Μιά φορά ήταν μιά γυναίκα. Εις τη στράταν της μιάν ημέρα εσυνάντησε τον Ιησού Χριστό. Τον Χαιρέτησε, του έβαλε μετάνοια, του φίλησε το χέρι και του λέγει:
-Σε περιμένω αύριο να ΄ρθεις στο σπίτι μου. Θα κάμω ετοιμασία. Θα’ ρθείς; -Θά έρθω. Πήγε τότε η γυναίκα,μάνι-μάνι σκούπισε,σφουγγάρισε, έβαλε τα τραπεζομάντιλα της τα καλά… Τα έκαμε ούλα ταιριαστά. Μαγείρεψε κιόλας, έβαλε τα πιάτα στο τραπέζι, όλα έτοιμα και περίμενε τον Ιησού Χριστό να ‘ ρθεί. Περίμενε, περίμενε… Νάσου ανέφανε ένας γέρος.
– Κάμε ελεημοσύνη, κόρη μου.
– Χάτε, άμε στην δουλειά σου. Καρτερώ ξένους εγώ.
Τον έδιωξε. Ύστερα από λίγο φάνηκε ένας άλλος.
– Μα πάει ένας, έρχεται άλλος; Εγώ καρτερώ ξένους, και θα μου κουβαληθείτε σεις οι γέροι; Κάμνετε στη δουλειά σας.
Ύστερα φάνηκε μια γερόντισσα. Την έδιωξε και αυτή.
Καρτέρει, καρτέρει, Χριστός δεν εφάνη.
Την άλλη μέρα, από το πρωΐ βγήκε έξω η γυκαίκα. Πήγε να εύρη τον Χριστό. Λαλεί του:
– Εχθές σε περίμενα να ‘ ρθείς όλη μέρα κι έκαμα ετοιμασία…
– Ήρθα τρείς φορές, λαλεί της, κι μ΄έδιωξες. Τρείς φορές ήρθα και μ΄έδιωξες. Τρείς φορές ήρθα και μ ‘ έβγαλες έξω.
– Πότε ήρθες; Δεν σε είδα.
– Δεν με είδες; Εκείνος ο γέρος ποιος ήταν; Ο άλλος ο άρρωστος ποιος ήταν; Η γερόντισσα που ήρθε ποιος ήταν;
Έμεινε τότε η γυναίκα ξερή κι ‘ εθώρεν τον. Δεν ήξερε τι να πει.
Τώρα όταν έρθει ένας φτωχός, νομίζουμε πως δεν είναι ο Ιησούς Χριστός. Δεν ακούεις που λαλεί ο Χριστός: αν δεν είδες εμένα, είδες τον αδελφό μου τον ελάχιστο;
-Σε περιμένω αύριο να ΄ρθεις στο σπίτι μου. Θα κάμω ετοιμασία. Θα’ ρθείς; -Θά έρθω. Πήγε τότε η γυναίκα,μάνι-μάνι σκούπισε,σφουγγάρισε, έβαλε τα τραπεζομάντιλα της τα καλά… Τα έκαμε ούλα ταιριαστά. Μαγείρεψε κιόλας, έβαλε τα πιάτα στο τραπέζι, όλα έτοιμα και περίμενε τον Ιησού Χριστό να ‘ ρθεί. Περίμενε, περίμενε… Νάσου ανέφανε ένας γέρος.
– Κάμε ελεημοσύνη, κόρη μου.
– Χάτε, άμε στην δουλειά σου. Καρτερώ ξένους εγώ.
Τον έδιωξε. Ύστερα από λίγο φάνηκε ένας άλλος.
– Μα πάει ένας, έρχεται άλλος; Εγώ καρτερώ ξένους, και θα μου κουβαληθείτε σεις οι γέροι; Κάμνετε στη δουλειά σας.
Ύστερα φάνηκε μια γερόντισσα. Την έδιωξε και αυτή.
Καρτέρει, καρτέρει, Χριστός δεν εφάνη.
Την άλλη μέρα, από το πρωΐ βγήκε έξω η γυκαίκα. Πήγε να εύρη τον Χριστό. Λαλεί του:
– Εχθές σε περίμενα να ‘ ρθείς όλη μέρα κι έκαμα ετοιμασία…
– Ήρθα τρείς φορές, λαλεί της, κι μ΄έδιωξες. Τρείς φορές ήρθα και μ΄έδιωξες. Τρείς φορές ήρθα και μ ‘ έβγαλες έξω.
– Πότε ήρθες; Δεν σε είδα.
– Δεν με είδες; Εκείνος ο γέρος ποιος ήταν; Ο άλλος ο άρρωστος ποιος ήταν; Η γερόντισσα που ήρθε ποιος ήταν;
Έμεινε τότε η γυναίκα ξερή κι ‘ εθώρεν τον. Δεν ήξερε τι να πει.
Τώρα όταν έρθει ένας φτωχός, νομίζουμε πως δεν είναι ο Ιησούς Χριστός. Δεν ακούεις που λαλεί ο Χριστός: αν δεν είδες εμένα, είδες τον αδελφό μου τον ελάχιστο;
πηγή: Πνευματικά Θησαυρίσματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου