Όπως
γνωρίζουμε, η επέμβαση του Θεού στην ιστορία της ανθρωπότητας
αποτελούσε συνεχιζόμενη επί αιώνες θεία αποκάλυψη, η οποία ολοκληρώθηκε
με τη σάρκωση του θείου Λόγου. Σκοπός της προ Χριστού θείας αποκαλύψεως
ήταν να μάθει ο άνθρωπος της πτώσεως από που έρχεται και που πηγαίνει·
να μάθει την καταγωγή του και από πού έχουν την αρχή τους και για τι
προορίζονται όλα όσα τον περιστοιχίζουν και, συνάμα, την ύπαρξη και τη
δύναμη του Θεού που τα εδημιούργησε· τέλος, το και σπουδαιότερο, να
προετοιμαστεί ο άνθρωπος να δεχθεί τον Λυτρωτή που επρόκειτο να έλθει.
Για πολλούς αιώνες πάλευε ο άνθρωπος μ’ αυτές τις γνώσεις, που τις διαστρέβλωνε ο διάβολος και τα όργανά του· για τούτο η δοκιμασία της έρευνας και της αμφιβολίας βασάνιζε πάντοτε την ανθρωπότητα. Όσοι είχαν υγιή πίστη δέχονταν τις μερικές αποκαλύψεις που έκανε ο Θεός κατά καιρούς· εν τούτοις δεν μπορούσαν να δουν το κύριο αποτέλεσμα: τη θεραπεία της αρρωστημένης ανθρωπότητας που θα κατέληγε στον εξαγιασμό και τη θέωση. Η έννοια της θείας αποκαλύψεως έθελγε, σαν ένα νοσταλγικό συμπέρασμα, την ανθρωπότητα, χωρίς όμως να πραγματοποιείται ο επαγγελλόμενος σκοπός. Και αυτός ακόμα ο Μωσαϊκός Νόμος, που εθεωρείτο ο κώδικας της θείας αποκαλύψεως, δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ένα μέσο για αναχαίτιση του ανθρώπου από την πολυθεΐα και την ειδωλολατρεία, και ένας κανόνας για την μεταξύ των ανθρώπων χρηστότερη συμπεριφορά. «Ο Μωσαϊκός νόμος τίποτε δεν τελειοποίησε —λέγει ο Απ. Παύλος— κι έτσι εισάγεται μια καλύτερη ελπίδα (ο Χριστός) διά της οποίας προσεγγίζουμε το Θεό» (Εβρ. ζ’ 19)· και πάλι· «Ο Μωσαϊκός Νόμος ήταν μόνο σκιά των μελλόντων αγαθών, και όχι αυτή η εικόνα της πραγματικότητας» (Εβρ. ι’ 1).
***
Το άγχος αυτό της πανανθρώπινης αγωνίας το κατάργησε η παρουσία του θείου Λόγου «όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου». Στην καταστροφή που έφθασε ο άνθρωπος μετά την πτώση του, συμπαρασύροντας και την υπόλοιπη κτίση στη φθορά, δεν γινόταν θεραπεία με την απλή γνώση της θείας αποκαλύψεως. Χρειαζόταν επέμβαση δυναμική (σαν αυτή που από το μηδέν έφερε στην ύπαρξη τη δημιουργία, όταν ο Θεός «είπε και εγενήθησαν, ενετείλατο και εκτίσθησαν»), για ν’ ανακόψει την ορμή της φθοράς και ν’ αποκαταστήσει στον άνθρωπο τη θεία εικόνα που είχε διαφθαρεί. Η κατάσταση της ανθρωπότητας έμοιαζε με κάποιον που κατρακύλησε σε βάραθρο βαθύ, ενώ μερικοί που έστεκαν στο χείλος του βαράθρου τον συμβούλευαν ότι έπρεπε να βγει. Το ότι έπρεπε να βγει ο άνθρωπος από το χάος της πτώσεώς του ήταν η μόνη αλήθεια που έβλεπε μπροστά του, αλλά το μέσον αυτής της σωτηρίας δεν φαινόταν πουθενά.
Η γοερή κραυγή του πανανθρώπινου πόνου συνεχιζόταν με πολυπληθείς ικεσίες: «Κύριε, φανέρωσε το πρόσωπό σου και θα σωθούμε» (Ψαλμ. 79, 4)· και πάλι· «Σκύψε, Κύριε, και άκουσέ με, γιατί είμαι ελεεινός και ταπεινομένος» (Ψαλμ. 85, 1)· και πάλι· «Στην προστασία σου έχει εγκαταλειφθεί ο φτωχός, στον ορφανό συ είσαι βοηθός» (Ψαλμ. 9, 35) κ.λπ. Και στο καθορισμένο χρονικό διάστημα, ο ποιητής των αιώνων· «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», κατά την Αγία Γραφή, για να ανακατασκευάσει την συντριβείσαν από την πτώση θείαν εικόνα, τον άνθρωπο. Η καθ’ ολοκληρίαν υποταγή του ανθρώπου στη φθορά και στο θάνατο δεν άφησε τίποτε στην αρχική του θέση. Το τριμερές της ψυχής (θυμικό, λογιστικό, επιθυμητικό) διεστράφη και λειτουργούσε αντίθετα. Οι δυνάμεις της ψυχής (φρόνηση, ανδρεία, σωφροσύνη, δικαιοσύνη κ.λπ) και αυτές αντεστράφησαν και μαζί με τη σάρκα αποτέλεσαν το «σώμα του θανάτου» που αναφέρει ο Παύλος (Ρωμ. ζ’ 24). Η διάνοια, οι σκέψεις, οι πόθοι, οι ενέργειες και οτιδήποτε αποτελούσε το ψυχοσωματικό «είναι» του ανθρώπου διεστράφη και λειτουργούσε αντίθετα.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο πέλαγος διεφθαρμένων σκέψεων και αποφάσεων ο άνθρωπος διαμόρφωσε, με τα ίδια κριτήρια, και τον εξωτερικό του κόσμο και ρύθμιζε ανάλογα και τις σχέσεις του με όσα τον περιστοίχιζαν, πρόσωπα και πράγματα. Ο φόβος του θανάτου, η ιδιοτέλεια, το πάθος της φιλαυτίας, ο ακόρεστος πόθος της πλεονεξίας που τον εκτρέφει, η αβεβαιότητα του χρόνου και τα διάφορα άλλα επίκτητα ελαττώματα και κακά αποτέλεσαν τα χαρακτηριστικά της «εικόνας του χοϊκού ανθρώπου». Δεν ήταν, κατά τον προφήτη, η πληγή «από μέρους» (δηλ. μερική), ώστε να τοποθετηθεί μάλαγμα ή επίδεσμος· ήταν σήψη από κεφαλής μέχρις ονύχων. Η πανάπειρη του Θεού αγαθότητα, η αμέτρητη φιλανθρωπία Του, το ανερμήνευτο έλεός Του συγκατέβηκε στην τόση δυστυχία και ευδόκησε να οικονομήσει τη σωτηρία.
Έτσι, «όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός…», όχι μόνον για να μας σώσει από το θάνατο και τη φθορά, αλλά για να γίνουμε παιδιά του Θεού. (Γαλ. δ’ 4-5). Την έκταση της καταστροφής δεν μπορούσε κανείς άλλος να περιστείλει έκτος από τον πρώτο Αρχιτέκτονα, Εκείνον «δι’ ου τα πάντα εγένετο». Και πράγματι, να που Αυτός «εκένωσεν εαυτόν μορφήν δούλου λαβών» (Φιλιπ. β’ 7), γενόμενος άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο. Αυτός όπου αμέσως μετά την παρακοή κατέκρινε τον άνθρωπο λέγοντάς του «Γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. γ’ 19), έπρεπε ο ίδιος πάλι να ανασηκώσει αυτό το επιτίμιο από την «χοϊκή» ανθρωπότητα, χαρίζοντας σ’ αυτή τις ιδιότητες του «επουρανίου ανθρώπου». Η πρώτη φωνή έδειχνε το κατάντημα της θνητότητας του ανθρώπου έπρεπε μια δεύτερη φωνή να τον επαναφέρει πάλι πίσω προς τη ζωή. Έπρεπε ν’ ακουστεί· «ξύπνα εσύ που κοιμάσαι, αναστήσου από τους νεκρούς και ο έγειρε ο Χριστός θα σε φωτίσει» (Εφεσ. ε’ 14).
Η πτώση του ανθρώπου δεν ήταν μόνο η μετάβασή του από τη σφαίρα της ζωής στο κράτος του θανάτου. Όλος ο ψυχοσωματικός του κόσμος παραμορφώθηκε γι’ αυτό ο Θεός ανέλαβε εξ’ αρχής την ανακατασκευή του και θέλησε να τον προσλάβει ο Ίδιος στην Υπόστασή Του για να του μεταδώσει από τον Εαυτό Του την αληθινή ζωή και να τον επαναφέρει στον θεοειδή προπτωτικό του χαρακτήρα. Το κύριο στοιχείο που χαρακτήριζε την προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου ήταν η θεία χάρις όπου του έδιδε τις υπέρ φύσιν θείες ιδιότητες του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Αυτή τη χάρη επανέφερε στον άνθρωπο ο Κύριός μας, γιατί, όπως φόρεσε εξολοκλήρου τη φύση μας (χωρίς την αμαρτία, η οποία δεν είναι πράγμα φυσικό κι ούτε ανήκε ποτέ στη φύση μας), έτσι μετάδωσε κατά χάριν σ’ αυτήν όλες Του τις θεϊκές χάριτες και ιδιότητες.
Η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από τον θείο Λόγο επανέδωσε λοιπόν στον άνθρωπο ό,τι είχε απωλέσει με την πτώση του. Έδωσε στο σώμα την αρμονική κίνηση και επιθυμία, στην δε ψυχή και το νου την υγιή και λογική σκέψη και απόφαση, ώστε να μην υπάρχει θέση για την αμαρτία. Με την προσωπική του επαφή ο Χριστός δίδαξε και παρέδωσε όλη τη θεία αποκάλυψη για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, και κατοχύρωσε τους πιστούς του από κάθε μορφή πλάνης και απάτης του πονηρού. Με τις θείες του εντολές επανέφερε την ισορροπία στη διασαλευθείσα αρμονία των φυσικών όρων και νόμων, στο κάθε ιδιαίτερο πρόσωπο αλλά και στην κοινωνία σαν σύνολο. Και με τον πανάρετό Του βίο απέδειξε ότι είναι εφαρμόσιμα όσα έχει παραγγείλει να τηρούμε.
Αλλά εκείνο που βρίσκουμε να περισσεύει πάνω απ’ όλα στον γλυκύτατό μας Ιησού είναι η παναγάπη Του διά της οποίας μας εθεράπευσε. Η ιδιοτέλεια, η πλεονεξία, το ψέμα, η υποκρισία, ο εγωισμός και κάθε τι που διέστρεφε το ήθος των ανθρώπων, όλα μαζί τα παρά φύσιν ελαττώματα, θεραπεύτηκαν από την ανιδιοτελή θεία αγάπη, την οποία η θεία φύση του Χριστού μας μετέδωσε στην προσληφθείσα ανθρώπινη φύση. Έτσι, μαζί με τον αληθινό Θεό αποκαλύπτεται και ο αληθινός άνθρωπος, ο «καινός», ο «κατά Θεόν κτισθείς», ο οποίος παρουσιάζεται σαν μια σύνθεση πίστεως και έργου, δηλ. αποκαλύψεως του Θεού και εν Χριστώ βιώματος.
Το χριστιανικό βίωμα, που είναι η ζωντανή αντανάκλαση της ζωής του Χριστού μας, δεν αποτελεί πια προσπάθεια τηρήσεως εξωτερικών τύπων και κανόνων, που είναι κάτι ξένο στη φύση. Αλλά, αντίθετα, ο εν Χριστώ αναγεννημένος άνθρωπος αβίαστα και φυσιολογικά ανταποκρίνεται στην καινούργια εν Χριστώ υπόστασή του, εφ’ όσον «όστις εις Χριστόν εβαπτίσθη, Χριστόν ενεδύθη». Η δύναμη και η μορφή της αμαρτίας, σαν παρά φύσιν ζωής, καταλύονται, γιατί όλα έγιναν, χάριτι, «καινά», έλλογα, χριστοποιημένα, φυσιολογικά, αλλά και υπέρ φύσιν.
Γενόμενος πλέον ο άνθρωπος «σώμα Χρίστου» και «μέλος Αυτού» μετέχει υποστατικά στην αγιότητα· έτσι ο αγιασμός που όλοι μας νοσταλγούμε δεν είναι κάτι που αγνοούμε, αλλά κάτι που δεχόμαστε στο βάπτισμα και που, άρα, χρειάζεται φύλαξη και διατήρηση. «Δεν είμαστε πια ξένοι και χωρίς δικαιώματα, αλλά ανήκετε στο λαό του Θεού, στην οικογένεια του Θεού» (Εφεσ. β’ 19). Γι’ αυτό πρέπει, όπως λέει ο Παύλος, «να νεκρώσωμεν τα μέλη μας τα επί της γης» (Κολ. γ’ 5), δηλ. κάθε σαρκικό και ιδιοτελές φρόνημα, διότι είμαστε τέκνα αναστάσεως. Ο Χριστός εγερθείς όντως εκ νεκρών «μας ανέστησε και μας έβαλε να καθήσουμε στα ουράνια» και τη δική μας ανθρώπινη φύση (Εφεσ, β’ 6). Αφού «αναστηθήκαμε μαζί με τον Χριστό», «η σκέψη μας να είναι προς τα άνω και όχι στα γήινα πράγματα». (Κολ. γ’ 2).
Όπως ο νεκρός δεν μπορεί να μετέχει σε τίποτε από όσα τον περιβάλλουν, έτσι και ο νεκρωθείς ως προς την αμαρτία χριστιανός δεν έχει πια σχέση με την ποικιλόμορφη αμαρτία. Εμείς «συναπεθάναμεν» με τον Χριστό «συνταφέντες Αυτώ διά του βαπτίσματος»· γι’ αυτό πρέπει να «συσταυρωθώμεν» με τον Χριστό και να μη ζούμε για τον εαυτό μας, αλλά να ζούμε για τον Χριστό κι’ Αυτός να ζει μέσα μας (Γαλ, β’ 20). Αν λοιπόν ζει μέσα μας ο Χριστός, δεν πρέπει να μένουμε σε μια αρνητική μόνο στάση κατά της αμαρτίας, αλλά να προχωρούμε και στην υγιή πράξη, στην εργασία των θείων εντολών. «Έκκλινον από κακού —λέγει ο προφ. Δαυΐδ— και ποίησον αγαθόν ζήτησον ειρήνην και δίωξον (επιδίωξε) αυτήν» (Ψαλμ. 33, 15). Εάν αυτό δεν γίνει, ώστε να παγιωθεί μέσα μας η «ενχρίστωση», η χριστοπολιτεία, η χριστοσκέψη, η χριστοενέργεια», τότε δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: ή ο Θεός Λόγος δεν σαρκώθηκε πραγματικά και, επομένως, δεν ενώθηκε με τη δική μας φύση, ή εμείς είμαστε ανεπίδεκτοι των ενεργειών της χάριτός Του. Όμως, ο Λόγος όντως «εγένετο σαρξ», δηλ. άνθρωπος· επομένως, μόνον η δική μας κακή προαίρεση ευθύνεται για κάθε αποτυχία μας.
Δόξα λοιπόν και μεγαλοσύνη στον γλυκύτατό μας Κύριο, όπου, με την ενανθρώπισή Του, μας έδειξε και διδακτικά και πρακτικά την ενότητα και αδελφοσύνη. Σαν μέλη του Σώματός Του πρέπει να καλλιεργούμε την αγάπη σαν το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της χριστιανικής προσωπικότητάς μας, εφ’ όσον δεν πρέπει πια να ζούμε για τον εαυτό μας, αλλά για Εκείνον που σταυρώθηκε και αναστήθηκε για μας και ο οποίος είναι Αγάπη.
Η ανιδιοτελής αγάπη με κανένα άλλο τρόπο δεν εκδηλώνεται παρά ως απομίμηση της αγάπης του Χριστού μας. «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει —λέγει ο Χριστός— ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» (Ιω. ιε’ 13), πράγμα που εφάρμοσε πρώτος Εκείνος. Ο δε Παύλος δείχνοντάς μας πως εκδηλώνεται η κοινωνία της αγάπης γράφει: «Γνωρίζετε, βέβαια, τη χάρη του Κυρίου μας Ι. Χριστού· ήταν πλούσιος και έγινε για χάρη σας πτωχός, για να μπορέσετε εσείς με τη φτώχεια τη δική του να πλουτίσετε» (Β’ Κορ. η’ 9). Και ολοκληρώνει ο Ιωάννης: «Αγαπητοί, εάν έτσι ο Θεός μας αγάπησε, και εμείς οφείλουμε να αγαπούμε ο ένας τον άλλο». (Α’ Ιω. δ’ 11).
Αυτή είναι η αληθινή, η ανιδιοτελής αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής» (Α’ Κορ. ιγ’ 5). Μόνο με αυτήν είναι δυνατό «να βαστάσωμεν τα βάρη αλλήλων» και έτσι να «αναπληρώσουμε τον νόμο του Χριστού» (Γαλ. στ’ 2). Το ότι είμαστε κατ’ εικόνα Θεού πλασμένοι σημαίνει ότι είμαστε δεκτικοί της Θεο-μιμήσεως. Ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος έδειξε σε μας, στην πράξη, τον τρόπο της Θεο-μιμήσεως. Με την μίμηση του πανάρετου βίου του Κυρίου μας ανακτούμε το κατά Θεόν ήθος που διέστρεψε η αμαρτία. Για την επιτυχία όμως του σκοπού αυτού είναι απαραίτητη η θεία Χάρις. Μόνη η πρόθεση και απόφασή μας δεν αρκεί· γι’ αυτό τόνιζε ο Κύριος ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε’ 5).
Ο Κύριος μας Ι. Χριστός, διά της ενανθρωπήσεώς Του έγινε και παραμένει το αιώνιο πρότυπό μας, και «ουχ απέστη πάντα ποιών έως εις τον ουρανόν ανήγαγεν ημάς και την βασιλείαν αυτού εχαρίσατο την μέλλουσαν». Διά των εντολών Του έδειξε το δρόμο, διά του βίου Του έδειξε τον τρόπο και διά της Χάριτός Του, η οποία βρίσκεται συνεχώς αποταμιευμένη στο Σώμα Του, την Εκκλησία, μας έδωσε τη δυνατότητα της επιτυχίας.
Διερωτάται τώρα κανείς: Μετά από τη χειροπιαστή αυτή πραγματικότητα, όπου «εχθροί όντες, κατηλλάγημεν τω Θεώ» (Ρωμ, ε’ 10), μετά από το μάθημα που διδαχθήκαμε, μετά από το «θείον επάγγελμα» όπου εσπουδάσαμε και το οποίο δεν μας αποφέρει ως έσοδο αξίες υλικές και προσωρινές, αλλά τη ζωή και την αιωνιότητα, είναι δυνατό να μας μένει καιρός για μάταιες ασχολίες; Πράγματι, τί θα μας χρειαζόταν άλλη ασχολία έκτος από τις απόλυτες ανάγκες της συντήρησής μας; Αυτό εννοούσε κι’ ο Παύλος όταν έλεγε, «τα άνω φρονείτε, ού ο Χριστός έστιν,,,», διότι «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. γ’ 20). Επειδή όμως βρισκόμαστε ακόμα στη γη αυτή, πρέπει να ζούμε «χρώμενοι μεν τω κόσμω, αλλά μη καταχρώμενοι αυτού» (Α’ Κορ. ζ’ 31)· δηλ. να ζούμε κατά το νόμο της χρείας και όχι της επιθυμίας. Δυστυχώς, σ’ αυτό συχνά είμαστε απρόσεκτοι και ράθυμοι, γι’ αυτό ο Κύριός μας με πολλή πικρία ανέφερε κάποτε ότι οι άνθρωποι του «αιώνος» τούτου (δηλ. οι μακράν του Θεού) είναι συνήθως «φρονιμώτεροι υπέρ τους υιούς του φωτός εις την γενεάν την εαυτών» (Λουκ. ιστ’ 8), δηλ. πιο ενεργητικοί, πιο αποφασιστικοί στις επιδιώξεις τους, παρά οι υιοί του φωτός, οι πιστοί χριστιανοί.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε μας, όταν ζούμε εν Χριστώ. Εκείνος του οποίου άλλοτε είμεθα δούλοι και υποχείριοι, ο σατανάς, δεν βρίσκει πια καμμιά θέση μέσα μας· έτσι, μπορούμε να πούμε μαζί με τον Δαυΐδ «του εχθρού εξέλιπον αι ρομφαίαι εις τέλος» (Ψαλμ. 9, 7). Όταν πάλι δειλιάζουμε λόγω της σφοδρότητας των παθών και της αμαρτίας, ο Χριστός μας δυναμώνει λέγοντάς μας· «θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» και «επικάλεσαί με εν ήμερα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε» (Ψαλμ. 49, 15). Και όταν η αδίστακτη μανία του εχθρού επιμένει να κτυπά, μας υπενθυμίζει ότι μας έδωσε την δύναμη όχι μόνο να αντιστεκόμαστε, αλλά και να «πατούμεν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού». Όπως προαναφέρθηκε, αυτό επιτυγχάνεται όταν, «ενδυόμενοι» τον Χριστό κατά το βάπτισμα, εισέρχεται εντός της καρδίας η Χάρις και εξορίζεται το κακό. Η τυραννική δύναμη του κακού, που προηγουμένως βίαζε τον άνθρωπο και στραγγάλιζε την ελευθερία του, τώρα δεν έχει εξουσία επάνω του, διότι εναπόκειται στον άνθρωπο να υπακούσει, ν’ ακολουθήσει, ή να αρνηθεί.
Ο πιστός που έχει «ενδυθεί» τον Χριστό, έχει την ικανότητα να διακρίνει και ν’ αποφασίσει, και ν’ αντισταθεί, διώχνοντας τον εχθρό με οποιοδήποτε τρόπο κι αν αυτός είναι καλυμμένος. Το παράδειγμα του Κυρίου μας όπου νήστευε κι αγωνιζόταν στην έρημο είναι για μας ο φωτεινός οδηγός πλεύσεως στο τρικυμιώδες αυτό πέλαγος της ζωής. Για μας είχε κάμει εκείνο τον αγώνα στην έρημο. Γι’ αυτό κι ο καθένας μας, δυναμωμένος από τη χάρη Του, ας επαναλαμβάνει μαζί Του: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά· Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω, και αυτώ μόνω λατρεύσω» (Ματθ. δ’ 10).
Έτσι η έμφυτη μιμητικότητά μας αποκτά το πρότυπό της, τον Κύριο. Η ενεργητικότητά μας έχει την συμμαχία της Χάριτός Του. Στη διάσπαση της προσωπικότητάς μας, που προήλθε από την πτώση στην αμαρτία, μας άφησε την ειρήνη Του που ενώνει τα διεστώτα· «ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιω. ιδ’ 27). Στην αγωνία και την αβεβαιότητα του χρόνου και των μεταβολών, μας υποσχέθηκε ότι θάναι μαζί μας μέχρι «της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη’ 20). Στην ανησυχία μας ότι είμαστε λιγοστοί σε σύγκριση με το πλήθος αυτών που δεν Τον ακολουθούν, μας ενθαρρύνει λέγοντας· «Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον ότι ευδόκησεν ο πατήρ υμών δούναι υμίν την βασιλείαν» (Λουκ. ιβ’ 32). Στο παράπονό μας, γιατί πάντοτε να μας μισούν και να μας επιβουλεύονται εμάς τους χριστιανούς, μας παρηγορεί λέγοντας «Μακάριοι έστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Ματθ. ε’ 11). Μας υπενθυμίζει ακόμη ότι ο κίνδυνος του σώματος δεν είναι ο ουσιαστικός, διότι υπάρχει η αθάνατη ψυχή. Μη φοβηθείτε, λέγει, από αυτούς που σκοτώνουν το σώμα, την δε ψυχή δεν μπορούν να σκοτώσουν (Ματθ. ι’ 28). Τέλος, μας έδωσε το χαρμόσυνο μήνυμα, την άγκυρα της ελπίδας όλων μας: «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ε’ 12).
Ολόκληρο το πλήρωμα της θείας αποκαλύψεως βρίσκεται διά παντός μέσα στην Εκκλησία, που είναι το Σώμα του Κυρίου μας· έτσι το θείο θέλημα είναι πάντοτε, σ’ όσους το ζητούν, γνωστό. Και αυτός ο Κύριος βρίσκεται κρυμμένος μέσα στις θειες εντολές, που κι αυτές είναι σαφείς και γνωστές διά της Εκκλησίας: «Αμήν λέγω υμίν, ο λαμβάνων, εάν τίνα πέμψω, εμέ λαμβάνει, ο δε εμέ λαμβάνων λαμβάνει τον πέμψαντά με» (Ιω. ιγ’ 20), Ο δε άγιος Μάξιμος αναφέρει ότι «ο εντολήν δεξάμενος και ποιήσας αυτήν έχει μυστικώς την Αγίαν Τριάδα». Πράγματι, ο Χριστός είπε ότι «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με… Και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν (κατοικίαν) παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιω. ιδ’ 21-23). Να, λοιπόν, η αλήθεια των λόγων του αγίου Μαξίμου, ότι όποιος τηρήσει τις θειες εντολές θα έχει εντός του μυστικώς όλη την Αγία Τριάδα. Τα πιο πάνω λόγια του Χριστού μας αποκαλύπτουν την Τριαδολογική όψη της θείας οικονομίας, διότι η εντός ημών παρουσία του Θεού Λόγου εξυπακούει —λόγω του ομοουσίου και αδιαιρέτου των θείων προσώπων— και την παρουσία του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος,
Όπως τονίσαμε και άλλοτε, στην ορθόδοξη παράδοση τα δόγματα και το ήθος, η πίστη και τα έργα, δεν μετρούνται χωρισμένα. Είναι απλώς δύο μορφές του ιδίου πράγματος. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στις Κατηχήσεις του λέγει: «Ο γαρ της θεοσέβειας τρόπος εκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων ευσεβών και πράξεων αγαθών και ούτε τα δόγματα χωρίς έργων αγαθών ευπρόσδεκτα τω Θεώ, ούτε τα μη μετ’ ευσεβών δογμάτων έργα τελούμενα προσδέχεται ο Θεός». Είναι σαν να λέμε «έργα άπιστα και πίστις άεργη», δηλ. έργα χωρίς πίστη, και πίστη χωρίς έργα. Η θεία αποκάλυψη εκφράζεται διά των θείων εντολών, κι αυτές δεν είναι άρθρα νόμου ή ξερές ηθικές διατάξεις, αλλά αποτελούν το λόγο του Θεού, τον οποίον είπε ο σαρκωθείς Θεός Λόγος, ο οποίος γι’ αυτό είναι κρυμμένος μέσα στις εντολές Του.
Όποιος λοιπόν θέλει να βρει τον Χριστό που δεν είναι μόνο ψηλά στον ουρανό, ούτε μόνο μέσα στους Πατρικούς κόλπους, αλλά και μέσα σε κάθε Του εντολή, ας αρχίσει από αυτή τη στιγμή την ακριβή τήρηση και φύλαξη των εντολών Του, και ας είναι βέβαιος ότι η απόδειξη της παρουσίας του θα του γίνει αισθητή, «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αύτω εμαυτόν» (Ιω. ιδ’ 21).
Ποιός δεν θέλει να δει, να αισθανθεί δίπλα του, κοντά του, εντός του, τον γλυκύτατό μας Ιησούν; Εφ’ όσον τούτο είναι επιθυμία όλων μας, ας αρχίσουμε να τηρούμε συνειδητά και με ακρίβεια αυτό το παραμελημένο από μας καθήκον της τηρήσεως των θείων εντολών, κι’ ας είμαστε βέβαιοι ότι η ελπίδα μας δεν θα μας καταισχύνει. Και η ελπίδα αυτή είναι το: «ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου»·(Ματθ. κε’ 21). Γένοιτο!
(Γέροντος Ιωσήφ, «Λόγοι Παρακλήσεως», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 15, σ. 319-332)
Πηγή : http://www.pemptousia.gr/
Για πολλούς αιώνες πάλευε ο άνθρωπος μ’ αυτές τις γνώσεις, που τις διαστρέβλωνε ο διάβολος και τα όργανά του· για τούτο η δοκιμασία της έρευνας και της αμφιβολίας βασάνιζε πάντοτε την ανθρωπότητα. Όσοι είχαν υγιή πίστη δέχονταν τις μερικές αποκαλύψεις που έκανε ο Θεός κατά καιρούς· εν τούτοις δεν μπορούσαν να δουν το κύριο αποτέλεσμα: τη θεραπεία της αρρωστημένης ανθρωπότητας που θα κατέληγε στον εξαγιασμό και τη θέωση. Η έννοια της θείας αποκαλύψεως έθελγε, σαν ένα νοσταλγικό συμπέρασμα, την ανθρωπότητα, χωρίς όμως να πραγματοποιείται ο επαγγελλόμενος σκοπός. Και αυτός ακόμα ο Μωσαϊκός Νόμος, που εθεωρείτο ο κώδικας της θείας αποκαλύψεως, δεν ήταν τίποτε παραπάνω από ένα μέσο για αναχαίτιση του ανθρώπου από την πολυθεΐα και την ειδωλολατρεία, και ένας κανόνας για την μεταξύ των ανθρώπων χρηστότερη συμπεριφορά. «Ο Μωσαϊκός νόμος τίποτε δεν τελειοποίησε —λέγει ο Απ. Παύλος— κι έτσι εισάγεται μια καλύτερη ελπίδα (ο Χριστός) διά της οποίας προσεγγίζουμε το Θεό» (Εβρ. ζ’ 19)· και πάλι· «Ο Μωσαϊκός Νόμος ήταν μόνο σκιά των μελλόντων αγαθών, και όχι αυτή η εικόνα της πραγματικότητας» (Εβρ. ι’ 1).
***
Το άγχος αυτό της πανανθρώπινης αγωνίας το κατάργησε η παρουσία του θείου Λόγου «όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου». Στην καταστροφή που έφθασε ο άνθρωπος μετά την πτώση του, συμπαρασύροντας και την υπόλοιπη κτίση στη φθορά, δεν γινόταν θεραπεία με την απλή γνώση της θείας αποκαλύψεως. Χρειαζόταν επέμβαση δυναμική (σαν αυτή που από το μηδέν έφερε στην ύπαρξη τη δημιουργία, όταν ο Θεός «είπε και εγενήθησαν, ενετείλατο και εκτίσθησαν»), για ν’ ανακόψει την ορμή της φθοράς και ν’ αποκαταστήσει στον άνθρωπο τη θεία εικόνα που είχε διαφθαρεί. Η κατάσταση της ανθρωπότητας έμοιαζε με κάποιον που κατρακύλησε σε βάραθρο βαθύ, ενώ μερικοί που έστεκαν στο χείλος του βαράθρου τον συμβούλευαν ότι έπρεπε να βγει. Το ότι έπρεπε να βγει ο άνθρωπος από το χάος της πτώσεώς του ήταν η μόνη αλήθεια που έβλεπε μπροστά του, αλλά το μέσον αυτής της σωτηρίας δεν φαινόταν πουθενά.
Η γοερή κραυγή του πανανθρώπινου πόνου συνεχιζόταν με πολυπληθείς ικεσίες: «Κύριε, φανέρωσε το πρόσωπό σου και θα σωθούμε» (Ψαλμ. 79, 4)· και πάλι· «Σκύψε, Κύριε, και άκουσέ με, γιατί είμαι ελεεινός και ταπεινομένος» (Ψαλμ. 85, 1)· και πάλι· «Στην προστασία σου έχει εγκαταλειφθεί ο φτωχός, στον ορφανό συ είσαι βοηθός» (Ψαλμ. 9, 35) κ.λπ. Και στο καθορισμένο χρονικό διάστημα, ο ποιητής των αιώνων· «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», κατά την Αγία Γραφή, για να ανακατασκευάσει την συντριβείσαν από την πτώση θείαν εικόνα, τον άνθρωπο. Η καθ’ ολοκληρίαν υποταγή του ανθρώπου στη φθορά και στο θάνατο δεν άφησε τίποτε στην αρχική του θέση. Το τριμερές της ψυχής (θυμικό, λογιστικό, επιθυμητικό) διεστράφη και λειτουργούσε αντίθετα. Οι δυνάμεις της ψυχής (φρόνηση, ανδρεία, σωφροσύνη, δικαιοσύνη κ.λπ) και αυτές αντεστράφησαν και μαζί με τη σάρκα αποτέλεσαν το «σώμα του θανάτου» που αναφέρει ο Παύλος (Ρωμ. ζ’ 24). Η διάνοια, οι σκέψεις, οι πόθοι, οι ενέργειες και οτιδήποτε αποτελούσε το ψυχοσωματικό «είναι» του ανθρώπου διεστράφη και λειτουργούσε αντίθετα.
Μέσα σ’ ένα τέτοιο πέλαγος διεφθαρμένων σκέψεων και αποφάσεων ο άνθρωπος διαμόρφωσε, με τα ίδια κριτήρια, και τον εξωτερικό του κόσμο και ρύθμιζε ανάλογα και τις σχέσεις του με όσα τον περιστοίχιζαν, πρόσωπα και πράγματα. Ο φόβος του θανάτου, η ιδιοτέλεια, το πάθος της φιλαυτίας, ο ακόρεστος πόθος της πλεονεξίας που τον εκτρέφει, η αβεβαιότητα του χρόνου και τα διάφορα άλλα επίκτητα ελαττώματα και κακά αποτέλεσαν τα χαρακτηριστικά της «εικόνας του χοϊκού ανθρώπου». Δεν ήταν, κατά τον προφήτη, η πληγή «από μέρους» (δηλ. μερική), ώστε να τοποθετηθεί μάλαγμα ή επίδεσμος· ήταν σήψη από κεφαλής μέχρις ονύχων. Η πανάπειρη του Θεού αγαθότητα, η αμέτρητη φιλανθρωπία Του, το ανερμήνευτο έλεός Του συγκατέβηκε στην τόση δυστυχία και ευδόκησε να οικονομήσει τη σωτηρία.
Έτσι, «όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός…», όχι μόνον για να μας σώσει από το θάνατο και τη φθορά, αλλά για να γίνουμε παιδιά του Θεού. (Γαλ. δ’ 4-5). Την έκταση της καταστροφής δεν μπορούσε κανείς άλλος να περιστείλει έκτος από τον πρώτο Αρχιτέκτονα, Εκείνον «δι’ ου τα πάντα εγένετο». Και πράγματι, να που Αυτός «εκένωσεν εαυτόν μορφήν δούλου λαβών» (Φιλιπ. β’ 7), γενόμενος άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο. Αυτός όπου αμέσως μετά την παρακοή κατέκρινε τον άνθρωπο λέγοντάς του «Γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. γ’ 19), έπρεπε ο ίδιος πάλι να ανασηκώσει αυτό το επιτίμιο από την «χοϊκή» ανθρωπότητα, χαρίζοντας σ’ αυτή τις ιδιότητες του «επουρανίου ανθρώπου». Η πρώτη φωνή έδειχνε το κατάντημα της θνητότητας του ανθρώπου έπρεπε μια δεύτερη φωνή να τον επαναφέρει πάλι πίσω προς τη ζωή. Έπρεπε ν’ ακουστεί· «ξύπνα εσύ που κοιμάσαι, αναστήσου από τους νεκρούς και ο έγειρε ο Χριστός θα σε φωτίσει» (Εφεσ. ε’ 14).
Η πτώση του ανθρώπου δεν ήταν μόνο η μετάβασή του από τη σφαίρα της ζωής στο κράτος του θανάτου. Όλος ο ψυχοσωματικός του κόσμος παραμορφώθηκε γι’ αυτό ο Θεός ανέλαβε εξ’ αρχής την ανακατασκευή του και θέλησε να τον προσλάβει ο Ίδιος στην Υπόστασή Του για να του μεταδώσει από τον Εαυτό Του την αληθινή ζωή και να τον επαναφέρει στον θεοειδή προπτωτικό του χαρακτήρα. Το κύριο στοιχείο που χαρακτήριζε την προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου ήταν η θεία χάρις όπου του έδιδε τις υπέρ φύσιν θείες ιδιότητες του «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Αυτή τη χάρη επανέφερε στον άνθρωπο ο Κύριός μας, γιατί, όπως φόρεσε εξολοκλήρου τη φύση μας (χωρίς την αμαρτία, η οποία δεν είναι πράγμα φυσικό κι ούτε ανήκε ποτέ στη φύση μας), έτσι μετάδωσε κατά χάριν σ’ αυτήν όλες Του τις θεϊκές χάριτες και ιδιότητες.
Η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από τον θείο Λόγο επανέδωσε λοιπόν στον άνθρωπο ό,τι είχε απωλέσει με την πτώση του. Έδωσε στο σώμα την αρμονική κίνηση και επιθυμία, στην δε ψυχή και το νου την υγιή και λογική σκέψη και απόφαση, ώστε να μην υπάρχει θέση για την αμαρτία. Με την προσωπική του επαφή ο Χριστός δίδαξε και παρέδωσε όλη τη θεία αποκάλυψη για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, και κατοχύρωσε τους πιστούς του από κάθε μορφή πλάνης και απάτης του πονηρού. Με τις θείες του εντολές επανέφερε την ισορροπία στη διασαλευθείσα αρμονία των φυσικών όρων και νόμων, στο κάθε ιδιαίτερο πρόσωπο αλλά και στην κοινωνία σαν σύνολο. Και με τον πανάρετό Του βίο απέδειξε ότι είναι εφαρμόσιμα όσα έχει παραγγείλει να τηρούμε.
Αλλά εκείνο που βρίσκουμε να περισσεύει πάνω απ’ όλα στον γλυκύτατό μας Ιησού είναι η παναγάπη Του διά της οποίας μας εθεράπευσε. Η ιδιοτέλεια, η πλεονεξία, το ψέμα, η υποκρισία, ο εγωισμός και κάθε τι που διέστρεφε το ήθος των ανθρώπων, όλα μαζί τα παρά φύσιν ελαττώματα, θεραπεύτηκαν από την ανιδιοτελή θεία αγάπη, την οποία η θεία φύση του Χριστού μας μετέδωσε στην προσληφθείσα ανθρώπινη φύση. Έτσι, μαζί με τον αληθινό Θεό αποκαλύπτεται και ο αληθινός άνθρωπος, ο «καινός», ο «κατά Θεόν κτισθείς», ο οποίος παρουσιάζεται σαν μια σύνθεση πίστεως και έργου, δηλ. αποκαλύψεως του Θεού και εν Χριστώ βιώματος.
Το χριστιανικό βίωμα, που είναι η ζωντανή αντανάκλαση της ζωής του Χριστού μας, δεν αποτελεί πια προσπάθεια τηρήσεως εξωτερικών τύπων και κανόνων, που είναι κάτι ξένο στη φύση. Αλλά, αντίθετα, ο εν Χριστώ αναγεννημένος άνθρωπος αβίαστα και φυσιολογικά ανταποκρίνεται στην καινούργια εν Χριστώ υπόστασή του, εφ’ όσον «όστις εις Χριστόν εβαπτίσθη, Χριστόν ενεδύθη». Η δύναμη και η μορφή της αμαρτίας, σαν παρά φύσιν ζωής, καταλύονται, γιατί όλα έγιναν, χάριτι, «καινά», έλλογα, χριστοποιημένα, φυσιολογικά, αλλά και υπέρ φύσιν.
Γενόμενος πλέον ο άνθρωπος «σώμα Χρίστου» και «μέλος Αυτού» μετέχει υποστατικά στην αγιότητα· έτσι ο αγιασμός που όλοι μας νοσταλγούμε δεν είναι κάτι που αγνοούμε, αλλά κάτι που δεχόμαστε στο βάπτισμα και που, άρα, χρειάζεται φύλαξη και διατήρηση. «Δεν είμαστε πια ξένοι και χωρίς δικαιώματα, αλλά ανήκετε στο λαό του Θεού, στην οικογένεια του Θεού» (Εφεσ. β’ 19). Γι’ αυτό πρέπει, όπως λέει ο Παύλος, «να νεκρώσωμεν τα μέλη μας τα επί της γης» (Κολ. γ’ 5), δηλ. κάθε σαρκικό και ιδιοτελές φρόνημα, διότι είμαστε τέκνα αναστάσεως. Ο Χριστός εγερθείς όντως εκ νεκρών «μας ανέστησε και μας έβαλε να καθήσουμε στα ουράνια» και τη δική μας ανθρώπινη φύση (Εφεσ, β’ 6). Αφού «αναστηθήκαμε μαζί με τον Χριστό», «η σκέψη μας να είναι προς τα άνω και όχι στα γήινα πράγματα». (Κολ. γ’ 2).
Όπως ο νεκρός δεν μπορεί να μετέχει σε τίποτε από όσα τον περιβάλλουν, έτσι και ο νεκρωθείς ως προς την αμαρτία χριστιανός δεν έχει πια σχέση με την ποικιλόμορφη αμαρτία. Εμείς «συναπεθάναμεν» με τον Χριστό «συνταφέντες Αυτώ διά του βαπτίσματος»· γι’ αυτό πρέπει να «συσταυρωθώμεν» με τον Χριστό και να μη ζούμε για τον εαυτό μας, αλλά να ζούμε για τον Χριστό κι’ Αυτός να ζει μέσα μας (Γαλ, β’ 20). Αν λοιπόν ζει μέσα μας ο Χριστός, δεν πρέπει να μένουμε σε μια αρνητική μόνο στάση κατά της αμαρτίας, αλλά να προχωρούμε και στην υγιή πράξη, στην εργασία των θείων εντολών. «Έκκλινον από κακού —λέγει ο προφ. Δαυΐδ— και ποίησον αγαθόν ζήτησον ειρήνην και δίωξον (επιδίωξε) αυτήν» (Ψαλμ. 33, 15). Εάν αυτό δεν γίνει, ώστε να παγιωθεί μέσα μας η «ενχρίστωση», η χριστοπολιτεία, η χριστοσκέψη, η χριστοενέργεια», τότε δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν: ή ο Θεός Λόγος δεν σαρκώθηκε πραγματικά και, επομένως, δεν ενώθηκε με τη δική μας φύση, ή εμείς είμαστε ανεπίδεκτοι των ενεργειών της χάριτός Του. Όμως, ο Λόγος όντως «εγένετο σαρξ», δηλ. άνθρωπος· επομένως, μόνον η δική μας κακή προαίρεση ευθύνεται για κάθε αποτυχία μας.
***
Ο ολοκληρωμένος εν Χριστώ άνθρωπος επιτυγχάνει να σηκώσει τα
αίτια της διαιρέσεώς του με τον Θεό και τους συνανθρώπους του. Η
ανιδιοτέλεια, σαν το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της κατά Θεόν αγάπης,
επιβάλλει την ενότητα και την αλληλοκατανόηση, γιατί η αρχή του κακού
προήλθε από τον ατομισμό και την ιδιοτέλεια που διασπά την ενότητα και
την αρμονία. Πηγή όλου του κακού και των συνεπειών που ακολούθησαν την
πτώση είναι ο διάβολος, «ο όφις ο αρχαίος, ο πλανών την οικουμένην
όλην», ο «απ’ αρχής ανθρωποκτόνος», ο οποίος «εν τη αληθεία ουχ έστηκεν…
ότι ψεύστης εστί και ο πατήρ του ψεύδους» (Αποκ. ιβ’ 9), (Ιω. η’ 44).
Αν εξετάσουμε προσεκτικά για να βρούμε τι είναι σατανισμός, θα δούμε ότι
δεν είναι άλλο από τον ατομισμό· τη φιλαυτία σ’ όλη της την έξαρση· την
ιδιοτέλεια σ’ όλη της την έκταση· με λίγα λόγια την παράλογη και
αρρωστημένη αγάπη στον εαυτό μας συνδυασμένη με μίσος και αποστροφή για
κάθε τι που δεν είναι δικό μας. Όλες οι άλλες μορφές του κακού που
προκαλούν τις δυστυχίες, τις συμφορές, τις αγωνίες και, τέλος, αυτόν τον
θάνατο δεν είναι στην ουσία παρά τα αποτελέσματα του ατομισμού. Μη
έχοντας δύναμη ο μακράν από τον θειο φωτισμό άνθρωπος να ακολουθήσει την
οδό της αυτοθυσίας για την υποστήριξη του γενικού καλού, υποκύπτει στον
πειρασμό της επιδίωξης της προσωπικής του ικανοποιήσεως και, μη
μπορώντας να το πετύχει, καταφεύγει στα πιο αθέμιτα μέσα.Δόξα λοιπόν και μεγαλοσύνη στον γλυκύτατό μας Κύριο, όπου, με την ενανθρώπισή Του, μας έδειξε και διδακτικά και πρακτικά την ενότητα και αδελφοσύνη. Σαν μέλη του Σώματός Του πρέπει να καλλιεργούμε την αγάπη σαν το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της χριστιανικής προσωπικότητάς μας, εφ’ όσον δεν πρέπει πια να ζούμε για τον εαυτό μας, αλλά για Εκείνον που σταυρώθηκε και αναστήθηκε για μας και ο οποίος είναι Αγάπη.
Η ανιδιοτελής αγάπη με κανένα άλλο τρόπο δεν εκδηλώνεται παρά ως απομίμηση της αγάπης του Χριστού μας. «Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει —λέγει ο Χριστός— ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» (Ιω. ιε’ 13), πράγμα που εφάρμοσε πρώτος Εκείνος. Ο δε Παύλος δείχνοντάς μας πως εκδηλώνεται η κοινωνία της αγάπης γράφει: «Γνωρίζετε, βέβαια, τη χάρη του Κυρίου μας Ι. Χριστού· ήταν πλούσιος και έγινε για χάρη σας πτωχός, για να μπορέσετε εσείς με τη φτώχεια τη δική του να πλουτίσετε» (Β’ Κορ. η’ 9). Και ολοκληρώνει ο Ιωάννης: «Αγαπητοί, εάν έτσι ο Θεός μας αγάπησε, και εμείς οφείλουμε να αγαπούμε ο ένας τον άλλο». (Α’ Ιω. δ’ 11).
Αυτή είναι η αληθινή, η ανιδιοτελής αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής» (Α’ Κορ. ιγ’ 5). Μόνο με αυτήν είναι δυνατό «να βαστάσωμεν τα βάρη αλλήλων» και έτσι να «αναπληρώσουμε τον νόμο του Χριστού» (Γαλ. στ’ 2). Το ότι είμαστε κατ’ εικόνα Θεού πλασμένοι σημαίνει ότι είμαστε δεκτικοί της Θεο-μιμήσεως. Ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος έδειξε σε μας, στην πράξη, τον τρόπο της Θεο-μιμήσεως. Με την μίμηση του πανάρετου βίου του Κυρίου μας ανακτούμε το κατά Θεόν ήθος που διέστρεψε η αμαρτία. Για την επιτυχία όμως του σκοπού αυτού είναι απαραίτητη η θεία Χάρις. Μόνη η πρόθεση και απόφασή μας δεν αρκεί· γι’ αυτό τόνιζε ο Κύριος ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε’ 5).
***
Οι θεόσοφοι Πατέρες μας, οι πραγματικοί αυτοί ψυχολόγοι που
ήσαν «διδακτοί Θεού», μας αποκάλυψαν τα μυστικά αυτών των καταστάσεων.
Μας αποκάλυψαν ότι στον μακράν της θείας Χάριτος άνθρωπο η δύναμη του
κακού βρίσκεται εντός της καρδίας, ενώ η Χάρις απ’ έξω. Αντίθετα, στον
άνθρωπο που έλαβε τη Χάρη, η Χάρις βρίσκεται εντός της καρδίας του, το
δε κακό απ’ έξω. Έτσι ο άνθρωπος που βαπτίστηκε και έλαβε τη Χάρη
γίνεται «δυνάμει» καλός· του λείπει το «ενεργεία» καλός, που θα
επιτευχθεί εάν φυλάξει τις θείες εντολές μετέχοντας στο πλήρωμα της
Χάριτος διά των Μυστηρίων της Εκκλησίας. Τότε θα μπορεί να λέγει με τον
Παύλο, «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» (Φιλιπ. δ’ 13).Ο Κύριος μας Ι. Χριστός, διά της ενανθρωπήσεώς Του έγινε και παραμένει το αιώνιο πρότυπό μας, και «ουχ απέστη πάντα ποιών έως εις τον ουρανόν ανήγαγεν ημάς και την βασιλείαν αυτού εχαρίσατο την μέλλουσαν». Διά των εντολών Του έδειξε το δρόμο, διά του βίου Του έδειξε τον τρόπο και διά της Χάριτός Του, η οποία βρίσκεται συνεχώς αποταμιευμένη στο Σώμα Του, την Εκκλησία, μας έδωσε τη δυνατότητα της επιτυχίας.
Διερωτάται τώρα κανείς: Μετά από τη χειροπιαστή αυτή πραγματικότητα, όπου «εχθροί όντες, κατηλλάγημεν τω Θεώ» (Ρωμ, ε’ 10), μετά από το μάθημα που διδαχθήκαμε, μετά από το «θείον επάγγελμα» όπου εσπουδάσαμε και το οποίο δεν μας αποφέρει ως έσοδο αξίες υλικές και προσωρινές, αλλά τη ζωή και την αιωνιότητα, είναι δυνατό να μας μένει καιρός για μάταιες ασχολίες; Πράγματι, τί θα μας χρειαζόταν άλλη ασχολία έκτος από τις απόλυτες ανάγκες της συντήρησής μας; Αυτό εννοούσε κι’ ο Παύλος όταν έλεγε, «τα άνω φρονείτε, ού ο Χριστός έστιν,,,», διότι «το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. γ’ 20). Επειδή όμως βρισκόμαστε ακόμα στη γη αυτή, πρέπει να ζούμε «χρώμενοι μεν τω κόσμω, αλλά μη καταχρώμενοι αυτού» (Α’ Κορ. ζ’ 31)· δηλ. να ζούμε κατά το νόμο της χρείας και όχι της επιθυμίας. Δυστυχώς, σ’ αυτό συχνά είμαστε απρόσεκτοι και ράθυμοι, γι’ αυτό ο Κύριός μας με πολλή πικρία ανέφερε κάποτε ότι οι άνθρωποι του «αιώνος» τούτου (δηλ. οι μακράν του Θεού) είναι συνήθως «φρονιμώτεροι υπέρ τους υιούς του φωτός εις την γενεάν την εαυτών» (Λουκ. ιστ’ 8), δηλ. πιο ενεργητικοί, πιο αποφασιστικοί στις επιδιώξεις τους, παρά οι υιοί του φωτός, οι πιστοί χριστιανοί.
* * *
Ας προσέξουμε τώρα μερικά ακόμη σημεία από τον βίο του Χριστού
μας τον οποίο καλούμαστε να μιμηθούμε: Έλεγε ο Κύριός μας για την
αδυναμία του σατανά να αποκτήσει οιονδήποτε δικαίωμα ή εξουσία πάνω Του:
«Έρχεται ο του κόσμου άρχων, και εν εμοί ουκ έχει ουδέν» (Ιω. ιδ’ 30)·
και πάλι· «θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιω. ιστ’ 33)· και· «Ιδού
δίδωμι υμίν την έεξουσίαν του πατείν επάνω όφεων και σκορπίων και επί
πάσαν την δύναμιν του εχθρού» (Λουκ. ι’ 19).Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε μας, όταν ζούμε εν Χριστώ. Εκείνος του οποίου άλλοτε είμεθα δούλοι και υποχείριοι, ο σατανάς, δεν βρίσκει πια καμμιά θέση μέσα μας· έτσι, μπορούμε να πούμε μαζί με τον Δαυΐδ «του εχθρού εξέλιπον αι ρομφαίαι εις τέλος» (Ψαλμ. 9, 7). Όταν πάλι δειλιάζουμε λόγω της σφοδρότητας των παθών και της αμαρτίας, ο Χριστός μας δυναμώνει λέγοντάς μας· «θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» και «επικάλεσαί με εν ήμερα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε» (Ψαλμ. 49, 15). Και όταν η αδίστακτη μανία του εχθρού επιμένει να κτυπά, μας υπενθυμίζει ότι μας έδωσε την δύναμη όχι μόνο να αντιστεκόμαστε, αλλά και να «πατούμεν επάνω όφεων και σκορπίων και επί πάσαν την δύναμιν του εχθρού». Όπως προαναφέρθηκε, αυτό επιτυγχάνεται όταν, «ενδυόμενοι» τον Χριστό κατά το βάπτισμα, εισέρχεται εντός της καρδίας η Χάρις και εξορίζεται το κακό. Η τυραννική δύναμη του κακού, που προηγουμένως βίαζε τον άνθρωπο και στραγγάλιζε την ελευθερία του, τώρα δεν έχει εξουσία επάνω του, διότι εναπόκειται στον άνθρωπο να υπακούσει, ν’ ακολουθήσει, ή να αρνηθεί.
Ο πιστός που έχει «ενδυθεί» τον Χριστό, έχει την ικανότητα να διακρίνει και ν’ αποφασίσει, και ν’ αντισταθεί, διώχνοντας τον εχθρό με οποιοδήποτε τρόπο κι αν αυτός είναι καλυμμένος. Το παράδειγμα του Κυρίου μας όπου νήστευε κι αγωνιζόταν στην έρημο είναι για μας ο φωτεινός οδηγός πλεύσεως στο τρικυμιώδες αυτό πέλαγος της ζωής. Για μας είχε κάμει εκείνο τον αγώνα στην έρημο. Γι’ αυτό κι ο καθένας μας, δυναμωμένος από τη χάρη Του, ας επαναλαμβάνει μαζί Του: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά· Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω, και αυτώ μόνω λατρεύσω» (Ματθ. δ’ 10).
Έτσι η έμφυτη μιμητικότητά μας αποκτά το πρότυπό της, τον Κύριο. Η ενεργητικότητά μας έχει την συμμαχία της Χάριτός Του. Στη διάσπαση της προσωπικότητάς μας, που προήλθε από την πτώση στην αμαρτία, μας άφησε την ειρήνη Του που ενώνει τα διεστώτα· «ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιω. ιδ’ 27). Στην αγωνία και την αβεβαιότητα του χρόνου και των μεταβολών, μας υποσχέθηκε ότι θάναι μαζί μας μέχρι «της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. κη’ 20). Στην ανησυχία μας ότι είμαστε λιγοστοί σε σύγκριση με το πλήθος αυτών που δεν Τον ακολουθούν, μας ενθαρρύνει λέγοντας· «Μη φοβού το μικρόν ποίμνιον ότι ευδόκησεν ο πατήρ υμών δούναι υμίν την βασιλείαν» (Λουκ. ιβ’ 32). Στο παράπονό μας, γιατί πάντοτε να μας μισούν και να μας επιβουλεύονται εμάς τους χριστιανούς, μας παρηγορεί λέγοντας «Μακάριοι έστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Ματθ. ε’ 11). Μας υπενθυμίζει ακόμη ότι ο κίνδυνος του σώματος δεν είναι ο ουσιαστικός, διότι υπάρχει η αθάνατη ψυχή. Μη φοβηθείτε, λέγει, από αυτούς που σκοτώνουν το σώμα, την δε ψυχή δεν μπορούν να σκοτώσουν (Ματθ. ι’ 28). Τέλος, μας έδωσε το χαρμόσυνο μήνυμα, την άγκυρα της ελπίδας όλων μας: «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ε’ 12).
* * *
Ποιός δεν θα σκιρτήσει και δεν θα γεμίσει από χαρά και
αγαλλίαση, όταν αναλογισθεί όλην αυτή τη Χάρη και δωρεά όπου μας
εκληρονόμησε η αγάπη του Λυτρωτή μας! Δεν μας άφησε, ακόμη, στερημένους
από την αίσθηση της παρουσίας Του και σ’ αύτη τη ζωή, αλλά διά των θείων
Μυστηρίων, εν τη Εκκλησία, μας κάνει κοινωνούς της πολύμορφης ενέργειας
της Χάριτός Του.Ολόκληρο το πλήρωμα της θείας αποκαλύψεως βρίσκεται διά παντός μέσα στην Εκκλησία, που είναι το Σώμα του Κυρίου μας· έτσι το θείο θέλημα είναι πάντοτε, σ’ όσους το ζητούν, γνωστό. Και αυτός ο Κύριος βρίσκεται κρυμμένος μέσα στις θειες εντολές, που κι αυτές είναι σαφείς και γνωστές διά της Εκκλησίας: «Αμήν λέγω υμίν, ο λαμβάνων, εάν τίνα πέμψω, εμέ λαμβάνει, ο δε εμέ λαμβάνων λαμβάνει τον πέμψαντά με» (Ιω. ιγ’ 20), Ο δε άγιος Μάξιμος αναφέρει ότι «ο εντολήν δεξάμενος και ποιήσας αυτήν έχει μυστικώς την Αγίαν Τριάδα». Πράγματι, ο Χριστός είπε ότι «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με… Και ο πατήρ μου αγαπήσει αυτόν και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν (κατοικίαν) παρ’ αυτώ ποιήσομεν» (Ιω. ιδ’ 21-23). Να, λοιπόν, η αλήθεια των λόγων του αγίου Μαξίμου, ότι όποιος τηρήσει τις θειες εντολές θα έχει εντός του μυστικώς όλη την Αγία Τριάδα. Τα πιο πάνω λόγια του Χριστού μας αποκαλύπτουν την Τριαδολογική όψη της θείας οικονομίας, διότι η εντός ημών παρουσία του Θεού Λόγου εξυπακούει —λόγω του ομοουσίου και αδιαιρέτου των θείων προσώπων— και την παρουσία του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος,
Όπως τονίσαμε και άλλοτε, στην ορθόδοξη παράδοση τα δόγματα και το ήθος, η πίστη και τα έργα, δεν μετρούνται χωρισμένα. Είναι απλώς δύο μορφές του ιδίου πράγματος. Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων στις Κατηχήσεις του λέγει: «Ο γαρ της θεοσέβειας τρόπος εκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων ευσεβών και πράξεων αγαθών και ούτε τα δόγματα χωρίς έργων αγαθών ευπρόσδεκτα τω Θεώ, ούτε τα μη μετ’ ευσεβών δογμάτων έργα τελούμενα προσδέχεται ο Θεός». Είναι σαν να λέμε «έργα άπιστα και πίστις άεργη», δηλ. έργα χωρίς πίστη, και πίστη χωρίς έργα. Η θεία αποκάλυψη εκφράζεται διά των θείων εντολών, κι αυτές δεν είναι άρθρα νόμου ή ξερές ηθικές διατάξεις, αλλά αποτελούν το λόγο του Θεού, τον οποίον είπε ο σαρκωθείς Θεός Λόγος, ο οποίος γι’ αυτό είναι κρυμμένος μέσα στις εντολές Του.
Όποιος λοιπόν θέλει να βρει τον Χριστό που δεν είναι μόνο ψηλά στον ουρανό, ούτε μόνο μέσα στους Πατρικούς κόλπους, αλλά και μέσα σε κάθε Του εντολή, ας αρχίσει από αυτή τη στιγμή την ακριβή τήρηση και φύλαξη των εντολών Του, και ας είναι βέβαιος ότι η απόδειξη της παρουσίας του θα του γίνει αισθητή, «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου, και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αύτω εμαυτόν» (Ιω. ιδ’ 21).
Ποιός δεν θέλει να δει, να αισθανθεί δίπλα του, κοντά του, εντός του, τον γλυκύτατό μας Ιησούν; Εφ’ όσον τούτο είναι επιθυμία όλων μας, ας αρχίσουμε να τηρούμε συνειδητά και με ακρίβεια αυτό το παραμελημένο από μας καθήκον της τηρήσεως των θείων εντολών, κι’ ας είμαστε βέβαιοι ότι η ελπίδα μας δεν θα μας καταισχύνει. Και η ελπίδα αυτή είναι το: «ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγα ης πιστός, επί πολλών σε καταστήσω· είσελθε εις την χαράν του Κυρίου σου»·(Ματθ. κε’ 21). Γένοιτο!
(Γέροντος Ιωσήφ, «Λόγοι Παρακλήσεως», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 15, σ. 319-332)
Πηγή : http://www.pemptousia.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου