Η πρώτη χριστιανική εκκλησία της Θεσσαλονίκης, όπως συνάγεται από την ανάγνωση των πηγών μας (Πράξεις Αποστόλων, Επιστολές Α’ και Β’ προς Θεσσαλονικείς), αποτελέστηκε κυρίως από πρώην εθνικούς, ακριβέστερα από προσήλυτους της Συναγωγής. Έτσι ίσως μπορεί να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι η επιστολή που απευθύνει ο Παύλος σ’ αυτήν την εκκλησία, το πρώτο χριστιανικό κείμενο, δεν περιέχει κανένα χωρίο της ΠΑ, παρόλο βέβαια που η ορολογία και οι παραστάσεις που χρησιμοποιούνται προέρχονται από την Π.Δ. και την αποκαλυπτική φιλολογία.
Το ερώτημα που θα αντιμετωπίσουμε εδώ δεν είναι η αναμφισβήτητη σχέση του Παύλου με την Γραφή και την αποκαλυπτική ή τη ραββινική γραμματεία, αλλά το ερώτημα εάν και κατά πόσον γνώριζε ή όχι ο Απόστολος τους φιλοσόφους και ρήτορες που τις προτροπές τους γνώριζαν κατά πάσαν πιθανότητα οι Θεσσαλονικείς παραλήπτες των επιστολών του. Και εάν τους γνώριζε, πώς τοποθετείται απέναντί τους από πλευράς όχι βέβαια θεωρητικής, αλλά από πλευράς κυρίως ηθικών παραινέσεων; Παίρνει θέση στα επίμονα κοινωνικά προβλήματα που απασχολούν την κοινότητα, η οποία αιφνιδιάζεται από το θάνατο ορισμένων μελών της, ενώ δεν ήλθε ακόμη η Παρουσία του Κυρίου, για την οποία τους κήρυξε ο Παύλος;
Στη δέσμη των ερωτημάτων αυτών αναφέρεται η μελέτη αυτή, εστιάζοντας το ενδιαφέρον της στις ηθικές παραινέσεις του Παύλου εν σχέσει προς αυτές των ρητόρων του 1ου μ.Χ. αιώνα, της εποχής δηλ. της Δεύτερης Σοφιστικής. Η άποψη που υποστηρίζουμε εδώ είναι ότι ο Παύλος, πέρα από τις βιβλικές του προϋποθέσεις, έχει γνώση των φιλοσοφικών και ηθικών απόψεων που κυριαρχούν στις πόλεις που κήρυξε το Ευαγγέλιο και γνωρίζει την τακτική και τις κοινωνικές (ή μάλλον αντικοινωνικές) παραινέσεις των περιοδευόντων ρητόρων της εποχής του. Την άποψη αυτή τη στηρίζουμε στα εξής τέσσερα σημεία.
I
Στα χωρία Α΄ Θεσ 1,9 και 2,1 κάνει λόγο ο Παύλος για την «είσοδό» του προς τους Θεσσαλονικείς: «αυτοί γαρ -οι χριστιανοί της Μακεδονίας και Αχαΐας και άλλων περιοχών- περί ημών απαγγέλλουσιν οποίαν είσοδον έσχομεν προς υμάς», αλλά και οι ίδιοι οι χριστιανοί της Θεσσαλονίκης γνωρίζουν τα σχετικά με την είσοδό του: «αυτοί γαρ οίδατε, αδελφοί, την είσοδον ημών την προς υμάς ότι ου κενή γέγονεν». Η «είσοδος», σχεδόν τεχνικός όρος για την πρώτη επίσκεψη ενός ρήτορα σε κάποια πόλη, αποτελούσε σημαντικό γεγονός για τον ίδιο και για την πόλη, γεγονός που έπρεπε να οργανωθεί καλά, ώστε από την αγαθή εντύπωση που θα έκανε η εμφάνιση του ρήτορα και η πρώτη του «διάλεξις» θα εξαρτιόταν και η προσέλκυση ακροατών και μαθητών. Πολλοί έκαναν τις διαλέξεις τους με αμοιβή. Ο Φιλόστρατος στο «Βίοι Σοφιστών» (§ 494) λέγει για τον Πρωταγόρα ότι πρώτος αυτός καθιέρωσε την αμοιβή για τους ομιλητές, «πράγμα ου μεμπτόν», όπως σημειώνει και όπως παρατηρεί στη συνέχεια, «α γάρ συν δαπάνη σπουδάζομεν, μάλλον ασπαζόμεθα των προίκα» (αυτά που μαθαίνουμε πληρώνοντας τα αποδεχόμαστε περισσότερο από αυτά που ακούμε δωρεάν). Πολλοί ρήτορες είχαν τη φιλοδοξία να συγκεντρώσουν πολλούς ακροατές και καυχόνταν για τον μεγάλο αριθμό των οπαδών τους. Άλλοι πάλιν έπλεκαν το εγκώμιο της πόλεως στην οποίαν μιλούσαν ή κολάκευαν τους κατοίκους της για να αποκτήσουν την εύνοιά τους ή τέλος πάντων με άλλους τρόπους επιζητούσαν τους επαίνους των.
Γνωρίζοντας αυτήν την τακτική των ρητόρων ο Δίων Χρυσόστομος και θέλοντας να διακρίνει τον εαυτό του από αυτούς, λέγει σε έναν από τους λόγους του: «ούτος ο λόγος απλώς λεγόμενος άνευ πάσης κολακείας» (1,15 πρβλ. 3,12 17) και σε άλλο λόγο του: «ουκ επιδειξόμενος υμίν, ω άνδρες, παρήλθον ουδέ αργυρίου παρ’ υμών δεόμενος, ουδ’ έπαινον προσδεχόμενος… πλείστον δε το μεταξύ της υμετέρας βουλήσεως και της εμής δυνάμεως» (35,1), κάνει δε ο ίδιος αλλού την παρατήρηση ότι οι περισσότεροι ακροατές δέχονται μετά χαράς αυτούς που τους κολακεύουν: «οι πλείστοι τους νομοθετούντας, καν διά λόγου τούτο ποιώσι, μισούσι, τους δε μεθ’ ηδονής κολακεύοντας θαυμαστώς αποδέχονται» (51.4). Τα οικονομικά άλλωστε και φιλόδοξα κίνητρα των ρητόρων και σοφιστών επισημαίνει και ο Πλούταρχος όταν σημειώνει: «…ό πάσχουσι πολλοί των ρητόρων και των σοφιστών οι μεν υπό δόξης και φιλοτιμίας, οι δε διά μισθούς ή πολιτικάς αμίλλας εξαγόμενοι παρά το συμφέρον αγωνίζεσθαι». Και ο Φίλων παραπονείται ότι κατά τις πρώτες δεκαετίες του πρώτου αιώνα μ.Χ. κατακτούσαν αυτοί οι ρήτορες τις πόλεις την μία μετά την άλλη και επιζητούσαν τιμές και δόξες: «Μύριοι ουν των λεγομένων σοφιστών θαυμασθέντες κατά πόλεις και την οικουμένην σχεδόν άπασαν επί τιμήν επιστρέψαντες ένεκα ακριβολογίας και της περί τας ευρέσεις δεινότητος ανά κράτος τοις πάθεσιν εγκατεγήρασαν και εγκατέτριψαν τον βίον ουδέν ιδιωτών ημελημένων και φαυλότατων διενεγκόντες ανθρώπων».
Ότι ο Παύλος γνωρίζει αυτόν τον modus operandi των ρητόρων και σοφιστών της εποχής και ότι θέλει σαφώς να διαχωρίσει τη θέση του ως κήρυκα του ευαγγελίου που φιλοτιμείται «aδάπανον» (πρβλ. Α΄ Κορ 9,18) να προσφέρει στους ανθρώπους το κήρυγμά του, φαίνεται από μια προσεκτική ανάγνωση του Α΄ Θεσ 2,3 εξ: «η γαρ παράκλησις ημών ουκ εκ πλάνης ουδέ εξ ακαθαρσίας, ουδέ εν δόλω, αλλά… ούτως λαλούμεν, ούχ ως ανθρώποις αρέσκοντες αλλά Θεώ τω δοκιμάζοντι τας καρδίας ημών. Ούτε γαρ ποτέ εν λόγω κολακείας εγεννήθημεν, καθώς οίδατε, ούτε εν προφάσει πλεονεξίας… ούτε ζητούντες εξ ανθρώπων δόξαν ούτε αφ’ υμών ούτε απ’ άλλων… αλλά εγεννήθημεν ήπιοι εν μέσω υμών…».
II
Ένα δεύτερο σημείο, όπου μπορεί κανείς να διαπιστώσει γνώση εκ μέρους του Παύλου της ατμόσφαιρας της εποχής αλλά και σαφή διαφοροποίηση της δικής του τακτικής ως ιεραποστόλου, είναι η χειρωνακτική εργασία. Κατά τον 3ο και 2° αιώνα μαρτυρείται μια περιφρόνηση προς τα χειρωνακτικά επαγγέλματα, ιδίως εκ μέρους αυτών που προέρχονται από υψηλότερα κοινωνικά στρώματα. Οι σοφιστές π.χ. καυχώνται ότι δεν γνωρίζουν καθόλου τον σωματικό κόπο. Ο Πλούταρχος στον Βίο του Περικλή (1,4-2,2) παρατηρεί: «Πολλές φορές ενώ ευχαριστούμεθα από ένα έργο, περιφρονούμε τον δημιουργό του, όπως συμβαίνει με τα μυρωδικά και τα πολύχρωμα υφάσματα· ενώ δηλαδή αυτά μας ευχαριστούν, τους τεχνίτες που τα βάφουν ή φτιάχνουν τα μυρωδικά τους θεωρούμε κατώτερους και βάναυσους. Γι’ αυτό και ο Αντισθένης, όταν άκουσε ότι ο Ισμηνίας ήταν σπουδαίος αυλητής, είπε πολύ σωστά: Ναι, αλλά σαν άνθρωπος είναι ασήμαντος, γιατί διαφορετικά δεν θα ήταν τόσο σπουδαίος αυλητής. Και ο Φίλιππος είπε στον γιό του που τραγούδησε κάποτε με χάρη και τέχνη σ’ ένα συμπόσιο: Δεν ντρέπεσαι να τραγουδάς τόσο όμορφα: Γιατί είναι αρκετό αν ένας βασιλιάς έχει τον καιρό να ακούει άλλους να τραγουδάνε και τιμάει πολύ τις Μούσες, όταν παρακολουθεί τους άλλους να ασχολούνται με τέτοιους αγώνες. Το να απασχολείται όμως κανείς με ταπεινά έργα, αυτό αποδεικνύει την αδιαφορία για τα καλά εκείνων που κοπιάζουν για τα άχρηστα. Κανείς βέβαια νέος που έχει ευγενή καταγωγή δεν αισθάνθηκε την επιθυμία να γίνει Φειδίας, επειδή είδε στην Πίσα το άγαλμα του Διός, ή να γίνει Πολύκλειτος επειδή είδε το άγαλμα της Ήρας στο Αργός, ούτε να γίνει Ανακρέων ή Φιλητάς ή Αρχίλοχος, επειδή ευχαριστήθηκε από τα ποιήματά τους. Γιατί, αν ένα έργο μας ευχαριστεί πολύ με τη χάρη που έχει, εκείνος που τόφτιασε δεν είναι αναγκαστικά άξιος εκτιμήσεως»·
Ο Παύλος όχι μόνο στη διδασκαλία αλλά κυρίως στην πράξη διαφοροποιείται από αυτήν τη στάση έναντι της εργασίας, προβάλλοντας για μίμηση το παράδειγμα του ιδίου και των συνεργατών του: «μνημονεύετε γαρ, αδελφοί, τον κόπον ημών και τον μόχθον: νυκτός και ημέρας εργαζόμενοι προς το μη επιβαρήσαι τινά υμών εκηρυξαμεν εις υμάς το ευαγγέλιον του Θεού» (Α΄ Θεσ 2,9) «αυτοί γάρ οίδατε πως δει μιμείσθαι ημάς, ότι ουκ ητακτήσαμεν εν υμίν ουδέ δωρεάν άρτον εφάγομεν παρά τίνος, αλλ’ εν κόπω και μόχθω νυκτός και ημέρας εργαζόμενοι προς το μη επιβαρήσαι τινά υμών: ούχ ότι ουκ έχομεν εξουσίαν, αλλ’ ίνα εαυτούς τύπον δώμεν υμίν εις το μιμείσθαι ημάς» (Β΄ Θες. 3,7-9). Παρακαλεί και προτρέπει τους χριστιανούς της Θεσσαλονίκης με τα εξής λόγια: «φιλοτιμείσθαι ησυχάζειν και πράσσειν τα ίδια και εργάζεσθαι ταις ιδίαις χερσίν υμών, καθώς υμίν παρηγγειλαμεν, ίνα περιπατήτε ευσχημόνως προς τους έξω και μηδενός χρείαν έχητε» (Α’ Θεσ4,11-12).
Η χειρωνακτική του ενασχόληση, και μάλιστα νύχτα και μέρα, τον έφερε σε επαφή με πολλές κατηγορίες ανθρώπων. Κάποιοι μάλιστα ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο τόπος ευαγγελισμού του Παύλου, που ασφαλώς δεν είναι η συναγωγή της Θεσσαλονίκης (όπως σαφώς συνάγεται από τις πηγές), πρέπει να αναζητηθεί στο εργαστήρι που έστησε με τους συνεργάτες του και στο οποίο βρισκόταν συνεχώς, μέχρι τη στιγμή της εκδίωξής του από την πόλη. Στον τόπο εργασίας ο Παύλος έμαθε και δίδαξε πολλά. Συνδέθηκε συναισθηματικά και αδελφικά με την ομάδα των πρώτων χριστιανών της πόλης που, όπως φαίνεται από τις δύο επιστολές, δεν πρέπει να ήταν Ιουδαίοι αλλά εθνικοί που λάτρευαν τα είδωλα. Απευθυνόμενος σ’ αυτούς χρησιμοποιεί μια γλώσσα οικογενειακής στοργής που έχει επανειλημμένα επισημανθεί από τους ερμηνευτές.
III
Ιδεώδες των Στωικών είναι η απάθεια, των δε Κυνικών και Επικούρειων η αδιαφορία για τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα. «Λάθε βιώσας» είναι η κλασική προτροπή του Επίκουρου, «ει δε μη δύναιο, λάθε αποβιώσας», θα συμπληρώσει ένας άλλος φιλόσοφος.
Πριν αναφερθούμε στην ουσιαστική διαφοροποίηση του Παύλειου μηνύματος, που έμελλε να ασκήσει βαθιά επίδραση στην κατοπινή χριστιανική διδασκαλία περί ανθρώπου και κοινωνίας, πρέπει να σημειώσουμε προκαταρκτικά την εσχατολογική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία κινείται η θεολογική σκέψη αλλά και η ηθική παραίνεση του Παύλου.
Έχουν γραφεί στον αιώνα μας, πέρα από τα Υπομνήματα, και ένας μεγάλος αριθμός εργασιών για την εσχατολογία των δύο προς Θεσσαλονικείς Επιστολών ή για την εξέλιξη της εσχατολογίας του Παύλου. Επίσης, κατά τις πρόσφατες δεκαετίες ορισμένα θέματα των προς Θεσσαλονικείς επιστολών, όπως π.χ. το θέμα της αποφυγής της εργασίας, εξετάζεται και από μια άλλη σκοπιά, την κοινωνιολογική. Το ερώτημα που εμείς θέτουμε είναι: Οι βιβλικές και αποκαλυπτικές προϋποθέσεις του Παύλου στο θέμα της εσχατολογίας, για τις οποίες υπάρχει γενική ομοφωνία στην έρευνα, δεν αφήνουν χώρο και για άλλες τοποθετήσεις του Αποστόλου, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη, ή ακόμη ακριβέστερα, στρέφονται εναντίον των παραινέσεων και συμβουλών φιλοσόφων και ρητόρων των Ελληνορωμαϊκών χρόνων:
Νομίζουμε ότι μέσα πάντοτε σε μια εσχατολογικά προσανατολισμένη από τον Παύλο και με εσχατολογικές παρανοήσεις εκ μέρους των χριστιανών φορτισμένη ατμόσφαιρα, ο Παύλος συνιστά την ενεργό συμμετοχή των χριστιανών στα κοινωνικά δρώμενα, στις κοινωνικές ανάγκες των αδελφών αλλά και όλων των άλλων ανθρώπων, διαφοροποιούμενος σαφώς από τις αντίθετες παροτρύνσεις ρητόρων και φιλοσόφων της εποχής του.
Οι Στωικοί, Κυνικοί και Επικούρειοι φιλόσοφοι και ρήτορες συνιστούσαν στους οπαδούς τους την παθητική τοποθέτηση, με άλλα λόγια την αποφυγή συμμετοχής στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής. Η «πολυπραγμοσύνη» κατά τους φιλοσόφους αυτούς αποτελεί αρνητική και αποφευκτέα συμπεριφορά, ενώ η «ησυχία» και η ενασχόληση του καθενός με τα δικά του ζητήματα είναι η ιδεώδης στάση. Για τους Στωικούς π.χ μας πληροφορεί ο Πλούταρχος ότι βασική τους άποψη ήταν «τον σοφόν απράγμονα τ’ είναι και ιδιοπράγμονα και τα αυτού πράττειν». Και οι Επικούρειοι δίδασκαν ότι η ευδαιμονία του ανθρώπου επιτυγχάνεται με την «ησυχία» και την απομάκρυνσή του από τα συμβαίνοντα στην πόλη, με την εφαρμογή δηλαδή της προτροπής «λάθε βιώσας». Για τους ίδιους φιλοσόφους ο Πλούταρχος συμμερίζεται την επικρατούσα λαϊκή άποψη ότι έχουν ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα την «αφιλία», «απραξία», «αθεότητα», «ηδυπάθεια», «ολιγωρία».
Ο Λουκιανός εξάλλου δίνει την εικόνα του Κυνικού της εποχής του σημειώνοντας ότι «πολυπραγμονεί» για το τι κάνουν οι άλλοι (πρβλ. το παράλληλο «περιεργαζόμενοι» του Παύλου), κατ’ ουσίαν όμως αδιαφορεί για τις ανάγκες του. Γράφει στο έργο του «Ικαρομένιππος», βάζοντας τα ακόλουθα λόγια στο στόμα ενός Κυνικού: «Λογιάζω ανώφελο να δουλεύω ναυτικός ή αγρότης, ή να ’μαι στρατιώτης ή να κάνω κάποια τέχνη· δουλειά μου είναι να φωνάζω, να με πνίγει η βρώμα, να λούζομαι με κρύο νερό, να τριγυρνώ ξυπόλυτος το χειμώνα φορώντας ένα βρώμικο ρούχο κι όπως ο Μώμος να κατακρίνω τις πράξεις των άλλων, κι αν κάποιος πλούσιος κάνει πολλά ψώνια ή έχει εταίρα, ν’ αγανακτώ γι’ αυτό και να το σχολιάζω. Κι αν ένας απ’ τους φίλους ή τους συντρόφους είναι άρρωστος κι έχει ανάγκη από βοήθεια και θεραπεία, να δείχνω αδιαφορία».
Επίσης στο έργο του «Δραπέται» περιγράφει τη συμπεριφορά αυτών που για να διακηρύξουν δήθεν τις φιλοσοφικές τους αντιλήψεις αποφεύγουν τον κόπο και το μόχθο της εργασίας: «Όλοι όσοι δουλεύουν στα εργαστήρια θα τιναχτούν επάνω και θα εγκαταλείψουν εντελώς τις τέχνες τους, όταν βλέπουν ότι οι ίδιοι, που κοπιάζουν και μοχθούν από το πρωί μέχρι το βράδυ σκυμμένοι στη δουλειά, μόλις και μετά βίας ζουν από τον μισθό τους, ενώ οι αργόσχολοι και οι αγύρτες ζουν μέσα σε αφθονία αγαθών, ζητώντάς τα με βίαιο τρόπο και παίρνοντάς τα εύκολα, αγανακτούν, όταν δεν πάρουν, και δεν λένε ευχαριστώ, όταν πάρουν. Τούτα τους φαίνονται πως είναι η ζωή της εποχής του Κρόνου και πως αληθινά το μέλι ρέει μέσα στα στόματά τους από τον ουρανό»,Ο Παύλος, στο πρώτο ήδη κείμενο του, βλέπει τελείως διαφορετικά τη σχέση του χριστιανού με την κοινωνία. Τη νέα αυτή σχέση θα παρακολουθήσουμε μέσα από τον όρο «φιλαδελφία». Γράφει στους Θεσσαλονικείς: «Περί δε της φιλαδελφίας ου χρείαν έχετε γράφειν υμίν, αυτοί γάρ υμείς θεοδίδακτοί έστε εις το αγαπάν αλλήλους, και γαρ ποιείτε αυτό εις πάντας τους αδελφούς [τους] εν όλη τη Μακεδονία, παρακαλούμεν δε υμάς, αδελφοί, περισσεύειν μάλλον» (Α΄ Θεσ. 4,9-10).
Η «φιλαδελφία», ένας όρος σπάνιος στις επιστολές του Παύλου (Ρωμ 12,10. Βλ. και Εβρ 13,1) καθώς και στα λοιπά βιβλία της Κ.Δ. (μόνο Α΄ Πέτρ 1,22 και Β΄ Πέτρ 1,7), σπάνιος επίσης στην Π.Δ. (Δ΄ Μακ. 13,23. 26.14,1. Βλ. και «φιλάδελφος» Β’ Μακ 15,14. Δ’ Μακ 13,21) και ανύπαρκτος στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, δηλώνει ακριβώς την κατ’ αντίθεση προς τους παραπάνω φιλοσόφους θετική κοινωνική τοποθέτηση του αποστόλου, εκφράζει μάλιστα κατά τρόπο πολύ περιεκτικό την ηθική παραίνεσή του ως καρπό της νέας πίστης και του νέου βιώματος εν Χριστώ. Εάν η φιλαδελφία, κατά τον Πλούταρχο περιορίζεται στους συγγενείς εξ αίματος, όπως διδάσκει στην πραγματεία του «Περί φιλαδελφίας», κατά τον Παύλο εκτείνεται όχι μόνο στους κατά σάρκα και τους συγγενείς εξ αίματος αλλά στους εν Χριστώ αδελφούς που δημιουργεί η νέα πίστη και το νέο βίωμα, κι ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι επεκτείνεται σε όλους τους ανθρώπους.
Πηγή της παραίνεσης αυτής είναι ο ίδιος ο Θεός: «αυτοί γαρ υμείς θεοδίδακτοί εστέ εις το αγαπάν αλλήλους» (4,9). Η λ. θεοδίδακτοι δεν μαρτυρείται πριν από τον Παύλο και αποτελεί άπαξ λεγόμενο σε όλην την Αγία Γραφή, όσες φορές μάλιστα μαρτυρείται στους χριστιανούς συγγραφείς αργότερα, πρέπει να οφείλεται σε Παύλεια επίδραση. Οι υπομνηματιστές τη συσχετίζουν με το χωρίο Ιω 6,45 «και έσονται πάντες διδακτοί Θεού». Θα μπορούσε να δει κανείς ως πιο άμεση βιβλική πηγή του Παύλου τα χωρία Ησ 54,13 «Και πάντας τους υιούς σου διδακτούς Θεού», και Ιερ 31,34: «και ου διδάξωσιν έκαστος τον… αδελφόν αυτού λέγων, γνώθι τον Κύριον ότι πάντες ειδήσουσι με από μικρού αυτών έως μεγάλου αυτών» που αποτελούν τη βάση και για το παραπάνω χωρίο του Ιωάννη.16
Η απάντηση στο πρόβλημα των πηγών από όπου αρύεται κανείς έναν όρο ή μια παράσταση δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη. Δεν μπορεί βέβαια με κανένα τρόπο να αρνηθεί κανείς τις βιβλικές καταβολές και εμπνεύσεις του Παύλου. Δεν μπορεί όμως παράλληλα να μην επισημάνει τη δυνατότητα του Αποστόλου να επικοινωνεί άμεσα και δημιουργικά με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής του, να παίρνει όρους και να τους μεταπλάθει ή ακόμη και να πλάθει άλλους, καινούργιους. Τα άπαξ λεγόμενά του το μαρτυρούν περίτρανα. Στην περίπτωσή μας το «θεοδίδακτοι» δεν θα μπορούσε άραγε να είναι ο χριστιανικός αντίποδας στο «αυτοδίδακτος» που παραδίδεται την εποχή αυτή για τον Επίκουρο, και που το διεκδικούν για τον εαυτό τους και άλλοι φιλόσοφοι; Και επίσης δεν θα μπορούσε να συσχετιστεί με το «αυτομαθής» και «αυτοδίδακτος» που χρησιμοποιεί την ίδια εποχή ο Φίλων ο Αλεξανδρέας; Άλλωστε, οι ιουδαϊκοί ελληνιστικοί κύκλοι, και ιδίως ο Φίλων, θεωρούνται από πολλούς ερευνητές ως γέφυρα από την οποία πέρασαν στον Παύλο όροι του ελληνικού κόσμου. Εδώ είναι απαραίτητη η ακόλουθη διευκρίνιση για τον Φίλωνα. Αντίθετα προς τους άλλους φιλοσόφους που χρησιμοποιούν το χαρακτηρισμό «αυτοδίδακτος» για να δηλώσουν ότι από μόνοι τους απέκτησαν τις γνώσεις, ο Ιουδαίος φιλόσοφος της Αλεξάνδρειας εννοεί με τον όρο αυτό το πρόσωπο του σοφού, και ιδιαιτέρως τα πρόσωπα ορισμένων ανδρών της Π.Δ., όπως του Αδάμ, του Ισαάκ, του Νώε, του Μωυσή κ.ά. που τις γνώσεις τους και τις αρετές τους τις οφείλουν στο Θεό και όχι σε ανθρώπινη διδασκαλία.
Γεννιέται τώρα το ερώτημα: Σημαίνουν όλα αυτά ότι ο Παύλος γνώριζε τους Στωικούς και Κυνικούς ρήτορες, ή και τους Επικούρειους -που θεωρούσαν μάλιστα τον Επίκουρο «αυτοδίδακτο», κατ’ αντιδιαστολή προς τον οποίο ο Παύλος ίσως ονομάζει τους χριστιανούς «θεοδίδακτους», όπως ήδη σημειώσαμε παραπάνω; Είναι βέβαια γεγονός ότι ποτέ στις δύο επιστολές του δεν τους αναφέρει. Μα θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι δεν αναφέρεται επίσης ρητά και στην Π.Δ., χωρίς ποτέ κανείς να οδηγηθεί για το λόγο αυτό σε κάποια αμφιβολία ως προς τις βιβλικές ή αποκαλυπτικές προϋποθέσεις του. Φαίνεται ότι η φιλοσοφική του ενημέρωση δεν έχει ακαδημαϊκό αλλά πρακτικό χαρακτήρα.
IV
Εκείνο που σε τελευταία ανάλυση διακρίνει θεολογικά τον κήρυκα του ευαγγελίου από τον ιδιοτελή ή φιλόδοξο ρήτορα της εποχής είναι ότι απευθύνεται όχι σε μια κάποια απροσδιόριστη κοινωνικά και θρησκευτικά ομάδα ανθρώπων αλλά σε μια κοινότητα που αρχίζει να συνειδητοποιεί τη διαφοροποίηση της από το περιβάλλον, είτε εθνικό είτε ιουδαϊκό, μια κοινότητα που είναι «εκκλησία».
Ήδη στο προοίμιο των δύο Επιστολών προς τους Θεσσαλονικείς χαρακτηρίζει ο Παύλος τους παραλήπτες με τρόπο που δεν απαντά αργότερα σε καμία άλλη από τις επιστολές του: Ενώ στις άλλες Επιστολές μνημονεύεται, κατά τον προσδιορισμό των παραληπτών, ο τόπος της Εκκλησίας ή των μελών της (π.χ. «τη εκκλησία τη ούση εν Κορίνθω», «τοις ούσιν εν Φιλίπποις» κλπ.), εδώ χρησιμοποιείται, και είναι η μοναδική περίπτωση, το εθνικό όνομα των παραληπτών: «τη εκκλησία Θεσσαλονικέων»,
Πρέπει να εκλάβουμε τη λ. εκκλησία με τη γνωστή μας ανεπτυγμένη εκκλησιολογική έννοια ή με την ελληνική έννοια της σύναξης του λαού; Έχει δηλ. ο Παύλος, ήδη στο πρώτο κείμενο του και δη στην πρώτη φράση αυτού του κειμένου, μια εκπεφρασμένη εκκλησιολογική ορολογία; Η δεύτερη πάντως λέξη στη σχολιαζόμενη φράση παραπέμπει σαφώς στα νομίσματα της εποχής. Ο Ηοlland Ηendrix στη διατριβή του «Οι Θεσσαλονικείς τιμούν τους Ρωμαίους» που υπέβαλε στο Ηarvard το 1984 (και παραμένει δυστυχώς αδημοσίευτη) παρέχει πλούσιο επιγραφικό και νομισματικό υλικό που μας ενδιαφέρει. Ένα νόμισμα π.χ. του 1ουπ.Χ. αιώνα στη μια όψη του έχει δαφνοστεφανωμένη κεφαλή του Ιουλίου Καίσαρα με την επιγραφή ΘΕΟΣ και στην άλλη γυμνή την κεφαλή του Οκταβιανού με την επιγραφή ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ. Έτσι, για πρώτη φορά σε νόμισμα της Θεσσαλονίκης ένας Ρωμαίος αυτοκράτορας χαρακτηρίζεται ως «Θεός». Παρόμοια νομίσματα θα ακολουθήσουν πολλά. Αναφέρουμε και ένα της εποχής του Αυγούστου, στο οποίο η μία όψη απεικονίζει τη δαφνοστεφανωμένη κεφαλή του Αυγούστου με την επιγραφή ΚΑΙΣΑΡ ΣΕΒΑΣΤΟΣ και η άλλη ένα δάφνινο στεφάνι που περιβάλλει τη λέξη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ. Παρόμοια νομίσματα υπάρχουν και από την εποχή του Τιβέριου.
Η κοινότητα των Θεσσαλονικέων, στους οποίους απευθύνεται ο Παύλος, δεν είναι αυτή που συνάζεται στο όνομα του θεού Αυγούστου ή Τιβέριου αλλά «εν θεώ πατρί και κυρίω Ιησού Χριστώ». Με το χαρακτηρισμό αυτό η νέα κοινότητα διαφοροποιείται σαφώς από οποιαδήποτε άλλη πολιτική συγκέντρωση με διαφορετική πίστη. Δεν είναι λοιπόν μεγάλη η απόσταση από την πολιτική έννοια του όρου εκκλησία στην ειδικά χριστιανική εκκλησιολογική έννοια.
Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ο Παύλος παραλαμβάνει συχνά πολιτικούς όρους -όπως και από οποιαδήποτε άλλη γνωστή περιοχή της ζωής- για να τους δώσει νέο περιεχόμενο, χριστιανικό. Με τον όρο εκκλησία ο Παύλος διευκολύνεται ακόμη περισσότερο στην μετατροπή του όρου από πολιτικό σε εκκλησιολογικό, έχοντας ως βάση και το παλαιοδιαθηκικό παρελθόν του σημαντικού αυτού για την Αγία Γραφή όρου.
Τη νέα κοινότητα των χριστιανών της Θεσσαλονίκης, την «εκκλησία Θεσσαλονικέων» κατά την προοιμιακή ορολογία του ιδίου του Παύλου, κατήχησε ο Απόστολος και οι συνεργάτες του, ενώ της έδιναν παράλληλα το παράδειγμα της νυχθήμερης χειρωνακτικής εργασίας τους. Η κατήχηση αυτή καθώς και το παράδειγμα του αποστόλου και των συνεργατών αποτελούν ήδη ζωντανή «παράδοση». Στις δύο Επιστολές του υπενθυμίζει επανειλημμένα τη διδασκαλία του που αυτός τους παρέδωσε και εκείνη παρέλαβαν «Μνημονεύετε» 2,9· «υμείς μάρτυρες» 2,10· «καθάπερ οίδατε» 2,11· «προελέγομεν υμίν» 3,4· «έχετε μνείαν ημών» 3,6· «καθώς παρελάβετε παρ’ ημών» 4,1· «οίδατε γαρ τίνας παραγγελίας εδώκαμεν υμίν» 4,2· «καθώς προείπαμεν υμίν και διεμαρτυρόμεθα» 4,6· «στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις» Β΄ 2,15·«κατά τήν παράδοσιν ην παρελάβατε παρ’ ημών» Β΄ 3,6.
Πού όμως στήριξε ο Παύλος τη διδαχή του; Η πληροφορία του Λουκά στις Πράξεις 17,2 εξ. ότι ο απόστολος επί τρία Σάββατα στη συναγωγή «διελέγετο αυτοίς από των γραφών, διανοίγων και παρατιθέμενος ότι τον Χριστόν έδει παθείν και αναστήναι εκ νεκρών και ότι ούτος έστιν ο Χριστός [ο] Ιησούς ον εγώ καταγγέλλω υμίν» δεν έχει την αντιστοιχία της στις δύο Επιστολές, όπου ουδέν χωρίον εκ της Π.Δ. παρατίθεται ρητώς, αν και ορισμένες φράσεις είναι διατυπωμένες, όπως άλλωστε τούτο είναι αναμενόμενο, με ορολογία που θυμίζει την Π.Δ.
Αν όμως δεν στηρίζει ο Παύλος τα γραφόμενά του στην Π.Δ., τα στηρίζει σε μία νέα αυθεντία, στην αυθεντία του Κυρίου Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό και γράφει: «ερωτώμεν υμάς και παρακαλούμεν εν Κυρίω Ιησού» (4,1), «…τίνας παραγγελίας εδώκαμεν υμίν διά του Κυρίου Ιησού» (4,2), «τούτο γαρ υμίν λέγομεν εν λόγω Κυρίου» (4,15), «πιστός ο καλών υμάς, ως και ποιήσει» (5,24), «πιστός δε εστίν ο Κύριος, ος στηρίξει υμάς και φυλάξει από τού πονηρού» (Β΄ 3,3), «παραγγέλλομεν δε υμίν, αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Β΄ 3,6), «παρακαλούμεν εν Κυρίω Ιησού Χριστώ» (Β΄ 3,12) κ.ά.π. Άλλωστε, η οριστική αυθεντία του Κυρίου διατρανώνεται στο κορυφαίο εσχατολογικό γεγονός, κατά το οποίο όταν ο «κατέχων» φύγει από τη μέση, «τότε άποκαλυφθήσεται ο άνομος, ον ο Κύριος Ιησούς ανελεί τω πνεύματι του στόματος αυτού και καταργήσει τη επιφανεία της παρουσίας αυτού» (Β΄ 2,8).
Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με την ανίχνευση Συνοπτικών ή Ιωάννειων λογίων που εξυπονοούνται πίσω από κάθε αναφορά του Παύλου στον Κύριο, ένα μόνο σημείο θα υπογραμμίσουμε: Στο «αυτοί γαρ υμείς θεοδίδακτοι έστε εις το αγαπάν αλλήλους» (Α΄ 4,9) πρέπει να αναγνωρίσουμε τη γνωστή από τα Ευαγγέλια διδασκαλία του Κυρίου Ιησού περί αγάπης, την οποία δίδαξε ο Παύλος κατά την σύντομη ιεραποστολική δραστηριότητά του στη Θεσσαλονίκη και η οποία αποτελεί ήδη «παράδοση» για τους χριστιανούς της πόλεως αυτής. Η αρχική αυτή προέλευση του «θεοδίδακτος» δεν αποκλείει με κανένα τρόπο τη χρήση του όρου αυτού από τον Παύλο σε αντιδιαστολή προς τα λεγόμενα της εποχής του περί «αυτοδίδακτου» Επίκουρου ή άλλου φιλοσόφου.
Με αυτή την τελευταία διαπίστωση επανερχόμαστε στον κεντρικό άξονα της μελέτης που είναι η φιλαδελφία. Είναι φυσικό σε μια μικρή κοινωνία που ζει μέσα σε μια συντριπτική πλειονότητα Εθνικών και Ιουδαίων να αναπτύσσονται για λόγους αμυντικούς δεσμοί στοργής και αγάπης, που ο Παύλος τους ενδυναμώνει με τη δική του ευαίσθητη και συναισθηματική ορολογία, η οποία όμως απορρέει από τη αγάπη του Χριστού, «του αποθανόντος υπέρ ημών ίνα… άμα συν αυτώ ζήσωμεν» (Α΄ 5,10) -ομολογία πίστεως προ-Παύλεια, που μας είναι γνωστή και από τις άλλες επιστολές του (Α΄ Κορ 15,3. Γαλ 1,3-4. Α΄ Πέτρ 2,21. 24. 3,18 κ.ά.).
Εκείνο που εντυπωσιάζει ιδιαίτερα είναι η προτροπή του Παύλου για επέκταση της αγάπης στα όρια όχι μόνο της κοινότητας αλλά πάντων των ανθρώπων. Έτσι π.χ. μιλάει για πλεόνασμα και περίσσευμα αγάπης «εις αλλήλους και εις πάντας»: «υμάς δε ο κύριος πλεονάσαι και περισσεύσαι τη αγάπη εις αλλήλους και εις πάντας καθάπερ και ημείς εις υμάς» (Α΄ 3,12). Βλ. επίσης και την τελική δέσμη προτροπών της Α΄ Επιστολής: «οράτε μη τις κακόν αντί κακού τινι αποδώ, αλλά πάντοτε το άγαθον διώκετε [και] εις αλλήλους και εις πάντας» (Α’ 5,15).
Αυτή είναι η απάντηση του Παύλου στη Στωική απάθεια και την Κυνική αδιαφορία. Η πίστη και η ελπίδα στην έντονα αναμενόμενη Παρουσία του Κυρίου εκφράζεται ως εγρήγορση αγάπης, ως φιλαδελφία προς πάντας.
* * *
Έτσι, στο πρώτο κείμενό του ο Παύλος, ένα κείμενο νευρώδες, ζωντανό και δυναμικό, δεν θεολογεί θεωρητικά, αλλά αντιμετωπίζει υπαρκτά προβλήματα. Ο Παύλος γνωρίζει τα κηρύγματα και τις προτροπές των ρητόρων και φιλοσόφων της εποχής. Την άποψη αυτή στηρίξαμε στις εξής τέσσερις παρατηρήσεις.
1.Αντί της θορυβώδους, φιλόδοξου και ωφελιμιστικής εισόδου των ρητόρων στις πόλεις, η είσοδος του Παύλου υπήρξε απλή, χωρίς ανθρώπινες φιλοδοξίες, με μόνο θόρυβο τα παθήματα και τους υβρισμούς τόσο στους Φιλίππους όσο και στη Θεσσαλονίκη.
2.Αντί της αποστροφής της εποχής για τη χειρωνακτική εργασία προτείνει να εργάζονται οι χριστιανοί με τα ίδια τους τα χέρια, όπως ο ίδιος και οι συνεργάτες του εργάζονταν νύχτα μέρα παράλληλα με το έργο του ευαγγελισμού.
3.Στην πολιτική και κοινωνική αδιαφορία των Κυνικών και των Επικούρειων προβάλλει το κοινωνικό καθήκον της φιλαδελφίας.
4.Ο κύκλος της φιλαδελφίας δεν κλείνει στους δεσμούς συγγενείας αλλά ούτε και στους νέους δεσμούς που δημιουργεί η πίστη. Επεκτείνεται προς πάντας, έχει πανανθρώπινες διαστάσεις.
(Ιωαν. Δ. Καραβιδόπουλου, «Βιβλικές Μελέτες Β΄», εκδ. Π.Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2000, σ. 198-218)
Πηγή : www.pemptousia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου