9 Ιαν 2011

Η αίρεση της αγάπης, του Ευγένιου Αρανίτση

Πριν από πολλά χρόνια, ο Κώστας Μαυρουδής μου ζήτησε ένα κείμενο περί Θεού, για το τεύχος του «Δέντρου» που επρόκειτο να εκδοθεί αφιερωμένο σ' αυτήν ακριβώς την παρωχημένη ιδέα, σχεδόν αδιάφορη σήμερα, πανταχού παρούσα στα καταναλωτικά πανηγύρια και, ταυτοχρόνως, ολοκληρωτικά ανεπίκαιρη.
Εκεί είχα διατυπώσει -έστω με το κάπως ασυνάρτητο, μισομεθυσμένο ύφος της εποχής- την αντιδημοφιλή πεποίθηση ότι ο χριστιανικός Θεός, στην αυθεντική εκδοχή του και σε πείσμα των διαδεδομένων αντιλήψεων, ήταν ο θεός των ευτυχισμένων.
Θα τολμούσε εξάλλου κανείς να ελπίσει ότι εκείνο που χάθηκε με την απομάκρυνση του ανθρώπου απ' την καταγωγή του, εκείνο που παραγράφηκε, εκείνο που ξεχάστηκε, δηλαδή ο δεσμός της ύπαρξης με τη ρίζα της επαλήθευσης της ευτυχίας, θα δυνάμωνε απ' την εμπειρία της έλλειψής του, όπως ας πούμε όταν ο τάφος του Χριστού, μετά την Ανάσταση, μένει άδειος προκειμένου το κενό να χρησιμεύσει, εμβληματικά, σαν μείζον γλωσσικό και μυθικό έρεισμα για την απήχηση του ευαγγελικού κειμένου. Εντούτοις, η ενίσχυση του αιτήματος της ευτυχίας, σήμερα, για όλους τους γνωστούς, πολυσυζητημένους λόγους, υποχρεώνει την επιθυμία να εκτροχιάζεται σε κατευθύνσεις ανάποδες από κείνη των συμβόλων και της κάθαρσης, κι έτσι οι άνθρωποι αναζητούν τον θεό στα γκάτζετ, στα ρούχα, στα έπιπλα και στο καινούριο μοντέλο του κινητού τηλεφώνου. Χωρίς υπερβολή, αν η πληθώρα των δολωμάτων της εκφυλισμένης ευτυχίας εξαπλώνεται, υπεραναπληρωματικά, οπουδήποτε, η εξάπλωση λέει πολλά για την ευκολία τού να χαρτογραφήσουμε τη δυστυχία μας.
Πώς να δεχτείς ότι ο Θεός αφουγκράζεται τον πόνο μιας τέτοιας επιδημίας ηλιθιότητας; Μολονότι οι πάντες μιλούν για Ορθοδοξία (ορθή δόξα, σωστή γνώμη), ο Θεός συνιστά μάλλον ένα παράδοξο, και συγκεκριμένα το παράδοξο της σιωπής που ακολουθεί, ως απάντηση, τις ιδιοτελείς, πανικόβλητες ή ρομαντικές αιτήσεις και ερωτήσεις των θνητών, ενώ απ' αυτή την πρωταρχική αντίφαση πηγάζουν άπειρες άλλες -για παράδειγμα το ότι κανείς ποτέ δεν είχε εμπειρία του Θεού ενόσω ήταν απελπισμένος και μίζερος, παρά τις αμέτρητες κατηγορηματικές μαρτυρίες περί του αντιθέτου. Ασφαλώς, οι άνθρωποι αυθυποβάλλονται στον πειρασμό της προσδοκίας για βοήθεια, αυτό ναι, αλλά η Χάρις δεν τους δίνεται. Θα μιλούσαμε άραγε για απελπισία αν τους είχε δοθεί; Οντας δυστυχισμένος, όντας ψυχικά άρρωστος, δεν μπορείς να εκμοχλεύεις το έλεος με το στανιό, δηλαδή στην αντιπαροχή του. Απεναντίας, ο Θεός νοηματοδοτεί τα πάντα και σε υποδέχεται μετά βαΐων άπαξ και διαθέσεις δωρεάν το περίσσευμα της χαράς σου, οπότε η Χάρις γίνεται ευδιάκριτη σαν μια στωική γλυκύτητα για την οποία αδυνατείς να πεις εάν σταθμεύει εντός ή γύρω σου.
Το παράδοξο έγκειται, τρόπον τινά, στο ότι δεν γίνεται να νιώσεις τον Θεό αν δεν τον νιώθεις ήδη. Εξ ου και όλες οι ηθικής εμπνεύσεως γυμναστικές της ψυχής αποδεικνύονται φενακιστικές- ο Θεός υπάρχει όταν δεν τον χρειάζεσαι, και είμαστε αναγκασμένοι να δεχτούμε πως η επιθυμία να τον ευχαριστήσεις προϋποθέτει το πλεόνασμα ευτυχίας και καλοσύνης πολύ περισσότερο απ' όσο το παράγει. Ακόμη και ο Παύλος, τη στιγμή που καταδίωκε την ιδέα του Χριστού, πρέπει να είχε, εν αγνοία του, αγγιχτεί απ' τη φλόγα μιας μυστικής κατάφασης ώστε να κατορθώσει να δει το θήραμά του στη λάμψη που το τελευταίο εξέπεμπε παθητικά, τουτέστιν από την ιστορικά ουδέτερη θέση της μακαριότητάς του. Βγήκε λοιπόν, όπως ήταν επόμενο, απ' το θέατρο σύγκρουσης εαυτού και κόσμου και τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους, τον λεγόμενο «προς Δαμασκό». Για τους ευτυχισμένους, ως εραστές της αλήθειας της οποίας την πρωθύστερα εκπληρούμενη υπόσχεση αποτελεί ήδη η ευτυχία, αυτή η έξοδος είναι αβίαστη. Αναλόγως, κάτι μέσα σε κάθε συννεφιασμένη ψυχοσύνθεση λοξοδρομεί ενίοτε προς την ηλιοφάνεια, όχι κατά παραχώρησιν των ουρανών αλλά επειδή έχει ήδη συντελεστεί ένα μέρος του πένθους των αδυναμιών, μια φάση της θεραπείας. Προηγείται η λοξοδρόμηση και η Χάρις έπεται -όχι ανάποδα, όχι έτσι ώστε να συμπεράνουμε πως η Χάρις ήταν η αιτία της λοξοδρόμησης. Ο Θεός δεν είναι κλήρωση λαχείου· έρχεται μάλλον με το σκίρτημα που αισθάνεται κανείς όταν θυμηθεί, ξαφνικά, τη θέση ενός αντικειμένου που είχε χάσει.
Γι' αυτό και η συγκινησιακή εκδίπλωση εκείνων που κερδίζουν τον Θεό -παραισθητικά ή όχι, δεν το εξετάζω εδώ· δεν εξετάζω αν ο Θεός υπάρχει όντως- μέσω του συνταρακτικού μεγαλείου της θρυλούμενης αποκάλυψής του είναι κατ' ουσίαν ένα αίτημα ίασης που εισακούεται υποθετικά μέσα στο φαινομενικό έλλειμμα ανταπόδοσης στο οποίο εγγράφεται η θεϊκή ομιλία. Συνοψίζοντας, η σιωπή αυτή, στην καρδιά του Λόγου, δείχνει ότι το Θείο ήταν και είναι (όχι βέβαια αδιάφορο, καθώς λένε, αλλά) απαθές, δίχως πάθη, δίχως ποτέ να ταλαντεύεται, αλλ' απλώς αγαπώντας. Καθ' οδόν προς την ευτυχία, σε αναμένει -δεν κινείται, ούτε εξηγεί.
Ελάχιστοι δείχνουν να κατανοούν ότι η περιπέτεια στην οποία αφήνει χώρο η παύση του λόγου του Θεού φανερώνεται, ακριβώς, στον ανορθόδοξο τόνο της προτροπής να αγαπάς τον πλησίον σου ως εαυτόν - ο δεύτερος όρος της σύγκρισης περνάει απαρατήρητος, κυρίως ένεκα της κοινής δοξασίας, ειδικά μεταξύ προτεσταντών, ότι το επίτευγμα ισοδυναμεί με το να αγαπάς τον πλησίον κατευθείαν και αποκλειστικά, σαν να λέμε ερήμην του εαυτού. Από εκεί προέρχεται, δευτερογενώς, η εντύπωση ότι το δώρο αφορά εν δυνάμει οιονδήποτε τυχαίο άλλο, χωρίς τη διαπροσωπική και διακριτική μεσολάβηση της αντοψίας. Ομως, το να δωρίσεις τον εαυτό σου στον άλλο προϋποθέτει το να έχεις εαυτό, γεγονός συζητήσιμο αν αναφερόμαστε σε δυστυχείς, οι οποίοι, ως εκ τούτου, δηλαδή ακριβώς επειδή ο εαυτός τους τελεί υπό διάλυσιν, αδιαφορούν παγερά για τον εαυτό του άλλου, για το ποιος είναι ο άλλος και για το τι δηλώνει το βλέμμα του. Εξηγείται άρα η σημασία ορισμένων χρησμών όπως του Μάξιμου Ομολογητή («αγαθήν και νοεράν φιλαυτίαν»), του Ιερού Χρυσόστομου («τον εαυτόν μη αδικούντα, ουδείς παραβλάψαι δύνασθαι»), ή του ασκητή της ερήμου αββά Ξανθία, που κρυφά παραδεχόταν πως είχε τόσο αξιαγάπητο εαυτό ώστε τολμούσε να τον θεωρεί κατώτερο ενός παιγνιδιάρη σκύλου.
Με δυο λόγια, ο Ξανθίας αισθανόταν ασφαλής μέσα σε κάτι που δεν αποκλείεται να ήταν η χαρά του εαυτού ως χαρά του Θεού, επομένως ο εαυτός μπορούσε να δωρηθεί και να ανθήσει. Είναι λυπηρό να βλέπει κανείς τις στρατιές των απελπισμένων να οδηγούνται στις εκκλησίες γονυπετείς και παρακαλώντας σαν ο Θεός να είναι γραφείο παραπόνων. Για να μεταχειριστώ ένα σχήμα λόγου κάπως τολμηρό σε σχέση με το πνεύμα μιας τέτοιας συζήτησης, ο Θεός θα μπορούσε να συγκριθεί με την τράπεζα στον ορισμό που έδωσε ο Μπομπ Χόουπ: «Τράπεζα είναι ένα μέρος όπου θα σου δανείσουν λεφτά αν μπορείς να αποδείξεις ότι δεν τα χρειάζεσαι». Επρεπε, ενδεχομένως, να επικαλείται κανείς τον Θεό για να τον ευγνωμονεί -ποτέ για να ζητιανεύει, να αιτείται, να εκλιπαρεί ή να υπόσχεται ή οτιδήποτε άλλο θα μας επέτρεπε να συμπεράνουμε ότι παραείναι εύκολο για να 'ναι επίσης αληθινό. Ο Θεός του ακραιφνούς Χριστιανισμού, αν υποθέσουμε ότι υφίσταται τέτοιος, είναι μια πόρτα που θα ανοίξει μόνον εφόσον βρίσκεσαι ήδη μέσα ώστε να ανοίξεις εσύ ο ίδιος.
Γι' αυτό και είναι άστοχο να λέμε ότι ο Ιησούς «δίδαξε», είναι λάθος να πιστεύουμε ότι έδινε ορισμούς των πραγμάτων σαν τον Σωκράτη -ο Ιησούς δεν εξαντλούσε την αλήθεια στη διατύπωση, την εξαντλούσε στη συναναστροφή. Αναπόφευκτα, Ευαγγέλιο σημαίνει χαρούμενη αναγγελία, όχι κήρυγμα -τώρα πια, κάθε κήρυγμα είναι κήρυξη πολέμου.

Σημ.: Ευχαριστούμε το Γιώργο Μπ. για την αποστολή του παραπάνω κειμένου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου