9 Οκτ 2010

Μελετίου ιεροδιακόνου του Βατοπαιδινου Λόγος και διήγηση για την εύρεση του λειψάνου του οσίου Ευδόκιμου του Νεοφανούς

Eυλόγησον Πάτερ, Ο Θεός πάντοτε κάνει θαύματα και θα συνεχίσει να θαυ­μα­τουρ­γεί με σκοπό να επαναφέρει τον άνθρωπο στην τιμητική θέση «του κατ’ εικόνα» στην οποίαν βρισκόταν και την οποίαν έχασε με τη πτώση. Όποιος παρασύρεται από τις υλικές αισθήσεις, εξα­πα­τά­ται από τις επιθέσεις τους, και δεν έχει χρόνο να εξετάσει τον εαυ­τόν του και να σκεφθεί όχι μόνο όσα αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις του, αλλά όσα είναι αληθινά. Ούτε θυμάται το σωτήριο λόγο, δη­λα­δή ότι «άνθρωπος δεν είναι αυτό πού φαίνεται», ώστε αφου κα­τα­νο­ή­σει την τιμητική θέση και την καταγωγή του από το Θεό να ανε­βαί­νει νοερά προς αυτόν. Αν απελευθερωνόταν από τη δουλεία στα υλικά, χωρίς πολλή προσπάθεια, θα μπορουσε να αντι­λη­φθεί πόσα θαύματα κάνει μπροστά του, ο πάντοτε φιλάνθρωπος Θεός, πού με αυτά τον καλεί να γυρίσει κοντά Tου.
Ποιός αμφιβάλλει ακόμη, ότι με θεϊκό θαυμα γνωρί­σα­με την αγιότητα του μοναχου-Οσίου Ευδοκίμου, ο οποίος έζη­σε μαζί μας στη Μονή του Βατοπαιδίου, για την οποία σήμερα γιορ­τά­ζουμε; Και όσοι, κάτα θείαν πρόνοιαν, είμαστε παρόντες είδα­με τον τόπο πού ήταν ξαπλωμένον το λείψανο του νεοφανους Αγίου, ο οποίος ήταν ντυμένος με το μοναχικό του ράσο και κρατουσε στα χέρια του μια παλιά ει­κό­να της Θεομήτορος. Αλλά όσοι δεν τον είδαν, ά­κου­οντας όμως ότι στο Βατοπαίδι ανεφάνη νέος άγιος, θα επιθυ­μουν να μάθουν, το πώς και πότε και ποιός ήταν. Για τους λόγους αυτούς συντάξαμε την πα­ρα­κά­τω διήγηση, στην οποίαν εκθέτουμε όσα βρισκόμενοι παρόντες εί­δα­με, η οποία θα ωφελήσει τους μετα­γενεστέρους, και όσους προτιμήσουν την μοναχική ζωή, αλλά και κάθε χριστιανό.
Είναι γνωστό, σε  όλους τους χριστιανούς, και μάλιστα σε όσους εγκατέλειψαν τον κόσμον και προ­τί­μη­σαν τη μοναχική ζωή και ασχολουνται με αυτήν με όλες τους τις δυνάμεις, πώς επι­τυγ­χάνεται ο αγιασμός. Γιατί μάς διδά­σκουν το δρόμο της σωτηρίας τα ιερά λόγια της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, αλλά και πλήθος από θεολογικά και Πατερικά συγ­γράμ­ματα, βίοι Αγίων, Μαρτύρων και Οσίων μάς φανερώνουν τον τρόπο αποκτήσεως της αγιότητος. Νο­μί­ζω, λοιπόν, ότι είναι πε­ριτ­τό, να μιλάμε γι’ αυτά, σ’ αυτούς πού τα γνω­ρί­ζουν· το να διηγούμαστε όμως τα θαύματα του Θεου, και μάλιστα στις μέρες μας, είναι για όλους μας πολύ ωφέλιμο.
Η κοίμηση του Αγίου
Δεν φαίνεται να πέρασε πολύς καιρός από τη κοίμηση του αγίου μέχρι την εύρεση του λειψάνου του, αν υπολογίσει κανείς βλέποντας τα οστά πού βρίσκον­ταν γύ­ρω και πάνω από το λείψανο του και πού δεν ήταν πολλά.
Το ότι δεν πέρασε πολύς καιρός αποδεικνύεται και από το ότι το λείψανο ήταν τοποθετημένο στο νεόκτιστο μέρος του κοι­μη­τη­ρί­ου, το οποίο κατασκευάστηκε μετά την άλωση της Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως.
Δεν πρέπει δε να πέρασαν περισσότερα από εκατό πενήντα χρό­νια από την εποχή μας, από την κοίμηση του Αγίου, όπως μπορουμε να συμπεράνουμε από την κατασκευή και το ύφασμα του επενδύτη (πανο­φο­ριου) του Αγίου.
Ας δουμε όμως τα γεγονότα της ευρέσεως του Αγίου λει­ψά­νου και έτσι θα φανή νομίζω και ποιός ήταν ο Άγιος.
Εύρεση του λειψάνου του Αγίου Ευδοκίμου

Το 1840 επίτροπος της Μονής Βατοπαιδίου ήταν ο πα­νο­σι­ό­τα­τος Αρχιμανδρίτης Φιλάρετος, ο οποίος καταγόταν από το χωριό «Τεσσαρακοντόνεω» δηλ. Σαράντα Εκκλησιές της επαρχίας Ορε­στι­ά­δος. Τον βο­η­θου­σαν στη διοίκηση της Μονής ο Δικαίος Σε­ρα­φείμ και ο Γραμματέας Νι­κη­φό­ρος.
Ο πανοσιότατος Αρχιμανδρίτης αείμνηστος Ιάκωβος, πρώην Σκευοφύλακας, βλέποντας ότι ο δυτικός τοίχος του κοιμη­τη­ρίου, πού βρίσκοταν κάτω από το νάρθηκα του νεωτέρου μέρους κοιμη­τη­ρίου υπέστη ρωγμή, κινούμενος από ευσεβή διάθεση, θέλησε να τον ξα­να­κτί­σει με δικά του έξοδα. Κάλεσε λοιπόν τεχνίτες για την κατα­σκευή της οικοδομής, και τοποθέτησε επιστάτη και υπεύθυνο, για την παρακολούθηση των εργασιών, το συγκάτοικό και συνώ­νυμό του Ιάκωβο.
Αφου γκρέμισαν την στέγη, πού ήταν πάνω από το νάρθηκα και το μέρος του νάρθηκα, πού στηριζόταν πάνω στον  ετοι­μόρ­ρο­πο τοίχο, έπεσαν πολλά υλικά, χώμα και πέτρες, πάνω στα οστά, πού υπήρχαν μέσα στο σκοτεινό Κοιμητήριο, πού κτίστηκε με­τα­γε­νέ­στε­ρα. Έπρεπε λοιπόν να αδειάσει ο χώρος του γκρεμισμένου και σκοτεινου Κοιμητηρίου και να μεταφερθουν έξω από αυτό τα ανα­κα­τε­μέ­να με τα οστά υλικά. Μετά την ανοικοδό­μηση θα το­πο­θε­τουν­ταν πάλι, αφου καθαρίζονταν, τα οστά.
Η μεταφορά των υλικών του γκρεμισμένου Νάρθηκα και ο διαχωρισμός τους από τα οστά γινόταν από τρεις εργάτες, οι οποίοι άρχισαν  εργασίαν την Δευτέρα και συνέχισαν την Τρίτη. Την Τε­τάρ­τη, 1η Οκτωβρίου, δύο ώρες περίπου προ μεσημβρίας, μια ευ­ω­δία εφέρετο στον αέρα, πού έκαμε τους εργάτες να απορουν. Ο επό­πτης των έργων Ιάκωβος είπε στους εργάτες να μεταφέρουν με προ­σο­χή τα χώματα και τα άλλα σπασμένα οικοδομικά υλικά, γιατί η ευωδία, πού έβγαινε ήταν σημάδι αγιότητος, και μήπως εκεί βρι­σκό­ταν παραχωμένο κάποιο άγιο λείψανο. Πράγματι το λείψανο βρέ­θη­κε μετά από λίγη ώρα κάνοντας περισσότερο αισθητή την ευ­ω­δία, η οποία γέμισε όλον το γύρω χώρο.


Η θέση του λειψάνου
Η θέση του λειψάνου ήταν η εξής. το κρανίο ήταν όλο φα­λα­κρό τοποθετημένο πάνω στους σπονδύλους του αυχένα. Το υπό­λοι­πο σώμα ήταν ντυμένο με κά­ποιο βαμβακερό χιτώνα. Τα οστά ήταν κον­τά το ένα στο άλλο, συγ­κρα­τη­μέ­να σε άλλα μέρη από τους τέ­νον­τες και σε άλλα μέρη από ένα λεπτό δέρμα του περιοστέου. Ολό­κληρο το σώμα στη­ρι­ζό­ταν στον αριστερό ώμο και μηρό και ήταν στραμμένο προς ανατολάς βλέποντας προς τον τοί­χο του πα­λαι­ου καμαρωτου Κοι­μητηρίου. Οι κνή­μες ακουμπουσαν στα μη­ριαία οστά και τα γό­να­τα στα πλευρά. (Όπως δηλαδή γονα­τί­ζου­με για να κάνουμε εδα­φιαίες μετάνοιες). Τα χέ­ρια του ήταν το­πο­θε­τη­μέ­να πάνω στο στήθος σε σχήμα σταυ­ρου. Κάτω δε από το δεξί χέρι βρι­σκόταν μια παλιά εικό­να, πού φαι­νό­ταν να είναι της Θεοτόκου Βηματαρίσσης.
Αφου λοιπόν βρέθηκε το άγιο λείψανο σε αυτή τη στάση και γέμιζε με πολύ με­γά­λη ευωδία το χώρο, αυτό έκανε και τους εργάτες και τον επό­πτη Ιά­κω­βο να θαυμάζουν. Το γεγονός γνωστοποιήθηκε στον επί­τρο­πο Φι­λά­ρε­το και στους άλλους πατέρες της Μονής.
Θαυμασμός για τον νεοφανέντα Άγιο
Τότε βρίσκονταν στο Βατοπαίδι και δύο Αρχιερείς. Ο πρώ­ην Σμύρνης Χρύσανθος,- εξόριστος γιατί έγραψε κατά των Λου­θη­ρα­νών και Καλβινιστών-, και ο πρώην Ορεστιάδος ή Αδρι­α­νου­πό­λε­ως Γρηγόριος. Ήλθαν οι Αρχιερείς, ο Επίτροπος και άλλοι και αφου είδαν το λείψανο στη θέση πού περιγράψαμε κοίταζαν ο ένας τον άλλο σιωπηλοί και θαυμάζαν για την εκπεμπόμενη ευωδία.
Τότε είπε ο Σμύρνης Χρύσανθος.
«Γιατί θαυμάζετε σιωπηλοί, σεβαστοί Πατέρες; Με θαυμα δεν μάς φα­νέρωσε ο Θεός την αγιότητα αυτου του Πατέρα, του οποίου βλέ­πο­με το λείψανο και οσφραινόμαστε ουράνιο ευωδία; Ποιός άλλος, παρά ο Θεός μας, γέμισε με αυτό τον τρόπο το λεί­ψα­νο με μυρον; Ποιός άλλος το έλουσε με τέτοια θεϊκή ευωδία, η οποία ξα­πλώ­νε­ται σε όλον το γύρω μας χώρο; Πώς είναι δυνατόν τα οστά και οι σαπισμένες σάρκες να βγάζουν τέτοια ευωδία; Ακό­μη και ο Λά­ζα­ρος, πού κλείσθηκε τέσσερεις μέρες στον τάφο, έβ­γα­ζε δυσοσμία, όπως μαθαίνομε από το Ευαγγέλιο. «Κύριε, ήδη όζει· είναι τέσ­σε­ρεις μέρες (στόν τάφο)». Και πράγματι έτσι συμβαίνει. Γιατί και τα ίδια τα οστά, όταν διαλυθεί το σώμα, έχουν μια γήϊνη, υπό­σαρ­κη και ανυπόφορη δυσοσμία. Αυτό όμως το λείψανο γεμίζει την ανα­πνοή μας με μυρο. Αυτό το διαπιστώνουμε και από τα άλλα οστά πού εί­ναι γύρω και δίπλα απ’ αυτό του Αγίου και ιδιαίτερα από όσα βρίσκονται μακριά του, τα οποία δεν έχουν καθόλου τέτοια ευωδία. Γιατί όσα βρί­σκον­ται κοντά του πήραν λίγη από την ευ­ω­δία του.
Ας μην απιστουμε λοιπόν, στο θεϊκό θαυμα, με το οποίο φα­νε­ρώ­νε­ται σε μάς από τον Θεόν ότι αυτό είναι λείψανο Αγίου. Ας μην απιστουμε, επαναλαμβάνω, στο θαυμα, γιατί πρόκειται για πρα­γμα­τι­κό θαυμα, για τους λόγους, πού είπα προηγουμένως. Αλ­λά να δοξάσομε τον Θεόν, πού πάντοτε γίνεται θαυμαστός διά των αγίων του και ας τιμήσωμεν τον Άγιο του».
Ενώ τα έλεγε αυτά συμφώνησαν μαζί του ο Αδριανουπόλεως Γρηγόριος και όλοι οι παρευρισκόμενοι και αναφώνησαν: «Είναι μεγάλος ο Θεός των χριστιανών». Και αφου δόξασαν τον Θεό, με­τέ­φε­ραν με ευλάβεια το ιερό λείψανο στο ναό των Αγίων Απο­στό­λων, πού βρίσκεται πάνω από το παλαιό κοιμητήριο. Επέστρεψαν στη Μονή δοξολογώντας και πάλι τον Θεό για το θαυμα, έχοντας στη σκέψη τους το νεαφανέντα Άγιο και όσα συ­νέ­βη­σαν.
Ο Άγιος ονομάζεται «Ευδόκιμος»
Την επομένη ημέρα, συγκεντρώθηκαν οι διοικουντες μαζί με τον επίτροπο Φιλάρετο και σκέπτονταν μαζί με τους γηραιότερους και περισσότερο σεβαστούς πατέρες της Μονής αφ’ ενός για το όνο­μα του Αγίου, πού δεν γνώριζαν –διότι δεν ήθελαν να τιμουν χωρίς όνομα τον νέο Άγιο της Μονής τους– και αφ’ ετέρου πώς βρέθηκε σε τέτοια θέση αυτό το άγιο λείψανο μέσα στο Κοιμητήριο πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νο από πολλά οστά, πού ήταν τοποθετημένα γύρω και πάνω του χωρίς τάξη.
Και όσον αφορά το όνομα του Αγίου μετά από συζήτηση θε­ώ­ρη­σαν όλοι εύλογο να δώσουν σ’ αυτόν κάποιο προσωρινό όνο­μα, επειδή αποφάσισαν να τελέσουν και αγρυπνία εξ αιτίας της ευ­ρέ­σε­ως του αγίου λειψάνου και να δοξολογήσουν τον Θεό, πού μάς τον φανέρωσε με θαυμα.
Ομόφωνα, λοιπόν, αποφάσισαν να τον ονομάσουν «Ευ­δό­κιμον», λέγοντας ότι ο Θεός ευδόκησε να θαυματουργήσει σε μάς, στη δική μας εποχή, πού περιφρονείται η χριστιανική ευσέβεια και η πίστη, ώστε να επαναφέρει όλους τους χριστιανούς στο δρόμο του, επειδή αυτοί αφου απομακρύνθηκαν από αυτόν, ζουν άθλια μέσα στην αμαρ­τία και προετοιμάζουν την αιώνια τιμωρία τους. Εμάς δε πού δι­α­λέ­ξα­με τη μοναχική ζωή να παρακινήσει στη μίμη­ση της ενά­ρε­της ζωής, η οποία προκαλεί τον αγιασμό.
Είπαν δε ότι «άν τον Άγιο δεν τον ευχαριστεί να εγ­κω­μι­ά­ζε­ται με το όνομα “Ευδόκιμος”, ας ευδοκήσει αυτός να κάνει γνωστό το πραγματικό του όνομα». Αν όμως του αρέσει και δέχεται το όνο­μα αυτό, πού είναι κατάλληλο στην εποχή μας, γιατί φανερώνει την θεία θέληση για τη σωτηρία των χριστιανών, πού βρίσκονται στη πλάνη, ας δεχθεί την ονομασία πού του δώσαμε. «Ναί, Άγιε», είπαν «σου δώσαμε αυτό το όνομα κινούμενοι από ευσεβή προαίρεση». Έτσι, λοιπόν, το όνομα «Ευ­δό­κι­μος» με ομόφωνη γνώμη των μο­να­χών του Βατοπαιδίου και των δύο παρευρεθέντων αρχιερέων επι­κυ­ρώ­θη­κε επίσημα στον Άγιο.
Πώς βρέθηκε το λείψανο του Αγίου στο Κοιμητήριο;
Πολλές γνώμες ειπώθηκαν για εξηγήσουν το πώς βρέ­θη­κε, στη θέση πού είπαμε παραπάνω, το λείψανο του αγίου. Έγινε δε­κτή όμως, ως πιο ορθή και λογική η γνώμη του γραμματέα Νι­κη­φό­ρου, ο οποίος είπε:
«Ο Άγιος αν και προέβλεψε την ώρα του θα­νά­του του, δεν εί­πε τίποτε σε κανένα αδελφό της Μονής. Πήρε στην αγκαλιά του την σεβάσμια εικόνα (τής Θεοτόκου), βγήκε κρυφά από το μο­να­στή­ρι, μπήκε στο σκοτεινό κοιμητήριο –θεωρώντας ότι έτσι θα δι­έ­φευ­γε της προσοχής– και  αφου είπε τό: «Κύριε, στα χέρια σου παραδίδω το πνευμα μου», άφησε την τελευταία του πνοή και ανέ­βη­κε στις αι­ώ­νι­ες Μονές».
Αυτή, λοιπόν, η γνώμη επικυρώθηκε από όλους και φά­νη­κε να είναι εμπνευσμένη από το Θεό, γιατί και τα γεγονότα φαίνονταν ότι έτσι έγι­ναν στην πραγματικότητα.  Γιατί, αν ο Άγιος θαβόταν κατ’ αρχάς έξω από το Κοιμητήριο, πώς δεν αισθάνθηκαν την ευ­ω­δία του αγί­ου λειψάνου αυτοί πού το ξέθαψαν και το μετέφεραν μέ­σα στο κοιμητήριο κατά την ανακομιδή; Πώς δεν απόρησαν βλέ­πον­τας το λείψανο να είναι ακόμα ντυμένο με ρουχα, τα οστά να είναι ενωμένα και να έχει στην αγκαλιά του την ιερή εικόνα; Πώς το γε­γο­νός αυτό πέρασε απα­ρα­τή­ρη­το, χωρίς να πουν κάτι ή να το γρά­ψουν στον νεκρώσιμο κατάλογο; Ούτε για την εικόνα, ούτε για το λείψανο, ούτε για το έν­δυ­μά του μίλησε κανείς, πράγμα εντελώς ανεξήγητο.
Εάν πάλι υποθέσομε ότι τον έθαψαν στο σκοτεινό Κοι­μη­τή­ριο, πώς τον τοποθέτησαν μαζί με την εικόνα και γιατί τον έβαλαν μόνον αυτόν εκεί, στο χώρο πού μάζευαν τα οστά των πατέρων και τα τοποθετουσαν σωριασμένα χωρίς τάξη; Είναι απίθανο και δεν φαίνεται εύλογο να θάπτονταν τα σώματα των κοιμηθέντων πα­τέ­ρων εκεί· επειδή το νεόκτιστο αυτό κοιμητήριο ενωνόταν με ένα πα­ρά­θυ­ρο με το παλιό και κάτω από το ναό καμαρωτό κοιμητήριο, και μόνο από αυτό (το παράθυρο) μπορουσε να μπεί κάποιος στο μικρό και νεόκτιστο.
Αλλά και αυτό να το δεχθουμε, αν και είναι απίθανο, πώς όταν έμπαιναν και τοποθετουσαν τα νεκρά σώματα δεν έβλεπαν το λείψανο, πού βρισκόταν εκεί, σ’ αυτή τη στάση; Γιατί δεν μπο­ρούσαν να μπαίνουν στα σκοτεινά, αλλά έπρεπε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν φώς, όταν τοποθετουσαν τα σώματα. Και επί πλέον το ότι τα οστά των άλλων πατέρων βρίσκονταν σωριασμένα χωρίς τά­ξη α­ναι­ρεί πλήρως την πιθανότητα να θάβονταν οι κεκοιμημένοι πα­τέρες εκεί. Για όλους τους παραπάνω λόγους φάνηκε αληθινή, και έγινε δε­κτή, χωρίς αντίρρηση, η γνώμη του γραμματέα Νικηφόρου.

Πηγή: www.vatopaidi.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου