17 Αυγ 2010

Η ιστορία της Μονής Σουμελά από το Βυζάντιο μέχρι σήμερα


Πληροφορίες αντλήθηκαν από πολλές πηγές. Οι σημαντικότερες: Μαριάννας Κορομηλά (κείμενα), Λίζας Εβερτ, Ντόρας Μηναΐδη, Μαρίας Φακίδη, «Πόντος- Ανατολία, φωτογραφικό οδοιπορικό», Εκδ. Λούση Μπρατσιώτη, Αθήνα 1989 Στέφανος Π. Τανιμανίδης, «Σουμελά. Η πρόσφυξ Ποντία Παναγιά»,2 τόμοι, Εκδ. Μαλλιάρης- Παιδεία, Θεσσαλονίκη 2009. «ΤΑ ΝΕΑ» ευχαριστούν την Πανελλήνια Ενωση Ποντιακών Σωματείων για τη βοήθειά της καθώς και τον καθηγητή Γιώργο Κατσάγγελο για την παραχώρηση των φωτογραφιών
Τα μυστικά του Πόντου
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η συγγραφέας Μαριάννα Κορομηλά ταξίδεψε στον Πόντο και στην Ανατολία καταγράφοντας την ταξιδιωτική εμπειρία της από τόπους συνυφασμένους με την πορεία του Ελληνισμού. Η καταγραφή της τεκμηριώθηκε φωτογραφικά από τρεις φωτογράφους, τη Λίζα Εβερτ, την Ντόρα Μηναΐδη και τη Μαρία Φακίδη, που επί
πολλά χρόνια ταύτισαν τη δουλειά τους με την καταγραφή τόπων, στους οποίους έχει αφήσει έντονα τα ίχνη της η παρουσία ελληνικών πληθυσμών. Κείμενο και φωτογραφίες τυπώθηκαν σε ένα βιβλίο με τίτλο «Πόντος- Ανατολία», που κυκλοφόρησε το 1989 από τις Εκδόσεις Λούσης Μπρατζιώτη. Από εκείνη την καταγραφή φιλοξενούμε εκτεταμένα αποσπάσματα.
A κολουθώντας τον κεντρικό δρόμο μέσα από το φαράγγι του ποταμού Πυξίτη, αφήσαμε 31 χιλιόμετρα πίσω μας την παραθαλάσσια Τραπεζούντα, περάσαμε από το βυζαντινό κεφαλοχώρι Δικαίσιμο κι ακολουθούμε τώρα τον ανατολικό παράδρομο που οδηγεί στη Μονή Σουμελά.
Τέσσερις ώρες χρειάζονταν οι προσκυνητές τα παλιά χρόνια για να καλύψουν τα 17 χιλιόμετρα από το Δικαίσιμο ώς τα πόδια του μοναστηριακού λόφου. Τέσσερις ώρες μέσα στα καταπληκτικά δάση που κρύβουν τον ουρανό και κρατούν το πούσι χαμηλά, ανάμεσα στη βρεγμένη γη, τις φτέρες και τα πυκνόφυλλα κλαδιά τους. Ακούς τα τρεχούμενα νερά γύρω, μα δεν τα βλέπεις. Περνάς τα φαράγγια που συγκλίνουν πάνω από το κεφάλι σου, μέσα στην αραιή ομίχλη.
Ανηφορίζουμε διασχίζοντας τις εκτάσεις που ανήκαν στο μοναστικό κράτος της Σουμελά, το «αυτοδέσποτον και αυτεξούσιον» καθώς το χαρακτηρίζουν οι Μεγαλοκομνηνοί στα πέντε χρυσόβουλλα που εξέδωσαν υπέρ της Μονής και το επιβεβαιώνουν τα σιγίλλια, με τα οποία ανανέωναν οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως τα προνόμιά της σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Τα πέντε-έξι υποστατικά, που βρίσκονται πάνω στο δρόμο, ήταν όλα εξαρτήματά της. Αποθήκες, μετόχια, εργαστήρια, υδρόμυλοι. Το «χωρίον» Δουβερά, το Κουσπίδιον, ο Άγιος Ιωάννης, όλα ανήκαν στο πελώριο κτήμα. Στα τέλη ακόμα του περασμένου αιώνα, η Μονή έλεγχε 15 οικισμούς στην περιοχή και όλα τα χωριά της Σάντας με τους 7.000 κατοίκους τους. (…)
Είναι σωστό να χρονολογήσουμε την ίδρυση της πολιτείας των ασκητών γύρω στο 1000, όταν πια και οι τελευταίοι Αραβες είχαν εγκαταλείψει το αρμενικό και το μικρασιατικό οροπέδιο κι ο ορεινός Πόντος δεν κινδύνευε από ληστρικές επιδρομές. Οι πόλεμοι είχαν σταματήσει και ο τόπος ηρέμησε για λίγο. (…)
Ενα χρυσόβουλλο έγγραφο που εξέδωσε ο Ιωάννης Β΄ (1280-1297) είναι η αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία για τη Μονή. Εκεί περιγράφονται, με κάθε λεπτομέρεια, τα κτήματα και τα χωριά που της παραχωρεί κι αναφέρονται ονομαστικά οι σαράντα αρχηγοί των οικογενειών που θα δουλεύουν ως πάροικοι στα κτήματά της και θα φρουρούν τα περάσματα. (…) Το προνομιακό καθεστώς, τη μεγάλη περιουσία, την απαλλαγή από τους φόρους και την υπαγωγή της Μονής στη «βασιλική αυθεντία» διατήρησαν με σεβασμό και οι οθωμανοί κατακτητές μετά το 1461. Πέρα από τα πολιτικά κίνητρα αυτής της έγνοιας που είχε αποκτήσει, η Παναγία η Σουμελιώτισσα άγγιζε κάθε θεοφοβούμενο. (…)
Γύρω από τον τραπεζόσχημο λόφο
Το συγκρότημα των Ποντικών Αλπεων (Κara Deniz Daglari) καταλαμβάνει ολόκληρο τον Ανατολικό Πόντο, αναπτύσσεται παράλληλα στη θάλασσα και εκτείνεται σε μήκος 550 χιλιομέτρων. Αυτές οι δασοσκεπείς πλαγιές ανεβαίνουν απότομα ώς τις ψηλότερες βορινές κορυφές που φτάνουν στα 2.510, τα 3.063, τα 3.937 μέτρα. Εδώ σταματούνε και τα σύννεφα που έρχονται από τη θάλασσα. Οι νότιες πλαγιές των Αλπεων, αυτές που αντικρύζουν το αρμενικό οροπέδιο, είναι γυμνές.
Ο ποταμός Πυξίτης (Ρiskala Dere), ένας από τους δεκάδες ποταμούς που μαζεύουν τα νερά της βροχής, τα λειωμένα χιόνια και τους πάγους, κατεβαίνει προς τη θάλασσα χαρακώνοντας κάθετα το εντυπωσιακότατο βουνό, το οποίο οι αρχαίοι ονόμαζαν Παρυάδρη. Πάνω από τα 2.000 μέτρα ο χειμώνας διαρκεί οκτώ- εννιά μήνες.
Το καλοκαίρι όμως το φρεσκότατο παχύ χορτάρι καταυγάζει δροσιά. Λαμποκοπά το ζωηρό πράσινο χρώμα του και αντανακλά τη διαύγεια του καθάριου πρωινού ουρανού. Η καταιγίδα φτάνει αργά, λίγο μετά το μεσημέρι.
Η βλάστηση
Κάτω από τα θερινά βοσκοτόπια, από τα 2.000 ώς τα 1.200 μέτρα, τα πυκνά ελατοδάση και η μαύρη πεύκη κρύβουν τον ουρανό κι εμποδίζουν το φως να φτάσει μέχρι τις φτέρες που σκεπάζουν την υγρή γη. (…) Κάτω από τα 1.200 μέτρα, τα κωνοφόρα παραχωρούν τη θέση τους στα πλατύφυλλα και στα οπωροφόρα.
Κρανιές, βαλανιδιές και δρυοδάση, καρπίνοι, κλήθρες, πλατάνια και άγριες βερικοκιές, φτελιές, σφεντάμια, κερασιές και καστανιές, καρυδιές και φουντουκιές φτάνουν ώς το κύμα.
Εδώ, δυτικά των εκβολών του Πυξίτη, ένας επιμήκης λόφος ξεχωρίζει από τα γύρω πρόβουνα και κατεβαίνει ώς τη θάλασσα σχηματίζοντας τρεις τραπεζοειδείς ταράτσες. Δύο χείμαρροι, που έρχονται από το βουνό, ακολουθούν τις μακριές πλευρές του λόφου και χύνονται στη θάλασσα. Ετσι δημιουργούνται δύο βαθιές χαράδρες που αποτελούν τη φυσική οχύρωση του στενόμακρου υψώματος. Πίσω, το βουνό είναι απροσπέλαστο. Μπροστά, ανοίγεται η σκοτεινή θάλασσα.
Αυτόν τον γερά οχυρωμένο τραπεζόσχημο λόφο διάλεξαν οι Σινωπείς για να χτίσουν τη νέα τους αποικία στον Ανατολικό Πόντο, τον 7ο π.Χ. αιώνα.
Στ΄ ανατολικά, ένας πολύ χαμηλότερος λόφος προβάλλει στη θάλασσα και προστατεύει από τους δυτικούς ανέμους τον όρμο του Δαφνούντα.
Εδώ συγκέντρωναν κι από δω φόρτωναν οι Σινωπείς τις πρώτες ύλες που έστελναν στο Αιγαίο. Μεταλλεύματα και ξυλεία. (…)
Η απομόνωση
Aν ο κάθε τόπος κρύβει ένα μυστικό για την κατανόηση της σημασίας του μέσα στο χρόνο, τότε η γεωπολιτική απομόνωση του Πόντου, σε συνδυασμό με τη στρατηγική του θέση, είναι ο μόνος ασφαλής δρόμος για τη γνωριμία του χώρου και της ιστορίας του.
Οι δυσμενείς όμως γεωφυσικές συνθήκες, που αποκόβουν αυτό το κομμάτι της βορινής Μικράς Ασίας από την άμεση και την ευρύτερη περιφέρειά του, καταργούν την ύψιστη στρατηγική του σημασία και αναιρούν το παραπάνω αξίωμα. (…)
Το κλειδί για την αποκάλυψη του μυστικού που βαστά αυτός ο χώρος είναι η δυναμική παρέμβαση των Ελλήνων στη γεωγραφική πραγματικότητα, ο διαρκής αγώνας για την τιθάσευση των στοιχείων της φύσης, ο ανεξάντλητος πλούτος της ψυχής τους που αντιτάχθηκε στο μοιραίο και ανέτρεψε τα αναπόφευκτα ιστορικά δεδομένα κυριαρχώντας, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά, στην ιστορία ενός τόπου που βρίσκεται πέρα από τα φυσικά όρια της ελληνικής ακτίνας επιρροής. (…)
Ανατολικός Πόντος ονομάζεται η ορεινότατη περιοχή ανατολικά της αρχαίας Αμισού (Samsun) και της πεδιάδας που σχηματίζουν οι ποταμοί Αλυς (Κizil Ιrmak) και Ιρις (Υesil Ιrmak) ώς τα σύνορα της Τουρκίας με τη Γεωργία.
Τα κειμήλια και οι αρχαιοκάπηλοι
Βρισκόμαστε στον προστατευμένο εθνικό δρυμό Μaryemana, που φυλάσσεται από τη δασική υπηρεσία της Τουρκίας. Ο πρώτος φύλακας αρχαιοτήτων τοποθετήθηκε εδώ το 1972, όταν η καταστροφή είχε πια ολοκληρωθεί.
Ανηφορίζουμε τώρα τον σκληρό δρόμο της εθνικής αυτογνωσίας. Είναι νωρίς το πρωί μιας καλοκαιρινής μέρας. Στάζουν δροσιά τα δέντρα, γλιστρούν τα φύλλα στο δασικό μονοπάτι, η βοή του ποταμού Παναγία που τρέχει στο βάθος του φαραγγιού κι αντιλαλεί, όσο ανεβαίνεις, είναι ο μοναδικός ήχος που σε συνδέει με το παρελθόν… Φεβρουάριος του 1923. Οι τελευταίοι μοναχοί εγκαταλείπουν μέσα στη νύχτα το μοναστήρι και φεύγουν για να σωθούν στην Τραπεζούντα. Ο ιερός χώρος έγινε το κρησφύγετο των λαθρεμπόρων. Η πυρκαγιά του 1930 αποτελείωσε το ιερόσυλο έργο των αρχαιοκαπήλων και των τυμβωρύχων.
Ψιλοβρέχει. Πάνω από το κεφάλι μας κρέμεται ο τετραώροφος ξενώνας της Μονής… «Θλίψις γαρ έχει με, σκέπην ου κέκτημαι, ουδέ πού προσφύγω ο άθλιος, πάντοθεν πολεμούμενος». Εξήντα τέσσερα σκαλιά στον γκρεμό οδηγούν στην είσοδο. Από δω φαίνεται ολόκληρος ο εσωτερικός χώρος. Αυτό το ξεπατωμένο ερείπιο υπήρξε το θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο όλων των ορθοδόξων της Μαύρης Θάλασσας, ελληνοφώνων και μη. Από δω έφευγαν οι ιεραπόστολοι για τον Καύκασο και τη Ρωσία κι εδώ κατέφθαναν τα πλούσια δοσίματα των ηγεμόνων της Ουγγροβλαχίας. Εδώ αναβίωσε η βυζαντινή λαμπρότητα, όταν επαναλειτούργησαν τα μεταλλεία της Αργυρουπόλεως, κι εδώ δούλευαν οι πόντιοι αγιογράφοι του 18ου αιώνα. Ο Σάββας από την Οινόη, ο ιεροδιάκονος Ιερόθεος. Από δω έφυγαν οι 67 χειρόγραφοι κώδικες και τα 150 βιβλία που βρίσκονται στο Μουσείο της Αγκυρας. Κι εδώ ξαναγύρισε το 1930 ο καλόγερος Αμβρόσιος ο Σουμελιώτης για να ανοίξει την κρύπτη στο μετόχι της Αγίας Βαρβάρας και να πάρει, με την άδεια του πρωθυπουργού Ισμέτ Ινονού, τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, το Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και τον Σταυρό με το Τίμιο Ξύλο να τα πάει πίσω στους πρόσφυγες στη Μακεδονία. Γιατί… «παραμυθίαν ουκ έχω πλην σου, Δέσποινα του κόσμου» και η ξενιτιά είναι καημός πολύ μεγάλος.
Τον καιρό των Βυζαντινών
Η μεταφορά της ρωμαϊκής πρωτεύουσας, από τις όχθες του Τίβερη στην έξοδο της Μαύρης Θάλασσας, άλλαξε την πορεία της ιστορίας ολόκληρης της Αυτοκρατορίας, έδωσε νέα ώθηση στον Ελληνισμό της Ανατολής και ευνόησε ιδιαίτερα τις παλαιές ελληνικές αποικίες στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. (…)
Με την ίδρυση της Επισκοπής Τραπεζούντος τον 5ο αιώνα, την ανέγερση εκκλησιών, την ανοικοδόμηση των τειχών και τα απαραίτητα έργα υποδομής που έγιναν για τον στρατωνισμό της 1ης Ποντικής Λεγεώνος, η πρωτοχριστιανική Τραπεζούντα αναδιοργανώθηκε και το λιμάνι του Δαφνούντα ξαναζωντάνεψε. (…) Σ΄ αυτόν τον νευραλγικό δρόμο κατέληγε ο μεγάλος δρόμος της Ανατολής κι από δω έφευγαν τα καράβια για την Κωνσταντινούπολη. (…)
Πλούτος, ζωηρή κίνηση και αύξηση του πληθυσμού είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την Τραπεζούντα στις αρχές του 6ου αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός χρηματοδότησε την κατασκευή του μεγάλου υδραγωγείου του Αγίου Ευγενίου. Η επιδείνωση όμως των τεταμένων σχέσεων με το Σασσανιδικό Βασίλειο των Περσών, οι συνεχείς παραβιάσεις της ειρήνης, τα μεθοριακά επεισόδια, οι λεηλασίες και το συχνό κλείσιμο των συνόρων είχαν δημιουργήσει τεράστια προβλήματα.
Το εκτεταμένο αρμενικό οροπέδιο είχε μετατραπεί σε θέατρο μόνιμου πολέμου. Οι Πέρσες βέβαια ποτέ δεν τόλμησαν να μπούνε στα βουνά για να φτάσουν στην Τραπεζούντα. Αλλά ο δρόμος που έφερνε το μετάξι από την Ανατολή έπαψε να λειτουργεί. (…) Η Τραπεζούντα έχασε την εμπορική σημασία της. Διατήρησε όμως τον έλεγχο του ορεινού δρόμου που οδηγούσε στα περσοκρατούμενα εδάφη.
Η καλλίστη των πόλεων
Τραπεζούς η πόλις, εν τη εώα πασών αρίστη, που σημαίνει η καλύτερη της Ανατολής. Αυτός είναι ο χαρακτηρισμός της Τραπεζούντας (τουρκικά, Τrapzon) τα χρόνια της μεγάλης εμπορικής και οικονομικής της ακμής στη βυζαντινή εποχή. Σήμερα, η πόλη, που βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της Τουρκίας και ακόμα θεωρείται σημαντικό λιμάνι στη Μαύρη Θάλασσα, αριθμεί περί τους 250.000 κατοίκους. Η ιστορική Μονή της Παναγίας Σουμελά βρίσκεται σε απόσταση 36 χιλιομέτρων.
Αποικία της Σινώπης από τον 7ο αι. π.Χ., σταυροδρόμι εμπορικών δρόμων διά ξηράς και θαλάσσης, πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας της Νικαίας μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους Σταυροφόρους, ορμητήριο των στρατευμάτων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κέντρο διοικητικής περιφέρειας, μεγάλο αστικό και πολιτιστικό κέντρο του Ελληνισμού του Πόντου ώς τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε, η Τραπεζούντα με τη διαχρονική ακμή της γέννησε πολλούς θρύλους με πρωταγωνιστές ένδοξους αυτοκράτορες, λόγιους και σοφούς, ήρωες που πολέμησαν σαν λιοντάρια, αγίους και μάρτυρες.
Η Τραπεζούντα αναδείχθηκε σε σημαντικό οικονομικό και εμπορικό κέντρο λόγω κυρίως της γεωγραφικής της θέσης, με σημαντική αρχιτεκτονική και λαμπρό πολιτισμό. Η έρευνα μαρτυρά μια πόλη περιτειχισμένη και ισχυρή, έτοιμη να απαντήσει σε κάθε είδους εξωτερική απειλή, ο πολεοδομικός ιστός την εσωτερική οργάνωση της κοινωνίας, ενώ τα μνημεία της, έργα υψηλής αισθητικής και προϊόντα γόνιμης συνομιλίας διαφορετικών καλλιτεχνικών παραδόσεων, δικαιολογούν τον τίτλο «η καλλίστη των πόλεων» που της δόθηκε ήδη τον 11ο αιώνα από τον Πατριάρχη Ιωάννη Η΄ Ξιφιλίνο.
Αποικία της Σινώπης από τον 7ο αι. π.Χ., σταυροδρόμι εμπορικών δρόμων, πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας της Νικαίας, μεγάλο αστικό και πολιτιστικό κέντρο του Ελληνισμού
Δεκαέξι αιώνες στην «αγκαλιά» του όρους Μελά
Της Φωτεινής Στεφανοπούλου Φωτογραφίες Γιώργος Κατσάγγελος, καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ
Η θαυμαστή ιστορία της Μονής της Παναγίας Σουμελά, στην περιοχή της Τραπεζούντας, στον Πόντο, είναι θεμελιωμένη σε ακατάλυτους θρύλους και σε βαθιά πίστη. Η Μονή έζησε αιώνες δόξας αλλά από το 1922, απαγορευόταν να γίνουν θρησκευτικές τελετές. Η συνθήκη αυτή αλλάζει 88 χρόνια μετά. Δεκαέξι αιώνες το πασίγνωστο χριστιανικό ορθόδοξο Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, κοντά στην Τραπεζούντα, είναι το σύμβολο του Ποντιακού Ελληνισμού. Αλλά πώς δημιουργήθηκε ο θρύλος της Σουμελά.
Πώς ιδρύθηκε, πώς αναπτύχθηκε και πώς έφτασε να αποτελεί σύμβολο των ορθοδόξων χριστιανών που κατάγονται ή ζουν στον Πόντο; Οι απαντήσεις, στις γραμμές που ακολουθούν.
H δημιουργία του ναού της Παναγίας της Σουμελά χάνεται στα βάθη του χρόνουκαι του μύθου. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη παράδοση, το 386, οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος, που κατάγονταν από την Αθήνα, έψαχναν τόπο για να ιδρύσουν τη μοναχική τους σκήτη. Ξεκίνησαν από την Αθήνα, πέρασαν από τα Μετέωρα, έφτασαν στη Χαλκιδική και, από τη Χερσόνησο του Αθω, ένας άγνωστος τούς πήρε με το καράβι του ώς τη Μαρώνεια. Εφτασαν πεζοπορώντας στην Κωνσταντινούπολη και, στη συνέχεια, ύστερα από περιπετειώδη, πολυήμερη πεζοπορία, έφτασαν στην Τραπεζούντα.
Εκεί είδαν σε όραμα την Παναγία, που τους είπε ότι προπορεύεται «στο όρος Μελά» και τους ζήτησε να την ακολουθήσουν. Πιστοί, συνέχισαν την πεζοπορία.
Ένα δειλινό, οι δύο πεζοπόροι έφτασαν στο χωριό Κουσπιδή, όπου τους φιλοξένησε στο σπίτι του κάποιος χωρικός. Η οικοδέσποινα τους σερβίρισε δείπνο με ψάρια και ψωμί. Οταν οι μοναχοί άκουσαν ότι τα ψάρια ήταν από τον ποταμό Πυξίτη που κατεβαίνει από το όρος Μελά, δεν έκρυψαν τη χαρά τους. Το όρος Μελά ήταν ο προορισμός που τους είχε φανερωθεί στο όραμα. Τώρα πια είχαν βάσιμες ελπίδες ότι πλησίαζε το τέλος της διαδρομής, που επανασχεδιάστηκε με… πυξίδα τον Πυξίτη ποταμό.
Υψόμετρο 1.063
Ο πόθος να φτάσουν ως την κορυφή εξουδετέρωνε την κοπιαστική πορεία. Την επόμενη μέρα, οι κατάκοποι μοναχοί ξύπνησαν σε υψόμετρο 1.063 από το κελάηδημα των πουλιών και έκθαμβοι αντίκρυσαν μια ψηλή κορυφή και γύρω της να πετούν χελιδόνια, που φώλιαζαν στο χείλος μιας σπηλιάς. Σε εκείνη τη σπηλιά, ο Βαρνάβας και ο Σωφρόνιος βρήκαν την εικόνα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας που εθεωρείτο ότι την είχε φιλοτεχνήσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Σύμφωνα πάντα με την ίδια παράδοση, η εικόνα είχε μεταφερθεί από αγγέλους.
Οι μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος έκτισαν με τη συμπαράσταση της γειτονικής Μονής Βαζελώνα κελί και στη συνέχεια σκαλιστή μέσα στο βουνό την εκκλησία της Παναγίας Σουμελά (Εις του Μελά- στου ΜελάΣουμελά). Το σοβαρό πρόβλημα της ύδρευσης του μοναστηριού λύθηκε, επίσης σύμφωνα με την παράδοση, κατά θαυματουργό τρόπο. Και οι σημερινοί ακόμη προσκυνητές μπορούν να δουν το νερό να αναβλύζει από έναν γρανιτένιο βράχο.
Το νερό αυτό θεωρείται αγιασμένο, πιστεύεται ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες κι η δοξασία αυτή είναι διαδεδομένη όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους μουσουλμάνους, που ακόμη συνεχίζουν να το επισκέπτονται παρακαλώντας για το θαύμα της Παναγίας.
Η εικόνα διασώθηκε μέσα σε μια κρύπτη
H Μικρασιατική Καταστροφή και η ήττα, ο διωγμός και η προσφυγιά ήταν η μοίρα και της Μονής της Παναγίας Σουμελά, το 1922. Οι Τούρκοι με συστηματική έφοδο κατέστρεψαν, τότε, ολοσχερώς το μοναστήρι. Αφού πρώτα λήστεψαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα της μονής, στη συνέχεια πυρπόλησαν τις εγκαταστάσεις της. Οι μοναχοί αναγκάστηκαν να φύγουν. Το μόνο που πρόλαβαν ήταν να φτιάξουν κρυψώνα μέσα στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας για να τοποθετήσουν, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ασφάλεια, την εικόνα της Παναγίας, το ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και τον σταυρό του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Μανουήλ Κομνηνού- τα μεγαλύτερα σύμβολα εκ των κειμηλίων της μονής.
Χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια και, κυρίως, υπό τις ηγεσίες Ελευθερίου Βενιζέλου και Ισμέτ Ινονού, να επιχειρηθεί η ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1930. Ο τούρκος πρωθυπουργός, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Αθήνα προκειμένου να επιβεβαιωθεί η αλλαγή στις σχέσεις των δύο χωρών, δέχθηκε να μεταβεί στον Πόντο ελληνική αντιπροσωπεία προκειμένου να παραλάβει τα κρυμμένα σύμβολα της μονής. Αποφασίστηκε επικεφαλής της αποστολής να τεθεί ο Αμβρόσιος Σουμελιώτης, προϊστάμενος στην εκκλησία του Αγίου Θεράποντα της Τούμπας στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος είχε πληροφορηθεί από μοναχό που είχε καταφύγει στη Θεσσαλονίκη πώς θα προσπελάσει την κρύπτη με τα πολύτιμα κειμήλια. Ο Αμβρόσιος πήγε στον Πόντο, ξέθαψε τα τρία κειμήλια, τα έφερε στην Αθήνα τα παρέδωσε στον Χρύσανθο Φιλιππίδη, τελευταίο Μητροπολίτη Τραπεζούντας και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.
Η ιστορία και οι συμβολισμοί της εικόνας θεωρήθηκε ότι δεν είναι σωστό να γίνει μουσειακό αντικείμενο. Δέκα χρόνια θαμμένη και είκοσι χρόνια φυλακισμένη. Ετσι από το 1952 αρχίζει για το ποντιακό στοιχείο μία νέα περίοδος. Η ελλαδική ιστορία της Παναγίας Σουμελά.
Το 1951-1952 ύστερα από πρόταση του τότε προέδρου του σωματείου «Παναγία Σουμελά» Θεσσαλονίκης Φίλωνα Κτενίδη και το ενδιαφέρον μερικών προσωπικοτήτων ευλαβών χριστιανών, η εικόνα παραχωρήθηκε στο σωματείο το οποίο και άρχισε την ανιστόρηση της μονής σε ένα επίπεδο του Βερμίου πάνω από το χωριό Καστανιά. Η κοινότητα Καστανιάς είχε παραχωρήσει δωρεάν 500 στρέμματα για την ανέγερση του προσκυνήματος. Η «Αθηνιώτισσα» και η «Σουμελιώτισσα» γίνεται προσφυγομάνα και «Βερμιώτισσα».
Πλούτος και πνευματική λάμψη
Οι ιδρυτές του μοναστηριού διεύρυναν τον ζωτικό χώρο του πολύ σύντομα. Σε απόσταση 12 χιλιομέτρων, απέναντι από το χωριό Σκαλίτα, έχτισαν κατ΄ αρχάς τον ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Και σε απόσταση δύο χιλιομέτρων το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας (όπου το 1922, στη διάρκεια του διωγμού, οι μοναχοί είχαν κρύψει την εικόνα της Παναγίας, καθώς και ορισμένα πολύτιμα κειμήλια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας).
Η φήμη και ο πλούτος που σώρευσε η Μονή της Παναγίας Σουμελά την έκαναν πολύ σύντομα στόχο κλεφτών. Σε κάποια από αυτές τις επιδρομές λεηλατήθηκε από ληστές και, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, καταστράφηκε, για να ανασυσταθεί από τον τραπεζούντιο Οσιο Χριστόφορο το 644.
Παρ΄ όλα αυτά, η μονή συνέχιζε να διευρύνει την επιρροή της και τη λάμψη της. Και στην πορεία του χρόνου, την προίκισαν με μεγάλη περιουσία και πολλά προνόμια, κτήματα, αναθήματα και κειμήλια οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου και αργότερα κυρίως οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1285-1293), Αλέξιος Β΄ Κομνηνός (1293-1330), Βασίλειος Α΄ Κομνηνός (1332-1340).
Πολλά από τα προνόμια που χορήγησαν οι Κομνηνοί στη Μονή της Παναγίας Σουμελά επικυρώθηκαν και επεκτάθηκαν και την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με σουλτανικά φιρμάνια. Οι σουλτάνοι Βαγιαζήτ Β΄, Σελήμ Α΄, Μουράτ Γ΄, Σελήμ Β΄, Ιμπραήμ Α΄, Μωάμεθ Δ΄, Σουλεϊμάν Β΄, Μουσταφά Β΄, Αχμέτ Γ΄ αναφέρονται στους κώδικες της μονής ως ευεργέτες. Και οι σουλτάνοι είχαν πιστέψει στα θαύματα της Παναγίας. Ενδεικτική είναι η μαρτυρία του Σελήμ Α΄ που θεωρείται ότι θεραπεύτηκε από σοβαρή ασθένεια με τη βοήθεια του αγιάσματος της μονής.
Ολα αυτά τα χρόνια, εκτός από την εμβέλεια της μονής αυξανόταν και το κοινό που την επισκεπτόταν για προσκύνημα. Μέρος του κοινού αυτού, μετά το 1860, φιλοξενούνταν στον πανοραμικό τετραώροφο ξενώνα 72 δωματίων, που ανεγέρθηκε. Δημιουργήθηκαν επίσης και άλλοι λειτουργικοί χώροι για τις ανάγκες των προσκυνητών, καθώς και βιβλιοθήκη, με πολλά πολύτιμα έγγραφα και πολλά σημαντικά χειρόγραφα. Εκεί, το 1868, ο ερευνητής Σάββας Ιωαννίδης βρήκε το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο της παραλογής του Διγενή Ακρίτα. Στα τέλη του 19ου αιώνα, γύρω από τη μονή οικοδομήθηκαν κι άλλοι μικροί ναοί αφιερωμένοι σε διάφορους αγίους.
Οι θρύλοι
Οι ληστές και τα Καμένα
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ συχνά αντιμετώπιζε επιδρομές από αλλόπιστους ληστές. Σε μία τέτοια επιδρομή έπαθε μεγάλη ζημιά. Οι ληστές σκότωσαν μοναχούς, λεηλάτησαν τα αφιερώματα και άρπαξαν την Εικόνα για να μοιραστούν τα βαρύτιμα πετράδια και τον πλούτο των αφιερωμάτων. Επειδή δεν συμφωνούσαν στη μοιρασιά, αποφάσισαν να τη χωρίσουν σε τρία κομμάτια.
«Εμένα να μη με λογαριάστε» είπε ένας από τους τρεις και αποτραβήχτηκε. Οταν ένας από τους δύο σήκωσε το τσεκούρι για να μοιράσει την Εικόνα στα δύο μια βροντή ακούστηκε και μια αστραπή- κεραυνός άναψε το δάσος. Οι δύο ληστές εγκατέλειψαν την Εικόνα και έφυγαν τρομαγμένοι αλλά δεν πρόλαβαν να σωθούν. Κάηκαν ζωντανοί. Ο τρίτος, μετανιωμένος, έπεσε στα γόνατα και προσκύνησε την Εικόνα που βρέθηκε σε κοίλωμα βράχου κοντά στο αγίασμα. Το μέρος εκείνο που πήρε φωτιά ονομάστηκε «Καμένα» και ο ληστής που μετάνιωσε έγινε μοναχός και βοήθησε μαζί με άλλους καλογήρους να ξαναχτιστεί το μοναστήρι.
Ο σουλτάνος και ο ηγούμενος
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ τον ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄ (1467-1520) περνούσε από την Τραπεζούντα με προορισμό τη Βαγδάτη, επικεφαλής μεγάλης στρατιάς, με στόχο μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη με την Περσία. Σταμάτησε στη Μονή για να ξεκουραστεί και, για ένα βράδυ, δέχθηκε τις φιλόφρονες περιποιήσεις των μοναχών. Ο Σελήμ εντυπωσιάστηκε από την τάξη που επικρατούσε στη Μονή και ρώτησε τον ηγούμενο πώς καταφέρνουν και τα προλαβαίνουν όλα, ώστε τα πάντα να είναι στην εντέλεια. «Διότι δεν αναβάλλομε για το πρωί της αύριον την εργασίαν της εσπέρας της σήμερον», του απάντησε εκείνος.
Την επόμενη ημέρα, ο Σουλτάνος διέταξε να χαράξουν αυτό το απόφθεγμα, που τόσο τον εντυπωσίασε, στο αργυρένιο «ιμπρίκι» του νιπτήρα του, για να το χρησιμοποιεί ως οδηγό στην καθημερινότητά του. Οταν αργότερα έφτασε με τον στρατό του στα περίχωρα της Βαγδάτης, μπροστά στο ισχυρό φρούριο που έπρεπε να καταλάβει, τον επισκέφθηκε πρεσβεία των πολιορκουμένων. Οι Πέρσες του είπαν ότι η πόλη αποφάσισε να παραδοθεί την επαύριο και τον παρακάλεσαν να ανακόψει την πορεία του εκείνη τη μέρα.
«Αύριο», του είπαν, «θα μπορείς να μπεις νικητής, αφού η πόλη θα σου παραδοθεί, και να απολαύσεις τον θρίαμβό σου». Ομως ο Σελήμ οδηγούνταν πια από το ρητό του γέροντα της Μονής της Παναγίας Σουμελά.
Και δεν ανέκοψε την πορεία του. Η πόλη κατελήφθη την ίδια εκείνη μέρα. Για να πληροφορηθεί ότι, αν περίμενε όπως του ζήτησε η πρεσβεία των πολιορκουμένων, θα έφταναν σημαντικές δυνάμεις που αναμένονταν με αποτέλεσμα η κατάληψη της Βαγδάτης να γίνει αμφίβολη και, πάντως, σίγουρα πολύνεκρη.
Ενα προσκύνημα το 1911
Ο Σταύρος Κανονίδης, κάτοικος της ευρύτερης περιοχής της Τραπεζούντας, περιγράφει την επίσκεψή του στην Παναγία Σουμελά το 1911 με τα πόδια, όταν ήταν ακόμα παιδί, χωρίς την έγκριση των γονιών του. Το κείμενό του είναι από τις πλουσιότερες σωζόμενες περιγραφές του οδοιπορικού στη Μονή εκείνη την εποχή, όταν οι προσκυνητές έφταναν πεζοί.
«Ετούτα εδώ που θα ιστορήσω είναι μια υπόθεσις παρακοής. Και κάθε παρακοή έχει μαζί της, μέσα της, το σπέρμα της τιμωρίας. Το ότι εδώ η τιμωρία ήταν απαλή, το εξηγεί η ουσία της παρακοής που ήταν ευλαβής.
Για να πω την αλήθεια, μόνος μου εγώ δε θα το είχα επιχειρήσει αυτό που έγινε. Ούτε και θα μου περνούσε από το νου. Η σύλληψις ήταν του Γερίκα του Παπαναστάση και η δική μου αμαρτία το ότι δεν είχα τη δύναμη να αντισταθώ στον πειρασμό, που ήταν όμως μεγάλος. Αγκαλά, αν είχα με το πρώτο αρνηθεί, ούτε κι εκείνος θ΄ αποκοτούσε μοναχός του.
Ήταν παραμονές του ενηάμερου της Παναγίας. Οι μητέρες μας του Γερίκα και η δική μου και κόσμος πολύς από τη γειτονιά μας, που δεν είχαν πάγει στη μνήμη της Δεκαπενταύγουστο, συμφωνήσανε να πάνε τώρα στα ενηάμερα. Κι επήγαν όχι την προπαραμονή, αλλά τέσσερις μέρες πριν, όπως συνηθίζετο. Θα είχαν όλο τον καιρό να νηστέψουν, να εξομολογηθούνε, να μεταλάβουν. Τέλος θέρου ήταν κι αραίωναν κάπως οι σκληρές δουλειές του καλοκαιριού. Έτσι μπορούσε μια νοικοκυρά να ξεφύγει από τις καθημερινές λάτρες. Ξεκούραση ψυχής μαζί και σάρκας. Σοφό και το ότι είπαν να μη σύρουν κουτσούβελα και αμαρτίες από κοντά. Η μάνα μου μας τα εξήγησε όλα καλά πριν φύγει. Με είχε κιόλας πάει, τη χρόνια που πέρασε, μαζί της στο μοναστήρι, που με είχε ταμένον, από βαριά αρρώστια που είχα περάσει. Με χαρτζηλίκωσε με πενήντα παράδες, ένα καινούριο κέρμα των δέκα καπικίων, πράγμα σπουδαίο. Δεν μου συγχωρούνταν, λοιπόν, αυτό που έγινε. Έλα όμως που δεν ήταν το ίδιο και για τον Γερίκα, που τον έγελασαν, έλεγε, και ούτε το ήξερα πως θα πήγαιναν οι δικοί του. Και το έμαθε αφού έφυγαν.
Μίαν ολάκερη μέρα με κατηχούσε, για να μου πάρει το ναι. Δεν θα ήταν αλήθεια αν έλεγα πως δεν το ήθελα. Όποιος κάμει τρεις φορές το προσκύνημα στη Σουμελά, είναι σαν να πήγε μια φορά στον Αγιο Τάφο, έλεγαν οι γέροι. Κι εγώ το είχα κάμει μια φορά μονάχα. Με τρόμαζε όμως το τόλμημα. Και οι κίνδυνοι. Μοναχοί μας, χωρίς συντροφιά ηλικιωμένων ανθρώπων, είχα το φόβο πως δεν θα τα βγάζαμε πέρα με το καλό. Μια φορά τον περάσαμε τον δρόμο. Και ξέραμε πως εκεί, προς τα Καμένα, το μονοπάτι εδιχάλωνε σε ένα σημείο κι όλοι λέγανε πως ήταν εύκολο να μπερδευτεί κανείς εκεί και να χαθεί αν δεν είχε καλωσύνη. Και ο καλός καιρός στα μέρη εκείνα ήταν λαχείο. (…)
Δεν ξεκινήσαμε “σύννυχτα”, γιατί τον αγαπούσαμε κ΄ οι δύο μας τον αυγινό ύπνο. Δε βγήκε όμως ο ήλιος, όταν αφού σκαρφαλώσαμε “κοφτά” “ας τα Πλακία” αφήσαμε πίσω μας τα “Κώμια”, του “Κολέα” και ζυγώναμε στον “Καταρράκτη”. (…)
-Κρατείς λεπτά μαζί σου; Ρώτησε ο Γέρικας. Του είπα για τις πενήντα παράδες. Είχε κι εκείνος άλλες τριάντα. Μας φτάνανε. Το πολύ που θα μας χρειαζόντανε ήταν να πληρώσουμε κάναν Τούρκο τσομπάνη, αν χρειασθεί, να μας δείξει το μονοπάτι. (…)
Οι καλύβες του Μετζητιού ήσαν αδειανές. Της Αησιωτήρας, στις 6 Αυγούστου, τελειώνει ο θέρος στα τσαΐρια και τότες κατεβαίνουν από τα ψηλά οι ρωμάνες, κι οι βουκόλοι και τα γελάδια στα χαμηλά. Έτρεξα όμως να δω την καλύβα του παππού, το Χατζηφωτέικο, και σμίξαμε πάλι στη βρύση για να ξεδιψάσουμε, γιατί πολύ δρόμο από δω και πέρα δεν θα βρίσκαμε νερό. Τώρα το δρομάκι άνοιγε στο φρύδι του διάσελου μονότονο, ατελείωτο. Αφήκαμε δεξιά το Μυλοκοπείον, το νταμάρι όπου έκαβαν τις μυλόπετρες. Προσπεράσαμε τον Αηστοφόρο, λαραχανίτικο στανοτόπι.
Ενα κοπάδι, θα ήταν καμιά διακοσαριά πρόβατα, ερχόταν προς το μέρος μας. (…) Ηταν οι πρώτες ζωντανές ψυχές από τον Αεν-Ζαχαρέαν κι εδώθε που ανταμώναμε. Θα ήταν οι τελευταίες. Τούτη η σκέψη μας έκανε να πάρουμε γρήγορα γρήγορα την απόφαση να ρωτήσουμε για το δρόμο. Ο Γερίκας προχώρησε κι έπιασε κουβέντα. Κουβέντα είναι ένας λόγος. Το τι θα ρωτούσαμε το είχαμε μιλήσει όχι μια φορά στο δρόμο. Εξεσκονίσαμε τις λιγοστές απαραίτητες λέξεις που ξέραμε. Και δοκιμάσαμε να τις βάλουμε στην αράδα. Ετσι όπως τα μωρά.
- Μαριάμ ανά, γιολού.
Θα ρωτούσαμε το δρόμο της Παναγίας, κι αυτός θα καταλάβαινε. Κι αλήθεια, δε δυσκολεύτηκε να μπει στο νόημα αμέσως. Είδα ν΄ ανοίγει μεγάλα τα μάτια του. Ηταν απορία στο βλέμμα του και θαυμασμός, αλλά ήταν και φιλία. Πρόσχαρη παιδική ανταπόκριση.
Για το Μοναστήρι; Δεν έχουμε να περπατήσουμε πολύ ακόμα, ως εκεί που χωρίζει το μονοπάτι. (…)
Ανεβήκαμε τη μεγάλη πέτρινη σκάλα, με τα εξήντα στενά σκαλοπάτια της και φτάσαμε στην πύλη. Στη Σουμελά αν δεν δρασκελίσεις αυτή την πόρτα, ούτε βλέπεις, ούτε μαντεύεις τίποτα. Κι αφού μπεις θα κατέβεις άλλα εκατό παραπάνω από διπλάσια, ξύλινα ετούτα. Μόνο τότε θα αρχίσει να σου αποκαλύπτεται η πελώρια σπηλιά, όπου η ευλάβεια των γενεών δουλεύοντας με υπομονή και με αγάπη, πολλούς αιώνες, την έκανε ασκητήριο ψυχών και προσκύνημα λαών. Την γέμισε εκκλησίες και παρεκκλήσια και μελετητήρια και σκήτες. Την ζωγράφισε και την ωράισε και τα έβαλε όλα στην υπηρεσία της πνευματικότερης ανθρώπινης ανάγκης, της λατρείας του Θεού. Η Σουμελά είναι ένας πελώριος οικισμός, όπου τ΄ αχνάρια όλων των εποχών, από τότε που πρωτοστήθηκε, τα ξεχωρίζεις στην αδιάλειπτή τους συνέχεια. Θεμελιωμένος πάνω σε γκρεμό που κατηφορίζει δασωμένος προς την κοιλάδα που την μαντεύεις, δεν την βλέπεις… έχεις την εντύπωση πως μετεωρίζεσαι πάνω από κόσμο αλλοτινό. Τετραώροφο είναι τούτο το κτίσμα του κεντρικού ξενώνα.
Άλλο τόσο, όσο του ξενώνα το ύψος, πιάνει η πέτρινη θεμελίωση με τις αποθήκες του Μοναστηριού και δεν κατορθώνει όλο τούτο το ανθρώπινο κτίσμα να φτάσει στα μισά του ύψους της θεόρατης πύλης, που τελειώνει σε ένα ημιθόλιο, σαν τα γνώριμα του Αγίου Βήματος των Βυζαντινών μας εκκλησιών. Κάτω από αυτό το ημιθόλιο, σε μια αρμονική αταξία συνωθούνται κελιά, ξενώνες, καμπαναριά, εκκλησίες, προαύλια παλιά και νεότερα, όπου τις ημέρες του Δεκαπενταύγουστου βούιζαν σαν μελίσσια χιλιάδες ανθρώπων. »Στο κέντρο του ημιθόλιου, λίγο ψηλότερα από το επίπεδο του τελευταίου ορόφου των ξενώνων, ένα άλλο βαθύτερο άνοιγμα στην κοιλιά του βράχου σχηματίζει το καθολικό της Κοιμήσεως, που μονάχα η πρόσοψις και η γωνία του μεσημβρινού του κλήτους αντιπροσωπεύει ανθρώπινο κτίσμα. Όλη η ορoφή της δεύτερης τούτης σπηλιάς είναι ιστορημένη από τη μια άκρη ως την άλλη. Ιστορημένοι και οι κτιστοί τοίχοι μέσα κι όξω, όπως και όλη η εξωτερική επιφάνεια του κουβουκλίου του Αγίου Βήματος, που ξεβαίνει λίγο πλάγια, προς τα αριστερά της πρόσοψης, μικρό σαν κομψοτέχνημα, με τον μικρό του τρούλο και με την λεπτότητα των γραμμών και τη χάρη της Γοργοεπήκοης της Αθήνας.
Ο χρόνος, οι ομίχλες και οι καπνοί έχουν αδικήσει την πλούσια εικονογράφηση. Μικρός όσες φορές πήγαινα, με στεναχωρούσε πολύ η αδυναμία μου να τους εξηγώ τούτους τους σκοτεινούς τετράγωνους πίνακες στους τοίχους, ένοιωθα την ίδια αδυναμία και την ίδια περιέργεια που νοιώθει κανείς μπροστά σε βιβλίο, όπου τα γράμματα του είναι γνωστά, άγνωστες όμως οι λέξεις. Μεγάλος όμως δεν είχα την τύχη να τις ξαναδώ…».

Το κείμενο του Σταύρου Κανονίδη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ποντιακή Εστία», τχ. 484-488, 1951
Πηγή: http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artid=4589074

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου