«Το παπικό ‘'Πρωτείο'' δεν έχει θεολογική βάση ούτε αγιοπνευματική και εκκλησιολογική νομιμοποίηση. Στηρίζεται σαφώς σε κοσμικού χαρακτήρος νοοτροπία εξουσίας». Αυτό μεταξύ άλλων προέκυψε ως συμπέρασμα από την Θεολογική Ημερίδα, που διοργάνωσε με επιτυχία και μεγάλη συμμετοχή κληρικών και λαϊκών η Ιερά Μητρόπολις Πειραιώς στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας(αίθουσα Μελίνα Μερκούρη) στις 28 Απριλίου 2010.
Την ημερίδα ετίμησε με την παρουσία του ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμος και εκήρυξε την έναρξή της. Παρέστησαν επίσης οι Σεβ. Μητροπολίτες Κυθήρων κ.κ. Σεραφείμ και Γλυφάδας κ.κ. Παύλος και ο Θεοφιλ. επίσκοπος Μαραθώνος κ.κ. Μελίτων.
Το θέμα της « ‘'Πρωτείο'', Συνοδικότης και Ενότης της Εκκλησίας» αναπτύχθηκε σε δύο συνεδρίες από επτά εισηγητές, τους εξής κατά σειράν: Σεβ. Μητροπολίτη Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ, Ιερομόναχο Λουκά Γρηγοριάτη, Καθηγητή Αριστείδη Παπαδάκη (University of Maryland), Πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Μεταλληνό, Πρωτοπρεσβύτερο Θεόδωρο Ζήση, Πρεσβύτερο Αναστάσιο Γκοτσόπουλο και καθηγητή Δημήτριο Τσελεγγίδη.
Από τις εισηγήσεις και την επακολουθήσασα συζήτηση προέκυψεν ότι: Η ενότητα ανήκει στη φύση της Εκκλησίας ως σώματος Χριστού και εν Χριστώ κοινωνίας. Η αληθής Εκκλησία είναι μία. Η ενότητα της Εκκλησίας σε όλες τις εκδοχές της -θεσμικές η χαρισματικές- έχει σαφώς αγιοπνευματική βάση. Παρέχεται μυστηριακώς, συντηρείται όμως, καλλιεργείται και εκφαίνεται κατεξοχήν ευχαριστιακώς.
Σύμφωνα με την «Ομολογία Πίστεως» της εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου του 1727 « Ουδεμίαν άλλην ήντινα ουν κεφαλήν αποδέχεται εν αυτή τη Ανατολική Εκκλησία, ειμή τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν μόνον παρά του Πατρός δοθέντα κατά πάντα τη Εκκλησία και θεμέλιον τον αυτόν». Κατά την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία δεν νοείται «Πρώτος» γενικά και αόριστα χωρίς την παρουσία της συγκεκριμένης συνόδου μιας επαρχίας.
Ο θεσμός των πρεσβείων τιμής (αυτός είναι ο όρος, που χρησιμοποιεί η ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση σε αντίθεση με τον μεταγενέστερο όρο «πρωτείον» που χρησιμοποιούν οι παπικοί) εκφράζει και διασφαλίζει την ενότητα και την συνοδικότητα της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας. Η πενταρχία των πατριαρχικών θρόνων είναι η μορφή, την οποία η Εκκλησία έδωσε στον θεσμό των πρεσβείων τιμής κατά την πρώτη χιλιετία.
Η εξουσία του «πρώτου», η οποία απορρέει από τα πρεσβεία τιμής, είναι καρπός της συνοδικότητος, ενώ η εξουσία που άρχισε να οικειοποιείται ο επίσκοπος της Ρώμης ήδη από την πρώτη χιλιετία είναι αποτέλεσμα της καταλύσεως του συνοδικού πολιτεύματος της Εκκλησίας.
Στην Εκκλησία της α´ χιλιετίας δεν υφίστατο «θείω δικαίω» παπικό πρωτείο δικαιοδοσίας και εξουσίας εφ όλης της Εκκλησίας, αλλά η Εκκλησία είχε το δικαίωμα να αποφασίζει τα της διοικήσεώς της και χωρίς τον πάπα και ακόμα περισσότερο και παρά τη δική του έντονη αντίθεση και οι αποφάσεις της αυτές είχαν καθολική ισχύ.
Μετά το σχίσμα το 1054 η αυξανόμενη αξίωση των παπών για πρωτείο εξουσίας εφ' όλης της εκκλησίας ανατρέπει πλήρως την αγιοπνευματική δομή του μυστηριακού σώματος της Εκκλησίας, σχετικοποιεί και πρακτικώς καταργεί τη Συνοδικότητα ως αγιοπνευματική λειτουργία του σώματος αυτού και εισάγει το κοσμικό φρόνημα σ αυτήν, ακυρώνει την ισοτιμία των επισκόπων, ιδιοποιείται την απόλυτη διοικητική εξουσία εφ όλης της Εκκλησίας, παραμερίζοντας ουσιαστικά τον Θεάνθρωπο και τοποθετώντας ως ορατή κεφαλή της Εκκλησίας έναν άνθρωπο. Με τον τρόπο αυτόν επαναλαμβάνει θεσμικά πλέον το προπατορικό αμάρτημα.
Η αληθινή ενότητα επιτυγχάνεται με την ενότητα στην πίστη στην λατρεία και την διοίκηση. Αυτό είναι το πρότυπο ενότητος στην αρχαία Εκκλησία, την οποία συνεχίζει απαράλλακτα και καθολικά η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Η μέθοδος της Ουνίας εισάγει ψεύτικη ενότητα και στηρίζεται σε αιρετική εκκλησιολογία, διότι εκτός του ότι επιτρέπει πολυμορφία στην πίστη και την λατρεία, εξαρτά την ενότητα από την αναγνώριση του πρωτείου του πάπα, που είναι θεσμός ανθρωπίνου δικαίου, και ανατρέπει το συνοδικό πολίτευμα διοικήσεως της Εκκλησίας που είναι θεσμός θείου δικαίου. Η πολυμορφία γίνεται δεκτή μόνο σε δευτερεύοντα θέματα τοπικών παραδόσεων και εθίμων.
Μετά την Α´ Βατικανή Σύνοδο (1870) και κυρίως την Β' (1962-1964) το παπικό πρωτείο δεν αποτελεί μια απλή διοικητική διεκδίκηση, αλλά ουσιώδες δόγμα πίστεως απολύτως υποχρεωτικό για τη σωτηρία των πιστών. Η άρνησή του επισύρει το ανάθεμα της Α´ Βατικανής Συνόδου, η ισχύς του οποίου παραμένει και μετά τη Β´ Βατικανή.
Όπως ετόνισε στην εισήγησή του ο οικοδεσπότης της ημερίδος Σεβ.Μητροπολίτης Πειραιώς κ.Σεραφείμ «Δια της αιρετικής και βλασφήμου δοξασίας του Πρωτείου εξουσίας του επισκόπου ώμης και των εξ αυτής προελθόντων πνευματικών επακολούθων (ως το «αλάθητον» του Πάπα και ο απολυταρχικός - μοναρχικός δεσποτισμός του εφ' ολοκλήρου του σώματος της υπ' αυτόν θρησκευτικής κοινωνίας), ο Παπισμός εξελίχθη, εις απολυταρχικόν - μοναρχικόν σύστημα μυστικιστικής κοσμοθεωρίας και διαστροφής αυτής ταύτης της εννοίας της Εκκλησίας. Απεδείχθη νέος Ρωμαϊκός - Φραγκικός εθνισμός (paganismus) υπό πνευματικήν μεταμφίεσιν, αφήρεσε την μυστικήν ελευθερίαν εν Χριστώ εκάστου μέλους αυτής και απέβη το αναπόφευκτον και μοιραίον αίτιον της εις εκατοντάδας διαφόρων αιρέσεων εκπτώσεως εκ της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, ως και το ανυπέρβλητον εμπόδιον της δυνατότητος επιστροφής αυτών».
Κατά την εκτίμηση των συνέδρων η προσπάθεια του συγχρόνου θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών για την αποκατάστασι της εκκλησιαστικής κοινωνίας πρέπει οπωσδήποτε, πέραν της αποβολής των αιρετικών διδασκαλιών της Ρώμης (Φιλιόκβε, κτιστής Χάριτος, αλαθήτου, καθαρτηρίου κ.λπ.), να στοχεύη και στην οριστική αποβολή του παπικού πρωτείου και όχι σε κάποια κοινώς αποδεκτή επανερμηνεία του.
Τέλος κρίνεται απαράδεκτο και δεν γίνεται αποδεκτό ως «πρότυπο για την αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας» το συγκρητιστικό πλαίσιο της «ενότητος εν τη ποικιλία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου