθερία συνυφαίνεται με την υπέρβαση της φιλαυτίας. Αλλωστε έτσι μόνο η ελευθερία του ενός δεν προσβάλλει την ελευθερία του άλλου. Η πραγματική ελευθερία πηγάζει από τον Θεό και βιώνεται εν κοινωνία με τον Θεό και τους άλλους. Η απόκτηση της ελευθερίας αυτής προϋποθέτει την πλήρη αυταπάρνηση του ανθρώπου και την τήρηση των εντολών του Θεού. Μόνο με την ελεύθερη και πλήρη αυτοπροσφορά του στο θείο θέλημα και με την μετοχή του στην θεία ζωή κερδίζει ο άνθρωπος την πραγματική ελευθερία του, αλλά και κάνει πάντοτε το κατά φύση θέλημά του. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Αββάς Δωρόθεος, μή έχοντας δικό του θέλημα, κάνει πάντοτε το δικό του θέλημα, γιατί ό,τι και αν γίνεται τον αναπαύει, αφού δεν γίνεται όπως το θέλει, αλλά το θέλει όπως γίνεται[20]. Εφόσον ο άνθρωπος δεν είναι αίτιος του εαυτού του, αλλά και ακόμα περισσότερο εφόσον είναι δούλος της φθοράς και του θανάτου, δεν μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερος. Η ελευθερία που περιορίζεται στον φθαρτό κόσμο και απειλείται από τον θάνατο δεν είναι αληθινή. Η καθήλωση στην εγκοσμιότητα δεν περιορίζει μόνο, αλλά και αφανίζει τελικά την ελευθερία. Η αληθινή ελευθερία έχει απεριόριστους ορίζοντες. Έρχεται ως καρπός νίκης εναντίον της φθοράς και του θανάτου και μετοχής στην άφθαρτη και αιώνια ζωή. Με την ελευθερία αυτή διασκελίζει ο άνθρωπος όλους τους περιορισμούς του κόσμου και επεκτείνεται στην αιωνιότητα και την απειρότητα. Από την στιγμή της εισόδου του στην Εκκλησία ο άνθρωπος τοποθετείται σε μια παράδοξη προοπτική. Καλείται να γνωρίσει την αληθινή αγάπη μισώντας και τον ίδιο τον εαυτό του. Καλείται να βρεί την ελευθερία περνώντας μέσα από μια τέλεια δουλεία. Καλείται τέλος να κατακτήσει την ζωή παραδιδόμενος στον θάνατο. Στο Γεροντικό διαβάζουμε: «Αδελφός ηρώτησε τον Αββά Μωυσέα λέγων• ορώ ενώπιόν μου πράγμα, και ου δύναμαι αυτό κατασχείν. Λέγει αυτώ ο γέρων• εάν μή γίνη νεκρός ως οι ταφέντες, ου δύνασαι αυτό κατασχείν»[21]. Η νέκρωση αυτή γίνεται πηγή ακατάλυτης ζωής. Με την αποδοχή της νεκρώσεως, στην οποία κορυφώνεται η παραδοξότητα της χριστιανικής ζωής, δεν φαλκιδεύεται η ανθρώπινη φύση, αλλά αντιθέτως οδηγείται στην τελείωσή της. Πεθαίνει σαν το σιτάρι, για να φέρει «πολύν καρπόν»[22].
Η νέκρωση της ανθρώπινης φύσεως γίνεται μέσα στην προοπτική της κοινωνίας της θείας φύσεως εν Χριστώ. Ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε για να καθηλωθεί στην κτιστή φύση του: «Εις τούτο πεποίηκεν ημάς ο Θεός, ίνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως»[23]. Η κοινωνία αυτή δεν δόθηκε εξαρχής στον άνθρωπο, ούτε ήταν δυνατό να κατακτηθεί με τις φυσικές του δυνάμεις. Η κοινωνία αυτή, που διανοίγει τον άνθρωπο στην απεριόριστη ελευθερία, προσφέρεται με την θεία ενέργεια και ζωή. Και ο άνθρωπος μετέχοντας στην θεία ενέργεια και ζωή υπερβάλλει τον εαυτό του και την φύση του• δεν περιορίζεται στην ατομικότητά του ούτε εξαντλείται στην κτιστότητά του. Γίνεται θεός κατά χάρη• μετέχει στην άκτιστη θεία ζωή και αγκαλιάζει ολόκληρη την κτίση.
Υποσημειώσεις:
[1]. «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια». Ιω.14,6.
[2]. «Πύρ ήλθον βαλείν επί την γήν». Λουκ.12,49.
[3]. Βλ. Ιω. 1,11-12.
[4]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ως «ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον και πέρας του μυστηρίου τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον». Λόγος 38,11, PG 36,324A.
[5]. Βλ. Ιω. 1,12.
[6]. Βλ. Λουκ. 2,34.
[7]. Ιω. 15,20.
[8]. Βλ. Α΄Πέτρ. 2,11.
[9]. Εφεσ. 2,19.
[10]. Προς Διόγνητον 5,4.
[11]. Ό.π. 5,5-17
[12]. Βλ. Γαλ. 2,20.
[13] . Βλ. Ωριγένους, Εις το κατά Ιωάννην 10, 35.
[14]. Αρχιμ. Σωφρονίου(Σαχάρωφ), Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 102003, σ. 115-116.
[15]. Συμεών Νέου Θεολόγου, Ηθικά 6,217-219, «Sources Chrétiennes», τόμ.129, σ. 134-136.
[16]. Ματθ. 5,48.
[17]. Βλ. Α΄ Ιω.4,7-8.
[18]. Βλ. Φιλιπ. 3,20.
[19]. Βλ. Λουκ.14,26.
[20]. Βλ. Αββά Δωροθέου, Ρήματα διάφορα εν συντόμω,
PG 88,1810BC.
[21]. Περί του Αββά Μωυσέως 11, PG 65,285C.
[22]. Βλ. Ιω. 12,25.
[23]. Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα 1, 42, PG
Πρώτη δημοσίευση με τον τίτλο «Ο χριστιανικός ριζοσπαστισμός», Θεολογία, τόμ. 81, τχ. 3, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010, σ. 7-17. Το παρόν κείμενο έχει επεξεργασθεί για την ιστοσελίδα.
ΠΗΓΗ: http://vatopaidi.wordpress.com/Αν λοιπόν ως Χριστιανισμός εκλαμβάνονται τα θρησκευτικά και ιδεολογικά εκείνα μορφώματα που ανάγουν κατά κάποιον τρόπο τις ρίζες τους στον Χριστό και την διδασκαλία του, τότε μπορεί να λεχθεί ότι η εποχή μας είναι μεταχριστιανική. Και στην μεταχριστιανική αυτή εποχή πολλές αρχές και αξίες, που συνδέονταν με την χριστιανική πίστη και γίνονταν γενικότερα σεβαστές ή κυκλοφορούσαν ως κοινωνικά αυτονόητα στον χριστεπώνυμο κόσμο, όντως υποβαθμίστηκαν ή και εγκαταλείφθηκαν. Αλλά και η χριστιανική συνείδηση του κόσμου αυτού έχει κατά το πλείστον αποχρωματισθεί μέχρις αφανισμού.
Αν όμως ως Χριστιανισμός εκλαμβάνεται η βίωση και η εφαρμογή της αλήθειας του Χριστού και της διδασκαλίας του μέσα στον κόσμο, τότε ούτε η εποχή που προηγήθηκε μπορεί να χαρακτηριστεί ως χριστιανική ούτε ο Χριστιανισμός έχει πραγματικά δοκιμαστεί και έχει φανεί ότι έχασε το νόημά του για το παρόν και το μέλλον. Αντίθετα μάλιστα η καλύτερη προσέγγιση της αλήθειας του Χριστιανισμού, όπως και των προσώπων που έζησαν αυθεντικά την αλήθεια του, βεβαιώνει ότι ο Χριστιανισμός βρίσκεται πολύ πιο πέρα από όσα έζησαν οι λεγόμενοι χριστιανικοί λαοί και ότι έχει πολύ περισσότερα να προσφέρει στον άνθρωπο.
Στις συζητήσεις που έγιναν στην εποχή μας για την πολιτιστική ταυτότητα της Ευρώπης πολλοί υποστήριξαν ότι αυτή, μολονότι αποτελεί σύνολο πολλών πολιτισμών και ιδιαιτεροτήτων, πρέπει οπωσδήποτε να ονομάζεται χριστιανική, γιατί μόνο η χριστιανική ρίζα ενώνει αυτό το σύνολο. Η παρατήρηση αυτή είναι σε κοινωνικό ή και θεσμικό επίπεδο κατά βάση σωστή, αν και η συναίσθηση της αναγωγής στην χριστιανική ρίζα εμφανίζεται πλέον ανεπαρκής. Μόνο η βαθύτερη συνειδητοποίηση και η πληρέστερη αξιοποίηση της ρίζας αυτής μπορούν να δώσουν νόημα και περιεχόμενο στην θέση αυτή. Παράλληλα όμως δεν πρέπει να λησμονείται ότι η εξωτερική προσέγγιση ή αξιολόγηση του Χριστιανισμού έχει πάντοτε συμβατική αξία.
Η αλήθεια του Χριστιανισμού δεν παράγεται συλλογιστικά ούτε ανακρίνεται λογικά, αλλά προσεγγίζεται και γνωρίζεται βιωματικά• είναι αλήθεια προσωπική ή ακριβέστερα υποστατική. Η αλήθεια του Χριστιανισμού συνυπάρχει με τα πρόσωπα και φανερώνεται στα πρόσωπα. Δεν ταυτίζεται με αντικείμενα ούτε βέβαια αντλείται από αυτά. Η αλήθεια κατά την χριστιανική διδασκαλία βρίσκεται στον Τριαδικό Θεό, φανερώνεται στην ιστορία με το πρόσωπο του Χριστού[1], και βιώνεται ως υπαρκτική κοινωνία μαζί του. Αυτό σημαίνει ότι η αλήθεια του Χριστιανισμού διαφέρει ουσιαστικά από αυτά που ο κόσμος εκλαμβάνει ως αλήθεια. Αλλωστε σήμερα ο κόσμος αδιαφορεί για την καθολική αλήθεια και ενδιαφέρεται σχεδόν αποκλειστικά για επιμέρους συμβατικές αλήθειες χωρίς υπερβατικό κύρος, που εξυπηρετούν πρακτικές ανάγκες. Έτσι συμβαίνει συχνά η χριστιανική αλήθεια να είναι όχι μόνο άσχετη, αλλά και τελείως αντίθετη προς ό,τι προβάλλεται στον κόσμο ως αλήθεια. Γι’ αυτό και η θεώρηση των ίδιων πραγμάτων από χριστιανική και από κοσμική άποψη εί-ναι πολλές φορές όχι απλώς διαφορετική αλλά και διαμετρικώς αντίθετη.
Ο Χριστιανισμός είναι ριζοσπαστικός. Και όπου δεν είναι ριζοσπαστικός, δεν είναι αυθεντικός. Η ριζοσπαστικότητα του Χριστιανισμού αναφέρεται στο καθετί που τον συνδέει με τον κόσμο. Και αυτό οφείλεται στο ότι οι ρίζες του Χριστιανισμού δεν ανάγονται στον κόσμο ούτε τρέφονται από το πνεύμα του. Ο απόλυτος χαρακτήρας του Χριστιανισμού επιβάλλει την ριζοσπαστικότητα στο επίπεδο του σχετικού. Αλλά και η ριζοσπαστικότητα στο επίπεδο του σχετικού δεν μπορεί να γίνεται χωρίς σχέση με το απόλυτο και χωρίς αναφορά προς αυτό.
Η αλήθεια του Χριστιανισμού έρχεται ως «πύρ»μέσα στον κόσμο[2]. Όλες οι κοσμικές αλήθειες είναι συμβατικές, και έχουν την σχετική αξία τους στον βαθμό που είναι αντικειμενικές. Όλες αυτές οι αλήθειες κινούνται στο επίπεδο του σχετικού. Το λάθος γίνεται, όταν απολυτοποιούνται και υποκαθιστούν την καθολική αλήθεια. Και από χριστιανική πλευρά το λάθος γίνεται, όταν για λόγους εκσυγχρονισμού επιχειρείται η συμμόρφωση της αλήθειας του Χριστιανισμού με την κοσμική αλήθεια.
Ο Χριστιανισμός δεν εκσυγχρονίζεται όταν συμμορφώνεται με την σχετικότητα του κόσμου και του κοσμικού πνεύματος, αλλά όταν διατηρεί ζωντανή την παράδοσή του. Περιεχόμενο της παραδόσεως του Χριστιανισμού είναι ο ίδιος ο Χριστός, που πέθανε και αναστήθηκε, για να παραμένει μέσα στον κόσμο με την Εκκλησία του. Και η διατήρηση της παραδόσεως αυτής πραγματοποιείται με την βίωση του θανάτου ως παράγοντος ζωής. Πραγματοποιείται με τον αυτοαφανισμό των εκάστοτε ζωντανών μελών της Εκκλησίας, που κάνει δυνατή την φανέρωση της ζωής του Χριστού και των κεκοιμημένων μελών της Εκκλησίας του μέσα σε νέα «συνάφεια»• στην συνάφεια της ζωής των μελών της, που στρατεύονται μέσα στον κόσμο. Έτσι και η θεολογία της Εκκλησίας είναι πάντοτε «συναφειακή».
Φυσικό ομως είναι να παραμένει Χριστιανισμός ξένος και παράδοξος για τον κόσμο. Ο ίδιος ο Χριστός ήρθε ως ξένος μέσα στον κόσμο• όχι γιατί είναι πραγματικά ξένος προς τον κόσμο, αφού αυτός τον δημιούργησε, αλλά γιατί ο κόσμος αλλοτριώθηκε και αποξενώθηκε από αυτόν. Ήρθε «εις τα ίδια», δηλαδή στα δικά του, αλλά οι δικοί του δεν τον δέχθηκαν. Σε όσους όμως τον δέχθηκαν έδωσε την εξουσία να γίνουν παιδιά του Θεού, να θεωθούν[3].
Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να παραμείνει αυτό που είναι[4]. Πλάστηκε για να τελειοποιηθεί και να αναχθεί σε κάτι που δεν είναι. Προήλθε από το μή όν και εικονίζει τον όντως Όντα. Δημιουργήθηκε ως κτίσμα και κλήθηκε να γίνει όμοιος με τον άκτιστο Δημιουργό. Είναι από την φύση του άνθρωπος και του δόθηκε η εξουσία να γίνει θεός[5]. Ο Θεός έγινε άνθρωπος, για να γίνει αυτός θεός. Η παραδοξότητα αυτή, που βρίσκεται στις ρίζες του Χριστιανισμού, προσδιορίζει την φύση του και διαμορφώνει τον ριζοσπαστικό χαρακτήρα του. Και εξαιτίας της φύσεως και του χαρακτήρα του ο Χριστιανισμός δεν γίνεται εύκολα αποδεκτός από τον κόσμο, αλλά «αντιλέγεται», όπως και ο ίδιος ο Χριστός, που έγινε «σημείον αντιλεγόμενον» και «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών»[6].
Η απόρριψη του Χριστού από τους ανθρώπους, αλλά και η αποδοχή του από πολλούς, είναι φαινόμενα διαχρονικά, που διαπιστώνονται και στην εποχή μας. Ο ίδιος ο Χριστός είπε στους μαθητές του: «Ει εμέ εδίωξαν, και υμάς διώξουσιν• ει τον λόγον μου ετήρησαν, και τον υμέτερον τηρήσουσιν»[7]. Ο κόσμος παραμένει γενικά ξένος προς τον Χριστό και την διδασκαλία του. Αλλά αυτό δεν οφείλεται μόνο στην αρνητική τοποθέτηση των ανθρώπων• οφείλεται και στην κακή εκπροσώπηση του Χριστιανισμού εκ μέρους των πιστών. Εδώ έγκειται και η τραγικότητα του κόσμου, όπως επίσης και η αναγκαιότητα για την σωστή μαρτυρία των Χριστιανών μέσα στον κόσμο.
Οι αληθινοί Χριστιανοί αισθάνονταν εξαρχής «ξένοι», ή «πάροικοι και παρεπίδημοι» μέσα στον κόσμο[8]. Όχι γιατί αποστρέφονταν τον κόσμο ή γιατί αυτός δεν είναι ο τόπος που τους πρόσφερε ο Πατέρας τους, αλλά γιατί ο κόσμος απαρνήθηκε τον Πατέρα του και τον σκοπό για τον οποίο τον έπλασε. Και αισθάνονται έτσι οι Χριστιανοί, επειδή τοποθετούν —καί στον βαθμό που τοποθετούν— τα πάντα στην προοπτική της Βασιλείας του Θεού. Με τον τρόπο όμως αυτόν καταξιώνουν και τον κόσμο και την ζωή του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Μένουν στον κόσμο ως πάροικοι και παρεπίδημοι, γιατί ασκούν —καί στον βαθμό που ασκούν— την εξουσία τους να ζούν ως «συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού»[9].
Η χριστιανική αλήθεια προσφέρεται στον άνθρωπο με την Εκκλησία. Η Εκκλησία φανερώνεται μέσα στον κόσμο ως «θεσμός». Ταυτόχρονα όμως η Εκκλησία είναι «κοινωνία της θεώσεως». Τα δύο αυτά πράγματα φαίνονται αντιφατικά. Η κοινωνία της θεώσεως είναι από τη φύση της χαρισματική, ενώ ο θεσμός αποτελεί κτιστό κατασκεύασμα. Η χάρη δεν περιορίζεται σε θεσμούς. Και οι θεσμοί δεν είναι απεριόριστοι, για να χωρέσουν την χάρη. Η διατήρηση όμως της κοινωνίας της θεώσεως μέσα στην ιστορία επιβάλλει την θεσμοποίησή της. Έτσι δημιουργείται η ανάγκη της συνθέσεως θεσμού και χάριτος.
Η Εκκλησία λειτουργεί μέσα στην ιστορία ως «χαρισματικός θεσμός»• ως θεσμοποιημένη χαρισματική κοινωνία ή «κοινωνία της θεώσεως». Έτσι δημιουργείται μία διαρκής διαλεκτική ένταση μεταξύ Εκκλησίας και κόσμου. Σε κάποιο άλλο μάλιστα επίπεδο δημιουργείται και μέσα στην Εκκλησία μία διαλεκτική ένταση μεταξύ χάριτος και θεσμού, την οποία αμβλύνει ως ένα βαθμό ο μοναχισμός με την μορφή του ερημιτισμού.
Πώς μπορεί λοιπόν να χαρακτηριστεί ή να παρασταθεί η ζωή των Χριστιανών μέσα στον κόσμο;
Ο άγνωστος συγγραφέας της Προς Διόγνητον πραγματείας, που συντάχθηκε κατά την περίοδο των διωγμών, χαρακτηρίζει τον τρόπο ζωής των Χριστιανών ως «θαυμαστόν και ομολογουμένως παράδοξον»[10]. Και αναφέροντας τα βασικότερα στοιχεία του θαυμαστού και παράδοξου τρόπου ζωής των Χριστιανών σημειώνει μεταξύ άλλων και τα εξής: «Πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ’ ως πάροικοι• μετέχουσι πάντων ως πολίται, και πάνθ’ υπομένουσιν ως ξένοι• πάσα ξένη πατρίς εστιν αυτών, και πάσα πατρίς ξένη….Εν σαρκί τυγχάνουσιν, αλλ’ ου κατά σάρκα ζώσιν. Επί γής διατρίβουσιν, αλλ’ εν ουρανώ πολιτεύονται…Αγαπώσι πάντας, και υπό πάντων διώκονται…Πτωχεύουσι, και πλουτίζουσι πολλούς• πάντων υστερούνται, και εν πάσι περισσεύουσιν. Ατιμούνται, και εν ταίς ατιμίαις δοξάζονται…»[11].
Η συναίσθηση της παροδικότητας του κόσμου και η βίωση της εσχατολογικής αλήθειας, η αποδέσμευση από την κοσμική συμβατικότητα και η προσήλωση στο ουράνιο πολίτευμα, η αγάπη που αγκαλιάζει ακόμα και τους εχθρούς, η ανταπόδοση καλού αντί κακού, η εκούσια στέρηση για την άσκηση αγαθοεργίας, νοηματοδοτούν τα πράγματα του κόσμου διαφορετικά και προσδίδουν στην καθημερινή ζωή των πιστών ένα ξεχωριστό περιεχόμενο. Παραμερίζουν την προσκαιρότητα και την διάσπαση, και εισάγουν την προοπτική της ενότητας και της αιωνιότητας.
Η ζωή των Χριστιανών, όπως και ολόκληρης της Εκκλησίας του Χριστού μέσα στον κόσμο, μπορεί να παρασταθεί ως ζωή εν τάφω. Ο Χριστός, σημειώνει ο Ωριγένης, ως κεφαλή της Εκκλησίας οδηγεί τα μέλη της διά του θανάτου στην ανάσταση. Όπως το αισθητό σώμα του Χριστού σταυρώθηκε, ενταφιάσθηκε και ακολούθως αναστήθηκε, έτσι και το όλο σώμα των πιστών έχει σταυρωθεί μαζί με τον Χριστό και δεν ζεί πλέον τώρα. Ο καθένας δηλαδή, όπως ο Απόστολος Παύλος, δεν έχει να καυχηθεί για τίποτε άλλο, παρά μόνο για τον σταυρό του Χριστού, με τον οποίο σταυρώθηκε αυτός για τον κόσμο και ο κόσμος γι’αυτόν[12]. Επιπλέον ενταφιάζεται μαζί με τον Χριστό, για να ζήσει ένα νέο είδος ζωής[13].
Το νέο αυτό είδος ζωής, που παραμένει μυστικό και κρυμμένο από τον κόσμο, δεν είναι μόνο κάτι που αναμένεται πέραν του κόσμου, στην Βασιλεία του Θεού, αλλά και κάτι που βιώνεται στην καθημερινότητα του κόσμου. Ουσιαστικά δηλαδή ο Χριστιανός οφείλει να ζεί την καθημερινή ζωή ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικά επίπεδα• στο αιώνιο και το πρόσκαιρο. Αυτό φανερώνεται πληρέστερα κατά την θεία Λειτουργία. Μέσα σε αυτήν η εναλλαγή των δύο επιπέδων είναι διαρκής. Το πρόσκαιρο επίγειο επίπεδο αναφέρεται διαρκώς στο αιώνιο της Βασιλείας του Θεού. Και το αιώνιο επίπεδο προσλαμβάνει και μεταμορφώνει το επίγειο. Το αιώνιο επίπεδο νοηματοδοτεί το πρόσκαιρο. Και το πρόσκαιρο προσφέρεται ως στάδιο προπαρασκευής για το αιώνιο.
Η θεία Λειτουργία δεν αποτελεί κάποια παρένθεση στην χριστιανική ζωή, αλλά τον δείκτη και το πλήρωμά της. Τα δύο επίπεδα ζωής, που χαρακτηρίζουν την θεία Λειτουργία, προσφέρονται και σε ολόκληρο το μήκος της ζωής των πιστών μέσα στον κόσμο. Και η διατήρηση της επικοινωνίας των δύο αυτών επιπέδων αποτελεί την μόνη δυνατότητα για την αποφυγή της εκκοσμικεύσεως και του «συσχηματισμού» με τον κόσμο. Η διατήρηση όμως της επικοινωνίας αυτής δεν είναι μόνο δύσκολη, αλλά και πολύ κοπιαστική στην σύγχρονη κοινωνία.
Ο κόσμος σήμερα έχασε την παραδοσιακή μορφή του. Η νεώτερη επιστήμη και η τεχνολογία εισέβαλαν καθοριστικά στην ζωή του, αλλοιώνοντας ακόμα και την συνειδησή του. Το έργο του Θεού ήδη καλύπτεται ή και αφανίζεται από τα έργα των ανθρώπων. Ο άνθρωπος δεν ασχολείται με τον Θεό. Παντού συναντά τον εαυτό του, στηρίζεται στα έργα του, θωρακίζεται με τα μέσα του, θεραπεύεται με τα επιτεύγματά του, θαυμάζει και απολαμβάνει τα κατορθώματά του. Αλλαξε ριζικά την ζωή του, και ήδη επιχειρεί να δημιουργήσει και ο ίδιος ζωή• να «παίξει τον θεό».
Ο άνθρωπος της εποχής μας έχασε την φυσική αθωότητά του. Έχασε μαζί με τον Θεό και την χαρά που προσφέρουν τα δημιουργήματά του. Όπως επισημαίνει ο Γέροντας Σιλουανός , «όποιος έχασε τη χάρη δεν αισθάνεται όπως πρέπει την ωραιότητα του κόσμου και δεν εκπλήσσεται από τίποτα. Όλη η ανείπωτα μεγαλειώδης δημιουργία του Θεού δεν τον συγκινεί»[14]. Η αναισθησία του σύγχρονου ανθρώπου αποτυπώνεται και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει και χρησιμοποιεί την κτίση. Γι΄ αυτό και η οικολογική κρίση δεν αποτελεί κάποιο αυτόνομο φαινόμενο, αλλά φυσικό επακόλουθο της πνευματικής εκτροπής του ανθρώπου. Μόνο όταν διατηρεί ο άνθρωπος την φυσική καθαρότητά του ή την ανακτά μετά την απωλειά της, μπορεί να βλέπει σωστά την φύση και τα πράγματα: «Ο γάρ το κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωσιν ή τηρήσας εαυτώ άνωθεν ή ανακαλεσάμενος και απολαβών, και το βλέπειν κατά φύσιν απέλαβεν» [15].
Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να αποδεχθεί ή να απορρίψει το σχέδιο που του προτείνει ο Θεός: την ομοίωση προς αυτόν και την τελείωσή του κατά το δικό του πρότυπο: «Έσεσθε ούν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών τέλειός εστιν»[16]. Κατά βάση βέβαια ο άνθρωπος δεν αρνείται το σχέδιο της θείας τελειότητος. Αντίθετα μάλιστα το σφετερίζεται και προσπαθεί να το πραγματοποιήσει. Αλλωστε η τάση αυτή υπάρχει έμφυτη μέσα του. Με όλα τα μέσα που διαθέτει ο άνθρωπος προσπαθεί να θεωθεί. Το λάθος του έγκειται στο ότι προσπαθεί να το κατορθώσει αυτό με τις δικές του δυνάμεις και αντιλήψεις, και όχι με το θέλημα και την συνεργία του Θεού. Παραμερίζοντας όμως τον Θεό ένα μόνο μπορεί να επιτύχει• την επιστροφή του στο μή όν, από το οποίο και προήλθε. Αλλά το νέο στοιχείο στην περίπτωση αυτήν είναι ότι ο άνθρωπος επιστρέφει στο μή όν όχι ως ανύπαρκτος αλλά ως αλλοτριωμένη ύπαρξη.Αυτή είναι και η κόλασή του. Τα αρνητικά στοιχεία της προσπάθειας του ανθρώπου για αυτοθέωση γίνονται εμφανή και σε ολόκληρο το φάσμα των επιτευγμάτων του. Ως δημιούργημα «κατ’ εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν» του Δημιουργού του έχει και αυτός έμφυτες τις δημιουργικές ικανότητες. Αυτονομώντας όμως τις ικανότητές του και ενεργοποιώντας αυτές ανεξάρτητα από τον Δημιουργό του παράγει δημιουργήματα φαλκιδευμένα από την φθορά και τον θάνατο. Δημιουργεί πολιτισμό και εγκλωβίζεται σε αυτόν. Οργανώνει κράτος και φυλακίζεται μέσα του. Παράγει επιστήμη και τεχνολογία και γίνεται υποχείριό τους. Βρίσκει ανέσεις και ευκολίες που τον κουράζουν και δυσκολεύουν την ζωή του. Αισθάνεται ότι προοδεύει και τελειοποιείται, αλλά δεν αργεί να διαπιστώσει την απατηλή εντύπωση που δημιούργησε. Δεν μπορεί να απαρνηθεί τα επιτεύγματά του, γιατί αυτά συνυφαίνονται με την ζωή του. Αλλά και δεν μπορεί να τα απολαύσει αμέριμνα, γιατί διαπιστώνει τις ανητικές και συχνά καταστροφικές πλευρές τους.Ορισμένοι θεωρούν την χριστιανική τοποθέτηση απέναντι στον κόσμο ως αρνητική για την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Και αυτό από κάποια άποψη είναι σωστό. Η πρόταξη της Βασιλείας του Θεού στην ανθρώπινη ζωή είναι φυσικό να υποτάσσει αλλά και να διαφοροποιεί όλους τους επιμέρους σκοπούς του ανθρώπου. Αυτό διαπιστώνεται και μικροκοινωνιολογικά και μακροκοινωνιολογικά. Και αυτό δεν είναι τόσο εμφανές σε μια συμβατική χριστιανική κοινωνία, όσο σε πρόσωπα ή σε ομάδες προσώπων που αυτοδεσμεύονται για μια συνεπέστερη βίωση του Χριστιανισμού. Παραταύτα δεν παύει η χριστιανική πίστη και η χριστιανική ζωή, ακόμα και στην συμβατική τους μορφή, να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ανθρώπινη κοινωνία. Η αξιολόγηση όμως των επιπτώσεων αυτών ως θετικών ή αρνητικών εξαρτάται από τα κριτήρια με τα οποία γίνεται. Πέρα όμως από αυτά πρέπει να σημειωθεί ότι ο Χριστιανισμός δεν εμποδίζει την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αλλωστε είναι γνωστό ότι η επιστήμη και η τεχνολογία του σύγχρονου κόσμου κατάγονται από τον χριστιανικό μοναχισμό της Δύσεως. Και αυτές έχουν το ασκητικό τους στοιχείο. Εκείνο όμως που δεν λαμβάνεται συνήθως υπόψη είναι ότι δεν υπήρξαν κύρια προϊόντα αλλά υποπροϊόντα του δυτικού μοναχισμού. Προήλθαν από μια εκκοσμικευμένη εκδοχή του. Δεν προέκυψαν ως καρποί αναζητήσεως και βιώσεως της Βασιλείας του Θεού, ως επιτεύγματα στον χώρο της ελευθερίας του Πνεύματος, αλλά ως κατορθώματα μέσα στο πλαίσιο της φυσικής νομοτέλειας και της χρηστικής σκοπιμότητας.
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το κρίσιμο ή ακόμα και το επικίνδυνο σημείο της επιστήμης. Ο μεγάλος σεβασμός που αποδόθηκε στην επιστήμη εξαιτίας των εντυπωσιακών κατακτήσεών της οδήγησε σε ένα είδος απολυτοποιήσεως και θεοποιήσεώς της. Θαμβωμένος από τις κατακτήσεις της έφτασε ο άνθρωπος να στηρίξει όλες τις ελπίδες και τις προσδοκίες του σε αυτήν. Ταύτισε ακόμα την όλη αλήθεια με την επιστημονική αλήθεια και στάθηκε επιφυλακτικός ή και εχθρικός απέναντι σε κάθε αλήθεια που δεν θεμελιώνεται σε υλική εμπειρική μέθοδο. Αλήθεια από τον άνθρωπο της εποχής μας θεωρείται μόνο η επιστημονική αλήθεια• η αλήθεια που αντικειμενοποιεί τα πάντα και επαληθεύεται αντικειμενικά. Η προσωπική αλήθεια ή ακριβέστερα η αλήθεια ως πρόσωπο και ως ζωή παραθεωρήθηκε μέχρις αφανισμού. Με τον τρόπο όμως αυτόν εγκλωβίστηκε ο άνθρωπος στην απρόσωπη και άτεγκτη κοσμική νομοτέλεια και έγινε δέσμιός της. Μέσα στην ίδια προοπτική αναπτύχθηκε και ολόκληρος ο σύγχρονος πολιτισμός, ο οποίος παραθεωρεί τελείως το επίπεδο της ελευθερίας του πνεύματος, και αποσκοπεί στην εμπέδωση μιας εγκόσμιας τάξεως και αρμονίας. Έτσι συμβαίνει ο άνθρωπος να χάνει την πνευματική ελευθερία και να φυλακίζεται στην λογική αναγκαιότητα, να εγκαταλείπει την ανιδιοτέλεια και να υποδουλώνεται στην σκοπιμότητα, να αλλοτριώνεται από την πληρότητα της ζωής και να φοβάται μόνο τον βιολογικό θάνατο. Ο θαυμαστός και παράδοξος χαρακτήρας του Χριστιανισμού, που ήταν έντονος κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, αμβλύνθηκε μέσα στην πορεία της ιστορίας. Η έλξη του κόσμου και των πραγμάτων του κόσμου απομάκρυνε την ζωή των πιστών από τον κύριο στόχο της και αλλοίωσε τα πνευματικά αισθητήρια και κριτήριά τους. Και αυτό δεν παρατηρείται μόνο στην προσωπική ζωή των πιστών αλλά και ευρύτερα στην ζωή της Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι και κατά την αναζήτηση της διατηρήσεως ή της αποκαταστάσεως της ενότητας της Εκκλησίας η σταύρωση και η εν τάφω ζωή της παραμένουν στο περιθώριο. Εκείνο που συνήθως υπολογίζεται είναι η ισχύς, η εξουσία, η κοινωνική δραστηριοποίηση και άλλα παρόμοια κοσμικά κριτήρια. Με τον τρόπο όμως αυτόν η ζωή της Εκκλησίας αλλοτριώνεται και αλλοιώνεται. Μέσα στο κλίμα αυτό αλλοιώνονται και βασικές χριστιανικές αρχές και έννοιες, όπως η αγάπη, η ειρήνη και η ελευθερία, που έχουν στον Χριστιανισμό ιδιαίτερο νόημα και περιεχόμενο. Οι έννοιες αυτές, που γίνονται ευρύτατα αποδεκτές από τον κόσμο, εκλαμβάνονται και εφαρμόζονται συνήθως με πνεύμα ασύμφωνο ή και εντελώς αντίθετο προς το πνεύμα του Ευαγγελίου. Έτσι μπορεί να υπάρχει μεταξύ Εκκλησίας και κόσμου πλήρης συμφωνία στις έννοιες και ταυτόχρονα πλήρης διαφωνία στο περιεχόμενο.
Το χειρότερο όμως είναι, όταν η διαφωνία στο περιεχόμενο των ίδιων εννοιών εμφανίζεται ανάμεσα στους ίδιους τους Χριστιανούς. Και αυτό δεν είναι σπάνιο μέσα στον σύγχρονο εκκοσμικευμένο χριστιανικό κόσμο. Η χριστιανική αγάπη πηγάζει από τον Θεό• ο Θεός είναι αγάπη[17]. Χωρίς την κοινωνία με τον Θεό και την τήρηση των εντολών του δεν μπορεί να υπάρξει στον κόσμο χριστιανική αγάπη. Η χριστιανική αγάπη είναι ανιδιοτελής. Ο Χριστιανός που αγαπά αληθινά δεν ζητεί το δικό του συμφέρον αλλά το συμφέρον του άλλου. Και αποκτά την δύναμη να το κάνει αυτό, βλέποντας στο πρόσωπο του άλλου τον ίδιο τον Χριστό, στο σώμα του οποίου ανήκει. Η προσήλωση όμως του ανθρώπου στον Χριστό προϋποθέτει την αυταπάρνηση. Μόνο στο μέτρο που απαρνείται ο άνθρωπος τον εαυτό του μπορεί να ζήσει την αυθεντική χριστιανική αγάπη. Και όταν ζεί την αγάπη αυτή προσηλωμένος στον Χριστό, απαλλοτριώνει την πρόσκαιρη ζωή του,γιά να βρεί την ακατάλυτη ζωή. Ο Χριστιανός αρνείται τον κόσμο και όσα θεωρούνται πολύτιμα μέσα στον κόσμο, για να προσηλωθεί στο ουράνιο πολίτευμά του[18]. Παραμερίζει και «μισεί», τον πατέρα, την μητέρα, τα παιδιά και κάθε σαρκικό δεσμό που τον εμποδίζει να δοθεί ολόκληρος στον Χριστό[19].
Ζώντας όμως με τον Χριστό ξαναβρίσκει σε ένα υψηλότερο επίπεδο όσα παραμέρισε και «μίσησε». Ανάλογες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν και για την ελευθερία. Η ελευθερία κατά την χριστιανική διδασκαλία δεν έγκειται στην απεριόριστη δυνατότητα ικανοποήσεως των ατομικών επιθυμιών. Η ελευθερία αυτή είναι εμπαθής υποδούλωση στη φιλαυτία. Και αυτό σημαίνει ότι είναι ριζικώς αντίθετη προς την χριστιανική έννοια της ελευθερίας. Η πραγματική ελευθερία συνυφαίνεται με την υπέρβαση της φιλαυτίας. Αλλωστε έτσι μόνο η ελευθερία του ενός δεν προσβάλλει την ελευθερία του άλλου. Η πραγματική ελευθερία πηγάζει από τον Θεό και βιώνεται εν κοινωνία με τον Θεό και τους άλλους. Η απόκτηση της ελευθερίας αυτής προϋποθέτει την πλήρη αυταπάρνηση του ανθρώπου και την τήρηση των εντολών του Θεού. Μόνο με την ελεύθερη και πλήρη αυτοπροσφορά του στο θείο θέλημα και με την μετοχή του στην θεία ζωή κερδίζει ο άνθρωπος την πραγματική ελευθερία του, αλλά και κάνει πάντοτε το κατά φύση θέλημά του. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Αββάς Δωρόθεος, μή έχοντας δικό του θέλημα, κάνει πάντοτε το δικό του θέλημα, γιατί ό,τι και αν γίνεται τον αναπαύει, αφού δεν γίνεται όπως το θέλει, αλλά το θέλει όπως γίνεται[20]. Εφόσον ο άνθρωπος δεν είναι αίτιος του εαυτού του, αλλά και ακόμα περισσότερο εφόσον είναι δούλος της φθοράς και του θανάτου, δεν μπορεί να είναι πραγματικά ελεύθερος. Η ελευθερία που περιορίζεται στον φθαρτό κόσμο και απειλείται από τον θάνατο δεν είναι αληθινή. Η καθήλωση στην εγκοσμιότητα δεν περιορίζει μόνο, αλλά και αφανίζει τελικά την ελευθερία. Η αληθινή ελευθερία έχει απεριόριστους ορίζοντες. Έρχεται ως καρπός νίκης εναντίον της φθοράς και του θανάτου και μετοχής στην άφθαρτη και αιώνια ζωή. Με την ελευθερία αυτή διασκελίζει ο άνθρωπος όλους τους περιορισμούς του κόσμου και επεκτείνεται στην αιωνιότητα και την απειρότητα. Από την στιγμή της εισόδου του στην Εκκλησία ο άνθρωπος τοποθετείται σε μια παράδοξη προοπτική. Καλείται να γνωρίσει την αληθινή αγάπη μισώντας και τον ίδιο τον εαυτό του. Καλείται να βρεί την ελευθερία περνώντας μέσα από μια τέλεια δουλεία. Καλείται τέλος να κατακτήσει την ζωή παραδιδόμενος στον θάνατο. Στο Γεροντικό διαβάζουμε: «Αδελφός ηρώτησε τον Αββά Μωυσέα λέγων• ορώ ενώπιόν μου πράγμα, και ου δύναμαι αυτό κατασχείν. Λέγει αυτώ ο γέρων• εάν μή γίνη νεκρός ως οι ταφέντες, ου δύνασαι αυτό κατασχείν»[21]. Η νέκρωση αυτή γίνεται πηγή ακατάλυτης ζωής. Με την αποδοχή της νεκρώσεως, στην οποία κορυφώνεται η παραδοξότητα της χριστιανικής ζωής, δεν φαλκιδεύεται η ανθρώπινη φύση, αλλά αντιθέτως οδηγείται στην τελείωσή της. Πεθαίνει σαν το σιτάρι, για να φέρει «πολύν καρπόν»[22].
Η νέκρωση της ανθρώπινης φύσεως γίνεται μέσα στην προοπτική της κοινωνίας της θείας φύσεως εν Χριστώ. Ο άνθρωπος δεν δημιουργήθηκε για να καθηλωθεί στην κτιστή φύση του: «Εις τούτο πεποίηκεν ημάς ο Θεός, ίνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως»[23]. Η κοινωνία αυτή δεν δόθηκε εξαρχής στον άνθρωπο, ούτε ήταν δυνατό να κατακτηθεί με τις φυσικές του δυνάμεις. Η κοινωνία αυτή, που διανοίγει τον άνθρωπο στην απεριόριστη ελευθερία, προσφέρεται με την θεία ενέργεια και ζωή. Και ο άνθρωπος μετέχοντας στην θεία ενέργεια και ζωή υπερβάλλει τον εαυτό του και την φύση του• δεν περιορίζεται στην ατομικότητά του ούτε εξαντλείται στην κτιστότητά του. Γίνεται θεός κατά χάρη• μετέχει στην άκτιστη θεία ζωή και αγκαλιάζει ολόκληρη την κτίση.
Υποσημειώσεις:
[1]. «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια». Ιω.14,6.
[2]. «Πύρ ήλθον βαλείν επί την γήν». Λουκ.12,49.
[3]. Βλ. Ιω. 1,11-12.
[4]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος χαρακτηρίζει τον άνθρωπο ως «ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον και πέρας του μυστηρίου τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον». Λόγος 38,11, PG 36,324A.
[5]. Βλ. Ιω. 1,12.
[6]. Βλ. Λουκ. 2,34.
[7]. Ιω. 15,20.
[8]. Βλ. Α΄Πέτρ. 2,11.
[9]. Εφεσ. 2,19.
[10]. Προς Διόγνητον 5,4.
[11]. Ό.π. 5,5-17
[12]. Βλ. Γαλ. 2,20.
[13] . Βλ. Ωριγένους, Εις το κατά Ιωάννην 10, 35.
[14]. Αρχιμ. Σωφρονίου(Σαχάρωφ), Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Έσσεξ Αγγλίας 102003, σ. 115-116.
[15]. Συμεών Νέου Θεολόγου, Ηθικά 6,217-219, «Sources Chrétiennes», τόμ.129, σ. 134-136.
[16]. Ματθ. 5,48.
[17]. Βλ. Α΄ Ιω.4,7-8.
[18]. Βλ. Φιλιπ. 3,20.
[19]. Βλ. Λουκ.14,26.
[20]. Βλ. Αββά Δωροθέου, Ρήματα διάφορα εν συντόμω,
PG 88,1810BC.
[21]. Περί του Αββά Μωυσέως 11, PG 65,285C.
[22]. Βλ. Ιω. 12,25.
[23]. Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα 1, 42, PG
Πρώτη δημοσίευση με τον τίτλο «Ο χριστιανικός ριζοσπαστισμός», Θεολογία, τόμ. 81, τχ. 3, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010, σ. 7-17. Το παρόν κείμενο έχει επεξεργασθεί για την ιστοσελίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου