“Μέσα στὴν Ἐκκλησία! Ἐκεῖ βρίσκεται ἡ σωτηρία”, μᾶς ἔλεγε πάντα ὁ Παππούλης. “Ὅποιος εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας δὲ φοβᾶται τὸ δεύτερο θάνατο. Δὲν ὑπάρχει θάνατος γιὰ ὅποιον εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶναι τέλεια, δὲν ἔχει οὐδεμία ἀτέλεια”.
Δὲν ὑπάρχει θάνατος, μᾶς εἶπε. Μὴ φοβᾶσαι τὸ θάνατο. Ὅποιος πέθανε γιὰ τὸ Χριστό, δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν θάνατος. Κι ἂν δὲν πέθανες, νὰ πεθάνεις!
Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν,
ᾍδου τὴν καθαίρεσιν,
Ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν.
Καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸ αἴτιον.
Τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν Πατέρων,
Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον.
ᾍδου τὴν καθαίρεσιν,
Ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν.
Καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸ αἴτιον.
Τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν Πατέρων,
Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον.
Μποροῦμε νὰ ζοῦμε μέσα στὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ ποτὲ νὰ μὴ σκεπτόμαστε τὸ θάνατο. Καὶ νὰ ἔρθει τὸ τέλος τῆς ζωῆς σου, καὶ νὰ εἶναι τὸ πόδι σου μέσα στὸ λάκκο. Ἐσὺ μπορεῖ νὰ φυτεύεις συκιές, καρυδιές, κυπαρίσσια, νὰ φτιάχνεις περβόλια γιὰ τοὺς συνανθρώπους σου, νὰ φτιάχνεις ἐκκλησίες καὶ νὰ εἶναι τὸ ἕνα σου ποδάρι μέσα στὸ λάκκο.
Γιατί τὰ κάνεις αὐτά; Ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Πιστεύεις ὅτι δὲν ὑπάρχει θάνατος καὶ θέλεις καὶ οἱ συνάνθρωποί σου, ποὺ θὰ ἔρθουνε πάλι ἐδῶ, νὰ βροῦνε κάτι, νὰ γίνουνε καλοί, νὰ μὴ γίνουνε κλέφτες καὶ κλέβει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Γι’ αὐτὸ φυτεύεις καὶ τὰ φροῦτα καὶ τὰ καρύδια καὶ τὰ σύκα. Γι’ αὐτὸ φτιάχνεις καὶ τὴν Ἐκκλησία.
Γιατί τὰ κάνεις αὐτά; Ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Πιστεύεις ὅτι δὲν ὑπάρχει θάνατος καὶ θέλεις καὶ οἱ συνάνθρωποί σου, ποὺ θὰ ἔρθουνε πάλι ἐδῶ, νὰ βροῦνε κάτι, νὰ γίνουνε καλοί, νὰ μὴ γίνουνε κλέφτες καὶ κλέβει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Γι’ αὐτὸ φυτεύεις καὶ τὰ φροῦτα καὶ τὰ καρύδια καὶ τὰ σύκα. Γι’ αὐτὸ φτιάχνεις καὶ τὴν Ἐκκλησία.
Δὲν θὰ δοκιμάσουμε “πεθαμενίλα”
Ἤμουν θλιμμένος μετὰ ἀπὸ πρόσφατο θάνατο προσφιλοῦς μου προσώπου. Σκεπτόμουν γιὰ μέρες τὸ θέαμα τοῦ ἐνταφιασμοῦ. Τὴν κάλυψη τοῦ νεκροῦ μὲ τὰ χώματα καὶ τὴν ἐπακόλουθη σήψη τοῦ σὠματος…
Πῶς θὰ ἦταν ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων; Διαρκὴς χαρά, κανένα ἐρώτημα γιὰ τὴν αἰώνια μακαριότητά μας. Τώρα “σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία”. Ἐπάνω σ’ αὐτὲς τὶς μελαγχολικὲς σκέψεις μὲ πέτυχε ὁ Παππούλης μ’ ἕνα τηλεφώνημά του.
- Γιωργάκη, κάνεις ἰατρεῖο αὐτὴ τὴν ὥρα;
- Ὄχι, Γέροντα. Τελείωσα.
- Ἄνοιξε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο στὸ Ε΄ Κεφάλαιο, στίχος 24 – εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζουμε στὶς κηδεῖες – καὶ διάβασέ το ἀργά.
Ἄρχισα νὰ διαβάζω: “Ἀμήν, ἀμήν, λέγω ὑμῖν. ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν”.
Μὲ διέκοψε ἀπότομα:
- Τὸ κατάλαβες. Δὲν ὑπάρχει θάνατος! Δὲν θὰ δοκιμάσουμε τὴν “πεθαμενίλα”! “Μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν”. Πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός… Καὶ αὐτὸ τὸ φρόντισε. Τὸ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος τῆς Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας: “Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ ”Ιησοῦ ἄξει σὐν αὐτῷ”. Τὸ σκέφτηκες ποτὲ αὐτὸ τὸ “ἄξει σὺν αὐτῷ”; Ὁ Θεὸς δὲν θὰ συγκεντρώσει ἐκεῖ πτώματα. Ζωντανοὺς θὰ μαζέψει κοντά Του. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀναστήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση. Καλὰ σοῦ τὸ εἶπα: δὲν θὰ δοκιμάσουμε “πεθαμενίλα”. Τὸ κατάλαβες;
Καὶ ἔκανε μιὰ θαυμάσια περιγραφὴ τῆς ζωῆς κοντὰ στὸν ἀναστάντα Χριστό.
- Ἐκεῖ θὰ ὑμνοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα, μὲ τὰ Σεραφὶμ καὶ τὰ Χερουβίμ, ἀενάως. Ναί, ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι, γιατὶ τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός…
Ἡ φωνή του ἔσβησε σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴ συγκίνηση:
- Κλαίω, βρὲ Γιωργάκη, ἀπὸ χαρά. Τί οὐράνια πράγματα εἶναι ἐτοῦτα ποὺ μᾶς δωρίζει ὁ Θεός;
(Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 198-200)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου