7 Δεκ 2011

π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, Η θέση της επιθετικότητας στην ανθρωπολογία της Κλίμακος του Αγ. Ιωάννου του Σιναΐτου



Από τούς πρώτους αιώνες της ζωής της Εκκλησίας η περί ψυχής διδασκαλία κατέχει κεντρική θέση στη χριστιανική ανθρωπολογία. Στην προσπάθεια διατύπωσης ενός εύληπτου σχήματος, που να διευκολύνει την περιγραφή και την κατανόηση των ψυχικών εκδηλώσεων του ανθρώπου, οι Πατέρες χρησιμοποιούν την πλατωνικού τύπου τριμερή διαίρεση της ψυχής. Σύμφωνα με αυτό το πρότυπο, οι διεργασίες της ψυχής κατανέμονται σε τρία αλληλένδετα μέρη, τα οποία είναι το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό ή ο λόγος, ο θυμός και η επιθυμία.
Στο καθένα από τα τρία μέρη της ψυχής αναλογούν πάθη που σχετίζονται με την ειδικότερη λειτουργία του κάθε μέρους. Τα συνήθως αναφερόμενα ως πάθη του θυμικού είναι ο θυμός, η οργή, η κραυγή (κατακραυγή), η οξυχολία, το θράσος, ο τύφος (κομπορρημοσύνη. έπαρση), η ασπλαχνία, το μίσος, η έλλειψη συμπάθειας για τον συνάνθρωπο, η μνησικακία, ο φθόνος, ο φόνος κ.ά. Είναι εμφανές ότι αυτά τα πάθη, από πλευράς ψυχολογικής, αποτελούν εκδηλώσεις και εκφράσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς που εντάσσονται στο νοηματικό περιεχόμενο του σημαίνοντος επιθετικότητα.
Στο κείμενο της Κλίμακος δεν υπάρχουν άμεσες αναφορές στο τριμερές της ψυχής. Η πιο σαφής διατύπωση που αναφέρεται στην τριμερή διαίρεση, συναντάται στον Λόγο εις τον Ποιμένα, ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του έργου του οσίου Ιωάννου και αναφέρεται στο πώς ο πνευματικός πατέρας μπορεί να εφαρμόσει τη διδασκαλία της Κλίμακος στην ποιμαντική του πράξη. Σε αυτό το κεφάλαιο αναφέρεται ότι η νίκη κατά των παθών είναι ταυτόσημη με την κάθαρση «τριμερούς ψυχής, πάθους…και θυμού και λογιστικού».
Το «θυμικόν» και το «επιθυμητικόν» θεωρούνται ότι συναποτελούν το «άλογον» μέρος της ψυχής, ενώ λειτουργικά αντιστοιχούν στο συναίσθημα και την επιθυμία. Στην Πατερική «ψυχολογία» το θυμικό συνδέεται στενά με το επιθυμητικό, επειδή αποτελεί εκείνη τη δύναμη της ψυχής, με τη συνέργεια της οποίας γίνεται δυνατή η πραγματοποίηση της επιθυμίας. Όμως ο Θεός δεν τοποθέτησε στην ψυχή «άλογον θυμόν και επιθυμίαν» αλλά την προίκισε με δυνάμεις θετικές.
Αυτή η τοποθέτηση έχει ζωτική σημασία, διότι παραπέμπει στη «φυσιολογία», τη φυσιολογική δηλαδή λειτουργία της επιθετικότητας , όπως έχει διατυπωθεί στο υπό μελέτη κείμενο.
Σύμφωνα με την Κλίμακα, ο Θεός ούτε προκάλεσε ούτε δημιούργησε κανένα κακό. Ο συγγραφέας δηλώνει ότι πλανώνται όσοι ισχυρίζονται ότι μερικά από τα πάθη υπάρχουν «φυσικά» στην ψυχή. Τούτο διότι δεν έλαβαν υπόψη τους, ότι εμείς οι ίδιοι μεταστρέψαμε σε πάθη ορισμένες στοιχειώδεις κλίσεις της φύσης μας. Κατά τον όσιο Πατέρα, «φύσει» υπάρχει μέσα μας «ο θυμός κατά του όφεως» και εμείς τον χρησιμοποιούμε εναντίον του πλησίον. «Φύσει» υπάρχει μέσα μας ο ζήλος για τις αρετές, και εμείς τον στρέφουμε προς το κακό. Ακόμα και η μνησικακία μάς έχει δοθεί, αλλά εναντίον των έχθρων της ψυχής.
Παραθέτουμε αυτούσιο το εξαιρετικής σημασίας σχετικό απόσπασμα, εκτιμώντας ότι αντιπροσωπεύει θεμελιώδεις ανθρωπολογικές αρχές της Κλίμακος: «Κακόν μεν ο Θεός ούτε πεποίηκεν ούτε δεδημιούργηκεν ηπατήθησαν δέ τινες φήσαντες φυσικά είναί τινα των παθών εν τη ψυχή. αγνοήσαντες ότι τα συστατικά της φύσεως ιδιώματα ημείς εις πάθη μετηνέγκαμεν.
Οίον φύσει εν ημίν η σπορά δια την τεκνογονίαν, μετεποιήσαμεν δε ημείς αυτήν εις πόρνείαν φύσει εν ημίν ο θυμός κατά του όφεως, κεχρήμεθα δε ημείς αύτώ κατά του πλησίον· φύσει εν ημίν ο ζήλος διά το τας αρετάς ζηλούν, ημείς δε επί κακώ ζηλούμεν φύσει τη ψυχή το δόξης επιθυμείν, αλλά της άνω· φύσει το υπερηφανεύεσθαι, αλλά κατά των δαιμόνων ομοίως η χαρά, αλλά διά τον Κύριον. και την του πλησίον ευπραγίαν ειλήφαμεν και μνησικακίαν, αλλά κατά των εχθρών της ψυχής ειλήφαμεν έφεσιν τροφής, ου μέντοι ασωτίας».
Αυτή η θεμελιακή τοποθέτηση συναντάται διατυπωμένη διαφορετικά και σε άλλα σημεία τού κειμένου, όπως, για παράδειγμα, στην έκφραση: «κακία μεν ή πάθος φυσικώς εν τη φύσει ου πέφυκεν ουκ έστι γαρ κτίστης παθών ο Θεός, αρεταί δε φυσικαί εν ημίν παρ’ αυτού γεγόνασι πολλαί…».
Κατά την Πατερική διδασκαλία, η δράση του θυμικού είχε αρχικό στόχο την ώθηση της ψυχής προς την άγαπητική φορά και την τελική ένωση με τον Δημιουργό, ενώ η επιθυμία κινητοποιούσε τον πόθο για το «αγαθόν».
Ο Ιωάννης της Κλίμακος τοποθετεί τη λειτουργία του θυμικού στο ενδιάμεσο μεταξύ λογιστικού και επιθυμητικού. αφού «πάντες μεν οι δαίμονες σκοτούν το νοερόν ημών αγωνίζονται, είθ’ ούτω τα αυτοίς φίλα υποβάλλουσιν ει μη γαρ ο νους μύσει, ου συληθήσεται ο θησαυρός». Όταν το νοητικό μέρος της ψυχής σκοτιστεί και χάσει τον πνευματικό του φωτισμό, αφήνει το θυμικό ανεξέλεγκτο να εκτραπεί προς την ικανοποίηση της άλογης και εφάμαρτης επιθυμίας. Αυτή η λειτουργία του λογιστικού δίνει το δικαίωμα σε μερικούς συγγραφείς να θεωρούν τον νου ως επιμέρους ψυχική λειτουργία, μη ταυτιζόμενη με τη διάνοια, την οποία παραλληλίζουν περισσότερο με το «υπέρ-εγώ» παρά με το «εγώ» της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος προσφέρει μία πολύ διαφωτιστική διατύπωση και περιγραφή της λειτουργίας του θυμικού. Κατ’ αυτόν, το θυμικό μέρος της ψυχής τοποθετείται στον «μεθόριον» τόπο μεταξύ του λογιστικού και της επιθυμίας, και αποτελεί όπλο το οποίο χρησιμοποιείται είτε κατά φύση είτε παρά φύση. Και όταν μεν αυτά, δηλαδή το λογιστικό και το επιθυμητικό, κινούνται προς τα Θεία, τότε το θυμικό αποτελεί όπλο δικαιοσύνης εναντίον των πειρασμών. Στην αντίθετη περίπτωση γίνεται όπλο για τη διάπραξη της αμαρτίας, αντιμαχόμενο τις άλλες δυνάμεις της ψυχής, που προσπαθούν να αναχαιτίσουν εφάμαρτες ορμές και ορέξεις.
Ανάλογα με τον προσανατολισμό της ψυχής. καθίσταται και το θυμικό δύναμη και μέσο που βοηθάει να αναδειχθεί ο άνθρωπος είτε ενάρετος πιστός, κινούμενος κατά φύση, όπως θα αποδεικνύουν τα καλά του έργα, η προσευχή, οι καρποί της και οι θεολογικές του αναβάσεις είτε να εκτραπεί στο παρά φύση, σε ύπαρξη κτηνώδη, θηριώδη και εντέλει δαιμονική.
Κατά την Κλίμακα, πρέπει να υπάρχει «ησυχίας φίλος, ανδρείος τις και απότομος λογισμός, εν θύρα καρδίας ανυστάκτως ιστάμενος και τους προσερχόμενους λογισμούς ή κτείνων ή αποσειόμενος». Έργο του «θυμικού» είναι να ενδυναμώσει με μία θετική επιθετική δύναμη το «λογιστικό» του πνευματικού αγωνιστή που απειλείται από τους πειρασμούς, ώστε ο φύλακας λογισμός της θύρας της καρδίας να διώχνει με ανδρεία, φερόμενος με απότομο τρόπο, ή να φονεύει τους εισερχόμενους εμπαθείς λογισμούς.
Οι ανθρωπολογικές αυτές αρχές βοηθούν να κατανοηθεί ο λόγος για τον οποίο η Κλίμαξ χρησιμοποιεί τόσο συχνά εκφράσεις επιθετικού περιεχομένου με θετικό χαρακτήρα. Η ανδρεία της ψυχής αποτελεί έκφραση του θυμικού απαραίτητη για την αναζήτηση του αγαθού και για τη σωτηρία. Αυτό εξηγεί γιατί επιμένει η Κλίμαξ σε εκφράσεις, όπως: «δειλός εις πόλεμον μη εξιέτω, Μωυσής, μάλλον δε Θεός παρακελεύεται μήπως γένηται η έσχατη πλάνη της ψυχής, υπέρ την πρώτην πτώσιν του σώματος και είκότως». Ανάλογα ερμηνεύονται οι συχνές αναφορές στην ανδρεία, οι πολεμικού τύπου και άλλες παρόμοιες περιγραφές του πνευματικού αγώνα.
Οι ίδιες ανθρωπολογικές αρχές της Κλίμακος. οι οποίες υπαγορεύουν την αποδοχή και την ενίσχυση της θετικής επιθετικότητας που εκφράζεται ως αγωνιστικότητα, πνευματική ανδρεία κ.τ.λ., επιβάλλουν την κατηγορηματικά απορριπτική τοποθέτηση απέναντι στην επιθετικότητα, όταν αυτή εκφράζεται ως θυμός, οργή ή τα παράγωγά τους. Οι εκφράσεις οι οποίες χρησιμοποιούνται για την απαξίωση αυτών των εκδηλώσεων, που για την Κλίμακα αποτελούν πάθη. είναι εμφανώς απορριπτικές. Όταν ο συγγραφέας αναφέρεται στην επιθετικότητα ως έκφραση της εμπαθούς πεπτωκυίας ανθρώπινης κατάστασης, χρησιμοποιεί σαφώς υποτιμητικές εκφράσεις.
«Ει το Πνεύμα το άγιον ειρήνη ψυχής, και ορίζεται και υπάρχει, η δε οργή ταραχή καρδίας εστί και λέγεται. ουδέν ούτω την αυτού παρουσίαν εν ημίν ως ο θυμός αποτειχίζειν πέφυκε». Σε άλλο σημείο λέει με κατηγορηματικό τρόπο: «εν καρδίαις πραέων αναπαύσεται Κύριος, ψυχή δε ταραχώδης διαβόλου καθέδρα…ψυχαί πραέων πλησθήσονται γνώσεως, θυμώδης δε νους, σκότους και αγνωσίας σύνοικος».
Εάν ο θυμός εμποδίζει το άγιο Πνεύμα να κατοικήσει στην καρδιά του ανθρώπου, και αν η καρδιά του θυμώδους δεν μπορεί παρά να είναι καθέδρα του διαβόλου, τότε η εμπαθής επιθετικότητα αποτελεί δεδομένο καίριας σημασίας στην ανθρωπολογική προσέγγιση του πεπτωκότος. Και κάθε θεώρηση της αγιότητας, που δεν έχει αξιολογήσει σωστά τη σημασία των παθών του θυμικού, είναι απατηλή: «ο λέγων Κύριον αγαπάν και τω αδελφώ αυτού οργιζόμενος. όμοιος έστι τω καθ’ ύπνους τρέχοντι»
Με όποιο τρόπο και αν εκφράζεται η εμπαθής επιθετικότητα, έχει πάντα αρνητικές επιπτώσεις τόσο στο ίδιο το υποκείμενο όσο και στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Ό όσιος τής Κλίμακος περιγράφει με κομψό τρόπο πως δύο διαφορετικές μορφές επιθετικότητας, ο θυμός και η ειρωνεία, έχουν το ίδιο αποτέλεσμα στις διαπροσωπικές σχέσεις, ενώ έχουν διαφορετικό ψυχολογικό υπόστρωμα: «Θυμώδης και είρων αλλήλοις υπήντησαν, και ουκ ην ευρείν λόγον ευθύν εν διαλέξει αυτών αναπτύξας την καρδίαν του προτέρου, ευρήσεις μανίαν, την δε του δευτέρου ψυχήν ερευνήσας, θεωρήσεις πονηρίαν».
Η επιθετικότητα, ως δύναμη του θυμικού. αποτελεί για την «προπεπτωκυία» κατάσταση την κινητήρια δύναμη για την έφεση προς το αγαθό και για την «πεπτωκυία» την αναγκαία δύναμη για τη μετάνοια και την κάθαρση. Ως πάθος, όμως, αποτελεί μία δύναμη κατ’ εξοχήν αρνητική, αντιστρατευμένη τη σωτηρία και την επιστροφή του πεπτωκότος ανθρώπου στο «αρχαίον κάλλος», με καταστροφικές συνέπειες τόσο στο προσωπικό, όσο και στο διαπροσωπικό επίπεδο.
πηγή: π. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, «Η ανθρώπινη επιθετικότητα» – Ποιμαντική και ψυχολογική προσέγγιση στην Κλίμακα του Αγ. Ιωάννου του Σιναΐτου. Εκδ. Ακρίτας, σ. 123-132

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου