Η Υπαπαντή αποτελεί κι αυτή ένα σταθμό στην πορεία της ζωής τού νέου Βρέφους και συμβαίνει σαράντα ημέρες μετά την Γέννηση.
Υπαπαντή θα πει προϋπάντηση, (από το ρήμα υπαπαντών, υπ>ό + απαντώ) και έχει σχέση με δύο περιστατικά, πού βρίσκουν την εκπλήρωσή τους την μέρα αυτή. Το πρώτο ήταν η νομική υποχρέωση. Κάθε Εβραίος πατέρας είχε την υποχρέωση από τον Μωσαϊκό Νόμο να προβεί στον εξαγιασμό και αφιέρωση του πρωτοτόκου αρσενικού του παιδιού. Από το βιβλίο της Εξόδου (13, 1, 12-13) πληροφορούμαστε, ότι ο Θεός, μετά την θανάτωση των πρωτοτόκων παιδιών των Αιγυπτίων, διέταξε τους Εβραίους να αφιερώνουν σ' Αυτόν, "πάν άρσεν διανοίγον μήτραν". Αλλά και όταν στήθηκε η Σκηνή τού Μαρτυρίου και ανέλαβαν την ιερατική υπηρεσία της οι Λευίτες (Αριθμ. 3, 11), πάλι ο Θεός δίνει εντολή, ώστε να διατηρηθεί ζωντανή στην κάθε εβραϊκή καρδιά η έννοια τού δικαιώματός Του πάνω στα πρωτότοκα αγόρια να εξαγοράζονται (Αριθμ. 18, 15-16) αντί πέντε σίκλων (σίκλος, μονάδα βάρους) από χρυσό ή άργυρο, και αντιστοιχούσε σε βάρος 14,5 γραμμάρια.
Ο Νόμος ακόμη όριζε, ότι η γυναίκα πού γεννούσε αρσενικό παιδί ήταν για επτά μέρες, μέχρι την περιτομή αυστηρά ακάθαρτη, και παρέμενε ακόμη ακάθαρτη, (όχι αυστηρά) για άλλες τριάντα τρείς ημέρες. Στο διάστημα αυτό δεν έπρεπε να πλησιάσει κάτι πού ήταν ιερό, αλλά ούτε και της ήταν επιτρεπτό να μπει στο χώρο τού Ναού. Μετά την τεσσαρακοστή μέρα έπρεπε να προσέλθει στο Ναό και να προσφέρει "αμνόν ενιαύσιον άμωμον εις ολοκαύτωμα καί νεοσσόν περιστεράς ή τρυγόνα περί αμαρτίας επί την θύραν της Σκηνής του Μαρτυρίου προς τον ιερέα" (Λευιτ. 12, 7-8). Ο ιερέας μέσα από την πράξη της ιερουργίας προέβαινε σε εξιλεωτική θυσία για τον καθαρισμό της και την αφιέρωση τού παιδιού της στο Θεό. Αυτή την νομική υποχρέωση έπρεπε να εκπληρώσει και η Παναγία, που με τη συνοδεία τού Ιωσήφ, έρχεται στα Ιεροσόλυμα κρατώντας στην αγκαλιά το Βρέφος της και μαζί τούς νεοσσούς για την θυσία του καθαρισμού. Το γεγονός αυτό το αναφέρει ο ευαγγελιστής Λουκάς (2, 22-25).Ο ίδιος ευαγγελιστής παράλληλα διασώζει και ένα άλλο περιστατικό σχετικό με τον δίκαιο Συμεών, που κατά την στιγμή της εισόδου στον περίβολο του Ναού "προϋπάντησε" την Παναγία και το Βρέφος. Στο Συμεών είχε αποκαλυφθεί από το Άγιο Πνεύμα, ότι δεν θα πέθαινε μέχρι να δουν τα μάτια τον σαρκωθέντα Θεό. "Ήν αυτώ κεχρηματισμένον υπό τού Πνεύματος τού Αγίου μή ιδείν θάνατον πρίν ή ίδη τόν Χριστόν Κυρίου" (Λουκ. 2. 26).
Η παράδοση αναφέρει σχετικά με το γεγονός αυτό, ότι ο δίκαιος Συμεών αρκετά χρόνια πριν από την γέννηση τού Χριστού, επιστρέφοντας στα Ιεροσόλυμα μαζί με άλλους νομοδιδασκάλους από κάποια αποστολή έκαναν συζήτηση πάνω σε κάποια προφητικά κείμενα. Μεταξύ αυτών συζητήθηκε και αυτό, πού αναφέρεται στον Ησαία: "Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει καί τέξεται Υιόν, καί καλέσεις τό όνομα αυτού Εμμανουήλ" (7, 14). Ο Συμεών, αν και άνθρωπος με πολλή ευλάβεια δυσπίστησε, και πρόβαλλε αντιρρήσεις για το αδύνατο της γεννήσεως ανθρώπου με παρθενογένεση. Λέγεται ότι ενώ γίνονταν αυτή η κουβέντα, δέχθηκε από κάποιο αόρατο χέρι ένα ηχηρό ράπισμα, ενώ παράλληλα ακούστηκε μιά φωνή, πού τού έλεγε: "Καί θά δούν τά μάτια σου καί θά αγγίξουν τά χέρια τόν Χριστόν Κυρίου". Παρ' όλα αυτά η δυσπιστία δεν τον αποχωρίστηκε και εξακολουθούσε να έχει τους ενδοιασμούς του. Και ενώ περνούσαν το ποτάμι πού βρίσκονταν, λέγεται, ότι έβγαλε από το χέρι του το δακτυλίδι και πέταξε στο νερό του ποταμού και είπε: "αν αυτό το δακτυλίδι ξαναβρεθεί στα χέρια μου, τότε πράγματι θα μπορέσουν όλα αυτά να γίνουν πραγματικότητα".
Η πορεία της επιστροφής στα Ιεροσόλυμα συνεχίζονταν οπότε και έφθασαν σε κάποιο πανδοχείο ζητώντας φαγητό και διαμονή. Ο πανδοχέας τούς πρόσφερε φαγητό από ψάρια. Και ενώ έτρωγαν τα ψάρια, σ' εκείνο τού Συμεών βρέθηκε με τρόπο θαυμαστό το δακτυλίδι, που πριν είχε πετάξει στα νερά τού ποταμού. Ο Συμεών γεμάτος θαυμασμό, δοξολόγησε το Θεό για το θαυμαστό σημάδι πού τού φανέρωσε, και πεπεισμένος πια στην εκπλήρωση της προφητείας του Ησαΐα επιστρέφει στα Ιεροσόλυμα με την απόφαση της παραμονής, για το υπόλοιπο της ζωής του, στον ιερό χώρο τού Ναού αναμένοντας να δουν τα μάτια του την εκπλήρωση της προφητείας. Στην ηλικία των εκατό δέκα χρόνων αξιώθηκε να κρατήσει στην γηραλέα του αγκαλιά το Βρέφος Ιησού και να ζητήσει μετά την "απόλυσή" του από την ζωή. Είναι αξιοσημείωτα τα όσα είπε δεχόμενος στην αγκαλιά του το Βρέφος: "νύν απολύεις τόν δούλον σου, Δέσποτα, κατά τό ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου, ό ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τών λαών, φώς εις αποκάλυψιν εθνών καί δόξαν λαού σου Ισραήλ". Ο ευαγγελιστής ακόμη διασώζει και μιά προφητική αποστροφή προς την Παναγία Μητέρα Του, "ιδού ούτος κείται εις πτώσιν καί ανάστασιν πολλών εν τώ Ισραήλ καί εις σημείον αντιλεγόμενον, καί σού δέ αυτής τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία, όπως άν αποκαλυφθώσιν εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί" (Λου. 2, 32-35).
Ο δίκαιος Συμεών αξιώθηκε και να δει και να βαστάσει τον σαρκωθέντα Θεό. Αξιώθηκε μ' ένα τρόπο θαυμαστό να προσεγγίσει τό μεγάλο μυστήριο τού Αιωνίου, πού μπήκε στην διαδικασία τού χρόνου. Να πιάσει τον Αχώρητο, που χώρεσε στην παρθενική μήτρα, στην γέρικη αγκαλιά του. Ο Συμεών δυσπίστησε στην προφητεία, αν δηλαδή, μπορεί ένα τέτοιο παράτολμο σχέδιο, αυτό της σαρκώσεως του Ασάρκου, να πραγματοποιηθεί. Και όμως, "όπου βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις" ο Λόγος τού Θεού κινείται από άκρα αγαθότητα και αυτο-περιορίζεται στα όρια της κτιστότητός μας, χαρίζοντας την δυνατότητα υπέρβασης των συνεπειών τής εκπτώσεως στην παρά φύση ζωή, στην επάνοδο στην κατά φύση, αλλά και την υπέρ φύση ζωή μας. Στην προσπάθεια αυτή, σταυρική πορεία, πού πρέπει να αναλάβει ο κάθε αδελφός τού Χριστού γίνεται ο Ίδιος "υπογραμμός και τύπος".
Η δυσπιστία τού Συμεών, όμοια περίπου με την δυσπιστία του Θωμά, όχι μόνο δεν στάθηκε αποτρεπτική, αλλά τουναντίον καταδέχθηκε ο δυσπιστούμενος να κουρνιάσει στην γερασμένη και εξαντλημένη του αγκαλιά, και "αγκαλίζεται γηρεαίς αγκάλαις" "τόν δι' ευσπλαγχνίαν εαυτόν τώ πεσόντι κενώσαντα ατρέπτως" στην εκπλήρωση τού "νόμου τού εν γράμματι". Έτσι όχι μόνο στάθηκε μάρτυρας της παρουσίας του, αλλά γίνεται και προφήτης της μελλουμένης από πολλούς δυσπιστίας τού θεανδρικού Του προσώπου, "σημείον αντιλεγόμενον".
Μόνο ένας που δοκίμασε την πίκρα της αμφιβολίας μπορεί να δώσει το φρικτό της στίγμα επισημειώνοντας παράλληλα την φρίκη της πτώσεως, όσων προσκόπτουν στην βεβαιότητα της θεότητός Του.
Ο Χριστός ακολούθησε κατά βήμα το μονοπάτι, που από το θλιβερό δειλινό της Εδέμ, περπάτησαν όλοι οι απόγονοι τού προπάτορα για να φθάσει μέχρι το Σταυρό και τον θάνατο. Ο θάνατος του Χριστού παρά την φαινομενική αντινομία γίνεται τελικά ο θρίαμβος αναστάσεως και ο Νικητής του γίνεται ο "χαριζόμενος ημίν τήν ανάστασιν".
πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Φιοράκης
Από την ιστοσελίδα της Ι. Μ. Αττικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου