Οι σκέψεις που ακολουθούν δεν έχουν ως στόχο την φιλοσοφική ανάλυση της έννοιας του χρόνου, αλλά το πλησίασμα της βιώσεως της χρονιότητας, με αγιογραφικά κριτήρια, μέσα στην πνευματική ζωή. Εξετάζοντας το θέμα «Χρόνος και πνευματικότητα», θα έχουμε την ευκαιρία να διευκρινίσουμε μερικές βασικές θέσεις της χριστιανικής μας πίστεως σε σχέση προς αντίστοιχες ή παρόμοιες φιλοσοφικές διδασκαλίες.
Είναι γνωστό σε όλους μας ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα της ζωής μας είναι η χρονικότητα. Κυλά μέσα στο χρόνο η ζωή και χάνεται ή κερδίζεται για πάντα μέσα στο χρόνο. Δεν μπορεί λοιπόν να μη ενδιαφέρει ένα πνευματικό άνθρωπο ο χρόνος είτε σαν παρελθόν που υπάρχει μέσα στη μνήμη, είτε σαν παρόν που το ζούμε, είτε σαν μέλλον που το ονειρευόμαστε και το προγραμματίζουμε. Πού βρίσκεται όμως αυτός ο χρόνος και ποιος είναι ο «χώρος» του; Ασφαλώς μέσα μας, στη συνείδησή μας και αποτελεί συστατικό της προσωπικότητάς μας. Πολλές φορές κάνουμε ένα σφάλμα: Μετράμε το χρόνο ή μιλούμε γι’ αυτόν σαν να ήταν μια αντικειμενική πραγματικότητα, ανεξάρτητη από μας· δηλ. εξαντικειμενώνουμε το χρόνο και τον αποσυνδέουμε από το εγώ μας. Φοβόμαστε ίσως την αλήθεια ότι ο χρόνος μετράει τη φθορά και το μεγάλωμά μας μέσα στη ζωή. Κι’ όμως ο καθένας μας είναι αυτή τη στιγμή η σύνθεση και η κατάληξη όλου του παρελθόντος. Είμαστε αυτό που προσπαθήσαμε να γίνουμε, από τότε που καταλάβαμε τη θέση μας μέσα στον κόσμο. Το κενό παρελθόν μας ενοχλεί, μας θορυβεί· ενώ το γεμάτο με έργα παρελθόν μας δίνει φτερά για ένα ακόμη πιο καρποφόρο μέλλον. Επίσης δεν είναι δυνατό να φαντασθούμε τον εαυτό μας χωρίς μέλλον απουσία του μέλλοντος ισοδυναμεί με θάνατο. Απουσία της συνειδητοποίησης του μέλλοντος παρατηρείται μόνον στα ζώα. Ο άνθρωπος ονειροπολεί, σχεδιάζει, προγραμματίζει. Όπως χωρίς το παρελθόν μου δεν είμαι εγώ, έτσι δεν είμαι και χωρίς μέλλον.Όλες αυτές οι σκέψεις έχουν σημασία για το παρόν, που είναι τόσο φευγαλέο και ρευστό. Το μέλλον έρχεται με γοργό ρυθμό (κι’ όσο μεγαλώνουμε έρχεται με ακόμη πιο γοργό) και ώσπου καλά-καλά να το αντιληφθούμε γίνεται παρελθόν. Χρειάζεται λοιπόν μεγάλη εγρήγορση και προσοχή, ώστε το σύντομο παρόν να μη γίνει αμέσως χαμένο παρελθόν. Και όσες σκέψεις ακολουθήσουν παρακάτω σ’ αυτό αποβλέπουν, στο να μας κάνουν να αξιοποιήσουμε περισσότερο το κάθε παρόν, συνειδητοποιώντας το γρήγορο πέρασμα του χρόνου.
Όσο κι’ αν φαίνεται ότι στεκόμαστε μέσα στο κόσμο και στην ιστορία, η αδυσώπητη αλήθεια είναι ότι τρέχουμε προς κάποιο τέρμα. Θα είναι αυτό ο καινούργιος ουρανός και η καινούργια γη της αναστάσεως ή ο χαμός και η καταστροφή;
Σ’ αυτό το γρήγορο και ανεπίστρεφο τρεχαλητό, που θέλουμε δε θέλουμε μετέχουμε, υπάρχει ένα σωστικό χέρι που μας προσφέρεται σαν δώρο της αιωνιότητας για να μας συγκρατήσει από την καταστροφή. Είναι η Εκκλησία που μέσα σ’ αυτήν ο χρόνος παίρνει άλλες διαστάσεις. Θα δούμε στη συνέχεια πώς με τα μέσα που μας παρέχει η Εκκλησία είναι δυνατό το χαμένο παρελθόν να ξανακερδηθεί, το επερχόμενο μέλλον να γίνει μια ευχάριστη προσμονή και το παρόν μια διαρκής καρποφορία, μια γεύση αιωνιότητας.
Για τρεις κυρίως χριστιανικές αρετές θα γίνει λόγος: για την πίστη, την αγάπη και την ελπίδα. Θα μπορούσε κανείς σχηματικά να τις συνδέσει με τις τρεις διαστάσεις του χρόνου. Την πίστη με το παρελθόν, την αγάπη με το παρόν και την ελπίδα με το μέλλον. Πιστεύουμε αυτά που φανέρωσε ο Θεός μέσα στην ιστορία, με τη ζωή, το σταυρό και την ανάσταση του Χριστού· αγαπούμε τώρα το Θεό και τους ανθρώπους απαντώντας έτσι στη θεία αγάπη· ελπίζουμε στη μελλοντική βασιλεία και στον αναμενόμενο ερχομό του Κυρίου. Βέβαια η διαίρεση αυτή είναι σχηματική, γιατί και οι τρεις αυτές αρετές περιχωρούνται μέσα στις τρεις διαστάσεις του χρόνου. Ένα πράγμα μας ενδιαφέρει εδώ εισαγωγικά, ότι με τις τρεις αυτές αρετές καταλύουμε τον χρόνο και ζούμε στην αιωνιότητα του Θεού, ζούμε ήδη μέσα στη βασιλεία Του.
1.Το παρελθόν
Το παρελθόν, όσο και αν φαίνεται περασμένο και απομακρυσμένο, ζει μέσα μας, υπάρχει, είτε το θυμόμαστε ολόκληρο είτε όχι. Η μνήμη μας είναι σαν το «παγόβουνο»· φαίνεται λίγο πάνω από την επιφάνεια της συνειδήσεώς μας, αλλά το περισσότερο κρύβεται από κάτω, στα βάθη του υποσυνείδητου. Είναι, αν θέλετε, κι’ αυτό εκδήλωση της πρόνοιας του Θεού για το καθένα μας. Αλλοίμονο, αν σε κάθε στιγμή θυμόμασταν ολοζώντανο ολόκληρο το παρελθόν μας. Θα είχαμε καταρρεύσει. Εν τούτοις αυτό υπάρχει και μας ενοχλεί, είτε σαν παρελθόν προσωπικό, είτε σαν αποτυχημένο παρελθόν της ανθρωπότητας. Γιατί, κανένας δεν υπάρχει μόνος του μέσα στο κόσμο, χωρίς την συνύπαρξη όλων των άλλων ανθρώπων μαζί του ή πριν ή μετά από αυτόν. Ας ανατρέξουμε λοιπόν, μέσα στα πλαίσια του θέματός μας, στα πρώτα βήματα της ανθρωπότητας Για να δούμε τί μας διδάσκει η Αγία Γραφή για το «υποσυνείδητο της ανθρωπότητας».
Γνωρίζουμε όλοι μας τήν ωραία εκείνη διήγηση της Π. Διαθήκης για τον παράδεισο, για την παρακοή του Αδάμ, για την τιμωρία. Κανείς δεν πιστεύω να νομίζει ότι το ολίσθημα του πρώτου άνθρωπου ήταν ότι έφαγε ένα φρούτο που ήταν απαγορευμένο. Η βιβλική διήγηση κρύβει μια πολύ μεγάλη αλήθεια: Ότι ο άνθρωπος δεν δέχθηκε να έχει κανένα αφεντικό επάνω στο κεφάλι του, δεν θέλησε να εξαρτάται από κανένα, αλλά θέλησε μόνος του να ρυθμίζει τί θα κάνει και τί δεν θα κάνει. Θέλησε, με ένα λόγο, να είναι αυτός μόνος του Θεός, χωρίς απαγορεύσεις και περιορισμούς. Θέλησε να ξεθρονιάσει το δημιουργό από το θρόνο του και να βάλει εκεί το εγώ του. Αποτέλεσμα υπήρξε η φθορά, το μισός, ο θάνατος. Οι μισοί άνθρωποι προσπαθούν να εξοντώσουν τους άλλους μισούς. «Ο άλλος άνθρωπος είναι η κόλαση» θα πει στον αιώνα μας ο Sartre. Κι’ ακόμη ήλθε σαν αποτέλεσμα η διάσπαση της προσωπικότητας του ίδιου του ανθρώπου που δεν ξέρει τί θέλει, τί κάνει και τί επιδιώκει. Τριπλό λοιπόν το αποτέλεσμα της αρχικής επαναστάσεως του δημιουργήματος κατά του Δημιουργού: Διάσπαση του ίδιου του εαυτού του σε χίλια κομμάτια, διάσπαση της κοινωνίας με τους άλλους, πόλεμος κατά του Θεού. Βλέπετε με πόσο μίσος και πάθος βάλλουν οι άνθρωποι κατά του Θεού!! Ή πάλι άλλοι λιγότερο μαχητικοί και περισσότερο κλεισμένοι στον εαυτό τους και στα μελετήματά τους, έκαναν το Θεό αντικείμενο διαλογισμών και σκέψεων. Προσπάθησαν να μας πείσουν με λογικά επιχειρήματα, με αποδείξεις (κοσμολογικές, οντολογικές, ηθικές κλπ.), για την ύπαρξή του. Ένας Θεός όμως που αποδεικνύεται με την λογική δεν είναι Θεός, είναι επιστημονικό αντικείμενο. Ο Θεός είναι πάνω από κάθε λογική, πάνω από κάθε επιστημονική απόδειξη. Εδώ σαν σε παρένθεση ας τονισθεί η διαφορά ανάμεσα στο Θεό του Χριστιανισμού και της αρχαίας ελληνικής σκέψεως. Για την αρχαία Ελλάδα ο Θεός είναι το αποτέλεσμα της συλλογιστικής πορείας του ανθρώπου, η υψηλότερη εκδήλωση και απόκτηση της ανθρώπινης διάνοιας· για τον Χριστιανισμό είναι η αρχή, η πηγή της ζωής, κι’ ο άνθρωπος το δημιούργημά του. Είναι όχι το συμπέρασμα ενός συλλογισμού, αλλά η μείζων πρότασή του.
Η λαθεμένη αντίληψη περί Θεού είναι αποτέλεσμα της πτώσεως, της απομακρύνσεως της ανθρωπότητας από την πηγή της ζωής. Κι’ αυτή η αποκοπή από την πηγή είναι μια κατάσταση μέσα στο κόσμο, την οποία όλοι μας την βρίσκουμε «δεδομένη». Κανείς μας δεν ευθύνεται γι’ αυτή, ούτε κι’ ο Θεός την καταλογίζει σε βάρος μας σαν να ήμασταν ένοχοι.
Ο Θεός έπλασε ελεύθερους ανθρώπους και δεν ζητά ευθύνες για πράγματα που δεν έκαναν. Αυτό που η θεολογία ονομάζει «προπατορικό αμάρτημα» είναι η όλη ατμόσφαιρα η μολυσμένη από τη σαπίλα, τη φθορά και το φόβο του θανάτου, που την αναπνέουμε αναγκαστικά. Θα έλεγα λοιπόν ότι το προπατορικό αμάρτημα δεν είναι κάτι που μεταδίδεται στον καθένα ξεχωριστά σα να φταίει ο ίδιος, αλλ’ είναι ατμόσφαιρα γενική μέσα στην οποία ζούμε. Κατ’ ανάγκη λοιπόν αναπνέοντας την μολυνόμαστε και αρρωσταίνουμε και παρουσιάζουμε εκδηλώσεις αρρωστημένες, δηλ. αμαρτίες. Αυτές είναι απλώς συμπτώματα, εκδηλώματα της φθοράς. Τροφοδοτούνται από την μολυσμένη ατμόσφαιρα και στην συνέχεια την τροφοδοτούν, ώστε να συνεχίζει να υπάρχει. Αυτό το βαθύ χάλασμα της ανθρωπότητας ήδη από τις πρώτες ρίζες της το επισημαίνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ιδίως όταν ερμηνεύουν τη θεολογική σκέψη του Αποστ. Παύλου.
Πραγματικά ο Παύλος μας δίνει στις επιστολές του μια πολύ σοβαρή εικόνα της αμαρτίας, η οποία δεν είναι μια ανάλαφρη άγνοια, όπως διδάσκει ο Πλάτων, αλλά ένα βαθύτερο χάλασμα της ανθρώπινης φύσεως. Η εποχή μας που έχει χάσει την αίσθηση της βαρύτητας της αμαρτίας και τη βλέπει είτε σαν πλατωνική άγνοια είτε σαν μια σειρά απλών «παραβάσεων» των εντολών του Θεού, έχει πολλά να κερδίσει μελετώντας τα όσα γράφει ο Παύλος για την αμαρτία και για τη λύτρωση. Ιδίως για την λύτρωση προς την οποία είναι στραμμένη όλη η θεολογική σκέψη του Αποστόλου. Αν η αμαρτία είναι μια γενική κατάσταση φθοράς και θανάτου, η λύτρωση είναι το ποιοτικά αντίθετό της, είναι η νέα ατμόσφαιρα ζωής που έχει σαν χαρακτηριστικό όχι τη φθορά, αλλά την καρποφορία μέσα σε μια καινούργια, αναγεννημένη ανθρωπότητα, την Εκκλησία. Η λύτρωση δεν είναι μια ποσοτικά μειωμένη ζωή αμαρτίας, άλλα μια ποιοτικά διάφορη ζωή. Δεν είναι αφηρημένο και αναμενόμενο μέλλον, αλλά παρόν. Κάτι που συντελέσθηκε μια φορά για πάντα πάνω στο Σταυρό του Χριστού και που το ζει ο πιστός στο παρόν, προγευόμενος έτσι το αναμενόμενο μέλλον της βασιλείας του Θεού.
Εκείνο που έχει τώρα σημασία για τον καθένα ξεχωριστά είναι, πώς θα κερδίσει το χαμένο παρελθόν του, μια και γνώρισε τη λυτρωτική προσφορά του Χριστού που δίνεται σ’ όλους τους ανθρώπους. Η Εκκλησία μας παρέχει μια δυνατότητα μεταμορφώσεως του χαμένου χρόνου του παρελθόντος με το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως, στο οποίο συμπυκνώνεται όλο το χαμένο παρελθόν σε μια στιγμή και μεταμορφώνεται με τη χάρη του Θεού· γίνεται ξεκίνημα νέας ζωής. Ξανακερδίζει κανείς αυτό το χρόνο που έχασε στο παρελθόν για να τον έχει αξιοποιήσιμο στο παρόν και στο μέλλον. Έτσι το κέρδος είναι διπλό, γιατί από τη μια μεριά δεν τον βαραίνει ένα δυσάρεστο παρελθόν με τις υποσυνείδητες ενοχλήσεις κι’ από την άλλη η μετάνοια για τον χαμένο χρόνο γίνεται κινητήρια δύναμη για ένα πιό δημιουργικό μέλλον. Είναι να θαυμάζει κανείς για την οικονομία με την οποία είναι πλουτισμένη η δημιουργία του Θεού αλλά και η εν Χριστώ αναδημιουργία, δηλ. η Εκκλησία. Ο ληστής στο σταυρό αναθεώρησε σε μια στιγμή μια ολόκληρη ζωή του παρελθόντος και κέρδισε ένα αιώνιο μέλλον. Αυτό βέβαια δεν έγινε με τρόπο μαγικό αλλά με την ειλικρινή μετάνοια και την επίκληση βοήθειας του συσταυρουμένου Χριστού, με την συγκλονιστική κραυγή «μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου». Τη δυνατότητα μεταμορφώσεως μιας ολόκληρης ζωής προσφέρει ο Σταυρός του Χριστού που είναι παντοτινά παρών στην Εκκλησία.
2. Το παρόν
Εάν εξετάσαμε μέχρι τώρα τον παρελθόντα χρόνο, αυτό το κάναμε γιατί έχει τεράστια σημασία για την τωρινή ζωή μας, για το παρόν που κυλά τόσο γρήγορα, ώστε πολλές φορές να γίνεται απλώς και μόνο ένας προθάλαμος του παρελθόντος και όχι μια δημιουργική παρουσία. Εάν όμως το παρόν δεν χρησιμοποιηθεί επωφελώς, αποβαίνει ένα άχρηστο και ενοχλητικό παρελθόν, αποβαίνει επίσης επιζήμιο για τους μελλοντικούς οραματισμούς. Για ποιούς λόγους συνήθως μας ξεφεύγει και χάνεται μέσα από τα χέρια μας το παρόν;
1) Πρώτα-πρώτα επηρεάζεται κανείς υποσυνείδητα από το παρελθόν, από την μέχρι τώρα ζωή· εάν αυτή είναι άδεια, τότε δεν λυπάται κανείς να σπαταλήσει και την τωρινή ζωή του. Κατά τί μεταβάλλεται η κατάσταση, εάν σε μια άδεια ζωή προστεθεί ακόμη μια άδεια στιγμή; Τη σωστή στάση την είδαμε, όταν μιλήσαμε για το «μυστήριο» της Εκκλησίας που δίνει τη θαυμαστή δυνατότητα αναθεωρήσεως και μεταμορφώσεως του χαμένου παρελθόντος.
2) Η αναβολή για το μέλλον και η τοποθέτηση όλων των στόχων στο μέλλον αποτελεί συνήθως μια αφορμή για να μη εκμεταλλευτεί κανείς το παρόν. Ορισμένοι δίνουν την εντύπωση ότι η ζωή τους αρχίζει κάποτε στο μέλλον και ζουν συνεχώς με την αναμονή αυτού του λαμπρού μέλλοντος, το όποιο θα λύσει όλα τα προβλήματα αλλά για το οποίο δεν κάνουν απολύτως τίποτε. Βέβαια εδώ είναι απαραίτητη η ακόλουθη διευκρίνιση. Δεν εννοούμε για όλα αυτά ότι δεν πρέπει να υπάρχει οραματισμός για το μέλλον. Ένας τέτοιος οραματισμός οπωσδήποτε πρέπει να υπάρχει. Ο οραματισμός όμως αυτός πραγματώνεται και ολοκληρώνεται στο μέλλον, άλλα αρχίζει από τώρα. Το σφάλμα συνίσταται στο να αναβάλλει κανείς διαρκώς την έναρξή του στο μέλλον.
3)Συναφής είναι και ένας τρίτος λόγος. Η έλλειψη ιδανικού που δίνει νόημα στη ζωή, στη ζωή που ζούμε και που περιμένουμε. Πολλά ιδανικά πρόσκαιρα ενθουσιάζουν και μετά αφήνουν τον άνθρωπο αβοήθητο στην απόγνωσή του. Το αιώνιο ιδανικό του χριστιανισμού δεν απογοητεύει, γιατί είναι η ελπίδα που δεν «καταισχύνει». Το Ιδανικό αυτό δεν είναι μια ιδέα, είναι ένα πρόσωπο: Ο Ιησούς Χριστός. Όταν αυτός ο ίδιος διακηρύττει ότι είναι η αλήθεια, δεν εννοεί μ’ αυτό μια θεωρητική αλήθεια στην οποία φθάνει κανείς με μια συλλογιστική πορεία, αλλά εννοεί μια πραγματικότητα ψηλαφητή και ιστορική, εννοεί και αλήθεια που αποκαλύπτεται στο κόσμο σαν πράξη και ζωή. Εάν πιστεύει κανείς σ’ αυτή την Αλήθεια, υπάρχουν κι’ ένα σωρό άλλες αλήθειες στη ζωή που καλείται να πραγματώσει· αν δεν πιστεύει σ’ αυτή τη μοναδική αλήθεια, όλα τα άλλα που λέει ή κάνει είναι ψέμα και αυταπάτη.
4) Ας προσθέσουμε και ένα τέταρτο λόγο. Η έλλειψη της συνειδήσεως της αξίας του χρόνου και της παροδικότητάς του. Μπορεί να αναγνωρίζει κανείς ότι είναι σπουδαίο πράγμα ο χρόνος, αλλά δεν είναι διατεθειμένος να βγάλει τις έσχατες συνέπειες στη ζωή του απ’ αυτή την αναγνώριση. Εδώ γίνεται ακριβώς το λάθος της εξαντικειμενώσεως του χρόνου, για το οποίο μιλήσαμε στην εισαγωγή.
Σ’ όλους αυτούς τους λόγους οφείλεται αυτό που θα ονομάζαμε «φυγή» από το χρόνο, φυγή από το παρόν. Τέτοια φυγή πρέσβευαν και μερικά αρχαία φιλοσοφικά συστήματα, όταν δίδασκαν ότι ο χρόνος και η ύλη είναι εκ φύσεως κακά στοιχεία κι’ ο άνθρωπος για να βρει τη λύτρωσή του πρέπει να καταφύγει έξω από την ιστορία, σε μια μυστική ένωση με το θείο. Με ένα τέτοιο όμως μυστικισμό βρισκόμαστε ακριβώς στο αντίθετο του Χριστιανισμού, ο οποίος είναι η συνάντηση του Θεού με τον άνθρωπο μέσα στο χρόνο και στην ιστορία. Ο ίδιος ο Θεός σαρκώνεται μέσα στην ιστορία κι’ εκεί μέσα συναντά τον άνθρωπο, μέσα στην αθλιότητα και τη δουλεία του, και δεν απαιτεί τη φυγή του ανθρώπου από τον κόσμο αλλά την μεταμόρφωσή του μέσα στον κόσμο, μαζί με τον κόσμο.
Φυσικά έχουμε μια διαφορετική θεώρηση του κόσμου στον Χριστιανισμό και στην ελληνική αρχαιότητα. Ο κόσμος στην αρχαιότητα (κυρίως στον Πλάτωνα και στα δυαρχικά φιλοσοφικά συστήματα) είναι ή το κακό στοιχείο μέσα στο οποίο είναι εγκλωβισμένος ο άνθρωπος και πρέπει να σωθεί δια της φυγής, ή (στα πανθεϊστικά ρεύματα) είναι «κλάσμα του θείου», κομμάτι του Θεού, σε τρόπο που Θεός και κόσμος να συγχέονται οντολογικά. Για τον Χριστιανισμό ο κόσμος δεν είναι ούτε εκ φύσεως κακός ούτε «κλάσμα» του θείου, είναι πλάσμα του Θεού· είναι το «καλόν λίαν» έργο της θείας δημιουργίας. Εάν υποδουλώθηκε στη φθορά, αυτό δεν προήλθε από τη φύση του αλλά από την αντίθεσή του στο Θεό, ο οποίος και πάλι παρά ταύτα του δίνει τη δυνατότητα της μεταμορφώσεως και ανακαινίσεως. Επομένως στο Χριστιανισμό έχουμε θετική εκτίμηση της ύλης και του κόσμου, του χρόνου και της ιστορίας.
Για να γίνει πιο κατανοητή αυτή η θετική εκτίμηση του κόσμου θα πούμε μερικά παραδείγματα από την Ορθόδοξη παράδοση μας. α) Στη θεία λειτουργία γίνεται χρήση άρτου και οίνου που μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Χριστού, λαμβάνονται δηλαδή υλικά στοιχεία που μεταμορφώνονται. Επίσης η Εκκλησία μας έχει ευχές που αναφέρονται στα προϊόντα της γης (σταφύλια, σιτάρι κλπ.), στα κτηνοτροφικά προϊόντα (γάλα, γιαούρτι), στη βροχή που χρειάζονται τα χωράφια κ.ά. Μια αρχαία λειτουργία της Αιγύπτου, η λειτουργία του Αγίου Μάρκου, περιέχει μεταξύ άλλων και το αίτημα να μην επιτρέψει ο Θεός το ξεχείλισμα του Νείλου, ώστε να μη καταστραφούν τα σπαρτά. Δεν είναι παράδοξα όλα αυτά, γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία, σαν γνήσια έκφραση του Χριστιανισμού, ενδιαφέρεται για τον άνθρωπο, για τη ζωή του, για την ύλη με την οποία ζει, για την ύλη όμως που την μεταμορφώνει σε «καινή κτίση», σε νέο κόσμο. β) Κι’ ένα δεύτερο παράδειγμα, παρμένο από τον μοναχισμό. Θάταν πολύ επιφανειακή θεώρηση του μοναχισμού, αν βλέπαμε σ’ αυτόν μια τάση εκμηδενίσεως και καταστροφής του σώματος που θα μας θύμιζε τον Πλάτωνα ή τη νεοπλατωνική δυαρχία. Ο μοναχισμός δεν είναι η άρνηση του σώματος, του θείου δημιουργήματος, αλλά η εκπαίδευσή του, ώστε να γίνει ακόμη πιο άξιο ενδιαίτημα του Πνεύματος του Θεού, η προσπάθεια υποταγής του στο θέλημα του Θεού· όχι λοιπόν η καταστροφή του αλλά η εξύψωσή του.
Σ’ αυτά τα δύο παραδείγματα, και σε πολλά άλλα που θα μπορούσε να αναφέρει κανείς φαίνεται η θετική τοποθέτηση του Χριστιανισμού απέναντι στο κόσμο και στα στοιχεία που τον αποτελούν. Αφού λοιπόν είναι έργο του Θεού ο κόσμος, η ύλη, ο χρόνος και η ιστορία, ο χριστιανός καλείται να ζήσει μέσα σ’ αυτά, μέσα στο κάθε παρόν δημιουργικά και θετικά. Κάθε απόπειρα φυγής αποτελεί δειλία και συγχρόνως περιφρόνηση της δημιουργίας του Θεού.
Υπόβαθρο για τη θετική αντιμετώπιση του κόσμου είναι η αγάπη και ο σεβασμός της ζωής. Αγάπη σαν ανταύγεια της θείας αγάπης που έφτασε μέχρι το σταυρό για την αναδημιουργία της ανθρωπότητας. Η Γραφή μας ομιλεί για την «κένωση» του Υιού του Θεού. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά συμπυκνωμένο χριστολογικό ύμνο της προς Φιλιππησίους επιστολής (2,6-11) που περιγράφει την ταπεινή σάρκωση του Χριστού, ο οποίος «εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών» και έφθασε μέχρι του εσχάτου σημείου κενώσεως που είναι ο θάνατος του σταυρού. Εν τούτοις μας ομιλεί παράλληλα η Γραφή και για το «πλήρωμα» του Υιού του Θεού, ο οποίος κατέχοντας ο ίδιος το «πλήρωμα της θεότητος» γεμίζει τα πάντα· τόσο και τέτοιο πλήρωμα ώστε να περισσεύει για όλους μας: «και εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν» (Ιω. 1,16).
Η κένωση και το πλήρωμα προσδιορίζουν και την αγάπη των ανθρώπων που είναι αντανάκλαση της θείας αγάπης. Τί σημαίνει αυτό; Πολύ συχνά έχουμε μια επιφανειακή αντίληψη για την αγάπη, την οποία θεωρούμε σαν επί μέρους εκδήλωση και όχι σαν ολοκληρωτικό δόσιμο. Ξεχνούμε ότι η αγάπη είναι «κένωση», άδειασμα, ώστε αυτό που έχουμε (όχι απλώς το περίσσευμα) να δοθεί στον άλλον, ο οποίος σε μια συγκεκριμένη στιγμή το χρειάζεται περισσότερο από μας. Ας θυμηθούμε τήν παραβολή του Καλού Σαμαρείτη· δίνει κρασί και λάδι και το υποζύγιό του, πράγματα χρήσιμα γι’ αυτόν εκθέτει τον εαυτό του σε κίνδυνο, καθυστερεί το ταξίδι του, πληρώνει τον πανδοχέα, υπόσχεται να επανέλθει για να συνεχίσει τις φροντίδες. Κι’ ενώ είναι μια κένωση η αγάπη, είναι συγχρόνως και πλήρωμα. Γεμίζει ο άνθρωπος χαρά, πληρούται ζωής, θείας ζωής, γίνεται κατ’ εικόνα και ομοίωση του Χριστού.
Έτσι μπορούμε να καταλήξουμε. Ο καλύτερος τρόπος αξιοποιήσεως του παρόντος είναι η αγάπη. Όταν υπάρχει αυτή, ιεραρχούνται και αξιοποιούνται όλοι οι άλλοι σκοποί της ζωής, γιατί παίρνουν περιεχόμενο απ’ αυτήν. Κι’ έτσι δεν φοβάται κανείς το γρήγορο πέρασμα του χρόνου, γιατί η αγάπη «ουδέποτε εκπίπτει» (Α’ Κορ. 13,8), φθάνει στην αιωνιότητα και δεν τελειώνει.
Αυτό το σταμάτημα του χρόνου το βιώνει κανείς μέσα στην Εκκλησία. Μέσα σ’ αυτήν ο χρόνος έχει άλλες διαστάσεις, γίνεται «λειτουργικός χρόνος». Η θυσία του σταυρού, που έλαβε χώρα κάποτε στο παρελθόν, γίνεται με τη Θεία Ευχαριστία ένα παντοτινό παρόν που το ζει ο πιστός αυτή τη στιγμή· κι’ επίσης ο μελλοντικός κόσμος της αναστάσεως βιώνεται σαν να ήλθε ήδη. Το παρελθόν του σταυρού και το μέλλον της αναστάσεως συντίθενται σ’ ένα αιώνιο παρόν που δεν τελειώνει ποτέ. Γιατί ο πιστός «κοινωνεί» διαρκώς σ’ αυτή τη θεία δωρεά.
3.Τό μέλλον
Μπαίνουμε τώρα στην εξέταση της τρίτης διαστάσεως του χρόνου, του μέλλοντος, μέσα στα πλαίσια της πνευματικής ζωής. Εάν το παρελθόν μας ενδιαφέρει εδώ από την άποψη ότι μπορούμε να το ανακτήσουμε στην περίπτωση που έφυγε άδειο και αναξιοποίητο, κι’ αν το παρόν μας απασχόλησε ως ο κατ’ εξοχήν χρόνος που έχομε μέσα στα χέρια μας για δράση, το μέλλον μας ενδιαφέρει ακόμη περισσότερο, γιατί σ’ αυτό περιμένουμε την εκδίπλωση της όλης προσωπικότητας και την εξέλιξη της ζωής μας. Με την διαφορά ότι το μέλλον σαν κάτι άγνωστο για τον άνθρωπο προξενεί σ’ αυτόν μια ανησυχία, είτε σαν επικείμενο είτε σαν απομακρυσμένο. Μη ξέροντας κανείς πώς θα εκτυλιχθούν τα μελλοντικά γεγονότα αγωνιά, κι’ ακόμη περισσότερο αγωνιά για το μέλλον που τον περιμένει μετά τα όρια της ζωής του. Το ενδεχόμενο του προσωπικού αφανισμού μας προξενεί ανατριχίλα, κι’ ως εκ τούτου προσπαθούμε από κάπου να κρατηθούμε για να μη παραλύσουμε με την σκέψη του μηδενός. Απ’ τα αρχαία χρόνια ο άνθρωπος με πολλή λαχτάρα ζήτησε λύσεις που νόμιζε ότι βρήκε είτε με την μύηση στα διάφορα μυστήρια που υποσχόταν αθανασία είτε με τις ποικίλες δοξασίες για την μετά θάνατο ζωή. Έστω και μια σύντομη αναδρομή σ’ αυτές δεν είναι δυνατή στα πλαίσια του θέματος μας. Θα αναφερθούμε μόνο στην προσφορά του Χριστιανισμού, στην ανταπόκρισή του προς την πανανθρώπινη αυτή λαχτάρα της προσωπικής επιβιώσεως.
Ότι ο θάνατος είναι ένα τρομερό και συνταρακτικό γεγονός δεν το αρνείται ο Χριστιανισμός, ούτε κάνει καμιά ωραιοποίηση του γεγονότος αυτού που είναι το έσχατο αποτέλεσμα της φθοράς. Ένας ύμνος του Ιωάννη Δαμασκηνού ομιλεί για την άμορφη και άδοξη κατάσταση της «κατ’ εικόνα Θεού πλασθείσης ωραιότητος», θεωρώντας τον άνθρωπο σαν μια ενότητα σώματος και ψυχής. Ο ίδιος ο Χριστός ιδρώνει με πηκτό ιδρώτα που μοιάζει με θρόμβο αίματος, όχι βέβαια γιατί φοβάται ο ίδιος, αλλά γιατί βλέπει μπροστά του την τρομακτική συνέπεια της αμαρτίας και της φθοράς. Δεν έχουμε στον κήπο της Γεθσημανή την ηρεμία του Σωκράτη. Ο Σωκράτης είναι ιδεαλιστής, ο Χριστός είναι ρεαλιστής. Ο Σωκράτης πιστεύει ότι το σώμα είναι κακό εκ φύσεως και χαίρεται που η ψυχή του θα πετάξει στην αιώνια πατρίδα της και θα γλυτώσει από την φυλακή της ύλης. Δεν συνειδητοποιεί την τραγωδία της φθοράς, δεν ξεκινά από την αντίληψη περί του κόσμου ως δημιουργήματος του Θεού· δεν παίρνει επάνω του τα βάρος της κακίας όλης της ανθρωπότητας. Βέβαια θαυμάζει κανείς το θάρρος του μπροστά στην διάλυση της σχέσεως σώματος και ψυχής, δεν μπορεί όμως να δώσει ευρύτερες και μάλιστα πανανθρώπινες διαστάσεις στον τόσο κατά τα άλλα υποδειγματικό και ηρωικό θάνατό του.
Με τον Χριστά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν είναι ο Χριστός ιδεαλιστής φιλόσοφος. Βλέπει με πολύ ρεαλισμό το πραγματικό γεγονός της συντριβής της ζωής και πίνοντας μέχρι τέλος το ποτήρι της υπακοής στον Πατέρα, περνά από το βασίλειο του θανάτου για να εξέλθει νικητής. Κι’ αυτό έχει σημασία για όλη την ανθρωπότητα. Τις ανθρωπολογικές συνέπειες του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού τις βλέπει κανείς παραστατικά στις βυζαντινές εικόνες της αναστάσεως, όπου ο Χριστός θραύει τα δεσμά του Άδη και πιάνει από τα χέρια τους ανθρώπους για να τους αναστήσει μαζί του. Το μήνυμα αυτής της ζωής που κατανικά τον θάνατο είναι το βασικό μήνυμα του Χριστιανισμού προς την ανθρωπότητα. Θα επανέλθουμε σ’ αυτό πιό κάτω.
Υπάρχει και μια άλλη στάση που δείχνει παλληκαριά ανάλογη προς την σωκρατική άλλα με διαφορετικές προϋποθέσεις. Είναι η περίπτωση του Καζαντζάκη, με το γνωστά επίγραμμα του: «Δεν φοβάμαι τίποτε, δεν ελπίζω τίποτε, είμαι ελεύθερος». Είναι ασκητής όχι γιατί περιμένει καμιά ανταπόδοση, αλλ’ ακριβώς γιατί δεν περιμένει τίποτε. Ελεύθερα και άφοβα δεν περιμένει τίποτε μετά τον θάνατό του. Δεν μπορεί κανείς να μη θαυμάσει αυτή την παλληκαριά μπροστά στο θάνατο (θυμηθείτε το γλέντι των τριών φίλων γύρω από τον νεκρό Μανούσακα στον Καπετάν Μιχάλη). Αλλά πρέπει να διερωτηθούμε, μήπως αυτή η στάση, όταν δεν πηγάζει από την πίστη στην ανάσταση, είναι μια υπερφίαλη αυτοπεποίθηση, μια δαιμονική αυτάρκεια.
Θάταν ψέμα να ισχυρισθεί κανείς ότι δεν φοβάται το θάνατο. Η προσωπική του συνάντηση μ’ αυτόν θα τον διαψεύσει. Η μόνη δύναμη που μπορεί να θωρακίσει τον άνθρωπο όχι για να ξεφύγει τη σκέψη του θανάτου αλλά να συμφιλιωθεί μαζί της και να την νικήσει είναι η ελπίδα, που είναι στενά συνδεδεμένη με την πίστη στο σταυρό και στην ανάσταση του Χριστού. Σε αυτό το δεύτερο μέρος έγινε λόγος για την αγάπη. Εδώ θα συμπληρώσουμε το χριστιανικό τρίπτυχο αναλύοντας με συντομία τις άλλες δύο πτυχές του.
Είναι εύκολο πράγμα η πίστη; Και γιατί τότε ο ίδιος ο Χριστός διερωτάται λέγοντας αυτή την τρομερή φράση: «Πλην ο Υιός του ανθρώπου ελθών άρα ευρήσει την πίστιν επί της γης;» (Λουκ. 18,8). Είναι τόσο απλό να πιστέψεις ότι μέσα από τα συντρίμμια του θανάτου θα προέλθει μια νέα ζωή σαν δώρο του Θεού; σαν μια νέα δημιουργία; Ασφαλώς είναι δύσκολο, κι’ ας μην αυταπατόμαστε λέγοντας το αντίθετο. Γι’ αυτό και ο Απ. Παύλος τονίζει στις επιστολές του ότι δεν χρειάζονται πολλά έργα για να σωθεί ο άνθρωπος· ένα μόνο αρκεί, η πίστη. Όλα τα άλλα είναι καρπός και συνέπεια αυτής της πίστεως. «Ο δε δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται» (Ρωμ. 1,17). Μέσα σ’ ένα κόσμο πού έχει γνωρίσει απογοητεύσεις, καταστροφές και ερείπια, χρειάζεται τόλμη και ηρωισμός για να ξεπεράσεις τα φανταχτερά εμπόδια της λογικής και να θεωρήσεις σαν πραγματικά «τα μη βλεπόμενα» σύμφωνα με τον ορισμό της προς Εβραίους επιστολής ότι «πίστις εστίν ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (11,1). Ο φυσικός άνθρωπος (έτσι όπως η φύση του έχει διαμορφωθεί από την αμαρτία) θέλει εγγυήσεις για τα μη βλεπόμενα, θέλει αποδείξεις, θέλει πειστήρια. Αλλιώς δεν διακινδυνεύει. Η πίστη είναι ένα άλμα πάνω απ’ όλα αυτά· χωρίς να είναι παράλογη, είναι υπέρλογη. Κατορθώνει αυτά που για ένα λογικό άνθρωπο φαίνονται ακατόρθωτα. Εδώ είναι απαραίτητη η ακόλουθη διευκρίνιση. Στο Χριστιανισμό όταν μιλάμε για πίστη, δεν εννοούμε απλώς μια παραδοχή ορισμένων θεωρητικών αληθειών, μια τοποθέτηση δηλ. του μυαλού του ανθρώπου έναντι αυτών. Η πίστη η χριστιανική έχει σαν περιεχόμενο ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, κι’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, το σταυρό του Χριστού, που στήθηκε στο Γολγοθά επί Ποντίου Πιλάτου, ηγεμόνος της Ιουδαίας και επί Τιβερίου Καίσαρος, αυτοκράτορα της Ρώμης.
Εάν πιστεύει κανείς αυτό το ιστορικό γεγονός με τις σωτηριολογικές του διαστάσεις, τότε η ελπίδα για το μέλλον έρχεται σαν άμεση συνέπεια. Γιατί η ελπίδα δεν είναι παρά η άλλη όψη της πίστεως, αυτή που είναι στραμμένη προς το μέλλον, προς την ερχόμενη βασιλεία του Θεού, προς τον αναμενόμενο Κύριο. Έτσι η ελπίδα αποκτά τεράστια υπαρξιακή σημασία. Δεν είναι τυχαίο ότι υμνήθηκε τόσο πολύ από την σύγχρονή μας υπαρξιακή φιλοσοφία. Ο φιλόσοφος G. Μarcel γράφει στο βιβλίο του «Η μεταφυσική της ελπίδος»: «Ελπίζω σημαίνει, έχω την ενδόμυχη βεβαιότητα ότι η τωρινή ανυπόφορη φαινομενική κατάσταση δεν θα είναι οριστική, αλλά θα υπάρξει μια διέξοδος . . .». Βέβαια όσο κι’ αν είναι παρήγορο ότι μέσα στην ατμόσφαιρα της απαισιοδοξίας και απελπισίας που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη, την άθεη κυρίως, υπαρξιακή φιλοσοφία, ακούγεται και η φωνή χριστιανών φιλοσόφων, δεν εξαντλεί όμως με όλα αυτά το περιεχόμενο της χριστιανικής ελπίδας. Γιατί στο χριστιανικό Ευαγγέλιο η ελπίδα δεν είναι η τελευταία σανίδα από την οποία πιάνεται ο απεγνωσμένος άνθρωπος για να μη καταποντισθεί στο χάος του μηδενός, δεν είναι μια ανθρώπινη προσπάθεια. Είναι δωρεά του Θεού. Όταν ο Παύλος κάνει λόγο για την «ελπίδα την αποκειμένην ημίν εν ουρανοίς» (Κολ. 1,5), δεν εννοεί το ελπίζειν σαν προσπάθεια αλλά το περιεχόμενο αυτής της ελπίδας που είναι δοσμένο από το Θεό και που αναμένεται στην πληρότητά του μελλοντικά. Έχοντας τέτοιο σίγουρο περιεχόμενο «η ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. 5,5)· δεν μπορεί να διαψεύσει τον άνθρωπο, γιατί έχει ένα υπαρκτό αντίκρυσμα, υπαρκτό και βέβαιο, όσο και αν είναι μη βλεπόμενο με τα σωματικά μάτια.
Μερικές φορές όταν μιλούμε για το μεταθάνατο μέλλον, το αντιμετωπίζουμε διανοητικά και όχι βιωματικά. Είναι ένας κίνδυνος από τον οποίο πρέπει να προφυλαχθούμε. Το μυαλό ζητά περιγραφές, θέλει να συλλάβει τις λεπτομέρειες για τον τόπο ή τον τρόπο της μελλοντικής ζωής. Γι’ αυτό και δόθηκαν στη διάρκεια της ιστορίας πολλές περιγραφές με κατηγορίες και διαμερίσματα του μελλοντικού κόσμου, ανάλογα με το είδος της αμαρτίας ή της αρετής. Ανώφελες αναζητήσεις της διανοητικής περιέργειας! Η Γραφή μας ομιλεί για τον μελλοντικό κόσμο με τις ακόλουθες εκφράσεις: «… και ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα» (Α’ Θεσ. 4,17), «. . . εγείρεται σώμα πνευματικόν» (Α’ Κορ. 15,44), «οίδαμεν ότι εάν φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς έστι· και πας ο έχων την ελπίδα ταύτην επ’ αυτώ αγνίζει εαυτόν, καθώς εκείνος αγνός έστιν» (Α’ Ιω. 3,2-3), κ.ά.
Η τελευταία αυτή φράση του Ιωάννη είναι πολύ ενδεικτική. Όποιος έχει αυτή την ελπίδα στο Θεό δεν καταφεύγει στις φανταστικές διανοητικές περιγραφές, αλλά σε κάτι συγκεκριμένο που συνδέεται με τη ζωή του: «αγνίζει εαυτόν, καθώς εκείνος αγνός έστιν». Η καλλίτερη προετοιμασία για το μέλλον συνίσταται στη σωστή ζωή του παρόντος, στη ζωή της πίστεως, της ελπίδας και της αγάπης. Ο άνθρωπος είπαμε ότι συνήθως φοβάται το τέλος του· ο ελπίζων και έχων έργα αγάπης νικά τη φυσική φοβία, γιατί «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» (Α’ Ιω. 4,18).
Απ’ όλα αυτά φαίνεται ότι το μήνυμα του Χριστιανισμού στον κόσμο είναι μήνυμα αισιοδοξίας. Το κέντρο της Κ. Διαθήκης δεν βρίσκεται στο χαμένο παρελθόν του Αδάμ, αλλά στον καινό ουρανό και στην καινή γη που υπόσχεται ο Χριστός για το μέλλον. Κι’ όταν η Κ. Διαθήκη, και στη συνέχεια η Εκκλησία, τονίζουν ότι η κάθε χρονική στιγμή της ζωής είναι δυνατό να σημάνει τον ερχομό του μέλλοντος, δεν το κάνουν για να προκαλέσουν αισθήματα καταθλίψεως αλλά για να μας οδηγήσουν στη δημιουργικότητα και την επωφελή χρησιμοποίηση του παρόντος. Η σκέψη του τέλους οδηγεί στην όρεξη για δράση και δημιουργία, ώστε την ώρα της κρίσεως να μη βρεθούμε με άδεια χέρια. Οι ύμνοι της Εκκλησίας, ιδίως της Μ. Τεσσαρακοστής, όταν μιλούν για το τέλος που εγγίζει, δεν τα κάνουν για να μας γεμίσουν με κατάθλιψη αλλά για να παρωθήσουν στην εγρήγορση και την γεμάτη δημιουργικότητα αναμονή. Γιατί το μέλλον δεν οικοδομείται αυθαίρετα. Το οικοδομούμε και εμείς, μαζί βέβαια με το Θεό. Έτσι ο ερχομός του δεν είναι φοβερός αλλά ευχάριστος. Η Αποκάλυψη του Ιωάννη τελειώνει με την υπόσχεση του Κυρίου «ναι έρχομαι ταχύ» και με την προσευχή της Εκκλησίας «ναι έρχου, Κύριε Ιησού». Ο τόνος πού κυριαρχεί στο κείμενο αυτό δεν είναι ο φόβος που έρχεται ο Κύριος, αλλά η χαρά που εκπληρώνεται η ελπίδα της Εκκλησίας.
(«Προβληματισμοί», τ.3, εκδ. Χ.Φ.Ε.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου