Ο ‘Αγιος Νεκτάριος, κατά κόσμον Αναστάσιος Κεφάλας εγεννήθη την 1ην Οκτωβρίου του 1846 (βεβαίως με το παλαιόν ήμερολόγιον) εις την Σηλυβρίαν της Θράκης από γονείς ευσεβείς, τον Δήμον και την Βασιλικήν. Η οικογένεια του απετελεϊτο εκ πέντε ή εξ ακόμη τέκνων. Την πρώτην εγκύκλιον παιδείαν έλαβεν εις την γενέτειράν του, εν συνεχεία δε μετέβη εις Κωνσταντινούπολη, όπου ηργάσθη εις καπνοπωλείον προς εξοικονόμησιν του επιουσίου άρτου.
Η ιδιαιτέρα αγάπη του προς την Εκκλησίαν και ειδικώτερον προς την μελέτην των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας εφάνη λίαν ενωρίς. Παραλλήλως προς την κοπιαστικήν εργασίαν του καπνοπωλείου εύρισκε χρόνον να αποδελτιώνη χωρία εκ της Αγ. Γραφής, εκ των αγίων Πατέρων, αλλ ‘ ακόμη και εκ των Ελλήνων φιλοσόφων. Ταύτα εξέδωσεν αργότερον εις δυο τόμους υπό τον τίτλον «Ιερών και φιλοσοφικών λογίων θησαύρισμα». Θέλων ευθύς εξ αρχής να καταστήση κοινωνούς και τους άλλους των θησαυρών τούτου και μη έχων τα προς τούτο α ναγκαία χρήματα ηναγκάζετο, ως ο ίδιος παρατηρεί, «να χρησιμοποιή ως δημοσιογραφικά φύλλα τα χάρτινα καπνοσακκίδια των εν Κωνσταντινουπόλει καπνοπωλών». « Επι ικανού αριθμού τοιούτων φύλλων», παρατηρεί, «έγραφον καθ’ εκάστην διάφορα εκ των θησαυρισθέντων γνωμικών, όπως οι χρώμενοι τούτοις εκ περιέργειας αναγινώσκοντες τα γεγραμμένα, διδάσκωνται τα σοφά και ωφέλιμα».
Από τον χρόνον της εν Κων/λει παραμονής του αναφέρομεν και εν περιστατικόν, το οποίον μνημονεύει ο βιογράφος του μοναχός Αβμέλεχ και το οποίον μας υπενθυμίζει ανάλογον περιστατικόν εκ της ζωής του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, ότε μετέβαινεν δια σπουδάς εξ Αλεξανδρείας εις Αθήνας.
Ενώ ευρίσκετο εν πλω, εκ Κωνσταντινουπόλεως προς την ιδιαιτέραν του πατρίδα ηγέρθη τόσον φοβερά τρικυμία, ώστε εκινδύνευσε να καταποντισθή μαζί με τους συνεπιβάτας. Και συνεχίζει ο βιογράφος: «Βλέποντας ο Αναστάσιος να σχίζεται και να πέφτη το πανί στη θάλασσα ξαφνικά έβγαλε τη ζώνη του και με αυτή το έδεσε και το συγκρατούσε, παρακαλώντας τον Θεόν με στεναγμούς… «Θεέ μου, σώσε με να σπουδάσω, να γίνω θεολόγος, για να αποστομώσω αυτούς που υβρίζουν το θείο σου όνομα». Και το θαύμα έγινε».
Εις ηλικίαν είκοσι ετών εγκαταλείπει την Κων/λιν και αναλαμβάνει καθήκοντα δημοδιδασκάλου εις το χωρίον Λίθειον της Χίου. Εις την θέσιν αυτήν υπηρέτησεν επί μίαν επταετίαν ζων με αυστηράν λιτότητα, κηρύσσων δε ανελλιπώς τον θείον λόγον εις τους ναούς. Την εποχήν εκείνην επεσκέπτετο τακτικώς τον διακρινόμενον δια την αγιότητα του όσιον Παχώμιον, ηγούμενον της ιεράς μονής των αγίων Πατέρων, δια να λαμβάνη συμβουλάς. Εν συνεχεία έχων έμφυτον κλίσιν προς τον μοναχικόν βίον και την ιερωσόνην εισήλθεν ως δόκιμος μοναχός εις την γνωστήν Νέαν Μονήν της Χίου, όπου εκάρη μοναχός την 7ην Νοεμβρίου του 1876 ονομασθείς Λάζαρος.
Πρέπει να υπογραμμισθή ότι πριν καρή μοναχός εξήντλησε το χρονικόν περιθώριον της τριετίας, συμφώνως προς τους κανόνας των Πατέρων. Ολίγον χρόνον μετά την μοναχικήν του κουράν, δηλ. την 15ην Ιανουαρίου του 1877, εχειροτονήθη διάκονος υπό του μητροπολίτου Χίου Γρηγορίου λαβών το όνομα Νεκτάριος.
Εις την προσπάθειάν του να εξοπλισθή με όλα τα απαραίτητα εφόδια δια την επιτέλεσιν της υψηλής του αποστολής αποφασίζει να συνέχιση τας σπουδάς του. Με χρήματα του εκ Χίου Ιωάννου Χωρέμη μεταβαίνει εις Αθήνας προς ολοκλήρωσιν των γυμνασιακών του σπουδών. Μετά τριετίαν, δηλ. το 1880, ο νεαρός διάκονος επιστρέφει εις την μονήν του όπου μένει εν έτος δια πνευματικόν ανεφοδιασμόν και εν συνεχεία επιστρέφει εις Αθήνας δια να σπουδάση Θεολογίαν, παρ ‘ ότι, ως παρατηρεί ο πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης, «ήταν ήδη τέλειος θεολόγος τόσο α πό την άποψη των θεολογικών γνώσεων όσον και από την πιο ουσιαστική της βιώσεως της θεολογίας με τις υψηλές αρετές του και την αληθή προσευχή του». Το έτος 1885 έλαβεν ο άγιος το πτυχίον του προλύτου, δηλ. πτυχιούχου, της Θεολογίας. Τα έξοδα των σπουδών εκάλυψεν εν μέρει το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και εν μέρει υποτροφία την οποίαν έ λαβεν από το Πανεπιστήμιον. Ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, του οποίου το βιβλίον ανέφερα προηγουμένως, δεν κάμνει και τόσον κολακευτικά σχόλια δια την θεολογικήν παιδείαν, η οποία εδίδετο την εποχήν εκείνην από το Πανεπιστήμιον, λόγω του επηρεασμού τον οποίον είχον δεχθή οι καθηγηταί από προτεστάντας και ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους. Και μέχρις ενός βαθμού δεν έχει άδικον.
Μετά την αποπεράτωσιν των σπουδών του επιστρέψας ο ιεροδιάκονος Νεκτάριος εις Αλεξάνδρειαν εχειροτονήθη εις πρεσβύτερον υπό του πατριάρχου Αλεξανδρείας Σωφρονίου εις τον πατριαρχικόν ναόν του Αγ. Σάββα την 23ην Μαρτίου τοΰ 1886, τον Αύγουστον δε του αυτού έτους έλαβε το οφφίκιον του Αρχιμανδρίτου εις τον Ι.Ν. του Αγ. Νικολάου εις το Κάϊρον. Ευθύς αμέσως του ανετέθησαν τα καθήκοντα ιεροκήρυκος και γραμματέως του Πατριαρχείου, ακολούθως δε του πατριαρχικού επιτρόπου εις Κάϊρον. Ως παρατηρεί ο μετ ‘ ιδιαιτέρας επιμελείας ερευνήσας το αρχείον του αγίου μητροπολίτης πρ. Παραμυθίας Τίτος Ματθαιάκης, και από της θέσεως αυτής ο αρχιμανδρίτης Νεκτάριος επέδειξε απαράμιλλον δραστηριότητα και ζήλον εις την επιτέλεσιν των υψηλών αυτού καθηκόντων. Μεταξύ των άλλων επεμελήθη ιδιαιτέρως της αγιογραφήσεως του Πατριαρχικού ναού του Αγίου Νικολάου.
Ως φαίνεται εκ σχετικών εγγράφων, την προς τούτο πρωτοβουλίαν ανέλαβεν ο ίδιος ο άγιος, τα δε χρήματα συνέλεξε δι ‘ εράνων και δωρεών.
Βεβαίως το έργον του ήτο κυρίως πνευματικόν. Ο Νεκτάριος ελειτούργει, εκήρυττε και εξωμολόγει. Ο λόγος του άλατι ηρτυμένος είλκυε το ποίμνιον και εφώτιζε τους πιστούς. Συντόμως επομένως ήλθε και η Εκκλησιαστική αναγνώρισις και την 15ην Ιανουαρίου του 1889 εχειροτονήθη από τον πατριάρχην Σωφρόνιον, συμπαραστατούμενον από τους πρώην αρχιεπισκόπους Κερκύρας Αντώνιον και Όρους Σινά Πορφύριον, τιτουλάριος μητροπολίτης της «πάλαι ποτέ διαλαμψάσης μητροπόλεως Πενταπόλεως».
Και από της θέσεως του μητροπολίτου ο Νεκτάριος εξηκολούθησε το πνευματικόν του έργον. Δυστυχώς όμως η ακτινοβολία του Ιεράρχου επροκάλεσε τον φθόνον μέρους του περιβάλλοντος του πατριάρχου, το οποίον και εν τέλει επέτυχε την εξ Αιγύπτου απομάκρυνσιν αυτού. Ως πρόφασις επαρουσιάσθη ο δήθεν κλονισμός της υγείας του αγίου λόγω του κλίματος της Αιγύπτου. Δεν πρέπει όμως να αγνοηθή ότι εις την προσπάθειαν απομακρύνσεως τούτου επεστράτευσαν και συκοφαντίας απτομένας και αυτής της ηθικής ακεραιότητος του ιεράρχου. Τα της αληθούς αιτίας απομακρύνσεως του αγίου εξ Αιγύπτου εμφαίνονται και εκ των υπό του μητροπολίτου Παραμυθίας δημοσιευθέντων χειρογράφων. Ειδικώτερον αναφέρομαι εις τας επιστολας του αγίου προς τους πατριάρχας Αλεξανδρείας Σωφρόνιον και Φώτιον, ως και τον οικουμενικόν πατριάρχην Ιωακείμ τον Γ’. Δεν πρέπει όμως να παραλείψωμεν να αναφέρωμεν και την ωραίαν αποχαιρετιστήριον επιστολήν της εν Καΐρω ελληνικής κοινότητος προς τον πνευματικόν της πατέρα. Μεταξύ των άλλων αναγράφεται:
«Η απομάκρυνσίς Σας θεωρείται παρ’ ημών απώλεια δυσεπανόρθωτος, διότι δι’ αυτής η μεν των Αλεξανδρέων Εκκλησία στερείται ενός των διαπρεπών ιεραρχών, το δε ορθόδοξον ενταύθα κοινόν ενός Αρχιερέως, ούτινος έλαβε πείραν των αγαθών διαθέσεων και της υπέρ της επιτεύξεως του καλού ακαταπόνητου ενεργείας του. Η τετραετής εν Καΐρω διακονία Σας παρέσχε πάσι ψηλαφητάς τας ενδείξεις της προς το ιερόν καθήκον, εν ω εκλήθητε, άκρας σφοσιώσεώς Σας, αυταπαρνήσεως και ζήλου Σας, και παρουσίασε τας περιστάσεις προς εκτίμησιν της ακεραιότητος του χαρακτήρος σας και προς αναγνώρισιν της πληθύος των σπανίων ποιμαντορικών αρετών, δι’ ας επεσπάσασθε την γενικήν αγάπην και τον σεβασμόν». Η επιστολή υπεγράφετο από περισσοτέρους των εννεακοσίων ομογενών της Αιγύπτου.
Ο άγιος έφθασεν εις Αθήνας το έτος 1890, διωρίσθη δε κατόπιν προτάσεως της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ιεροκήρυξ τοι νομού Ευβοίας την 15ην Φεβρουαρίου του 1891. Ο άγιος όχι μόνον δεν δυσανεσχέτησε δια τον κατά κόσμον υποβιβασμόν αυτού, αλλ ‘ αντιθέτως ειργάσθη με ακαταπόνητον ζήλον. Και εις Εύβοιαν η αγάπη του ποιμνίου υπήρξε μεγάλη, ως εμφαίνεται εξ επιστολής του δημάρχου Κύμης, ως εκπροσώπου του λαού προς αυτόν, ότε μετετέθη εις τον νομόν Φθιώτιδος και Φωκίδος.
Σημειωτέον ότι προηγουμένη μετάθεσίς του εις τον νομόν Λακωνίας είχεν ανακληθή κατόπιν παρεμβάσεως μέρους του λαού, ο οποίος ένσωμος μετέβη εις το υπουργείον των Εκκλησιαστικών.
Εις Φωκίδα παρέμεινεν ο άγιος από τον Σεπτέμβριον του 1893 μέχρι του διορισμού του ως Διευθυντού της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής κατόπιν Βασιλικού Διατάγματος εκδοθέντος την 1 ην Μαρτίου του 1894. Το ολιγοχρόνιον διάστημα της εκεί παραμονής του ήτο αρκετόν δια να εκτιμηθή η προσωπικότης και αι ικανότητες του αγίου, ως εμφαίνεται και εκ των δημοσιευμάτων του τύπου.
Εις την Ριζάρειον ο άγιος παρέμεινε επί δεκατέσσαρα έτη, μέχρι της ανοίξεως του 1908. Δεν είναι υπερβολή εάν λεχθή ότι ο νέος διευθυντής ενεφύσησε νέον πνεύμα εις την Σχολήν. Τα πλούσια πνευματικά και ηθικά προσόντα του δεν ήργησαν να γίνουν εις όλους αντιληπτά.
Ο διαδεχθείς αυτόν και μετά ταύτα καθηγητής Πανεπιστημίου και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος αναφερόμενος εις τον χρόνον της υπό του Αγίου Νεκταρίου διοικήσεως της Σχολής αναφέρει μεταξύ των άλλων και τα εξής:
«Ο εκ Πενταπόλεως Νεκτάριος αποκατέστησε τελείως τον εκκλησιαστικόν χαρακτήρα της εσωτερικής ζωής της Σχολής…
Ιδιαιτέρας κατέβαλε προσπάθειας ο Διευθυντής ου μόνον δια την εκκλησιαστικήν μόρφωσιν και ηθικήν διαπαιδαγώγησιν των τροφίμων της Σχολής, αλλά και δια τας λεπτομέρειας του σχολικού βίου, περιποιηθείς προς τοις άλλοις και τον κήπον της Σχολής».
Ιδιαιτέρας κατέβαλε προσπάθειας ο Διευθυντής ου μόνον δια την εκκλησιαστικήν μόρφωσιν και ηθικήν διαπαιδαγώγησιν των τροφίμων της Σχολής, αλλά και δια τας λεπτομέρειας του σχολικού βίου, περιποιηθείς προς τοις άλλοις και τον κήπον της Σχολής».
Κατά το διάστημα της δεκατετραετούς παραμονής του εις την Σχολήν ο άγιος ανέδειξε πλήθος αξιόλογων επιστημόνων, κληρικών και λαϊκών. Ήδη κατά τον εορτασμόν της Ι00ετηρίδος της Ριζαρείου Σχολής ανεφέρθησαν πολλά ονόματα, τα πλείστα των οποίων υπήρξαν μαθηταί του αγίου.
Το μεγαλύτερον μέρος του συγγραφικού έργου του αγίου, δια το οποίον θα ομιλήσωμεν συνοπτικώς αργότερον, συμπίπτει προς τον χρόνον της υπ’ αυτού διευθύνσεως της Ριζαρείου Σχολής.
Ο άγιος Νεκτάριος δεν περιωρίσθη εις την διδασκαλίαν και την διαποίμανσιν των μαθητών. Ως παρατηρεί εις την ωραίαν μελέτην του περί του αγίου ο πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης, «η Ριζάρειος είχε μεταβληθεί σε κέντρο ποικίλης ευποιίας, φιλανθρωπικός σταθμός βοηθειών, ιατρείον πνευματικό, κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ο κόσμος είχε ανακαλύψει στο πρόσωπο του αγίου ιεράρχη μια ελεήμονα ψυχή. Και όλοι οι «εν ανάγκαις » προσέτρεχαν σ’ αυτόν, άτομα και ομάδες. Και ο πονόψυχος Πατέρας, με την ανεξάντλητη αγάπη και φιλάνθρωπη συμπάθεια, πότε από το υστέρημα του, πότε δια μεσιτείας, πότε με έρανο και πότε με προσευχή, πρόφθανε όλων τις ανάγκες. Γι’ αυτό ο χρόνος της αναπαύσεως και του ύπνου είχε συμπιεσθεί στο ελάχιστο».
Είναι αδύνατον να καταγράφουν τα ονόματα εκείνων που καθ’ οιονδήποτε τρόπον εβοήθησεν ο άγιος. Αναφέρομεν μόνον το παράδειγμα του μαθητού της Σχολής Νικολάου, του οποίου όχι μόνον έσωσε την ζωήν δια των συμβουλών και της θερμουργού προσευχής εις την θεοτόκον, αλλ ‘ ηυτύχησε να τον χειροτόνηση ιερέα. Δεν πρέπει όμως να παραλείψωμεν να αναφέρωμεν την οικονομικήν ενίσχυσιν προς το χωρίον Λίθειον της Χίου, όπου ως νέος είχεν υπηρετήσει. Δεν προσέφερε μόνον εκ του υστερήματος του, αλλά παρεκίνησε και τον μέγαν εθνικόν ευεργέτην Ανδρέαν Συγγρόν, ο οποίος και ενίσχυσε το χωρίον.
Ενώ ευρίσκετο ως Διευθυντής εις την Ριζάρειον και ειδικώτερον το θέρος του 1898 ο άγιος Νεκτάριος επεσκέφθη τας μονάς του Αγίου Όρους, όπου παρέμεινεν επί αρκετόν προσευχόμενος και μελετών. Ο τότε πατριάρχης Κωνσταντίνος ο Ε’ πλην της συστατικής επιστολής έστειλε και ετέραν, δια της οποίας ε ζήτει πληροφορίας περί της εν τω Αγίω Όρει καταστάσεως. Ενδιαφέρουσα θα ήτο η απάντησις του αγίου, η οποία δυστυχώς δεν διεσώθη. Η αλληλογραφία μετά του πατριαρχείου επεκτείνεται και εις το θέμα της υπό των Παλαιοκαθολικών καταβληθείσης προσπάθειας ενώσεως μετά των Ορθοδόξων και αποδεικνύει τον ορθόν τρόπον αντιμετωπίσεως του θέματος.
Μετά τον θάνατον του γέροντος πατριάρχου Αλεξανδρείας Σωφρονίου πολλοί προσέβλεψαν προς το πρόσωπον του Αγ. Νεκταρίου. Ο διευθυντής του περιοδικού « Αναπλασις » εις το τεύχος της 9 ης Σεπτεμβρίου του 1899 έγραψε μεταξύ των άλλων: «Η υποψηφιότης του είναι εκ των μάλιστα βαρυνουσών, διότι είναι εις εκ των πλέον διακεκριμένων και ευπαιδεύτων και θερμουργών και αδιάβλητων Ιεραρχών, ους έχει να επιδείξη η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία. Συγγραφεύς γονιμώτατος, ακαταπόνητος του πνεύματος εργάτης, τροφήν και τρυφήν του έχων την διακονίαν του λόγου, και την αλήθειαν, αφιλάργυρος μέχρις υπερβολής, φιλάγαθος μέχρι μανίας, γαλήνιος αλλά και ισχυρός, πράος αλλά και ευσταθής. Είναι προσωπικότης επισκοπική εκ των μάλλον υπεροχών, το δε αρμονικόν και σύμμετρον σύνολον των αρετών του τον τάσσει εν τοις επιλέκτοις της πρώτης γραμμής». Αλλ ‘, ως γνωστόν, τα κριτήρια της εκλογής είναι διαφορετικά και εν τέλει εξελέγη αντ ‘ αυτού ο Φώτιος.
Το έτος 1904 ο Αγ. Νεκτάριος ίδρυσε την Ιεράν Μονήν της Αγίας Τριάδος εις Αίγιναν και εις απόστασιν εξ χιλιομέτρων από της πόλεως. Η τοποθεσία ω νομάζετο «Ξάντος», εκεί δε υπήρχε παλαιά μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Εν αρχή έστειλε τρεις μοναχάς, την Ξένην, τυφλήν και πρώτην ηγουμένην της μονής, συγγράψασαν αργότερον και βιογραφίαν του αγίου, την Ακακίαν και την Κασιανήν. Ολίγον κατ’ ολίγον ο αριθμός ηυξάνετο. Η μονή ηκολούθει το κοινοβιακόν σύστημα.
Όταν δια λόγους υγείας ο άγιος ηναγκάσθη την άνοιξιν του 1908 να παραιτηθή της διευθύνσεως της Ριζαρείου Σχολής, απεσύρθη εις Αίγιναν και ετέλει καθήκοντα εφημερίου της μονής. Συγχρόνως ημέραν και νύκτα ησχολείτο είτε με την συγγραφήν είτε με χειρωνακτικάς εργασίας ως απλούς μοναχός.
Εις την εποχήν εκείνην αναφέρεται και εν εκ των πολλών θαυμάτων του αγίου, όταν εν καιρώ ανομβρίας ετέλεσεν ο άγιος Νεκτάριος λειτουργίαν, και με το πέρας αυτής οι όμβροι του Θεού επλημμύρισαν την νήσον. Ο βιογράφος του αγίου μητροπολίτης πρ. Παραμυθίας παρατηρεί: « Ήρκει επίκλησις του θείου ελέους υπό του Αγίου και ευθύς επήρχετο η εξ ΰψους βοήθεια. Τα αιτήματα των χριστιανών επληρούντο, ασθενείς εθεραπεύοντο, ιδία πάσχοντες εκ πονηρών πνευμάτων, τεθλιμμένοι και πενθούντες παρηγορούντο, άπιστοι και πολέμιοι της χριστιανικής πίστεως μετεβάλλοντο δια των σοφών κηρυγμάτων αυτόύ εις ενθέρμους κήρυκας αυτής, συκοφάνται και κατήγοροι αφωπλίζοντο, φιλάργυροι και ανελεήμονες καθίσταντο γενναιόδωροι τοις πτωχοίς, εν γένει δε εν πάσι διέλαμπε και εθαυματούργει η αγιότης του Αγίου Πατρός».
Προσβληθείς εξ επιπόνου γεροντικής ασθενείας υπέμεινε μετ ‘ υποδειγματικής υπομονής τους πόνους και παρά τας επιμόνους παρακλήσεις των πνευματικών του τέκνων μόλις τους τελευταίους δύο μήνας εδέχθη να νοσηλευθή εις το Αρεταίειον νοσοκομείον. Προ της αναχωρήσεως του εξ Αιγίνης επεσκέφθη την ιεράν μονήν της Χρυσολεοντίσσης, όπου σώζεται θαυματουργός εικών της Παναγίας, την οποίαν πάντοτε επεκαλείτο εις τας προσευχάς του, συνθέτων και ο ίδιος ωραιότατους ύμνους.
Η εις Κύριον εκδημία του αγίου εγένετο την νύκτα της 8ης προς την 9ην Νοεμβρίου, δια τούτο και καθιερώθη η 9 η Νοεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της μνήμης του.
Αναφερόμενοι συνοπτικώς εις τα συγγράμματα του αγίου παρατηρούμεν ότι τα σπουδαιότερα εξ αυτών είναι ιστορικού, ερμηνευτικού και ποιμαντικού περιεχομένου. Ενδεικτικώς αναφέρομεν τα εξής:
1. Δέκα λόγοι εκκλησιαστικοί δια την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Αλεξάνδρεια 1885.
2. Αι Οικουμενικαί σύνοδοι της του Χριστού Εκκλησίας. Αθήναι 1892.
3. Περί της εν τω κόσμω αποκαλύψεως του Θεού. Αθήναι 1892.
4. Ιερών και φιλοσοφικών βίων θησαύρισμα. 2 τεύχη, Αθήναι 1895.
5. Εγχειρίδιον Χριστιανικής Ηθικής, Αθήναι 1897.
6. Μαθήματα Ποιμαντικής. Αθήναι 1898.
7. Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις, Αθήναι 1899.
8. Χριστολογία, Αθήναι 1901.
9. Περί αθανασίας της ψυχής και ιερών μνημοσυνών. Εκδ. β’, Αθήναι 1901.
10. Ευαγγελική Ιστορία δι ‘ αρμονίας των κειμένων των Ιερών Ευαγγελίων, Αθήναι 1903.
11. Γνώθι σαυτόν. Μετ ‘ επιστολιμαίας διατριβής προς Ευσεβίαν μοναχήν και παρθένον. Αθήναι 1904.
12. Μελέτη περί της Μητρός του Κυρίου της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. Εν Αθήναις 1904.
13. Μελέτη περί Μετανοίας και Εξομολογήσεως. Εν Αθήναις 1904.
14. Μελέτη περί του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Εν Αθήναις 1904.
15. Τριώδιον, ήτοι Ωδαί και Ύμνοι προς τον εν Τριάδι Θεόν. Αθήναι 1909.
16. Περί των αιτίων του Σχίσματος. Τόμοι 2. Αθήναι 1912, 1913.
17. Μελέται δύο Α) Περί της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας Β) Περί της Ιεράς Παραδόσεως. Εν Αθήναις 1913.
18. Προσευχητάριον Κατανυκτικόν. Έκδοσις δευτέρα επηυξημένη δια προσθήκης της Πρώτης Ώρας και του κανόνος του Ακάθιστου Ύμνου. Εν Αθήναις 1913.
19. Ιστορική μελέτη περί του Τιμίου Σταυρού. Εν Αθήναις 1914.
20. Μελέτη περί Εκκλησίας. Επετηρίς της Εκκλησιαστικής Ριζαρείου Σχολής 70, Αθήναι 1919.
Από την σύντομον α ναφοράν των έργων βλέπει κανείς την ευρύτητα των θεμάτων που καλύπτουν πολλούς τομείς της θεολογίας και που κατά μέγα μέρος συνδέεται με το διδακτικόν έργον του αγίου εις την Ριζάρειον.
Πριν ολοκληρώσωμεν την συνοπτικήν αυτήν παρουσίασιν της μορφής του Αγίου Νεκταρίου, ας μας επιτραπή να επισημάνωμεν τρία, κατά την γνώμην μας κύρια, χαρακτηριστικά του αγίου.
Το πρώτον είναι η βαθειά πίστις του εις τον Θεόν.
Εις πλείστα όσα σημεία της πολυτάραχου ζωής του είναι εμφανής η βαθειά πίστις του εις τον Θεόν. Όχι μία αφηρημένη θεωρητική, αλλά μία βιωματική πίστις. Από μικράς ηλικίας εις κάθε δυσκολίαν καταφεύγει εις τον Θεόν δια της προσευχής. Τούτο πράττει όχι μόνον δια τα ατομικά του προβλήματα, αλλά και δια τα προβλήματα των άλλων. Και τα πολλά του θαύματα είναι ασφαλώς αποτέλεσμα της βαθείας αυτού πίστεως, συμφώνως και προς τους λόγους αυτού του Κυρίου «η πίστις σου σέσωκέ σε».
Εις την εμπεριστατωμένην περί του αγίου μελέτην του ο μητροπολίτης πρ. Παραμυθίας μεταξύ των άλλων αναφέρει τα έξης:
«Αποφεύγων τους επαίνους των ανθρώπων, απεσύρετο εν τω ιδιαιτέρω αυτού «ταμιείω» εμφανιζόμενος μόνον δι ‘ εκτέλεσιν πνευματικής εργασίας. Αποσυρόμενος επί ώρας προσηύχετο, ηγρύπνα εν τη προσευχή πολλάκις. Η προσευχή του Αγίου Νεκταρίου ήτο πραγματική μετά του Θεού συνομιλία. Ησθάνετο βαθείαν ικανοποίησιν, οσάκις ανέφερε τω Θεώ τας υποθέσεις του. Η προσευχή του ήτο αληθινή εκστασις, θείον δράμα, μεταφορά τούτου εις ουρανούς. Προσευχή και μελέτη. ‘Ανευ της φωτίσεως του Θεού ουδέν καλόν σκέπτεται ο νους».
Ο αυτός ιεράρχης ανεύρε εις το προσωπικόν αρχείον του αγίου και έμμετρον ποίημα εκφράζον την βαθείαν αγάπην του εις τον Ιησούν Χριστόν, και υπενθυμίζον τον « Κοινωνικόν » του μεγάλου νεοέλληνος χριστιανού ποιητού Γ. Βερίτη. Σημειωτέον ότι το ποίημα ήτο γεγραμμενον επί χειρογράφου αναφερομένου εις το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας.
Το δεύτερον χαρακτηριστικόν της προσωπικότητος του αγίου υ πήρξεν η μεγάλη αγάπη του προς τον άνθρωπον. Όλη η ζωή του αγίου υπήρξε μία διαρκής προσφορά. Από την στιγμήν που νεαρός μαθητής αντέγραφε τα ευαγγελικά και άλλα ρητά δια να καταστήση κοινωνούς και τους άλλους της θείας σοφίας μέχρι και της ολίγον προ του θανάτου του συντάξεως της διαθήκης του, και όπου γίνεται εμφανής η αγάπη του προς την μονήν, την οποίαν κυριολεκτικώς με τα χέρια του έκτισε και προς τα εν αυτή μονάζοντα πνευματικά του τέκνα.
Τι να πρωτοαναφέρη κανείς; Την δραστηριότητα του ως νεαρού διδασκάλου, ενώ ακόμη δεν είχε λάβει το απολυτήριον του Γυμνασίου, τα από την εποχήν ακόμη εκείνην φλογερά του κηρύγματα, την δωρεάν προσφοράν των συγγραμμάτων του, την οικονομικήν ενίσχυσιν εκ του πενιχρού του βαλαντίου, αλλά και δια της κινητοποιήσεως άλλων;
Και ακριβώς επειδή ήτο άνθρωπος αγάπης, δεν ημπορούσε να αντιληφθή μέχρι ποίου σημείου ημπορεί να φθάση η κακία και μοχθηρία των ανθρώπων. Θεωρεί αυτονόητον να γράψη προς τους εκκλησιαστικούς ανωτέρους του και να ζητήση άποκατάστασιν της τρωθείσης αξιοπρέπειας του. Και αναμένει την ανάλογον συμπεριφοράν. Μορφάς, όμως, ως του αγίου Νεκταρίου δεν έχομεν πολλάς.
Ως τρίτον και τελευταίον ελλείψει χρόνου χαρακτηριστικόν της προσωπικότητος τοΰ αγίου, μετά την βαθείαν πίστιν του εις τον Θεόν και την αγάπην του προς τον συνάνθρωπον, θέλομεν να υπογραμμίσωμεν το αγωνιστικόν του φρόνημα και την φιλεργίαν του.
Ο άγιος Νεκτάριος ήτο άνθρωπος της δράσεως. Ήτο μοναχός και συγχρόνως ο φλογερός αγωνιστής, ο μαχόμενος εις τας επάλξεις των πνευματικών αγώνων. Δεν εδειλίαζε προ των εμποδίων, τα οποία από νεαράς ηλικίας είχε να αντιμετώπιση. Ο ‘Αγιος Νεκτάριος υπετάσσετο εις το θέλημα του Θεού, αλλ ‘ όχι και εις την κακίαν των ανθρώπων. Δια τούτο , ως είδομεν, οσάκις έβλεπεν ότι εδοκιμάζετο αδίκως, είχε την δύναμιν και το θάρρος να ζητή το δίκαιον του. Εις θέματα αρχών ο άγιος ήτο ανυποχώρητος. Η ευρύτης της σκέψεως του όμως, χαρακτηριστικόν γνώρισμα όλων των μεγάλων μορφών της Εκκλησίας μας τού έδιδε την δυνατότητα της διακρίσεως, και της εις εκάστην περίπτωσιν λήψεως της ορθής αποφάσεως. Δια τον άγιον ίσχυε το του Απ. Παύλου, «τοῖς πᾶσι γέγονα τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσω». Δια τον σκοπόν ακριβώς αυτόν τον βλέπομεν να εργάζεται νυχθημερόν και να μη ευρίσκη «νυσταγμόν ἐν τοῖς βλεφάροις αὐτοῦ».
Με την υπογράμμισιν των τριών αυτών σημείων κλείομεν την κατ’ ανάγκην σύντομον παρουσίασιν της μεγάλης μορφής του αγίου Νεκταρίου επικαλούμενοι την ευλογίαν του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου