3 Δεκ 2011

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: Προς τη σεμνοτάτη μοναχή Ξένη


Σ’ εκείνους που επιθυμούν να ζουν τη μοναχική ζωή αληθινά, είναι δυσάρεστη όχι μονάχα η συναναστροφή με τους πολλούς, αλλά και με εκείνους που ζουν με τον ίδιο τρόπο, γιατί αυτό διακόπτει τη συνέχεια της πανευφρόσυνης επικοινωνίας με το Θεό και σχίζει στα δύο και κάποτε σε πολλά μέρη το ενιαίο του νου, το οποίο συγκροτεί τον έσω και αληθινό Μοναχό.

Γι’ αυτό και κάποιος από τους Πατέρες, όταν ερωτήθηκε γιατί αποφεύγει τους ανθρώπους, αποκρίθηκε ότι «δεν μπορώ να είμαι με το Θεό όταν συναναστρέφομαι με τους ανθρώπους». Άλλος πάλι, μιλώντας γι’ αυτά από την πείρα του, θεωρεί όχι μόνο τη συναναστροφή, αλλά και τη θέα των ανθρώπων, ως αιτία που μπορεί να διαφθείρει τη σταθερότητα της νοερής ηρεμίας των ησυχαστών. Αν δε κανείς εξετάσει με ακρίβεια, και μόνο η σκέψη του ερχομού κάποιου και η αναμονή της επισκέψεως και της συνομιλίας δεν αφήνει τελείως ατάραχο το νοητικό μέρος της ψυχής.

Εκείνος τώρα που γράφει και λόγους, φορτώνει το νου του με ακόμη πιο έντονη μέριμνα. Κι αν είναι από εκείνους που έχουν προκόψει στην αρετή και έχει, λόγω ψυχικής υγείας, και την αγάπη του Θεού, την έχει ενεργητική και όταν γράφει, αλλά πάντως όχι με άμεσο και γνήσιο τρόπο. Αν όμως είναι από εκείνους που πέφτουν ακόμη σε πολλά νοσήματα και πάθη της ψυχής, όπως πράγματι είμαι εγώ, κι έχουν ανάγκη να φωνάζουν συνεχώς στο Θεό «γιάτρεψε με, γιατί αμάρτησα σ’ Εσένα»(Ψαλμ. 40, 5), αυτοί δεν είναι εύλογο πριν από τη θεραπεία τους ν’ αφήσουν τη δέηση και ν’ ασχοληθούν με ο,τιδήποτε άλλο θεληματικά.
Εκτός από αυτά, με τα γραπτά του κανείς συνομιλεί και με τους απόντες, και μεταδίδει την ομιλία σε περισσότερους καιρούς και ανθρώπους, κάποτε και σ’ αυτούς που δε θα ήθελε, αφού τα κείμενα παραμένουν και μετά το θάνατο εκείνου που τα έγραψε. Γι’ αυτό πολλοί Πατέρες, κορυφαίοι ησυχαστές, δε θέλησαν να γράψουν τίποτε, αν και μπορούσαν να εκθέσουν σπουδαία και ωφελιμότατα πράγματα.
Εγώ, αν και απέχω πάρα πολύ από την ακρίβεια εκείνων, συνήθιζα να γράφω, αλλά όταν υπήρχε επείγουσα ανάγκη. Τώρα όμως μ’ έκαναν διστακτικότερο και σ’ αυτό εκείνοι που είδαν με φθονερά μάτια μερικά γραπτά μου, ζητώντας απ’ αυτά αφορμές να με βλάψουν. Αυτοί, σύμφωνα με τον Μέγα Διονύσιο, προκαταλαμβάνονται εμπαθώς από τα ψηφία και τις χωρίς νόημα γραμμές και από συλλαβές και λέξεις άγνωστες που δε φτάνουν στο νοερό μέρος της ψυχής τους.
Κι είναι πράγματι παράλογο και κακό και ολότελα ανάρμοστο σ’ εκείνους που θέλουν να νοούν τα θεία, το να μην προσέχουν στην έννοια του περιεχομένου, αλλά στις λέξεις. Εγώ γνωρίζω καλά πως δέχθηκα δικαίως τις κατηγορίες τους. Όχι ότι δεν έγραφα σύμφωνα με τους Πατέρες. Αυτό με τη χάρη του Χριστού το φύλαξα στα γραπτά μου· αλλά ότι έγραψα για πράγματα, για τα οποία δεν ήμουν άξιος και, παρόμοια με τον Οζά(Β΄ Βασ. 6, 6-7), επιχείρησα με το λόγο να κρατήσω το όχημα της αλήθειας που κινδύνευε να ανατραπεί.
Βέβαια, η τιμωρία που εγώ δέχθηκα από το Θεό δεν ήταν σε βαθμό οργής, αλλά παιδαγωγίας με μέτρο. Γι’ αυτό και δεν παραχωρήθηκε να υπερισχύσουν εναντίον μου οι επιτιθέμενοι. Αλλά κι αυτό μάλλον οφείλεται στην αναξιότητά μου. Δεν ήμουν φαίνεται άξιος ούτε ικανός να πάθω τίποτε για χάρη της αλήθειας και να γίνω με χαρά συγκοινωνός των παθημάτων των Αγίων.

Μήπως και ο Χρυσόστομος, που από αυτήν ακόμη τη ζωή ήταν ενωμένος με την Εκκλησία των πρωτοτόκων στους ουρανούς και που έγραφε λόγους για την ευσέβεια με εγκυρότητα, σαφήνεια και γλυκύτητα όσο κανείς, μήπως λοιπόν κι αυτός ο τόσο μέγας δεν αποκόπηκε από την Εκκλησία και δεν καταδικάστηκε σε εξορία, γιατί δήθεν έγραφε και φρονούσε την αίρεση του Ωριγένη; Και ο Πέτρος, ο κορυφαίος του κορυφαίου χορού των μαθητών του Κυρίου, λέει ότι οι τότε αμαθείς διαστρέβλωναν τα δυσνόητα σημεία των επιστολών του μεγάλου Παύλου, με αποτέλεσμα να οδηγούνται στην απώλεια(Β΄ Πέτρ. 3, 16).
Εγώ δε, για τη μικρή ενόχληση που μου προξένησαν οι αντίπαλοι, αν και καταδικάστηκαν συνοδικώς, είχα σκοπό να πάψω τελείως να γράφω, αν εσύ τώρα, αγία Γερόντισσα, δεν το ζητούσες ακούραστα με παρακλητικά γράμματα και μηνύματα, έως ότου με έπεισες να καταπιαστώ πάλι με συμβουλευτικούς λόγους. Αν και εσύ δεν έχεις μεγάλη ανάγκη από συμβουλές, γιατί έχεις, με τη χάρη του Χριστού, μαζί με τη γεροντική ηλικία και το σεβασμό της συνέσεως, κι έχεις διαβάσει το νόμο των ιερών εντολών με πολυετή εφαρμογή, μοιράζοντας κατάλληλα τη ζωή σου στην υπακοή και στην ησυχία.
Με αυτά λείανες την πλάκα της ψυχής σου και την έκανες κατάλληλη να χαραχθούν πάνω της τα θεϊκά γράμματα και να μη σβήσουν. Αλλά τέτοια είναι η ψυχή που κυριεύτηκε ολοκληρωτικά από τον πόθο της πνευματικής διδασκαλίας· δεν την χορταίνει ποτέ. Γι’ αυτό και η Σοφία του Θεού λέει για τον εαυτό της: «Όσοι με τρώνε, θα πεινάσουν κι άλλο»(Σ. Σειράχ 24, 21). Και ο Κύριος που βάζει μέσα μας αυτόν τον πόθο, λέει για τη Μαρία που διάλεξε την “αγαθή μερίδα”, ότι δεν πρόκειται να της αφαιρεθεί(Λουκ. 10, 42).
Εσύ χρειάζεσαι επιπλέον τη διδασκαλία αυτή και για τις θυγατέρες του Μεγάλου Βασιλέως, τις μοναχές δηλαδή, που ζουν κάτω από την πνευματική σου παιδαγωγία, και μάλιστα για τη Σύνεση, την οποία ποθείς να δώσεις νύμφη από το γένος σου στο Χριστό, το χορηγό της αφθαρσίας. Αυτόν μιμήθηκες κι εσύ· όπως δηλαδή Αυτός πήρε πραγματικά για χάρη μας τη δική μας μορφή, έτσι κι εσύ τώρα υποδύθηκες το πρόσωπο των αρχαρίων που έχουν ανάγκη από διδασκαλία.
Γι’ αυτό κι εγώ, αν και δεν έχω ευχέρεια στους λόγους, και ειδικά σε τέτοιους λόγους, αλλά για να κάνω υπακοή και να τηρήσω την εντολή «Σ’ όποιον σου ζητάει κάτι, να το δώσεις»(Ματθ. 5, 42), από ό,τι τώρα έχω, θα εκπληρώσω το χρέος της κατά Χριστόν αγάπης, για να δείξω την καλή πρόθεσή μου.
Να ξέρεις λοιπόν, αγία Γερόντισσα, ή μάλλον άκουσε συ για να πληροφορηθούν oι νέες που διάλεξαν την κατά Θεόν ζωή, ότι υπάρχει και θάνατος της ψυχής, η οποία είναι φύσει αθάνατη. Έτσι λέει ο Θεολόγος, ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού: «Υπάρχει αμαρτία που επιφέρει θάνατο και άλλη που δεν επιφέρει»(Α΄ Ιω. 5, 16-17)· εδώ εννοεί οπωσδήποτε το θάνατο της ψυχής.
Και ο μέγας Παύλος λέει: «Η κατά κόσμον λύπη προκαλεί θάνατο»(Β΄ Κορ. 7, 10)· εννοεί φυσικά το θάνατο της ψυχής. Κι άλλου λέει: «Ξύπνα εσύ που κοιμάσαι, αναστήσου από τους νεκρούς, κι ο Χριστός θα σε φωτίσει»(Εφ. 5, 14). Από ποιους νεκρούς προστάζει να αναστηθεί; Οπωσδήποτε από εκείνους που νεκρώθηκαν από τις σαρκικές επιθυμίες, οι οποίες μάχονται κατά της ψυχής(Α΄ Πέτρ. 2, 11). Γι’ αυτό και ο Χριστός ονόμασε νεκρούς, εκείνους που ζουν στον μάταιο αυτόν κόσμο. Γιατί δεν έδωσε άδεια στο μαθητή που του ζήτησε να πάει να θάψει τον πατέρα του, αλλά τον διέταξε να Τον ακολουθεί, και να αφήσει τους νεκρούς να θάβουν τους νεκρούς τους(Ματθ. 8, 22). Νεκρούς εδώ ονόμασε ο Κύριος και τους ζωντανούς που είναι νεκρωμένοι στην ψυχή.
Όπως δηλαδή ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι θάνατος του σώματος, έτσι κι ο χωρισμός του Θεού από την ψυχή, είναι θάνατος της ψυχής. Κι ο πραγματικός θάνατος είναι αυτός, ο θάνατος της ψυχής. Αυτόν το θάνατο εννοούσε με την εντολή Του στον Παράδεισο ο Θεός, όταν έλεγε στον Αδάμ: «Την ημέρα που θα φας από το απαγορευμένο δένδρο, θα δοκιμάσεις το θάνατο»(Γεν. 2, 17).
Τότε με την παράβαση θανατώθηκε η ψυχή του Αδάμ, καθώς χωρίστηκε από το Θεό, ενώ κατά το σώμα εξακολούθησε να ζει μέχρι την ηλικία των εννιακοσίων τριάντα ετών(Γεν. 5, 5). Αλλά ο θάνατος που επικράτησε στην ψυχή λόγω της παραβάσεως, όχι μονάχα αχρειώνει την ψυχή και κάνει τον άνθρωπο επικατάρατο, αλλά κάνει και το σώμα πολύμοχθο και πολυπαθές και φθαρτό και στο τέλος το παραδίνει στο θάνατο.
Γιατί τότε, μετά τη νέκρωση δηλαδή του έσω ανθρώπου εξαιτίας της παραβάσεως, άκουσε ο χοϊκός Αδάμ ότι «θα είναι καταραμένη η γη και θα το δείχνει στα διάφορα έργα σου· θα σου φυτρώνει αγκάθια και τριβόλια, και με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου, ως την ώρα που θα επιστρέψεις στη γη, από την οποία σχηματίστηκες· γιατί γη είσαι, και στη γη θα γυρίσεις»(Γεν. 3, 17-19).
Στη μέλλουσα εκείνη νέα γέννησή μας, κατά την ανάσταση των δικαίων, θα αναστηθούν και τα σώματα των ανόμων και αμαρτωλών, αλλά για να παραδοθούν στό δεύτερο θάνατο(Αποκ. 20, 14), στην αιώνια κόλαση, στον ακοίμητο σκώληκα(Μαρκ. 9, 44), στο τρίξιμο των δοντιών, στο εξώτερο και ψηλαφητό σκοτάδι(Ματθ. 8, 12), στη σκοτεινή και άσβεστη γέεννα του πυρός(Ματθ. 5, 22), σύμφωνα με τον Προφήτη που λέει ότι οι άνομοι και οι αμαρτωλοί θα ριχτούν μαζί σε φωτιά, που κανείς δε θα μπορεί να σβήσει(Ησ. 1, 31).
Αυτό είναι ο δεύτερος θάνατος, όπως μας δίδαξε ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη. Άκουε ακόμη τι λέει και ο μέγας Παύλος: «Αν ζείτε σαρκικά, σας περιμένει θάνατος· αν όμως νεκρώνετε με τη δύναμη του Πνεύματος τις αμαρτωλές τάσεις σας, θα ζήσετε»(Ρωμ. 8, 13). Εδώ μιλά για τη ζωή και το θάνατο κατά τον μέλλοντα αιώνα· ζωή λέει την απόλαυση της αιώνιας βασιλείας και θάνατο την αιώνια κόλαση.
Η παράβαση λοιπόν της εντολής του Θεού γίνεται πρόξενος κάθε θανάτου, και στην ψυχή και στό σώμα, και στην παρούσα ζωή και σ’ εκείνη την ατελεύτητη κόλαση. Αυτός είναι ο καθεαυτού θάνατος, να διαζευχθεί η ψυχή τη θεία χάρη και να συζευχθεί την αμαρτία. Αυτός ο θάνατος είναι για τους συνετούς ο πράγματι φρικτός και αποκρουστικός. Αυτός είναι, σ’ εκείνους που ξέρουν να εκτιμούν τα πράγματα, πιο φρικτός κι από την τιμωρία στη γέεννα.
Κι αυτόν ας αποφύγομε κι εμείς με όλη μας τη δύναμη. Ας πετάξομε και ας παραμερίσομε και ας απαρνηθούμε τα πάντα, κατά τις σχέσεις και τις πράξεις και τα θελήματα, όσα μας απομακρύνουν και μας χωρίζουν από το Θεό και συγκροτούν αυτόν το θάνατο. Γιατί εκείνος που φοβήθηκε αυτόν το θάνατο και φυλάχθηκε απ’ αυτόν, δε θα φοβηθεί το θάνατο του σώματος όταν έρθει, αφού θα έχει μέσα του ένοικο την αληθινή ζωή, η οποία με το σωματικό θάνατο γίνεται πια αναφαίρετη.
Όπως λοιπόν ο θάνατος της ψυχής είναι ο κυρίως θάνατος, έτσι και η ζωή της ψυχής είναι η κυρίως ζωή. Ζωή της ψυχής είναι η ένωση με το Θεό, όπως ακριβώς ζωή του σώματος είναι η ένωση με την ψυχή. Και όπως με την παράβαση της εντολής η ψυχή χωρίστηκε από το Θεό και θανατώθηκε, έ’τσι με την υπακοή στην εντολή ενώνεται πάλι με το Θεό και ζωοποιείται. Γι’ αυτό λέει ο Κύριος στα Ευαγγέλια: «Τα λόγια που λέω εγώ, είναι πνεύμα και είναι ζωή»(Ιω. 6, 63). Το ίδιο έλεγε στον Κύριο και ο Πέτρος, που το έμαθε από την πείρα: «Έχεις λόγια της αιώνιας ζωής»(Ιω. 6, 68). Τα λόγια όμως αυτά οδηγούν στην αιώνια ζωή όσους υπακούνε, ενώ για όσους παρακούνε, αυτή η εντολή της ζωής γίνεται αιτία θανάτου(Ρωμ. 7, 10).
Έτσι και οι Απόστολοι, ενώ ήταν “ευωδία Χριστού”, για άλλους ήταν οσμή θανάτου που δίνει θάνατο, ενώ για άλλους οσμή ζωής που δίνει ζωή(Β΄ Κορ. 2, 15-16). Η ζωή πάλι αυτή, δεν είναι ζωή μόνο της ψυχής, αλλά και του σώματος, αφού με την ανάσταση το αθανατίζει κι αυτό. Και δε λυτρώνει το σώμα μονάχα από τη θνητότητα, αλλά κι από το θάνατο που ποτέ δε λήγει, δηλαδή τη μέλλουσα εκείνη κόλαση, χαρίζοντας και σ’ αυτό την αιώνια εν Χριστώ ζωή, τη δίχως πόνο, δίχως νόσους, δίχως λύπη, την πράγματι αθάνατη.
Όπως στο θάνατο της ψυχής, δηλαδή στην παράβαση και την αμαρτία, επακολούθησε ο θάνατος του σώματος και η διάλυσή του σε γη και η μετατροπή του σε χώμα, και στο σωματικό θάνατο επακολούθησε η καταδίκη της ψυχής στον άδη, έτσι στην ανάσταση της ψυχής, η οποία είναι η επιστροφή στο Θεό με την υπακοή στις θείες εντολές, θα ακολουθήσει ύστερα η ανάσταση του σώματος που θα ενωθεί πάλι με την ψυχή.
Και στην ανάσταση αυτή θα ακολουθήσει η πραγματική αφθαρσία και η αιώνια ζωή με το Θεό όσων την αξιωθούν, αφού από σαρκικοί θα γίνουν πνευματικοί και θα ζουν στον ουρανό σαν άγγελοι, όπως λέει ο Απόστολος: «Θα μας αρπάξουν τα σύννεφα για να υποδεχτούμε στον αέρα τον Κύριο που θα έρχεται, κι έτσι θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο»(Α΄ Θεσ. 4, 17). Όπως δηλαδή ο Υιός του Θεού, που έγινε άνθρωπος από φιλανθρωπία, πέθανε σωματικά και χωρίστηκε η ψυχή Του από το σώμα, αλλά δε χωρίστηκε από αυτό η θεότητά Του —γι’ αυτό και αφού ανάστησε το σώμα Του, το πήρε μαζί Του στον ουρανό με δόξα—, έτσι κι εκείνοι που έζησαν εδώ σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Καθώς δηλαδή, όταν αποχωρίζονται το σώμα τους, δε χωρίζονται από το Θεό, στην ανάσταση θα πάρουν μαζί και το σώμα τους κοντά στο Θεό, εισερχόμενοι με ανέκφραστη χαρά εκεί όπου εισήλθε ως πρόδρομος για χάρη μας ο Ιησούς(Εβρ. 6, 20), για να απολαμβάνουν μαζί Του τη δόξα που μέλλει να φανερωθεί(Α΄ Πέτρ. 5, 1). Και δε θα μετάσχουν μονάχα στην ανάστασή Του, αλλά και στην ανάληψή Του και σε όλη τη θεόμορφη ζωή Του. Δε θα γίνει όμως το ίδιο και μ’ εκείνους που έζησαν εδώ σαρκικά και στην ώρα του θανάτου βρέθηκαν να μην έχουν καμία κοινωνία με το Θεό. Γιατί, αν και όλοι θ’ αναστηθούν, αλλά ο καθένας στην ανάλογη τάξη, όπως λέει ο Απόστολος(Α΄ Κορ. 15, 23).
Εκείνος που θανάτωσε εδώ με τη δύναμη του Πνεύματος τις πράξεις του σώματος(Ρωμ. 8, 13), θα ζήσει εκεί τη θεϊκή και αιώνια ζωή μαζί με το Χριστό. Ενώ εκείνος που με τις σαρκικές επιθυμίες και τα πάθη θανάτωσε εδώ το πνεύμα του, εκεί —αλοίμονο— θα καταδικαστεί μαζί με το διάβολο, το δημιουργό και πρόξενο της κακίας, και θα παραδοθεί στην αβάσταχτη και ασύλληπτη από το νου κόλαση, πράγμα που είναι ο δεύτερος θάνατος(Αποκ. 20, 14), ο μόνιμος.
Πού έλαβε αρχή ο πραγματικός θάνατος που προξένησε και στην ψυχή και στο σώμα τόσο τον πρόσκαιρο, όσο και τον αιώνιο θάνατο; Όχι στον τόπο της ζωής; Γι’ αυτό και ευθύς αμέσως —αλοίμονο— ο άνθρωπος καταδικάστηκε σε εξορία από τον Παράδεισο του Θεού, γιατί έκανε τη ζωή του θανατηφόρο και ακατάλληλη για το θείο Παράδεισο. Ώστε και η αληθινή ζωή, η οποία και στην ψυχή και στο σώμα προξενεί την αθάνατη και αληθινή ζωή, θα λάβει την αρχή της εδώ, στον τόπο του θανάτου· κι όποιος δε σπεύδει να την κάνει εδώ κτήμα της ψυχής του, ας μην ξεγελά τον εαυτό του με κούφιες ελπίδες ότι θα τη λάβει εκεί. Ούτε να ελπίζει ότι θα λάβει τη φιλανθρωπία του Θεού εκείνη την ώρα· γιατί τότε είναι καιρός ανταποδόσεως και εκδικήσεως(Ιερ. 28, 6) και όχι συμπάθειας και φιλανθρωπίας.
Τότε είναι καιρός φανερώσεως θυμού και οργής και δικαιοκρισίας του Θεού(Ρωμ. 2, 5)· καιρός που θα φανεί το δυνατό θείο χέρι να κινείται για να κολάσει τους απειθείς. Αλοίμονο σ’ αυτόν που θα πέσει στα χέρια του αληθινού Θεού(Εβρ. 10, 31), αλοίμονο σ’ αυτόν που θα δοκιμάσει εκεί το θυμό του Κυρίου και δεν έχει γνωρίσει από εδώ, μέσω του θείου φόβου, τη δύναμη της οργής Του και δεν προεξασφάλισε με τα έργα του τη φιλανθρωπία του Θεού, χρησιμοποιώντας όπως πρέπει τον τωρινό καιρό.
Γι’ αυτό πράγματι μας παραχώρησε και τη ζωή αυτή ο Θεός, δίνοντάς μας τόπο μετάνοιας. Γιατί αν δεν ήταν έτσι, ευθύς με μία αμαρτία του ο άνθρωπος θα έχανε και τη ζωή του αυτή· τί όφελος θα είχε πιά από αυτήν; Γι’ αυτό και η απελπισία δεν έχει καμία θέση ανάμεσα στους ανθρώπους, αν και ο πονηρός με διάφορους τρόπους την υποβάλλει, όχι μόνον σ’ εκείνους που ζουν με αδιαφορία, αλλά κάποτε και στους αγωνιστές.
Επειδή δηλαδή ο καιρός της ζωής είναι καιρός για μετάνοια, αυτό το να εξακολουθεί να ζει ο αμαρτωλός, είναι εγγύηση για όποιον επιθυμεί την επιστροφή του, ότι ο Θεός τον δέχεται. Κι αυτό, γιατί με την εδώ ζωή συνυπάρχει πάντοτε το αυτεξούσιο. Και είναι υπόθεση του αυτεξουσίου να προτιμήσει ή ν’ αποφύγει το δρόμο της ζωής και του θανάτου, που προείπαμε· γιατί έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει όποιο θέλει. Πού λοιπόν να βρεί θέση η απελπισία, αφού πάντοτε και όλοι μπορούν όταν θέλουν να αποκτήσουν την αιώνια ζωή; Αλλά βλέπεις το μέγεθος της φιλανθρωπίας του Θεού; Όταν απειθήσομε, δε μας επιβάλλει από την αρχή τη δίκαιη τιμωρία Του, αλλά μακροθυμεί και μας δίνει καιρό επιστροφής.
Στον καιρό αυτό της μακροθυμίας Του, μάς δίνει εξουσία, αν θελήσομε, να γίνομε παιδιά Του. Τι λέω, να γίνομε παιδιά Του; Να ενωθούμε με Αυτόν και να γίνομε ένα πνεύμα μαζί Του. Αλλά και στον καιρό αυτό της μακροθυμίας, αν εμείς βαδίσομε τον αντίθετο δρόμο και αγαπήσομε το θάνατο περισσότερο από την αληθινή ζωή, Αυτός δε μας αφαιρεί την εξουσία που μας έδωσε. Κι όχι μονάχα δεν την αφαιρεί, αλλά και μας ξανακαλεί κοντά Του και ψάχνει παντού ζητώντας μας για να μας επιστρέψει στα έργα της ζωής, όπως στην παραβολή του αμπελώνα(Ματθ. 20, 1-16), από το πρωί μέχρι και το βράδυ της ζωής αυτής.
Αλλά ποιος είναι εκείνος που καλεί και μας παίρνει εργάτες με μισθό; Είναι ο Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο Θεός που μας δίνει κάθε ενίσχυση(Β΄ Κορ. 1, 3). Και ποιά είναι η άμπελος, όπου μας καλεί για εργασία; Είναι ο Υιός του Θεού, που είπε: «Εγώ είμαι η άμπελος»(Ιω. 15, 1). Γιατί κανείς δεν μπορεί να πάει στο Χριστό, όπως είπε ο ίδιος στα Ευαγγέλια, αν δεν τον ελκύσει ο Πατέρας(Ιω. 6, 44). Και ποιοι είναι τα κλήματα; Εμείς. Άκουσε πάλι τι λέει ο ίδιος: «Εσείς είστε τα κλήματα και ο Πατέρας μου είναι ο γεωργός»(Ιω. 15, 1 και 5). Ο Πατέρας λοιπόν συμφιλιώνοντάς μας με τον εαυτό Του μέσω του Υιού και μη λογαριάζοντας τα αμαρτήματά μας(Β΄ Κορ. 5, 19), μας καλεί όχι ως προσκολλημένους στα άτοπα έργα, αλλά σαν αργούς. Αν και η αργία είναι κι αυτή αμαρτία, αφού θα δώσομε λόγο και για αργό λόγο(Ματθ. 12, 36).
Αλλά όπως είπα, ο Θεός, παραβλέποντας τις προηγούμενες αμαρτίες μας, πάλι και πάλι μας προσκαλεί. Και μας καλεί για να κάνομε τι; Για να εργαστούμε στον αμπελώνα, που θα πει να εργαστούμε για τα κλήματα, δηλαδή για μας τους ίδιους. Κι έπειτα, ω η ακατάληπτη φιλανθρωπία του Θεού, και μισθό μας υπόσχεται και μας δίνει, αν και εργαζόμαστε για τους εαυτούς μας! «Ελάτε, λέει, πάρετε ζωή αιώνια που την παρέχω πλουσιοπάροχα. Και σαν να σας οφείλω ο ίδιος, θα σας καταβάλω μισθό για τον κόπο της οδοιπορίας και για το ότι θελήσατε μονάχα να τη λάβετε από μένα». Ποιος δεν οφείλει λύτρα στο Λυτρωτή του από το θάνατο; Ποιος δεν ευγνωμονεί το Δωρητή της ζωής; Ο Κύριος όμως επιπλέον υπόσχεται και να προκαταβάλει μισθό, και μάλιστα μισθό ανείπωτο. Το λέει ο ίδιος: «Εγώ ήρθα για να έχουν ζωή και για να έχουν περίσσεια»(Ιω. 10, 10). Ποιά είναι η περίσσεια; Όχι μόνο ότι θα είναι μαζί Του και θα ζουν μαζί, αλλά και ότι θα τους κάνει και αδελφούς Του και συγκληρονόμους.
Αυτή λοιπόν η περίσσεια, όπως ταιριάζει, είναι ο μισθός που δίνεται σ’ εκείνους που έτρεξαν με προθυμία στη ζωοποιό Άμπελο και έγιναν κλήματά Της και κοπίασαν για χάρη του εαυτού τους και καλλιέργησαν για τους εαυτούς των. Και τι έκαναν; Πρώτα-πρώτα περιέκοψαν όλα τα περιττά που δε συντελούσαν στο σκοπό τους, αλλά αντιθέτως αποτελούσαν εμπόδιο στο να δώσουν καρπούς άξιους για τη θεϊκή αποθήκη. Ποιά είναι αυτά; Ο πλούτος, η ηδυπάθεια, η μάταιη δόξα, όλα όσα ρέουν και παρέρχονται, κάθε πάθος ψυχής και σώματος βδελυρό και πονηρό, όλος ο συρφετός των επηρμένων λογισμών της διάνοιας, κάθε άκουσμα και θέαμα και κάθε λόγος που μπορεί να βλάψει την ψυχή. Γιατί αν κανείς δε φροντίζει με όλη του την επιμέλεια αυτά να τα κόβει και να καθαρίζει τα βλαστήματα της καρδιάς του, δε θα δώσει ποτέ καρπό για την αιώνια ζωή(Ιω. 4, 36).
Είναι βέβαια δυνατό και στους έγγαμους να επιδιώξουν αυτήν την καθαρότητα, αλλά με πολύ μεγάλη δυσκολία. Γι’ αυτό και όλοι όσοι από τη νεότητά τους ελεήθηκαν από το Θεό κι έστρεψαν τα διαπεραστικά μάτια της διάνοιάς τους προς την αιώνια ζωή κι έγιναν εραστές των αγαθών της, αποφεύγουν το γάμο, και καλά κάνουν, αφού όταν αναστηθούν οι νεκροί, όπως είπε ο Κύριος, δε θα υπάρχει γι’ αυτούς θέμα γάμου, αλλά θα είναι όπως οι άγγελοι του Θεού(Ματθ. 22, 30). Όποιος λοιπόν θέλει να είναι τότε σαν άγγελος του Θεού, κάνει εδώ τον εαυτό του ανώτερο από τη σαρκική ένωση, όπως θα είναι οι συμμέτοχοι της αναστάσεως εκείνης(Λουκ. 20, 36). Άλλωστε και η αφορμή της αμαρτίας από τη σύζυγο βρήκε λαβή στην αρχή.
Πρέπει λοιπόν να παραιτηθούν από το γάμο, όσοι θέλουν να μη δώσουν οι ίδιοι ποτέ καμία λαβή στον πονηρό. Αν το ίδιο το σώμα που έχομε είναι ατίθασο και δύσκολα ανακαλείται στην αρετή, ή μάλλον είναι και έμφυτα αντίθετο, τι άραγε θα πάθομε και πόσο θα αυξήσομε τη δυσχέρειά μας για την αρετή, όταν συνδεθούμε με πολλά και διάφορα σώματα; Πώς θα αποκτήσει την ελευθερία για την οποία αγωνίζεται, εκείνη που έδεσε τον εαυτό της με φυσικούς δεσμούς προς τον άντρα και τα παιδιά κι όλους τους συγγενείς; Πώς θα προσευχηθεί αμέριμνα στον Κύριο εκείνη που ανέλαβε τόσες φροντίδες; Πώς θ’ απαλλαγεί από θορύβους εκείνη που είναι ανάμεσα σε τόσα πλήθη;
Γι’ αυτό λοιπόν η πραγματική παρθένος που έχει μοιάσει με τον Παρθένο Υιό της Παρθένου, το Νυμφίο των ψυχών που έζησαν όπως πρέπει με παρθενία, όχι μόνον τη σαρκική συζυγία, αλλά και την κοσμική συντροφιά αποφεύγει, και απαρνείται όλους τους συγγενείς, ώστε να μπορεί με παρρησία να λέει όπως ο Πέτρος στο Χριστό: «Εμείς αφήσαμε τα πάντα και σ’ ακολουθήσαμε».
Οταν η επίγεια νύμφη αφήνει πάτερα και μητέρα για χάρη νυμφίου φθαρτού, και προσκολλάται σ’ αυτόν, κατά τη Γραφή(Γεν. 2, 24), τι το παράδοξο κάνει η παρθένος αν αφήσει τους γονείς της και προσκολληθεί στον υπερκόσμιο Νυμφίο και στο νυμφώνα Του; Πώς επιτρέπεται να έχει συγγενείς πάνω στη γη, εκείνη που έχει το πολίτευμά της στους ουρανούς(Φιλιπ. 3, 20); Πώς εκείνη που δεν είναι τέκνο σάρκας, αλλά του Πνεύματος, θα έχει σαρκικό πατέρα ή μητέρα ή τους εξ αίματος συγγενείς; Πώς εκείνη που απαρνήθηκε το σώμα της και πάντοτε κατά το δυνατόν το απαρνείται, αφού απέρριψε τον κατά σάρκα βίο, θα έχει οποιαδήποτε σχέση με ξένα σώματα; Αν η ομοιότητα, όπως λένε, δημιουργεί αγάπη, και το κάθε τί έλκεται από το όμοιό του, θα εξομοιωθεί με τα αγαπώμενα η παρθένος και θα περιπέσει πάλι στην αρρώστια της φιλοκοσμίας; Η φιλία του κόσμου είναι έχθρα προς το Θεό(Ρωμ. 8, 7· Ιακ. 4, 4) , όπως λέει ο Παύλος, ο νυμφαγωγός του πνευματικού νυμφώνα. Έτσι λοιπόν η παρθένος κινδυνεύει όχι μόνο να διαζευχθεί τον υπερκόσμιο Νυμφίο, αλλά να φτάσει και σε έχθρα με Αυτόν.
Και μην απορήσεις, μήτε να στενοχωρηθείς βλέποντας ότι στη Γραφή δε διατυπώνεται μομφή κατά των εγγάμων γυναικών που μεριμνούν για κοσμικά πράγματα κι όχι για ό,τι άφορα στον Κύριο(Α΄ Κορ. 7, 34), ενώ σ’ εκείνες που υποσχέθηκαν παρθενία στο Θεό, έχει απαγορευθεί ακόμη και να πλησιάζουν τα του κόσμου και δεν επιτρέπεται καθόλου να ζουν με άνεση.
Αν και ο Παύλος λέει και στους έγγαμους: «Ο καιρός που απομένει είναι περιορισμένος, έτσι ώστε και όσοι έχουν γυναίκες ας ζουν σαν να μην έχουν, και όσοι ασχολούνται με τον κόσμο, σαν να μην ασχολούνται καθόλου»(Α΄ Κορ. 7, 29 και 31)· πράγμα που εγώ νομίζω πιο δυσκολοκατόρθωτο από τον αγώνα της παρθενίας. Γιατί η πείρα αποδεικνύει και τη νηστεία πιο εύκολη από την εγκράτεια στα φαγητά και ποτά. Και θα έλεγε κανείς, δίκαια και αληθινά: αν κάποιος δεν ενδιαφέρεται να σωθεί, εμείς δεν έχομε να του πούμε τίποτε· αν όμως μέριμνά του είναι η σωτηρία του, αυτός ας γνωρίζει ότι ο παρθενικός βίος είναι πολύ πιο ωφέλιμος και πιο άκοπος από τον έγγαμο. Αλλ’ ας τ’ αφήσομε αυτά. Εσύ τώρα παρθένε, νύμφη του Χριστού, κλήμα της αμπέλου της ζωής, αναλογίσου εκείνο που είπα παραπάνω. Λέει δηλαδή ο Κύριος: «Εγώ είμαι η άμπελος κι εσείς τα κλήματα.
Ο Πατέρας μου είναι ο γεωργός και καθαρίζει κάθε κλήμα που δίνει καρπό, για να δώσει περισσότερο»(Ιω. 15, 1-2 και 5). Αυτή λοιπόν την επιμέλεια του Θεού για σένα, θεώρησέ την απόδειξη της καρποφορίας της παρθενίας σου και της αγάπης του Νυμφίου προς εσένα. Και να χαίρεσαι περισσότερο και να φιλοτιμείσαι να του αντιπροσφέρεις την ευπείθειά σου. Εξάλλου και ο χρυσός που έχει στη μάζα του λίγο χαλκό, λέγεται κίβδηλος, ενώ ο χαλκός όταν επιχρυσωθεί με ελάχιστη ποσότητα χρυσού γίνεται πιο λαμπρός απ’ ό,τι είναι και πιο στιλπνός.
Έτσι λοιπόν, παρθένε, το να ποθούν οι έγγαμες εσένα και τη ζωή σου, είναι γι’ αυτές δόξα, ενώ σ’ εσένα προξενεί ατιμία να ποθείς εκείνες. Γιατί ο πόθος αυτός σε ξαναγυρίζει στον κόσμο, από το ένα μέρος γιατί θα έχεις σχέση και θα ζεις μαζί μ’ εκείνους που ζουν στον κόσμο, εσύ που πέθανες για τον κόσμο, κι από το άλλο γιατί, μένοντας κοντά τους, θα θέλεις κι εσύ εκείνα που θέλουν κι αυτοί για τον εαυτό τους και για τους συγγενείς τους, δηλαδή αφθονία όλων των βιοτικών αγαθών, πλούτο, κοινωνική επιφάνεια, δόξα και τη χαρά για όλα αυτά.
Κι έτσι θα καταντήσεις να ξεπέσεις από το θέλημα του Νυμφίου, αφού Εκείνος όλα αυτά τα ελεεινολογεί σφόδρα στα Ευαγγέλια λέγοντας: «Αλοίμονο σ’ εσάς τους πλούσιους, αλοίμονο σ’ εσάς που γελάτε, αλοίμονο σ’ εσάς που είστε χορτάτοι, αλοίμονο όταν όλοι οι άνθρωποι σας επαινούν»(Λουκ. 6, 24-26). Γιατί λοιπόν τους ελεεινολογεί αυτούς; Όχι γιατί είναι νεκρωμένοι στην ψυχή; Ποιά συγγένεια έχει λοιπόν η νύμφη της ζωής με τους νεκρούς; Ποια σχέση μπορεί να έχει μ’ εκείνους που βαδίζουν τον αντίθετο δρόμο; Γιατί ο δρόμος που αυτοί βαδίζουν είναι πλατύς και ευρύχωρος(Ματθ. 7, 13)· κι αν δε συγκρατήσουν τους εαυτούς των αναμιγνύοντας στη ζωή τους κάτι από τη δική σου, θα φτάσουν στην τέλεια απώλεια. Ενώ εσύ μπαίνεις από τη στενή και γεμάτη δυσκολίες πύλη και οδό προς την αιώνια ζωή. Κι από τη στενή πύλη και οδό δεν μπορεί να περάσει κανείς κουβαλώντας όγκο δόξας, σωρό ηδονών, φορτίο χρημάτων και κτημάτων.
Ακούγοντας όμως ότι είναι πλατύς εκείνος ο δρόμος του βίου, μην τον νομίσεις ότι είναι και χωρίς λύπες· στην πραγματικότητα είναι γεμάτος από πολλές και βαριές συμφορές. Αλλά ο Κύριος τον ονομάζει πλατύ και ευρύχωρο, επειδή είναι πολλοί εκείνοι που περνούν απ’ αυτόν(Ματθ. 7, 13) και σηκώνει ο καθένας μεγάλο σωρό φθαρτής ύλης. Ενώ ο δικός σου δρόμος, παρθένε, είναι στενός, δε χωράει να περάσουν δύο μαζί.
Γι’ αυτό και πολλές που ήταν πρώτα έγγαμες, όταν έμειναν χήρες αρνήθηκαν τον κόσμο, ζηλεύοντας την υπερκόσμια ζωή σου, και διάλεξαν να βαδίσουν το δικό σου δρόμο για να συμμετάσχουν και στα στεφάνια. Αυτές τις χήρες παραγγέλλει ο Παύλος να τις τιμούμε, γιατί επιμένουν καρτερικά στις δεήσεις και τις προσευχές, με την ελπίδα τους στο Θεό(Α΄ Τιμ. 5, 5).
Κι αν υπάρχει και στην παρθενική ζωή κάτι λυπηρό, αλλά και αυτό επισύρει τη θεία παρηγοριά και μας χαρίζει τη βασιλεία των ουρανών και προξενεί τη σωτηρία μας. Ενώ της κοσμικής ζωής και τα τερπνά και τα λυπηρά είναι θανατηφόρα. Όπως λέει και ο Απόστολος: «Η κατά κόσμον λύπη προκαλεί θάνατο, ενώ η κατά Θεόν λύπη προξενεί μετάνοια που καταλήγει σε αναφαίρετη σωτηρία»(Β΄ Κορ. 7, 10).
Γι’ αυτό και ο Κύριος μακαρίζει όσα είναι αντίθετα στα καλά του κόσμου, λέγοντας: «Μακάριοι οι “πτωχοί τω πνεύματι”, γιατί δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών»(Ματθ. 5, 3). Γιατί, λέγοντας “μακάριοι οι πτωχοί”, πρόσθεσε “τω πνεύματι”; Για να δείξει ότι μακαρίζει και αποδέχεται τη μετριοφροσύνη της ψυχής.
Και γιατί δεν είπε “μακάριοι οι πτωχοί το πνεύμα” —αφού και έτσι θα δηλωνόταν η μετριοφροσύνη—, αλλά είπε “μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι”; για να μάς δείξει ότι και η σωματική φτώχεια είναι άξια μακαρισμού και προξενεί την ουράνια βασιλεία, αλλά όταν ασκείται από ταπείνωση της ψυχής και είναι ενωμένη μαζί της και ξεκινά από αυτήν. Μακαρίζοντας δηλαδή τους “πτωχούς τω πνεύματι”, υπέδειξε με θαυμαστό τρόπο, ποιο είναι σαν να λέμε ρίζα, η οποία προξενεί τη φτώχεια που παρατηρείται στους Αγίους, ότι δηλαδή είναι το πνεύμα τους.
Αφού δηλαδή αυτό εγκολπωθεί τη χάρη του ευαγγελικού κηρύγματος, αναβλύζει από μέσα του πηγή φτώχειας που ποτίζει όλο το πρόσωπο της γης(Γεν. 2, 6) μας, δηλαδή τον εξωτερικό άνθρωπο, και τον κάνει παράδεισο αρετών. Αυτού του είδους η φτώχεια μακαρίζεται από το Θεό.
Δίνοντας λοιπόν ο Κύριος στους ανθρώπους αυτόν το συνοπτικό λόγο, κατά τον Προφήτη(Ησ. 10, 23), έδειξε την αιτία της θεληματικής και πολύμορφης φτώχειας, και αφού την έδειξε και τη μακάρισε, περιέλαβε σ’ αυτήν τα αποτελέσματά της που είναι πολλά, μιλώντας με λίγα λόγια για όλα. Μπορεί δηλαδή να είναι κανείς ακτήμων, λιτοδίαιτος, εγκρατής και μάλιστα θεληματικά, αλλά για να δοξάζεται από τους ανθρώπους. Αυτός λοιπόν δεν είναι “πτωχός τω πνεύματι”. Γιατί η υποκρισία γεννιέται από την οίηση, και η οίηση είναι αντίθετη της “πτώχειας εν πνεύματι”.
Ενώ εκείνος που έχει το πνεύμα του συντετριμμένο, μετρημένο και ταπεινό, είναι αδύνατο να μη χαίρεται και στην εξωτερική του φτώχεια και ταπείνωση· και τούτο γιατί θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο για τη δόξα, την καλοπέραση, την αφθονία και όλα αυτά. Και αυτός είναι ο φτωχός που μακαρίζεται από το Θεό, όποιος δηλαδή νομίζει ανάξιο τον εαυτό του γι’ αυτά τα αγαθά. Και αυτός είναι ο αληθινά φτωχός, όποιος δε βιώνει το μισό μόνο περιεχόμενο του ονόματος “φτωχός”.
Γι’ αυτό και ο θείος Λουκάς είπε “μακάριοι οι πτωχοί”(Λουκ. 6, 20), χωρίς να προσθέσει “τω πνεύματι”. Και αυτοί είναι όσοι άκουσαν και ακολούθησαν και έγιναν όμοιοι με τον Υιό του Θεού που λέει: «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας»(Ματθ. 11, 29), γι’ αυτό και η βασιλεία του Θεού τους ανήκει. Γιατί είναι συγκληρονόμοι του Χριστού(Ρωμ. 8, 17).
Επειδή η ψυχή διακρίνεται σε τρεις δυνάμεις κι αποτελείται από τρία μέρη, το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό, και είναι άρρωστη και στα τρία, ο Χριστός, θέλοντας να τη θεραπεύσει, άρχισε εύλογα τη θεραπεία από το τελευταίο, την επιθυμία. Υλικό που εξάπτει το θυμικό είναι η επιθυμία που δεν ικανοποιείται, κι ο μετεωρισμός της διάνοιας προέρχεται από το ότι και τα δύο αυτά νοσούν. Και δεν μπορεί ποτέ να θεραπευτεί ούτε το θυμικό, αν δε θεραπευτεί πρωτύτερα η επιθυμία, ούτε το λογιστικό, αν δε θεραπευτούν προηγουμένως τα άλλα δύο.
Πρώτο κακό γέννημα του επιθυμητικού, αν εξετάσεις, θα βρεις πως είναι η φιλοκτημοσύνη. Δεν είναι υπαίτιες οι επιθυμίες που συντελούν στη ζωή του ανθρώπου, γι’ αυτό και μας συνοδεύουν από την πολύ μικρή ηλικία. Ενώ η φιλαργυρία αναφύεται ύστερα από λίγο, όταν ακόμη είμαστε παιδιά. Από αυτό φαίνεται ότι η φιλαργυρία δεν έχει την αρχή της στη φύση, αλλά στην προαίρεση. Και δίκαια ο θεσπέσιος Παύλος την ονόμασε ρίζα όλων των κακών(Α΄ Τιμ. 6, 10).
Γιατί η φιλαργυρία γεννά πολλά κακά· ανελεημοσύνες, απάτες, αρπαγές, κλοπές, και γενικά κάθε είδος πλεονεξίας, την οποία ο ίδιος Παύλος ονόμασε δεύτερη ειδωλολατρία(Κολ. 3, 5). Ακόμη σε όσα κακά δε φυτρώνουν από αυτή, σε όλα σχεδόν προμηθεύει τα υλικά της υπάρξεώς τους. Κι αυτά είναι όσα πάθη γεννιούνται από τη φιλοϋλία της ψυχής που δεν έχει προθυμία για αγαθοεργία.
Από τα πάθη που γεννιούνται από την προαίρεσή μας, ελευθερωνόμαστε ευκολότερα, παρά από τα πάθη που έχουν την αρχή τους στη φύση. Τα πάθη της φιλαργυρίας τα κάνει ν’ αποβάλλονται δύσκολα η απιστία στην πρόνοια του Θεού. Γιατί εκείνος που δεν πιστεύει σ’ αυτή, στηρίζεται στα χρήματα. Και ενώ ακούει τον Κύριο που λέει ότι «ευκολότερο είναι να περάσει η καμήλα από την τρύπα της βελόνας, παρά ο πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών»(Ματθ. 19, 24), αυτός δε λογαριάζει για τίποτε τη βασιλεία, και μάλιστα βασιλεία ουράνια και αιώνια, αλλά ποθεί πλούτο, γήινο και προσωρινό. Ποθεί πλούτο, ο οποίος κι όταν δεν αποκτηθεί, και μόνον που ποθείται προξενεί τεράστια ζημία. Γιατί, όπως λέει ο Παύλος, όσοι επιθυμούν να πλουτίσουν, πέφτουν σε πειρασμούς και παγίδες του διαβόλου(Α΄ Τιμ. 6, 9).
Αλλά και όταν έρθει ο πλούτος, δείχνει ότι δεν είναι τίποτε, αφού οι ιδιοκτήτες του εξακολουθούν να τον διψούν σαν να μην τον έχουν λάβει και δε διδάχτηκαν μήτε από την πείρα τους. Και δεν προέρχεται από την ανέχεια ο ολέθριος αυτός έρωτας· μάλλον εκείνη προέρχεται από αυτόν, κι αυτός προέρχεται από την αφροσύνη, από την οποία πολύ δίκαια ονόμασε ο Κύριος άφρονα εκείνον που θα χαλούσε τις αποθήκες του για να κτίσει μεγαλύτερες(Λουκ. 12, 18).
Πώς δηλαδή δεν είναι άφρων εκείνος ο οποίος για πράγματα που δεν μπορούν να ωφελήσουν σε τίποτε (αφού σε κανέναν δε δίνουν ζωή τα υπάρχοντά του, όσο περίσσια κι αν είναι(Λουκ. 12, 15)) προδίδει τα ωφελιμότερα; Και δεν είναι ούτε σοφός πραγματευτής, ώστε να διαθέτει όσο μπορεί κι αυτά τα αναγκαία, για να αυξάνει το κεφάλαιο του πραγματικά πολύ επικερδούς πνευματικού εμπορίου και της πολύ αποδοτικής πνευματικής γεωργίας.
Η γεωργία αυτή, και πριν ακόμη φτάσει ο καιρός του θερισμού, εκατονταπλασιάζει το σπόρο που ξοδεύτηκε, σαν να προδιαγράφει το μελλοντικό κέρδος και τη συγκομιδή όταν έρθει ο καιρός, που θα είναι ανέκφραστα και αφάνταστα. Και το παράδοξο είναι ότι αυτό ισχύει τόσο περισσότερο, όσο από φτωχότερες αποθήκες βγαίνει ο σπόρος. Επομένως, ούτε για αγαθοεργία δεν απομένει πρόφαση στους ανθρώπους να επιθυμούν τον πλούτο.
Στην πραγματικότητα φοβούνται τη φτώχεια, μη πιστεύοντας σ’ Εκείνον, που υποσχέθηκε ότι θα δώσει όλα τα αναγκαία σ’ εκείνους που ζητούν τη βασιλεία του Θεού(Ματθ. 6, 33). Και με τη σκέψη μόνο αυτή σαν αφορμή, ακόμη κι αν τα έχουν όλα, δεν ελευθερώνονται ποτέ από τη νοσηρή και ολέθρια αυτή επιθυμία, αλλά μαζεύοντας πάντοτε, φορτώνουν τον εαυτό τους άχρηστο φορτίο, ή μάλλον του κατασκευάζουν παράδοξο τάφο, ενώ είναι ακόμη ζωντανοί.
Γιατί οι νεκροί θάβονται στο κοινό χώμα, ενώ ο νους του ζωντανού φιλάργυρου θάβεται στο χρυσάφι που κι αυτό είναι χώμα. Κι αυτός ο τάφος είναι πιο βρωμερός από τον άλλο, για όσους έχουν υγιείς τις πνευματικές αισθήσεις. Και τόσο πιο βρωμερός είναι, όσο με περισσότερο χρυσό τον έχει σκεπάσει. Γιατί η δυσωδία της πληγής των αθλίων θαμμένων διαπερνά το πάχος αυτού του τάφου και φτάνει μέχρι τον ουρανό, στους Αγγέλους του Θεού και στο Θεό. Από αυτό γίνονται σιχαμεροί και πράγματι άξιοι αποστροφής, γιατί —κατά τον Δαβίδ— βρώμησαν εξαιτίας της αφροσύνης τους(Ψαλμ. 37, 6).
Από το βρωμερό και νεκροποιό αυτό πάθος απαλλάσσει τους ανθρώπους η θεληματική και χωρίς ανθρωπαρέσκεια ακτημοσύνη, η οποία ταυτίζεται με την “εν πνεύματι πτωχεία” που μακάρισε ο Κύριος. Ο μοναχός που έχει αυτό το πάθος, είναι αδύνατο να ζήσει σε υποταγή. Κι αν εξακολουθεί να το καλλιεργεί όσο μπορεί, υπάρχει μεγάλος φόβος να υποστεί ανεπανόρθωτες σωματικές συμφορές. Ο Γιεζή από την Παλαιά Διαθήκη και ο Ιούδας από την Καινή Διαθήκη είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ο πρώτος έβγαλε λέπρα(Δ΄ Βασ. 5, 27), σαν δείγμα της αθεράπευτης ψυχής του, ενώ ο άλλος κρεμάστηκε στον αγρό του αίματος, και αφού έπεσε από την αγχόνη, σχίστηκε η κοιλιά του και χύθηκαν τα σπλάχνα του(Πράξ. 1, 18).
Αν τώρα η απάρνηση των εγκοσμίων προηγείται από την υποταγή, πώς θα γίνει το δεύτερο πριν πραγματοποιηθεί το πρώτο; Κι αν στοιχειώδης αρχή της μοναχικής ζωής είναι η απάρνηση των εγκοσμίων, πώς θα διεξαγάγει καλά κάποιον από τους άλλους μοναχικούς αγώνες εκείνος που δεν απαρνήθηκε πρώτα τα χρήματα; Θα έλεγε κανείς· αφού ένας τέτοιος μοναχός είναι ακατάλληλος για την υποταγή, ας πάει να ησυχάσει μόνος του σε ένα κελί και ν’ αφοσιωθεί στη μελέτη και στην προσευχή.
Λέει όμως ο Κύριος: «Όπου είναι ο θησαυρός σου, εκεί θα είναι και ο νους σου»(Ματθ. 6, 21). Πώς λοιπόν θα ατενίσει νοερά Εκείνον που κάθεται στα δεξιά της θείας Μεγαλοσύνης ψηλά στον ουρανό(Εβρ. 1, 3), αυτός που θησαυρίζει κάτω στη γη; Ή πώς θα κληρονομήσει τη βασιλεία, την οποία ούτε στο νου του να βάλει δεν του επιτρέπει το πάθος της φιλαργυρίας; Γι’ αυτό είναι μακάριοι οι “πτωχοί τω πνεύματι”, γιατί σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών(Ματθ. 5, 3).
Βλέπεις πόσα πάθη περιέκοψε ο Κύριος με ένα μακαρισμό; Αλλά δεν είναι μόνον αυτά, γιατί η φιλοκτημοσύνη είναι μόνο το πρώτο γέννημα της πονηρής επιθυμίας. Υπάρχει και δεύτερο, το οποίο ακόμη περισσότερο πρέπει να αποφύγομε, αλλά και τρίτο, όχι λιγότερο κακό. Ποιο είναι λοιπόν το δεύτερο; Η φιλοδοξία.
Καθώς προχωρούμε από την παιδική ηλικία, πριν εμφανιστεί η φιλοσαρκία συναντούμε αυτό το πάθος, ενώ είμαστε ακόμη μικροί, σαν κακό προοίμιο της φιλοσαρκίας. Εδώ αναφέρομαι στο είδος της φιλοδοξίας που αποβλέπει στον καλλωπισμό του σώματος και στα πολυτελή ενδύματα, την οποία οι Πατέρες ονομάζουν και κοσμική κενοδοξία. Γιατί το άλλο είδος της κενοδοξίας επιτίθεται εναντίον εκείνων που διακρίθηκαν στην αρετή και συνεπάγεται οίηση και υποκρισία. Μέσω αυτών ο εχθρός μηχανεύεται να λεηλατήσει και να διασκορπίσει τον πνευματικό πλούτο.
Όλα αυτά θεραπεύονται τελείως, με τη συνείδηση και τον πόθο της ουράνιας τιμής μαζί με συναίσθηση της αναξιότητας γι’ αυτήν εκείνου που την ποθεί· επίσης, και με την εγκαρτέρηση στην ευτέλεια ενώπιον των ανθρώπων μαζί με την πεποίθηση ότι είναι άξιος γι’ αυτή. Επιπλέον, να θεωρεί προτιμότερη τη δόξα του Θεού από τη δική του δόξα, σύμφωνα μ’ εκείνον που είπε: «Όχι σ’ εμάς, Κύριε, όχι σ’ εμάς, αλλά στο όνομά Σου δώσε δόξα»(Ψαλμ. 113, 9).
Κι αν βλέπει ότι έκανε κάτι αξιέπαινο, να αποδίδει στο Θεό την αιτία του κατορθώματος και να θεωρεί ότι πρέπει και γι’ αυτό να δοξάζει με ευγνωμοσύνη το Θεό κι όχι τον εαυτό του. Έτσι, θα χαρεί γιατί δέχτηκε την αρετή σαν δώρο, δε θα υπερηφανευτεί όμως, αφού δε θα έχει τίποτε δικό του, αλλά και θα ταπεινωθεί και θα έχει τα μάτια του ημέρα και νύχτα στο Θεό, όπως —για να εκφραστώ ψαλμικώς— η δούλη έχει τα μάτια της στα χέρια της κυρίας της(Ψαλμ. 122, 2).
Και μαζί θα φοβάται μην τυχόν χωριστεί από το Θεό, το μόνο που δίνει το καλό και μας συγκρατεί σ’ αυτό, και γκρεμιστεί στο βάραθρο της κακίας. Γιατί αυτό παθαίνει όποιος γίνεται δούλος στην οίηση και την κενοδοξία. Στη θεραπεία των παθών αυτών βοηθά ξεχωριστά και η αναχώρηση και η ζωή στη μόνωση και η παραμονή μέσα στο κελί, με την προϋπόθεση βέβαια να αναγνωρίζει κανείς την αδυναμία της προαιρέσεώς του και να θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο να συναναστρέφεται με ανθρώπους. Αυτά τί άλλο είναι, παρά η “εν πνεύματι πτωχεία”, την οποία μακάρισε ο Κύριος;
Αν κανείς αναλογιστεί τις ασχήμιες που προέρχονται από αυτό το πάθος, θα αποφύγει την κενοδοξία με όλη του τη δύναμη. Όποιος δηλαδή ποθεί τη δόξα των ανθρώπων, από μόνα τα έργα που κάνει για να την επιτύχει πέφτει σε αδοξία. Γιατί φροντίζοντας να φανεί ωραίος και επαιρόμενος για τη δόξα των προγόνων του και υπερηφανευόμενος για την πολυτελή ενδυμασία του και τα παρόμοια, φανερώνεται πως έχει ακόμη νηπιώδες φρόνημα. Όλα μαζί αυτά είναι χώμα.
Και τι είναι πιο καταφρονημένο από το χώμα; Η μοναχή που δε μεταχειρίζεται τα ρούχα απλώς για να σκεπάσει και να ζεστάνει το σώμα της, αλλά αρέσκεται στα απαλά και φανταχτερά, δεν κάνει μόνο φανερή σ’ όσους τη βλέπουν την ακαρπία της ψυχής της, αλλά εκτός απ’ αυτό περιβάλλεται και την ασχημοσύνη των κοινών γυναικών. Πριν από κάθε άλλον, ας ακούσει τον Κύριο που λέει: «Αυτοί που φορούν τα πολυτελή ρούχα, βρίσκονται στα βασιλικά ανάκτορα»(Ματθ. 11, 8). Εμείς όμως έχομε το πολίτευμά μας στους ουρανούς(Φιλιπ. 3, 20), σύμφωνα με το θεσπέσιο Παύλο.
Μη ριχτούμε λοιπόν από τον ουρανό, για τη μωρία των ενδυμάτων, στις σκηνές του κοσμοκράτορα του σκότους του κόσμου τούτου(Εφ. 6, 12) .
Το ίδιο παθαίνουν κι όσοι ασκούν την αρετή για να δοξαστούν από τους ανθρώπους. Ενώ δηλαδή τους έλαχε να έχουν το πολίτευμά τους στους ουρανούς, αυτοί σκεπάζουν με το χώμα τη δόξα τους, επισύροντας τη δαβιτική κατάρα(Ψαλμ. 7, 6). Γιατί ούτε η προσευχή τους ανεβαίνει στον ουρανό, αλλά και κάθε προσπάθειά τους πέφτει κάτω στη γη, καθώς δεν έχει τα φτερά της θείας αγάπης, τα οποία κάνουν τις επίγειες πράξεις μας να φτάνουν στον ουρανό. Ώστε και κόπους υποφέρουν και μισθό δεν καρπώνονται. Και τι λέω, δεν καρπώνονται μισθό; Αυτό που κερδίζουν είναι η ντροπή, η ακαταστασία των λογισμών, η αιχμαλωσία της διάνοιας και η ταραχή. Γιατί ο Κύριος, κατά τον Ψαλμωδό, «διασκόρπισε τα οστά των ανθρωπαρέσκων ντροπιάστηκαν, γιατί ο Θεός τους εκμηδένισε»(Ψαλμ. 52, 6).
Το πάθος αυτό της ανθρωπαρέσκειας είναι το πιο δυσδιάκριτο απ’ όλα τα πάθη. Γι’ αυτό εκείνος που παλεύει εναντίον του, δεν πρέπει μόνο να εξετάζει το συνδυασμό ή να αποφεύγει τη συγκατάθεση, αλλά να θεωρεί σαν συγκατάθεση και την απλή προσβολή του πάθους και να φυλάγεται. Μόλις και θα μπορέσει έτσι να αποφύγει την ταχύτατη ήττα. Αν κάνει έτσι και προσέχει, η προσβολή γίνεται πρόξενος κατανύξεως· ειδάλλως, προετοιμάζεται τόπος για την υπερηφάνεια. Εκείνος τώρα που αποκτά την υπερηφάνεια, είναι δύσκολο, ή μάλλον αδύνατο να θεραπευτεί, γιατί η πτώση αυτή είναι όμοια με του διαβόλου.
Αλλά και πριν απ’ αυτό, το πάθος της ανθρωπαρέσκειας προκαλεί τόσο μεγάλη βλάβη σ’ όσους το έχουν, ώστε να ναυαγούν και σ’ αυτή την πίστη, σύμφωνα με τα λόγια του Κυρίου: «Πώς μπορείτε να πιστεύετε σ’ εμένα, όταν επιδιώκετε να δοξάζεστε ο ένας από τον άλλο και δεν αποζητάτε τη δόξα από το μόνο Θεό;»(Ιω. 5, 44). Τι σχέση έχεις εσύ, άνθρωπε, με τη δόξα των ανθρώπων, ή μάλλον με το χωρίς περιεχόμενο όνομα της δόξας; Αυτή όχι μόνον δόξα δεν είναι, αλλά και μας στερεί την πραγματική δόξα. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά μαζί με άλλα γεννά και το φθόνο. Ο δε φθόνος είναι δυνάμει φόνος, κι αυτός προξένησε τον πρώτο φόνο και κατόπιν και τη θεοκτονία.
Άραγε σε τι βοηθάει η δόξα την ανθρώπινη φύση; Μήπως τη συγκρατεί ή τη φυλάει, ή μήπως όταν σφάλλει τη διορθώνει και τη θεραπεύει; Κανείς δε θα μπορούσε να πει κάτι τέτοιο. Και νομίζω ότι αυτό ελέγχει τις προφάσεις ως αβάσιμες. Αν κανείς θελήσει να εξετάσει με ακρίβεια, θα βρει ότι η ανθρώπινη δόξα είναι που προξενεί με δόλιο τρόπο τα περισσότερα αίσχη και τα φανερώνει, πετώντας με αναίδεια το προσωπείο της, ώστε συχνά καταντροπιάζει και εδώ τους εραστές της· αν και οι διδάσκαλοι των ελληνικών δοξασιών έχουν τη γνώμη ότι χωρίς αυτήν, κανένα κατόρθωμα δε γίνεται στη ζωή. Αλοίμονο στην πλάνη τους! Ούτε που ντρέπονται να το λένε! Εμείς όμως δε διδαχθήκαμε έτσι, εμείς που φέρομε το όνομα Εκείνου που έχρισε φιλάνθρωπα την ανθρώπινη φύση μας με τον εαυτό Του, αλλά Αυτόν έχομε επόπτη των έργων μας.
Προς Αυτόν όσοι αποβλέπουν, μέσω Αυτού και γι’ Αυτόν κατορθώνουν ό,τι καλύτερο, πράττοντας τα πάντα για τη δόξα του Θεού(Α΄ Κορ. 10, 31). και διόλου δε θέλουν ν’ αρέσουν στους ανθρώπους, ή μάλλον ούτε και είναι αρεστοί στους ανθρώπους, όπως λέει ο Παύλος, ο νομοδότης μας και άκρος μύστης του Νομοθέτη. «Αν ήθελα να είμαι αρεστός ακόμη στους ανθρώπους, λέει, δε θα ήμουν δούλος του Χριστού»(Γαλ. 1, 10).
Ας δούμε τώρα αν και το τρίτο γέννημα της κακής επιθυμίας εξαλείφεται με τη φτώχεια που μακαρίζει ο Κύριος. Τρίτο λοιπόν τέκνο της ψυχής που είναι άρρωστη στην επιθυμία, είναι η γαστριμαργία, από την οποία γεννιέται κάθε σαρκική ακαθαρσία. Αλλά γιατί την αναφέρομε τρίτη και τελευταία στη σειρά, αφού είναι έμφυτη από αυτή τη γέννησή μας; Γιατί όχι μόνο η γαστριμαργία, αλλά και αυτές ακόμη οι φυσικές κινήσεις για τεκνογονία, επισημαίνονται στα παιδιά από τη βρεφική ακόμη ηλικία. Πώς λοιπόν εμείς τοποθετούμε τελευταία τη νόσο της σαρκικής επιθυμίας; Επειδή εκείνα τα έχομε εκ φύσεως, και όσα είναι φυσικά, είναι ακατηγόρητα, φτιαγμένα από τον αγαθό Θεό για να τα χρησιμοποιήσομε σε αγαθά έργα. Επομένως δεν είναι δείγματα άρρωστης ψυχής· γίνονται όμως τέτοια όταν γίνεται κακή χρήση τους.
Όταν λοιπόν φροντίζομε για τη σάρκα, να ικανοποιούμε τις επιθυμίες της(Ρωμ. 13, 14), τότε είναι κακό το πάθος κι η φιληδονία γίνεται αρχή σαρκικών παθών και αρρώστια της ψυχής. Ώστε στις περιπτώσεις αυτές, πρώτος δοκιμάζει το πάθος ο νους. Κι επειδή από τη διάνοια αρχικά ξεκινούν τα πονηρά πάθη, γι’ αυτό λέει ο Κύριος ότι «από την καρδιά βγαίνουν οι κακοί λογισμοί, κι αυτοί είναι που μολύνουν τον άνθρωπο»(Ματθ. 15, 19). Αλλά και ο Νόμος της Παλαιάς Διαθήκης λέει: «Πρόσεχε στον εαυτό σου, μην τυχόν κάνεις κρυφά στην καρδιά σου αμαρτωλό λογισμό»(Δευτ. 15, 9).
Αυτός που πρώτος διατίθεται εμπαθώς είναι βέβαια ο νους, αλλά κι αυτός αφού αρχικά συλλέξει μέσω των αισθήσεων τη φαντασία των αισθητών σωμάτων, τότε τα μεταχειρίζεται με εμπάθεια. Κυρίως δε με τα μάτια, τα οποία πρώτα μπορούν και από μακριά να τραβήξουν το μολυσμό, παρασύρεται ο νους στην κακή χρήση. Σαφής απόδειξη γι’ αυτό είναι η προμήτωρ Εύα· είδε πρώτα ότι το απαγορευμένο δένδρο είναι ωραίο και ευχάριστο στην όραση, και τότε συγκατατέθηκε μέσα στην καρδιά της και πήρε κι έφαγε από τον καρπό του(Γεν. 3, 6).
Ορθά λοιπόν είπαμε ότι η ήττα εμπρός στα κάλλη των σωμάτων προηγείται και είναι προοίμιο των αισχρών παθών. Γι’ αυτό και αποτελεί πατρικό παράγγελμα, να μην περιεργάζεται κανείς το κάλλος των ξένων σωμάτων(Σ. Σειρ. 9, 8) και να μη ναρκισσεύεται με το δικό του. Πριν λοιπόν γίνει εμπαθής η διάνοια, αν και υπάρχουν εκ φύσεως τα πάθη στα παιδιά, δε συνεργούν ωστόσο στην αμαρτία· είναι μόνο για τη συντήρηση της φύσεως.
Γι’ αυτό και δεν είναι τότε πονηρά. Αλλά επειδή τα σαρκικά πάθη έχουν την αρχή τους από τον εμπαθή νου, από αυτόν πρέπει να αρχίσει και η θεραπεία. Σε περίπτωση πυρκαϊάς, αν εκείνος που θέλει να τη σβήσει, πάει να περιορίσει τη φλόγα από επάνω, δεν πετυχαίνει τίποτε· αν όμως τραβήξει από κάτω τα υλικά που τροφοδοτούν τη φωτιά, αυτή αμέσως μαραίνεται.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα πορνικά πάθη. Αν δεν αποξηράνεις από μέσα την πηγή των λογισμών με την προσευχή και την ταπείνωση, αλλά αγωνίζεσαι εναντίον τους μόνο με τη νηστεία και την κακοπάθεια, ματαιοπονείς. Αν όμως αγιάσεις τη ρίζα με την ταπείνωση και την προσευχή, όπως είπαμε, θα αποκτήσεις και εξωτερικά τον αγιασμό. Αυτό νομίζω ότι συμβουλεύει ο Απόστολος, όταν λέει να ζώσομε τη μέση μας με την αλήθεια(Εφ. 6, 14).
Το λόγο αυτό ερμήνευσε πολύ ωραία και κάποιος από τους Πατέρες, λέγοντας ότι το λογιστικό του νου περισφίγγει το επιθυμητικό και περιστέλλει τα κάτω από την οσφύ και κοιλιά πάθη. Το σώμα όμως χρειάζεται και την κακοπάθεια και τη μετρημένη εγκράτεια στην τροφή, για να μην είναι ανυπότακτο και ισχυρότερο από το λογισμό.
Επομένως και τα πάθη της σάρκας, τίποτε άλλο δεν τα θεραπεύει, παρά η κακοπάθεια του σώματος και η προσευχή που γίνεται από ταπεινωμένη καρδιά, πράγμα που είναι η “εν πνεύματι πτωχεία”, την οποία μακάρισε ο Κύριος. Αν λοιπόν επιθυμεί κανείς τον πλούτο του αγιασμού, χωρίς τον οποίο κανείς δε θα δει τον Κύριο(Εβρ. 12, 14), ας παραμένει στο κελί του, κακοπαθώντας και προσευχόμενος με ταπείνωση.
Το κελί του καλού μοναχού είναι λιμάνι σωφροσύνης και εγκράτειας. Κι όλα τα έξω από το κελί, και μάλιστα όσα είναι στις αγορές και τις συγκεντρώσεις, αποτελούν έναν πορνικό κυκεώνα που σχηματίζεται από τα άκοσμα ακούσματα και θεάματα και καταποντίζει την άθλια ψυχή του μοναχού που θα βρεθεί σ’ αυτά.
Αλλά και φωτιά μπορείς να αποκαλέσεις τον κόσμο της κακίας, που καίει όσους τον πλησιάζουν κι αποτεφρώνει κάθε αρετή τους. Ενώ η φωτιά που δεν καίει, βρέθηκε στην έρημο(Εξ. 3, 2). Εσύ, αντί για την έρημο, να μένεις στο κελί σου και απομονώσου λίγο, έως ότου περάσει ο χειμώνας της εμπάθειας(Ησ. 26, 20).
Όταν αυτός περάσει, δε βλάπτει η παραμονή στο ύπαιθρο. Τότε πλέον θα είσαι πράγματι “πτωχή τω πνεύματι”, και θα αποκτήσεις την κυριαρχία πάνω στα πάθη και θα σε μακαρίσει με λαμπρότητα ο Κύριος που είπε: «Μακάριοι οι “πτωχοί τω πνεύματι”, γιατί δική τους είναι η βασιλεία των ουρανών»(Ματθ. 5, 3). Και πώς να μη μακαρίζονται δικαίως εκείνοι που δεν έχουν τις ελπίδες τους στα χρήματα, παρά σ’ Αυτόν; Εκείνοι που δεν ποθούν να αρέσουν σε άλλους, παρά σ’ Αυτόν; Εκείνοι που ζουν με ταπείνωση μαζί μ’ αυτούς ενώπιόν Του; Ας γίνομε λοιπόν κι εμείς “πτωχοί τω πνεύματι”, αφού ταπεινωθούμε και κακοπαθήσομε στη σάρκα και γίνομε ακτήμονες, για να γίνει δική μας η βασιλεία του Θεού και να επιτύχομε τις μακάριες ελπίδες, κληρονομώντας τη βασιλεία των ουρανών.
Ο Κύριος μας έδωσε μερικούς συνοπτικούς λόγους που συγκεφαλαιώνουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας μας, ένας από τους οποίους είναι ο μακαρισμός που αναλύομε. Σ’ αυτόν, όπως είδαμε, περιέλαβε μ’ ένα λόγο πολλές αρετές και απέκλεισε πολλές κακίες, ευλογώντας όσους με βάση αυτόν περιτέμνουν καλώς το παθητικό μέρος της ψυχής τους με τη μετάνοια. Δεν είναι όμως μόνο αυτά.
Στο λόγο αυτό ο Κύριος περιέλαβε και πάρα πολλά άλλα, παρόμοια στην ενέργεια όχι με την περιτρμή, αλλά με το υπερβολικό κρύο και την παγωνιά, το χιόνι, την πάχνη και τους σφοδρούς ανέμους, και γενικά με την ταλαιπωρία που υποφέρουν τα φυτά το χειμώνα και το καλοκαίρι, εκτεθειμένα στο κρύο και τη ζέστη, χωρίς τα οποία κανένα φυτό δεν μπορεί να ωριμάσει τον καρπό του. Ποιά είναι αυτά; Οι διάφοροι πειρασμοί που έρχονται και που είναι ανάγκη να τους υποφέρει ευχαρίστως εκείνος που μέλλει να αποδώσει καρπό στο Γεωργό των πνευμάτων.
Όπως δηλαδή όταν λυπηθεί κανείς τα φυτά της γης που ταλαιπωρούνται και τα περιτειχίσει και κάνει από πάνω στέγη και δεν τα αφήσει να ταλαιπωρούνται από τα δεινά των καιρικών μεταβολών, δεν παίρνει καρπό ακόμη κι αν τα κλαδεύει ή τα καθαρίζει και τα περιποιείται. Πρέπει να τα αφήσει να υπομείνουν τα πάντα· γιατί έτσι, αφού περάσει η δυσκολία του χειμώνα και έρθει η άνοιξη, βλαστάνουν και ανθίζουν και γεμίζουν φύλλα και προβάλλουν μαζί με τους ωραίους εκείνους θαλερούς βλαστούς και τους άγουρους καρπούς, οι οποίοι κάτω από τις καυτερές ακτίνες του ήλιου μεγαλώνουν σιγά-σιγά και ωριμάζουν και γίνονται κατάλληλοι για τροφή και συγκομιδή.
Έτσι κι εκείνος που δεν υποφέρει με γενναιότητα το βαρύ φορτίο των πειρασμών, ακόμη κι αν δεν του λείπει καμιά από τις άλλες αρετές, δεν θα δώσει ποτέ καρπό άξιο για το θεϊκό πατητήρι και τη θεϊκή αποθήκη. Γιατί κάθε αγωνιστής γίνεται τέλειος με την υπομονή των εκουσίων και ακουσίων κόπων, από τους οποίους άλλοι έχουν εξωτερικά αίτια κι άλλοι καταβάλλονται από εμάς τους ίδιους.
Ό,τι γίνεται στα φυτά της γης από τη φύση και από τις γεωργικές επινοήσεις και τις μεταβολές των εποχών, τούτο γίνεται με την προαίρεσή μας και σ’ εμάς, τα λογικά κλήματα του Χριστού, όταν υπακούμε σ’ Αυτόν, το Γεωργό των ψυχών μας, εφόσον είμαστε αυτεξούσιοι. Χωρίς υπομονή σ’ εκείνα που μας βρίσκουν άθελά μας, ούτε οι κόποι που καταβάλλομε με το θέλημά μας θα ευλογηθούν από το Θεό. Γιατί η αγάπη προς το Θεό, δοκιμάζεται κυρίως με τη θλίψη των πειρασμών.
Πρέπει λοιπόν η ψυχή να κατορθώσει πρώτα τα εκούσια, κι αφού μ’ αυτά εθιστούμε στο να καταφρονούμε τη δόξα και την ηδονή, τότε θα υποφέρομε εύκολα και τους ακούσιους πειρασμούς.
Εκείνος που για την “εν πνεύματι πτωχεία” του καταφρονεί δόξα και ηδονή και θεωρεί τον εαυτό του άξιο να δεχτεί τα πιο δραστικά φάρμακα της μετάνοιας, περιμένει πάντοτε κάθε θλίψη και δέχεται ευχαρίστως κάθε πειρασμό σαν να του πρέπει, και χαίρεται γι’ αυτό, γιατί τον βλέπει ως το καθαρτικό της ψυχής του.
Και κάνει τον πειρασμό του αφορμή έντονης και πολύ αποτελεσματικής δεήσεως προς το Θεό, πιστεύοντας ότι αυτός του προξενεί και μαζί προφυλάγει την υγεία της ψυχής του. Κι όχι μόνο συγχωρεί με αμνησικακία εκείνους που τον θλίβουν, αλλά και τους ευγνωμονεί και προσεύχεται γι’ αυτούς σαν να τον ευεργέτησαν. Γι’ αυτό, όχι μόνο λαβαίνει τη συγχώρηση των αμαρτιών του, σύμφωνα με την υπόσχεση του Κυρίου, αλλά επιτυγχάνει και τη βασιλεία των ουρανών και τη θεία ευλογία, και μακαρίζεται από τον Κύριο για τη μέχρι το τέλος μακροθυμία του με πνεύμα ταπεινώσεως.
Αφού αναφέρθηκα με συντομία σε κάποια σημεία της πνευματικής περιτομής, θα προσθέσω τώρα και μερικά για την εξαιτίας της άφθονη καρποφορία. Στη συνέχεια λοιπόν εκείνων που απέκτησαν τον αναφαίρετο πλούτο με την “εν πνεύματι πτωχεία”, ο Κύριος, ο μόνος μακάριος, κάνει κοινωνούς της μακαριότητάς Του όσους πενθούν, λέγοντας: «Μακάριοι όσοι πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν»(Ματθ. 5, 4). Γιατί ο Χριστός ένωσε το πένθος με τη φτώχεια; Επειδή τούτο συνυπάρχει πάντοτε μαζί της.
Η λύπη όμως για την υλική φτώχεια προξενεί το θάνατο της ψυχής, λέει ο Απόστολος(Β΄ Κορ. 7, 10), ενώ η λύπη για την κατά Θεόν φτώχεια οδηγεί στη μετάνοια προς σωτηρία ψυχής, για την οποία δε μετανιώνει κανένας. Στην πρώτη φτώχεια, που είναι αθέλητη, ακολουθεί το αθέλητο πένθος, ενώ στην εκούσια ακολουθεί εξ ανάγκης το εκούσιο πένθος. Κι επειδή το πένθος που μακαρίζεται εδώ είναι ενωμένο με την κατά Θεόν φτώχεια και τη συνοδεύει αναγκαστικά, και από εκείνην, ως αιτία του, εξαρτάται ολόκληρο, έχει και από αυτήν, φυσικά, το ότι είναι πνευματικό και εκούσιο. Αλλά ας δούμε πώς η μακαριστή φτώχεια γεννά το μακάριο πένθος.
Τέσσερα είναι τα είδη της πνευματικής φτώχειας, όπως έδειξε ο λόγος λίγο παραπάνω. Είναι δηλαδή η φτώχεια στο φρόνημα, στο σώμα, στον υλικό πλούτο και στους πειρασμούς που μας έρχονται απ’ έξω. Κανένας όμως που βλέπει να τα παραθέτω χωριστά να μη νομίσει ότι και η ενέργεια καθενός είναι χωριστή. Γιατί το καθένα από αυτά ενεργείται μαζί με τα άλλα. Γι’ αυτό κι έχουν συμπεριληφθεί σ’ ένα μακαρισμό, ο οποίος συγχρόνως υποδηλώνει θαυμάσια και ποιο είναι κατά κάποιο τρόπο η ρίζα και η αιτία τούτων, ότι δηλαδή είναι το πνεύμα μας.
Γιατί τούτο, όταν εγκολπωθεί, όπως είπαμε, τη χάρη του ευαγγελικού κηρύγματος, αναβλύζει από μέσα του πηγή φτώχειας που ποτίζει όλο το πρόσωπο της γης μας(Γεν. 2, 6), δηλαδή τον εξωτερικό άνθρωπο, και τον κάνει παράδεισο αρετών. Τέσσερα λοιπόν είναι τα είδη της πνευματικής φτώχειας, κι από το καθένα γεννιέται το ανάλογο πένθος, μαζί με την ανάλογη παρηγοριά.
Από την εκούσια σωματική φτώχεια και ταπείνωση, (που περιλαμβάνει πείνα και δίψα και αγρυπνία και γενικά κάθε ταλαιπωρία και κακοπάθεια του σώματος, και μαζί με αυτά και έλλογη συστολή των αισθήσεων), όχι μονάχα γεννιέται πένθος, αλλά και δάκρυα. Όπως δηλαδή η αναλγησία, η πώρωση και η σκληρότητα της καρδιάς γεννιούνται από την άνεση, την απόλαυση και την καλοπέραση, έτσι από την εγκρατή και πειθαρχημένη δίαιτα γεννιούνται η συντριβή της καρδιάς και η κατάνυξη, που αποτρέπουν κάθε πικρία και φέρνουν μια γλυκιά ιλαρότητα.
Γιατί βέβαια χωρίς συντριβή της καρδιάς είναι αδύνατο, όπως λένε, να απαλλαγεί κανείς από την κακία. Συντριβή στην καρδιά φέρνει και η τριμερής εγκράτεια, του ύπνου, της τροφής και της σωματικής αναπαύσεως. Και αφού με τη συντριβή αυτή η ψυχή ελευθερωθεί από την κακία και την πικρία, παίρνει στη θέση τους την πνευματική χαρά. Αυτή είναι η παρηγοριά για την οποία μακαρίζει ο Κύριος εκείνους που πενθούν. Λέει δε και ο Ιωάννης, ο οποίος έγραψε για μας την πνευματική Κλίμακα: «Η δίψα και η αγρυπνία συνθλίβουν την καρδιά. Κι όταν αυτή συνθλίβει, αναπηδούν δάκρυα». Εκείνος, λέει, που θα τα δοκιμάσει, θα γελάσει παρηγορημένος εξαιτίας τους, με το μακάριο γέλιο που υποσχέθηκε ο Κύριος(Λουκ. 6, 21). Έτσι γεννιέται από τη θεοφιλή φτώχεια το πένθος που παρηγορεί και κάνει μακάριους εκείνους που το απέκτησαν.
Ας δούμε τώρα πώς γεννιέται το πένθος από το άλλο είδος της φτώχειας, δηλαδή το έμφοβο φρόνημα και την ένθεη ταπείνωση της ψυχής. Η αυτομεμψία συνυπάρχει πάντοτε με την ταπείνωση της ψυχής, και δίνει στην αρχή σφοδρή ένταση στο φόβο της κολάσεως, φέρνοντας μπροστά στα μάτια εκείνη τη φρικωδέστατη συνένωση των διαφόρων αντίθετων βασανιστηρίων σε ένα, και αυξάνοντας περισσότερο το φόβο από την υπόμνηση ότι η κόλαση είναι ανέκφραστη, αφού είναι χειρότερη απ’ όσα έχουν ειπωθεί γι’ αυτήν.
Πόση δε προσθήκη στα δεινά είναι η ατελεύτητη διάρκειά της! Καύσωνας και ψύχος, σκοτάδι και φωτιά, αναταραχή και ακινησία, δεσμά και φόβοι και δαγκώματα από αθάνατα θηρία, όλα αυτά μαζεύονται σ’ εκείνη την καταδίκη, αλλά και με όλα αυτά δεν παριστάνεται εκείνο το κακό, το οποίο, κατά τη Γραφή, δεν μπορεί να το συλλάβει νους ανθρώπου(Α΄ Κορ. 2, 9). Τι είναι όμως το ανώφελο και απαρηγόρητο και ατελείωτο εκείνο πένθος; Σ’ εκείνους που αμάρτησαν απέναντι του Θεού, το πένθος δημιουργείται από την επίγνωση των αμαρτιών τους.
Εκεί λοιπόν, αφού ελεγχθούν και εξαλειφθεί κάθε ελπίδα τους και απελπιστούν για τη σωτηρία, ο ακούσιος έλεγχος της συνειδήσεως πολλαπλασιάζει στον καθένα την επικείμενη οδύνη μέσω του πένθους. Κι αυτό το πένθος πάλι και πάντοτε, επειδή δε θα τερματιστεί ποτέ, γίνεται αφορμή άλλου πένθους και άλλο φοβερό σκοτάδι και καύσωνας ανυπόφορος και βυθός λύπης απερίγραπτος. Το πένθος όμως αυτό είναι πάρα πολύ ωφέλιμο στην εδώ ζωή.
Γιατί ο Θεός υπακούει με ευσπλαχνία, αφού και ως εμάς κατέβηκε να μάς επισκεφθεί, και σ’ εκείνους που πενθούν μ’ αυτόν τον τρόπο υποσχέθηκε την παρηγοριά και την παράκληση που είναι Αυτός ο ίδιος, αφού είναι και ονομάζεται Παράκλητος(Ιω. 14, 16). Είδες λοιπόν και το πένθος της ταπεινωμένης ψυχής και την παρηγοριά που ακολουθεί; Αλλά και η αυτομεμψία μόνη της, όταν τοποθετηθεί σαν νοερό βάρος πάνω στο λογιστικό μέρος της ψυχής και πολυκαιρίσει, το συντρίβει και το πιέζει και βγάζει το σωτηριώδες κρασί που ευφραίνει την καρδιά του ανθρώπου, δηλαδή τον εσωτερικό μας άνθρωπο. Και τέτοιο κρασί είναι η κατάνυξη. Γιατί μέσω του πένθους, η αυτομεμψία συντρίβει τότε και τα πάθη και γεμίζει την καρδιά από αξιομακάριστη χαρά, αφού την ελευθερώσει από το φοβερό βάρος τους. Γι’ αυτό είναι μακάριοι όσοι πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν(Ματθ. 5, 4).
Θ’ αναφερθούμε τώρα στην ακτημοσύνη, δηλαδή στη φτώχεια κατά την περιουσία και τα υπάρχοντά μας, ενωμένη βέβαια με τη φτώχεια του πνεύματος, όπως είπαμε παραπάνω· γιατί μόνο όταν ασκούνται μαζί όλα τα είδη της φτώχειας, είναι τέλεια και ευάρεστα στο Θεό. Άκουσε λοιπόν με σύνεση για να μάθεις πώς έρχεται το πένθος και η αντίστοιχη παρηγοριά από αυτό το είδος της φτώχειας.
Όταν ο άνθρωπος τα αποχαιρετίσει όλα και απαρνηθεί τα χρήματα και τα κτήματα, εγκαταλείποντάς τα ή μοιράζοντάς τα στους φτωχούς σύμφωνα με την εντολή, και απομακρύνει την ψυχή του από τη μέριμνα γι’ αυτά, τότε την κάνει να στραφεί στην εξέταση του εαυτού της, ελεύθερη πιά από εξωτερικούς περισπασμούς.
Κι όταν ο νους απομακρυνθεί από όλα τα αισθητά και ανασηκωθεί από την τύρβη τους που τον κατακλύζει και παρατηρήσει τον εσωτερικό άνθρωπο, πρώτα-πρώτα βλέπει το απαίσιο προσωπείο που απέκτησε από την περιπλάνησή του στα γήινα, και σπεύδει να το αποπλύνει με το πένθος. Έπειτα, αφού αφαιρέσει το δύσμορφο αυτό κάλυμμα, και καθώς πιά η ψυχή δε διασκορπίζεται άπρεπα σε ποικίλες μέριμνες, ο νους εισέρχεται ατάραχα στα πραγματικά “ταμεία”(Ματθ. 6, 6) —στα ενδότερα της ψυχής—, κι εκεί προσεύχεται στον αόρατο Πατέρα.
Και Εκείνος του χαρίζει πρώτα-πρώτα το δώρο που είναι δοχείο των θείων χαρισμάτων, δηλαδή την ειρήνη των λογισμών, μετά από την οποία τελειοποιεί την ταπείνωση, που γεννά και συγκρατεί κάθε αρετή. Όχι βέβαια την ταπείνωση που συνίσταται σε λόγια και σχήματα τα οποία βρίσκει εύκολα όποιος θέλει, αλλά εκείνη που επιβεβαιώνεται από το αγαθό και θείο Πνεύμα, την οποία κτίζει το ίδιο το Πνεύμα όταν εγκατασταθεί στα έγκατα της ψυχής. Μέσα στην ειρήνη λοιπόν και την ταπείνωση, σαν μέσα σε ασφαλές περιτείχισμα του παραδείσου του νου, φυτρώνουν τα κάθε είδους δένδρα της πραγματικής αρετής. Στο κέντρο του ανεγείρονται τα ιερά ανάκτορα της αγάπης, στα πρόθυρα των οποίων ανθίζει σαν προοίμιο της μέλλουσας ζωής η ανέκφραστη και αναφαίρετη χαρά.
Η ακτημοσύνη είναι μητέρα της αμεριμνίας. Η αμεριμνία, της προσοχής και της προσευχής. Αυτές είναι μητέρες του πένθους και των δακρύων. Τούτα εξαλείφουν τις εμπαθείς συνήθειες. Όταν αυτές εξαλειφθούν, γίνεται ευκολότερος ο δρόμος της αρετής, γιατί φεύγουν από τη μέση τα εμπόδια και η συνείδηση πιά δεν κατηγορεί. Από αυτό πηγάζει η χαρά και το μακάριο γέλιο της ψυχής. Τότε πλέον και τα οδυνηρά δάκρυα μετατρέπονται σε γλυκά, και τα λόγια του Θεού γίνονται γλυκύτατα στο λάρυγγα και ανώτερα από μέλι στο στόμα(Ψαλμ. 118, 103), και από δέηση η προσευχή μεταβάλλεται σε ευχαριστία, και η μελέτη των θείων εντολών είναι αγαλλίαση της ψυχής, με ελπίδα αδιάψευστη, η οποία, αποτελώντας πρόγευση των ουρανίων, πλησιάζει την ψυχή μέσω της πείρας αυτής της γεύσεως και της μαθαίνει εν μέρει τον υπερβολικό πλούτο της αγαθότητας του Θεού, σύμφωνα με τα λόγια του Δαβίδ: «Γευθείτε και μάθετε ότι ο Κύριος είναι αγαθός»(Ψαλμ. 33, 9). Αυτός είναι η αγαλλίαση των δικαίων, η χαρά των ευθέων, η ευφροσύνη των ταπεινωμένων, η παρηγοριά εκείνων που πενθούν γι’ Αυτόν.
Τί λοιπόν; Η παρηγοριά φτάνει ως εδώ; Κι αυτά μονάχα είναι τα δώρα της ιερής μνηστείας; Πέρα από αυτά δε φανερώνει καθαρότερα τον εαυτό Του ο Νυμφίος των ψυχών αυτών σ’ όσους έχουν το μακάριο πένθος και καθαρίστηκαν και είναι στολισμένοι σαν νύμφες με τις αρετές; Όχι βέβαια. Για όσα όμως θα πούμε τώρα, είναι κάποιοι έτοιμοι να μας κατηγορήσουν από φθόνο, λέγοντας κάπως έτσι: «Μή μιλήσεις στο όνομα του Κυρίου· ειδεμή, θα δυσφημίσομε το όνομά σου, χαλκεύοντας εναντίον σου και διαδίδοντας συκοφαντίες και ψευδοκατηγορίες». Αλλ’ ας τους αγνοήσομε τώρα αυτούς κι ας δώσομε συνέχεια στο λόγο, πιστεύοντας και λέγοντας τα λόγια των αγίων Πατέρων μας και σ’ αυτά αποβλέποντας και πείθοντας γι’ αυτά και τους άλλους. Γιατί λέει η Γραφή(Ψαλμ. 115, 1· Β΄ Κορ. 4, 13): «Πίστεψα, γι’ αυτό και μίλησα»· έτσι κι εμείς, πιστεύομε, γι’ αυτό και μιλούμε.
Όταν λοιπόν διωχθεί κάθε αισχρό πάθος που κατοικεί μέσα μας και ο νους, όπως είπαμε, επιστρέψει ο ίδιος ολοκληρωτικά στον εαυτό του και στις άλλες δυνάμεις της ψυχής και καλλωπίσει με την καλλιέργεια των αρετών την ψυχή, προχωρώντας προς τα τελειότερα και ποθώντας νέες πρακτικές αναβάσεις και καθαρίζοντας με τη βοήθεια του Θεού όλο και περισσότερο τον εαυτό του, τότε δεν εξαλείφει μονάχα όλα τα αποτυπώματα του πονηρού, αλλά βγάζει από τη μέση και κάθε επίκτητο στοιχείο, όσο κι αν είναι ή φαίνεται καλό.
Κι αφού ανεβεί πάνω από τα νοητά και τα σχετικά με αυτά νοήματα —όσα δεν είναι αμιγή από φαντασίες—, κι αφού τα απορρίψει όλα για την ευαρέστηση και την αγάπη του Θεού και σταθεί μπροστά στο Θεό κωφός και άλαλος, τότε ο νους γίνεται πια υλικό στα χέρια του Θεού και δέχεται τη θειότατη ανάπλαση ανεμπόδιστα, καθώς τίποτε πλέον από τα εξωτερικά δεν τον ενοχλεί, και η εσωτερική χάρη τον μεταβάλλει στο καλύτερο και, το πιο παράδοξο, καταφωτίζει με ανέκφραστο φως εσωτερικά και τελειοποιεί τον έσω άνθρωπο.
Αφού λοιπόν χαράξει η μέρα στις καρδιές μας, σύμφωνα με τα λόγια του Κορυφαίου των Αποστόλων(Β΄ Πέτρ. 1, 19), κι ανατείλει σ’ αυτές ο αυγερινός, βγαίνει ο όντως άνθρωπος —ο νους— στην κατεξοχήν εργασία του, σύμφωνα με τον προφητικό λόγο(Ψαλμ. 103, 23), και με το φως βαδίζει το δρόμο κι ανεβαίνει σε βουνά αιώνια(Ψαλμ. 75, 5).
Και —ω του θαύματος— μέσα σ’ αυτό το φως εποπτεύει τα υπερκόσμια πράγματα, μη χωριζόμενος από το υλικό σώμα με το οποίο πλάστηκε από την αρχή, ή και χωριζόμενος από αυτό, ανάλογα με το στάδιο της ανόδου. Γιατί δεν ανεβαίνει με τα φανταστικά φτερά της διάνοιας, η οποία τριγυρίζει σαν τυφλή χωρίς να έχει ακριβή και βέβαιη κατανόηση μήτε για τα απόντα αισθητά, μήτε για τα υψηλά και απρόσιτα νοητά.
Αλλά ανεβαίνει πραγματικά με την ανέκφραστη δύναμη του Πνεύματος, και με ανείπωτη πνευματική αντίληψη ακούει τα “άρρητα ρήματα”(Β΄ Κορ. 12, 40 και βλέπει τα αθέατα. Και από αυτό γεμίζει ολόκληρος με θαυμασμό, και ας είναι απών από εκεί· και συναγωνίζεται με τους ακούραστους υμνωδούς, τους Αγγέλους, σαν άλλος επίγειος άγγελος του Θεού. Και μέσω του εαυτού του προσφέρει στο Θεό όλη την κτίση, επειδή και ο ίδιος μετέχει όλων, και τώρα μετέχει και του πάνω απ’ όλα Θεού, για να αποδειχθεί ότι φέρει ακριβή τη θεία εικόνα.
Πάνω σ’ αυτά ο άγιος Νείλος λέει: «Η καλή κατάσταση του νου είναι ένα νοητό ύψος, όμοιο με ουράνιο χρώμα, όπου κατά τον καιρό της προσευχής έρχεται το φως της Αγίας Τριάδος». Και πάλι: «Όποιος θέλει να δει την κατάσταση του νου του, ας στερήσει τον εαυτό του απ’ όλα τα νοήματα, και τότε θα δει το νου του παρόμοιο με σάπφειρο ή με ουράνιο χρώμα». Αυτό είναι αδύνατο να γίνει χωρίς την απάθεια, γιατί χρειάζεται να συνεργήσει ο Θεός και να του παρέχει το συγγενές του φως.
Και ο άγιος Διάδοχος λέει: «Δύο πράγματα μας δίνει η χάρη με το βάπτισμα, που το ένα είναι απείρως ανώτερο από το άλλο. Πρώτα δηλαδή μάς ανακαινίζει μέσα στο νερό και κάνει λαμπρό το “κατ’ εικόνα”, ξεπλένοντας κάθε ρύπο της αμαρτίας μας· για το άλλο όμως περιμένει τη συνεργασία μας.
Όταν λοιπόν αρχίσει ο νους με βαθιά αίσθηση να γεύεται την αγαθότητα του Παναγίου Πνεύματος, τότε πρέπει να γνωρίζομε ότι άρχισε η χάρη να επιζωγραφίζει στο “κατ’ εικόνα” το “καθ’ ομοίωσιν”. Ώστε αυτή η αίσθηση φανερώνει ότι διαμορφωνόμαστε στο “καθ’ ομοίωσιν”. Όμως την τελειότητα της ομοιώσεως θα την καταλάβομε από το φωτισμό». Και πάλι: «Την πνευματική αγάπη δεν μπορεί κανείς να αποκτήσει, αν δε φωτιστεί από το Άγιο Πνεύμα με κάθε εσωτερική πληροφορία.
Γιατί αν δε λάβει ο νους τελείως το “καθ’ ομοίωσιν” μέσω του θείου φωτός, όλες τις άλλες αρετές μπορεί να τις έχει, είναι όμως ακόμη άμοιρος της τέλειας αγάπης». Επίσης, από τον άγιο Ισαάκ μαθαίνομε ότι, στον καιρό της προσευχής, ο χαριτωμένος νους βλέπει την καθαρότητά του, όμοια με επουράνιο χρώμα· η κατάσταση αυτή ονομάστηκε “τόπος Θεού” από τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ, όταν τους φανερώθηκε στο όρος Σινά(Εξ. 24, 9-10). Λέει ακόμη: «Καθαρότητα του νου είναι η κατάσταση στην οποία ακτινοβολεί, στον καιρό της προσευχής, το φως της Αγίας Τριάδος».
Ο νους που καταξιώθηκε εκείνο το φως, διαβιβάζει πολλά σημάδια του θείου κάλλους και στο συνδεδεμένο μ’ αυτόν σώμα, ως ενδιάμεσος μεταξύ της θείας χάρης και της παχύτητας της σάρκας, χορηγώντας του δύναμη και για τα αδύνατα. Από αυτό πηγάζει η θεοειδής και ασύγκριτη έξη της αρετής και η δυσκινησία ή η τέλεια ακινησία προς την κακία.
Από αυτό έρχεται ο Λόγος και σαφηνίζει στο νου τους λόγους των όντων και του αποκαλύπτει, για την καθαρότητά του, τα μυστήρια της φύσεως· δια μέσου αυτών, η διάνοια εκείνων που τα δέχονται με πίστη, υψώνεται κατ’ αναλογίαν στην κατανόηση των υπέρ φύση, την οποία πραγματοποιεί ο ίδιος ο Πατέρας του Λόγου με άυλες επαφές.
Από αυτό ακόμη πηγάζουν και οι άλλες ποικίλες θαυματοποιίες και η διόραση και η προόραση και η διήγηση περί εκείνων που συμβαίνουν κάπου μακριά, σαν να είναι παρόντα. Το σπουδαιότερο μάλιστα είναι ότι αυτά δεν αποτελούν το σκοπό των μακαρίων εκείνων ψυχών. Όπως δηλαδή όταν κανείς βλέπει προς μία ηλιακή ακτίνα, διακρίνει και τα αιωρούμενα μόρια της σκόνης, παρόλο που δεν είναι αυτό ο σκοπός του, έτσι κι εκείνοι που δέχονται με καθαρότητα τις θεϊκές ακτίνες, οι οποίες από τη φύση τους αποκαλύπτουν τα πάντα, είναι επόμενο να αποκτούν —σαν πάρεργο βέβαια— τη γνώση όχι μόνο όσων υπήρξαν ή υπάρχουν, αλλά και των μελλοντικών, ανάλογα με την καθαρότητά τους.
Όμως πρωταρχική τους επιδίωξη είναι η επιστροφή και συγκέντρωση του νου στον εαυτό του. Ή μάλλον, η επιστροφή όλων των δυνάμεων της ψυχής προς το νου —αν και φαίνεται παράδοξος ο λόγος—, και η ενέργεια του νου κατά Θεόν, με την οποία διορθώνονται ώστε να μοιάσουν προς το Πρωτότυπο, το Θεό, και έρχονται σε υγιή πνευματική κατάσταση, καθώς η χάρη τους ξαναφέρνει στο πρωτόκτιστο και απερίγραπτο εκείνο κάλλος. Σε τέτοιο ύψος ανεβάζει το μακάριο πένθος τους “ταπεινούς τη καρδία και πτωχούς τω πνεύματι»(Ματθ. 5, 3).
Αφού αυτά, για την αμέλεια που φωλιάζει μέσα μας, είναι πάνω από μας, ας ξαναγυρίσομε στο θεμέλιό τους κι ας προσθέσομε λίγα ακόμη για το πένθος. Αυτό λοιπόν επακολουθεί σε όλα τα είδη της ακούσιας κατά κόσμον φτώχειας. Πώς δηλαδή να μη λυπάται εκείνος που δεν έχει χρήματα και πεινά χωρίς να το θέλει και κοπιάζει πολύ και περιφρονείται; Αλλά αυτό το πένθος δεν έχει παρηγοριά, και μάλιστα όσο επιτείνεται η φτώχεια, ή μάλλον όσο ο φτωχός αυτός δεν έχει την αληθινή γνώση.
Καθώς δηλαδή αυτός δεν υποτάσσει στο λογικό τις ηδονές και τις οδύνες της αισθήσεως, αλλά μάλλον ο ίδιος υποτάσσεται σ’ αυτές με τη λανθασμένη χρήση του λογικού του, τις αυξάνει χωρίς κανένα κέρδος —όπως δεν έπρεπε— ή μάλλον και με πολύ μεγάλη ζημία του. Γιατί δίνει σημάδι και απόδειξη καθαρή εναντίον του ότι δεν πίστεψε ακλόνητα στο Ευαγγέλιο που κήρυξε ο Χριστός και στη διδαχή των πριν από Αυτόν προφητών και των μετά από Αυτόν μαθητών και αποστόλων Του.
Ότι δηλαδή η φτώχεια είναι που χαρίζει τον αδαπάνητο πλούτο, η ευτέλεια την ανέκφραστη δόξα, η εγκράτεια την ανώδυνη απόλαυση, και η καρτερία στους πειρασμούς την απαλλαγή από την αιώνια στενοχώρια και θλίψη που απειλεί όσους αγάπησαν τον εδώ παραλυμένο βίο και δεν προτίμησαν να περάσουν στη ζωή μέσα από τη στενή πύλη και οδό(Ματθ. 7, 14). Σωστά λοιπόν είπε ο Απόστολος Παύλος ότι η κατά κόσμον λύπη προξενεί θάνατο(Β΄ Κορ. 7, 10), γιατί με αυτά που είπαμε αποδείχθηκε ότι είναι αμαρτία που οδηγεί στο θάνατο.
Αν η πραγματική ζωή της ψυχής είναι φως θεϊκό που προξενείται από το κατά Θεόν πένθος, κατά τους Πατέρες, όπως σημειώσαμε παραπάνω, άρα ο θάνατος της ψυχής είναι σκοτάδι δαιμονικό που προξενείται από την κοσμική λύπη στην ψυχή. Είναι το σκοτάδι εκείνο για το οποίο λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι, η αμαρτία έχει την ύπαρξή της από την απουσία του καλού και παίρνει τη μορφή νοερού σκότους-με τις άδικες πράξεις.
Αλλά και ο άγιος Μάρκος λέει: «Εκείνος που είναι περικυκλωμένος από τους πονηρούς λογισμούς πώς θα δει πραγματική την αμαρτία που σκεπάζουν; Αυτή είναι σκοτάδι και ομίχλη της ψυχής που έπεσε μέσα της από έννοιες και λόγια και πράξεις πονηρές. Εκείνος που δεν είδε αυτή την περιεκτική αμαρτία, πότε θα παρακαλέσει να καθαριστεί από αυτήν; Κι εκείνος που δεν καθαρίστηκε, πώς θα βρεί τον τόπο της καθαρής φύσεως; Κι εκείνος που δε βρήκε αυτόν τον τόπο, πώς θα δει τον εσωτερικότερο οίκο του Χριστού; Πρέπει λοιπόν να κτυπήσομε τη θύρα του οίκου αυτού με προσευχή επίμονη και να ζητήσομε όχι μόνο να τον αποκτήσομε, αλλά και να τον διαφυλάξομε. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που τον έχασαν, αφού τον έθαβαν. Ψιλή γνώση ή και τυχαία πείρα αυτών των πραγμάτων, ίσως και οψιμαθείς και νέοι κατέχουν. Την εργασία όμως, την υπομονετική κι επίμονη, μόλις κατέχουν οι ευλαβείς και πολύπειροι γέροντες».
Σύμφωνος με αυτούς τους δύο είναι και ο άγιος Μακάριος, ο ουράνιος κατά τη γνώση, και όλη η συνάθροιση των Οσίων. Αλλά όπως το σκοτάδι αυτό παίρνει την ύπαρξή του από τα αμαρτήματα, έτσι αν εξετάσεις και την κατά κόσμον λύπη, θα βρεις ότι γεννιέται και δυναμώνει από όλα τα πάθη.
Είναι λοιπόν εικόνα και κατά κάποιο τρόπο απαρχή και προοίμιο και προκαταβολή του αιώνιου πένθους στο οποίο θα βυθιστούν όσοι δεν προτίμησαν το πένθος που μακάρισε ο Κύριος, το πένθος που δεν έχει μόνο κέρδος τη θεϊκή παρηγοριά, καρποφορώντας την πρόγευση της αιώνιας ευφροσύνης, αλλά και διασφαλίζει την αρετή, κάνοντας την ψυχή αμετακίνητη πια προς τα χειρότερα.
Γιατί αν κανείς γίνει φτωχός και ταπεινωθεί και επιδιώξει την κατά Θεόν ευτέλεια, δεν αποκτήσει όμως και το πένθος, προοδεύοντας στο καλύτερο, μπορεί εύκολα να μεταβληθεί και να ξαναγυρίσει με τη σκέψη του σ’ εκείνα που άφησε, ποθώντας πάλι εκείνα που στην αρχή είχε εγκαταλείψει και γινόμενος παραβάτης. Αν αντίθετα, παραμένοντας και προσέχοντας στη διάθεσή του για τη μακαριστή φτώχεια, δημιουργήσει μέσα του το πένθος, δεν έχει πια τάση να γυρίσει προς τα πίσω και να παλινδρομήσει κακώς εκεί από όπου καλά έκανε κι έφυγε. Γιατί η κατά Θεόν λύπη, όπως λέει ο Απόστολος(Β΄ Κορ. 7, 10), προξενεί στην ψυχή την αμεταμέλητη μετάνοια, που την οδηγεί στη σωτηρία.
Γι’ αυτό και κάποιος από τους Πατέρες έλεγε, ότι το πένθος εργάζεται και φυλάγει(Γεν. 2, 15). Και δεν είναι αυτό το μοναδικό κέρδος του πένθους, ότι ο άνθρωπος γίνεται ακίνητος σχεδόν προς το κακό και δεν ξαναγυρίζει στα προηγούμενα αμαρτήματά του, αλλά κι αυτά θεωρούνται σαν να μην έγιναν. Επειδή δηλαδή ο άνθρωπος πενθεί πρώτα-πρώτα γι’ αυτά, του τα λογαριάζει ο Θεός για ακούσια. Και για τα ακούσια δεν υπάρχει ευθύνη.
Εκείνος που πενθεί για την πενία του, δίνει απόδειξη με αυτό ότι η πενία του δεν είναι θεληματική, γι’ αυτό και θα πέσει μαζί με τους πλούσιους ή όσους επιθυμούν να πλουτίσουν στις παγίδες του διαβόλου(Α΄ Τιμ. 6, 9)· κι αν δεν αλλάξει και δεν τρέξει να ξεφύγει αυτές τις παγίδες, θα παραπεμφθεί στην αιώνια κόλαση μαζί με το διάβολο. Έτσι κι εκείνος που αμάρτησε στο Θεό, αν εξακολουθεί αδιάκοπα να πενθεί, δε θα του λογαριαστούν σαν εκούσια τα αμαρτήματά του και θα βαδίσει ανεμπόδιστα το δρόμο της αιώνιας ζωής, μαζί μ’ εκείνους που δεν αμάρτησαν.
Αυτό λοιπόν είναι το κέρδος της αρχής του πένθους, η οποία είναι γεμάτη μεγάλο πόνο, γιατί είναι ενωμένη με το φόβο του Θεού. Όταν όμως το πένθος προχωρήσει, ενώνεται με την αγάπη του Θεού με θαυμαστό τρόπο και καρπώνεται τη γλυκιά και αγία παρηγοριά, καθώς ο άνθρωπος που έχει πιά το πένθος ως ιδιότητα γεύεται την αγαθότητα του Παρακλήτου.
Αυτή η παρηγοριά είναι ανήκουστη για όσους δεν τη δοκίμασαν, γιατί είναι ανείπωτη. Αν κανείς δεν μπορεί να πληροφορήσει για τη γλυκύτητα που έχει το μέλι, εκείνους που δεν το γεύθηκαν ποτέ, πώς άραγε μπορεί κανείς να περιγράψει την ηδονή της ιερής χαράς και της χάρης του Θεού σ’ εκείνους που δεν τη δοκίμασαν; Και βέβαια, η αρχή του πένθους μοιάζει με επιζήτηση μνηστείας με το Θεό, που σχεδόν φαίνεται αδύνατη.
Γι’ αυτό και όσοι ποθούν τον Νυμφίο, πενθούν βλέποντάς Τον να μη συγκατατίθεται και του απευθύνουν κάποια λόγια σαν αυτά που προηγούνται από τη μνηστεία. Και κλαίγοντας σπαρακτικά τον καλούν με θρήνους, επειδή δεν είναι κοντά τους κι ίσως δεν έρθει και ποτέ. Το τέλος όμως του πένθους είναι η τέλεια αγνή νυμφική ένωση.
Γι’ αυτό και ο Παύλος, αφού ονόμασε μέγα μυστήριο την ένωση των συζύγων σε μία σάρκα, πρόσθεσε: «Εγώ βέβαια μιλώ για το Χριστό και την Εκκλησία»(Εφ. 5, 32). Γιατί όπως οι σύζυγοι είναι μιά σάρκα, έτσι και οι άνθρωποι του Θεού είναι ένα πνεύμα με το Θεό. Το ίδιο λέει κι αλλού με σαφήνεια: «Όποιος συνδέεται με τον Κύριο, γίνεται, ένα πνεύμα μαζί Του»(Α΄ Κορ. 6, 17).
Πού είναι λοιπόν εκείνοι που λένε ότι είναι κτιστή η χάρη η οποία κατοικεί στους Αγίους του Θεού; Ας γνωρίζουν ότι βλασφημούν εναντίον του ίδιου του Πνεύματος, το οποίο μεταδίδοντας τη χάρη ενώθηκε με τους Αγίους. Ας φέρω όμως για το θέμα μας κι ένα πιο σαφές παράδειγμα. Η αρχή του πένθους μοιάζει με την επιστροφή του ασώτου. Γι’ αυτό και γεμίζει από σκυθρωπότητα τον πενθούντα και τον βάζει να λέει εκείνα τα λόγια: «Πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα και δεν είμαι άξιος πια να ονομαστώ γιος σου»(Λουκ. 15, 21).
Το τέλος πάλι του πένθους μοιάζει με την προϋπάντηση και τον εναγκαλισμό του ουράνιου Πατέρα, οπότε ο γιος, αντικρύζοντας τον πλούτο της άπειρης ευσπλαχνίας του Πατέρα και αποκτώντας εξαιτίας της πολλή χαρά και παρρησία, δεχόταν τα φιλήματά Του και τα ανταπέδιδε. Και περνώντας μέσα στο πατρικό σπίτι κάθισε στο τραπέζι και μαζί με τον Πατέρα απολάμβανε την ουράνια ευφροσύνη.
Ελάτε κι ας προσπέσομε κι εμείς, με τη μακαριστή φτώχεια, κι ας κλάψομε μπροστά στον Κύριο και Θεό μας(Ψαλμ. 94, 6), για να εξαλείψομε τις προηγούμενες αμαρτίες μας, να κάνομε τους εαυτούς μας ακίνητους προς την κακία και να επιτύχομε τον Παράκλητο, που θα μας χαρίζει την παράκλησή Του, και θα αναπέμπομε δόξα σ’ Αυτόν, μαζί με τον άναρχο Πατέρα και τον μονογενή Υιό, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, δ΄τόμος, σελ. 244-271)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου