7 Δεκ 2011

Άγιος Γρηγόριος επίσκοπος Λαγκρών


Άνθρωποι τελείας αγιότητας, που υψώθηκαν από τη γη στον ουρανό μέσω της τελειότατης ασκήσεώς τους, είναι εκείνοι που είναι δεμένοι με τον σύνδεσμο της αληθινής αγάπης, πλουτισμένοι με τους καρπούς της ελεημοσύνης, στολισμένοι με το άνθος της εγκράτειας, στεφανωμένοι με τον αποφασισμένο αγώνα του μαρτυρίου· εκείνοι, τέλος, που πρωταρχική τους επιθυμία, προκειμένου να αρχίσουν το έργο της τελείας δικαιοσύνης, ήταν πάνω απ’ όλα να καταστήσουν το σώμα τους άσπιλο ναό, ετοιμασμένο για το Άγιο Πνεύμα, και έτσι να φθάσουν στην κορυφή και των άλλων αρετών. Αφού λοιπόν έγιναν οι ίδιοι διώκτες του εαυτού τους, καθώς καταπολεμούσαν τα πάθη μέσα τους και δοκιμάζονταν όπως οι μάρτυρες, τερμάτισαν θριαμβευτικά τον νόμιμο αγώνα τους. Κανείς δεν μπορεί να το επιτύχει αυτό χωρίς τη βοήθεια του Θεού και χωρίς την προστασία της ασπίδας και περικεφαλαίας της θείας επικουρίας· κανείς δεν το κατορθώνει χάρις στις δικές του δυνάμεις, αλλά το αποδίδει στη δόξα του ονόματος του Θεού, σύμφωνα με τον λόγο του Αποστόλου: «Ο καυχώμενος, εν Κυρίω καυχάσθω» Σε τούτο ακριβώς αναζήτησε όλη του τη δόξα ο μακάριος Γρηγόριος, ο οποίος από την υψηλή θέση της τάξεως των συγκλητικών ταπείνωσε τόσο τον εαυτό του, ώστε καταφρονώντας κάθε γήινη μέριμνα, αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο έργο του Θεού και το κράτησε βαθειά μέσα στην καρδιά του.
Ο άγιος Γρηγόριος λοιπόν ο οποίος ήταν από τους πιο επιφανείς συγκλητικούς και είχε μεγάλη μόρφωση, έλαβε το αξίωμα του Κόμητος της πόλεως Ωτέν και κυβέρνησε την περιοχή με δικαιοσύνη για σαράντα χρόνια Υπήρξε τόσο ακριβοδίκαιος και αυστηρός απέναντι στους κακοποιούς, ώστε σχεδόν κανείς δεν κατάφερνε να του ξεφύγει. Η σύζυγός του ονομαζόταν Αρμενταρία και καταγόταν και αυτή από συγκλητική γενιά· λέγεται ότι την είχε γνωρίσει, μόνο για τον σκοπό της τεκνογονίας. Ο Θεός του χάρισε παιδιά, και ο ίδιος ποτέ δεν ένοιωσε αμαρτωλή επιθυμία για κάποια άλλη γυναίκα, όπως συχνά συμβαίνει κατά την ακμή της νεότητας.
Μετά τον θάνατο της γυναίκας του στράφηκε ολοκληρωτικά στο Θεό και κατόπιν εκλογής του από το λαό χειροτονήθηκε επίσκοπος Λαγκρών, μια ορεινή πόλη της Γαλλίας στην περιοχή του Άνω Μάρνη, με αρχαίο καθεδρικό ναό του 12ου αι. Η εγκράτειά του ήταν μεγάλη και για να μην πέσει στην υπερηφάνεια, συνήθιζε να κρύβει μέσα στο σιταρένιο ψωμί του ένα μικρότερο κρίθινο· έκοβε και μοίραζε το σιταρένιο ψωμί στους άλλους κι αυτός έτρωγε το κρίθινο, χωρίς να φανερώνεται. Το ίδιο έκανε και με το κρασί· όταν ο οικονόμος πήγαινε να του προσφέρει νερό, αυτός διάλεγε ένα αδιαφανές ποτήρι για να μην φανεί ότι έπινε νερό και όχι κρασί Είχε τόση αφοσίωση και τόσο ζήλο στη νηστεία, την ελεημοσύνη, την προσευχή και τις αγρυπνίες, ώστε έλαμπε σαν ερημίτης μέσα στον κόσμο. Πράγματι, από τότε που κατοίκησε στην οχυρωμένη πόλη της Ντιζόν, επειδή το σπίτι του βρισκόταν πλάι στο βαπτιστήριο όπου υπήρχαν λείψανα πολλών αγίων, σηκωνόταν τη νύχτα από το κρεβάτι του και, χωρίς κανείς να τον αντιληφθεί, με μόνο του μάρτυρα τον Θεό. πήγαινε στο βαπτιστήριο, του οποίου η πόρτα άνοιγε θαυματουργικά, και προσευχόταν με όλη του την καρδιά.
Ο άγιος τηρούσε για πολύ καιρό αυτή τη συνήθεια ώσπου κάποιος διάκονος τον είδε και τον αναγνώρισε· όταν τον είδε να βγαίνει έξω, τον ακολούθησε από απόσταση και είδε τι έκανε, χωρίς ο μακάριος να τον αντιληφθεί. Ο διάκονος είπε πως, μόλις ο άγιος του Θεού έφθασε στην πόρτα του βαπτιστηρίου, την κτύπησε με το χέρι του και εκείνη άνοιξε μόνη της, χωρίς να εμφανιστεί κανείς· κατόπιν μπήκε μέσα και για πολλή ώρα επικρατούσε σιωπή, αλλά έπειτα ακούστηκαν ψαλμωδίες σαν να έψαλλαν πολλοί μαζί, και αυτό κράτησε πάνω από τρεις ώρες. Πιστεύω πως οι άγιοι, των οποίων τα λείψανα υπήρχαν στον τόπο εκείνο, εμφανίσθηκαν στον μακάριο για να υμνήσουν μαζί του τον Θεό. Όταν τελείωσε, γύρισε πάλι στο κρεβάτι του και ξάπλωσε με πολλή προσοχή, ώστε κανείς να μην αντιληφθεί το παραμικρό. Το πρωί οι φύλακες εύρισκαν την πόρτα κλειστή, άνοιγαν με το κλειδί, όπως συνήθως, και χτυπούσαν την καμπάνα. Και ο άγιος του Θεού πήγαινε πάλι εκεί μαζί με τους άλλους για την ιερή ακολουθία.
Την πρώτη ημέρα του ως επισκόπου, πολλοί δαιμονισμένοι έβγαζαν δυνατές κραυγές και οι ιερείς του ζήτησαν να δεχθεί να τους δώσει την ευλογία του. Εκείνος αρνήθηκε με έμφαση να το κάνει, επειδή φοβόταν μήπως έτσι προσβληθεί από την κενοδοξία, και αποκαλούσε τον εαυτό του ανάξιο να επιτελέσει θαύματα του Θεού. Επειδή όμως δεν μπορούσε να τους αρνείται για πολύ, είπε να φέρουν μπροστά του τους δαιμονισμένους. Τότε, χωρίς καν να τους αγγίξει, με το λόγο του μόνο και κάνοντας το σημείο του σταυρού, διέταξε τα δαιμόνια να φύγουν. Στο άκουσμα αυτό τα δαιμόνια εγκατέλειψαν την ίδια στιγμή τα σώματα που κρατούσαν δεμένα με κακία. Αλλά ακόμη και όταν δεν ήταν ο ίδιος παρών, πολλοί μπορούσαν να καταπραΰνουν τους δαιμονισμένους και να εκβάλλουν τα δαιμόνια κάνοντας επάνω τους το σημείο του σταυρού με το ραβδί που κρατούσε συνήθως ο άγιος.
Επί πλέον, αν κάποιος άρρωστος έπαιρνε κάτι από το κρεβάτι του αγίου, εξασφάλιζε τη σίγουρη θεραπεία του. Η εγγονή του Αρμενταρία αρρώστησε κάποτε στη νεότητά της από φοβερό τεταρταίο πυρετό και, καθώς δεν εύρισκε καμία ανακούφιση από την συνεχή φροντίδα των γιατρών, την παρακινούσε πολλές φορές ο μακάριος ομολογητής να δοθεί στη προσευχή. Μία ημέρα αυτή ζήτησε να την ξαπλώσουν στο κρεβάτι του· ο πυρετός τότε εξαφανίστηκε εντελώς και ποτέ στο εξής δεν την ξαναενόχλησε.
Ο άγιος Γρηγόριος. ενώ είχε πάει στην πόλη Λάγκρες για την αγία ημέρα των Θεοφανείων, προσβλήθηκε από ελαφρό πυρετό και σε λίγο άφησε τον κόσμο αυτό και πορεύθηκε στο Χριστό. Μετά το θάνατό του, το μακάριο πρόσωπό του ήταν στολισμένο με τόση λαμπρότητα, ώστε έμοιαζε με τριαντάφυλλο. Τα μάγουλά του ήταν ρόδινα, ενώ το υπόλοιπο σώμα του λευκό σαν κρίνος, ώστε να νομίζει κανείς ότι είναι ήδη έτοιμο για τη μέλλουσα ανάσταση.
Κατά την μεταφορά του σκηνώματός του στη Ντιζόν, όπου ο ίδιος είχε ζητήσει να ταφεί στα βόρεια της πεδιάδος, όταν αυτοί που το μετέφεραν έφθασαν στο κάστρο, δεν μπορούσαν πια να σηκώσουν το φέρετρο και το απέθεσαν στο χώμα. Αφού ανέκτησαν τις δυνάμεις τους, το σήκωσαν και το μετέφεραν στην εκκλησία που βρίσκεται μέσα στα  τείχη της πόλεως.
Όταν έφθασαν οι επίσκοποι την πέμπτη ημέρα, το σκήνωμα του άγιου μεταφέρθηκε από την εκκλησία στη βασιλική του αγίου Ιωάννου. Καθ’ όδόν οι κρατούμενοι των φυλακών άρχισαν να φωνάζουν στο μακάριο σώμα: «Σπλαχνίσου μας, ευλαβέστατε δέσποτα, ώστε όσους δεν μας ελευθέρωσες όντας στη ζωή, να μας ελευθερώσεις τώρα που, μετά τον θάνατό σου, κατέχεις την ουράνια βασιλεία. Επισκέψου μας, σε ικετεύουμε, δείξε το έλεός σου σε μας». Καθώς φώναζαν τέτοια και άλλα παρόμοια, το σώμα του αγίου έγινε βαρύ, τόσο που οι μεταφορείς δεν μπορούσαν να το σηκώσουν. Απέθεσαν λοιπόν το φέρετρο στο έδαφος περιμένοντας κάποιο θαύμα από τον μακάριο επίσκοπο. Ενώ λοιπόν περίμεναν, με μιας οι πόρτες των φυλακών άνοιξαν και η δοκός, όπου ήταν στερεωμένα τα πόδια των φυλακισμένων, έσπασε στα δύο. Τα δεσμά λύθηκαν, οι αλυσίδες έσπασαν και όλοι ελεύθεροι πλέον όρμησαν ανεμπόδιστοι προς το μακάριο σώμα. Οι μεταφορείς τότε σήκωσαν με ευκολία το φέρετρο και οι κρατούμενοι το ακολούθησαν μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο. Αργότερα απέκτησαν την ελευθερία τους, με δικαστική απόφαση, χωρίς να τους επιβληθεί ποινή.
Πολλά ακόμη θαύματα έκανε ο μακάριος ομολογητής στη συνέχεια. Κάποιος μοναχός είπε ότι την ημέρα της ταφής του είδε τους ουρανούς ανοικτούς. Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία πως ο άγιος με την αγγελική βιοτή του έγινε δεκτός στις επουράνιες χορείες. Κάποιος φυλακισμένος μεταφερόταν στο κάστρο που προαναφέραμε ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο, από τον οποίο είχε μεταφερθεί το σκήνωμα του αγίου από τις Λάγκρες. Οι στρατιώτες πήγαιναν μπροστά έφιπποι και έσερναν πίσω τους τον φυλακισμένο. Όταν έφτασαν στο σημείο που είχε αποτεθεί το φέρετρο του αγίου και το προσπερνούσαν, ο κρατούμενος επικαλέστηκε το όνομα του μακαρίου επισκόπου και του ζήτησε να τον ευσπλαχνιστεί και να τον ελευθερώσει. Ενώ προσευχόταν λύθηκαν τα χέρια του από τα δεσμά. Μόλις κατάλαβε ότι ελευθερώθηκε δεν μίλησε, και καθώς τα χέρια του ήταν καλυμμένα, νόμιζαν πως είναι ακόμη δεμένος. Όταν όμως πέρασαν την πύλη του κάστρου και έφθασαν στο προαύλιο της εκκλησίας, τότε πετάχτηκε γρήγορα κρατώντας στο χέρι το λουρί, με το οποίο τον είχαν δέσει αυτοί που τον έσερναν. Έτσι ελευθερώθηκε με τη βοήθεια του παντοδύναμου Θεού και τη μεσιτεία του μακαρίου ιεράρχη.
Θαυμαστό είναι επίσης και το γεγονός ότι το μακάριο σκήνωμά του εμφανίστηκε δοξασμένο κατά την μετακομιδή που έγινε πολλά χρόνια αργότερα. Ο άγιος ιεράρχης είχε ταφεί σε μία γωνία της βασιλικής, που ο χώρος ήταν πολύ στενός και ο κόσμος δεν μπορούσε να προσκυνήσει άνετα, όπως έπρεπε.­ Ο άγιος Τέτρικος, ο γιός και διάδοχός του, το
παρατήρησε αυτό και, επειδή έβλεπε να γίνονται συνεχώς θαύματα στον τάφο του, άνοιξε τα θεμέλια της βασιλικής πίσω από την αγία Τράπεζα και κατασκεύασε εκεί μία κόγχη, την οποία έκτισε κυκλική με θαυμαστή τέχνη. Όταν ο κυκλικός τοίχος τελείωσε, κατεδάφισε τον παλαιό ψηλό τοίχο και έφτιαξε μία αψίδα. Όταν το κτίσμα και η διακόσμησή του ολοκληρώθηκαν, έσκαψε στη μέση της αψίδας μία κρύπτη για να τοποθετήσει σ’ αυτή το σκήνωμα του μακαρίου πατέρα του.
Για το σκοπό αυτό κάλεσε τους ιερείς και τους ηγουμένους, οι οποίοι προσεύχονταν αδιάκοπα, ώστε ο μακάριος ομολογητής να επιτρέψει να τον μεταφέρουν στο χώρο που είχε ετοιμαστεί γι’ αυτόν. Το άλλο πρωί, ψάλλοντας ύμνους, πήραν τη λάρνακα μπροστά από την αγία Τράπεζα και την μετέφεραν μέσα στην αψίδα που είχε κτίσει ο άγιος επίσκοπος. Καθώς όμως τακτοποιούσαν τη λάρνακα προσεκτικά, ξαφνικά, κατά οικονομία Θεού όπως πιστεύω, το σκέπασμα της λάρνακας έπεσε στην άκρη και φάνηκε το μακάριο πρόσωπο του αγίου ακέραιο και άφθορο, έτσι που να νομίζει κανείς ότι κοιμάται και όχι ότι είναι νεκρός. Επίσης δεν υπήρχε καμία φθορά στα άμφια που του είχαν φορέσει. Και δεν ήταν χωρίς σημασία το γεγονός ότι παρουσιάστηκε δοξασμένος μετά το θάνατο του· διότι όσο ζούσε, η σάρκα του δεν είχε φθαρεί από τα πάθη. Ασφαλώς έχει μεγάλη αξία η καθαρότητα του σώματος και της καρδιάς, γιατί προσελκύει τη Χάρη του Θεού σ’ αυτόν τον κόσμο και κερδίζει την αιώνια ζωή στον άλλο κόσμο. Μιλώντας γι’ αυτήν ο απόστολος Παύλος λέει: Ειρήνην διώκετε μετά πάντων και τον αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον.
Κάποια κοπέλα περιποιούνταν με μία κτένα τα μαλλιά της μια Κυριακή. Επειδή πρόσβαλε, όπως πιστεύω, την αγία ημέρα, η κτένα έσπασε στα χέρια της και τα δόντια της μπήχθηκαν στα δάκτυλα και την παλάμη της και της προξενούσαν πολύ πόνο. Αφού προσευχήθηκε με δάκρυα, έκανε το γύρο της βασιλικής των Αγίων και προσκύνησε στον τάφο του μακαρίου Γρηγορίου γεμάτη πίστη στην δύναμή του. Αφού τον ικέτευσε πολύ να την βοηθήσει, η κτένα έπεσε και το χέρι της αποκαταστάθηκε στην προηγούμενη κατάστασή του.
Οι δαιμονισμένοι επίσης που επικαλούνταν το όνομά του πάνω στον τάφο του έβρισκαν συχνά θεραπεία και αρκετές φορές μετά το θάνατό του είδαμε να ακουμπούν δαιμονισμένους με το ραβδί του, για το οποίο μιλήσαμε παραπάνω, και να μένουν κολλημένοι στον τοίχο σαν να απειλούνταν από μεγάλους μυτερούς πασσάλους.
Γνωρίζουμε πολλά ακόμη θαύματα του αγίου· για να μην προκαλέσουμε όμως κόπωση αναφερθήκαμε με συντομία σε μερικά μόνο απ’ αυτά. Ο άγιος Γρηγόριος Λαγκρών γεννήθηκε το 450 περίπου, υπήρξε Κόμης της πόλεως Ωτέν από το 466 περίπου ως το 506, εκλέχθηκε επίσκοπος Λαγκρών το 506 ή 507 και κοιμήθηκε το 539 ή 540. Ήταν παππούς της Αρμενταρίας, της μητέρας του αγίου Γρηγορίου Τουρώνης. Κοιμήθηκε τον τριακοστό τρίτο χρόνο της επισκοπής του σε ηλικία ενενήντα χρονών και έγινε πολλές φορές γνωστός από ολοφάνερα θαύματα. Η μνήμη του εορτάζεται στις 4 Ιανουαρίου – προφανώς κοιμήθηκε την παραμονή των Θεοφανείων, πηγαίνοντας στο Λάγκρες.
(Μετάφραση από το έργο Vita Patrum του αγίου Γρηγορίου Τουρώνης, από Α.Μ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου