Ανάμεσα στους Αγίους μια ξεχωριστή θέση ανήκει στην Ευλογημένη Παρθένο Μαρία, την οποία οι Ορθόδοξοι τιμούν σαν την πιο δοξασμένη ανάμεσα στα πλάσματα του Θεού, «τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξωτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Σημείωσε ότι την ορίσαμε σαν την πιο δοξασμένη ανάμεσα στα θεϊκά κτίσματα: Οι Ορθόδοξοι, όπως και οι Ρωμαιοκαθολικοί, σέβονται ή τιμούν τη Μητέρα του Θεού αλλά τα μέλη οποιασδήποτε από τις δυο Εκκλησίες δεν τη θεωρούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο σαν ένα τέταρτο πρόσωπο στην Αγία Τριάδα ούτε της αποδίδουν λατρεία που αρμόζει μόνο στο Θεό. Στην ελληνική Θεολογία η διαφορά είναι πολύ ευδιάκριτη: Υπάρχει η ειδική λέξη «λατρεία» που διατηρείται για την λατρεία του Θεού, ενώ για την τιμή προς την Παρθένο χρησιμοποιούνται ολότελα διαφορετικοί όροι(δουλεία, υπερδουλεία, προσκύνηση).
Στις Ορθόδοξες ακολουθίες η Μαρία αναφέρεται συχνά, και σε κάθε αναφορά της αποδίδεται συνήθως ο ολοκληρωμένος της τίτλος: «Παναγία, άχραντος, υπερευλογημένη και ένδοξος Θεοτόκος και Αειπάρθενος Μαρία». Εδώ περιλαμβάνονται τα τρία κύρια επίθετα που αποδίδονται στην Κυρία μας από την Ορθόδοξη Εκκλησία: Θεοτόκος, Αειπάρθενος και Παναγία. Ο πρώτος από αυτούς τους τίτλους της δόθηκε από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου το 431 μ.Χ., ο δεύτερος από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 553 μ.Χ. Ο τίτλος Παναγία αν και δεν έτυχε ποτέ δογματικού καθορισμού είναι δεχτός και χρησιμοποιείται από όλους τους Ορθοδόξους.
Η ονομασία «Θεοτόκος» είναι ιδιαίτερης σημασίας γιατί προσφέρει το κλειδί της Ορθόδοξης τιμής προς την Παρθένο. Τιμούμε τη Μαρία γιατί είναι η Μητέρα του Θεού μας. Δεν την τιμούμε ξεχωριστά αλλά εξαιτίας της σχέσης της με το Χριστό. Έτσι η τιμή που αποδίδεται στη Μαρία όχι μόνο δεν μειώνει τη λατρεία του Θεού αλλά έχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα: Όσο περισσότερο τιμούμε την Μαρία τόσο πιο έντονα συνειδητοποιούμε τη μεγαλοσύνη του Υιού της, γιατί είναι ακριβώς εξαιτίας του Υιού που τιμούμε τη Μητέρα.
Τιμούμε την Μητέρα εξαιτίας του Υιού: Η Μαριολογία (στην Ορθόδοξη Θεολογία) είναι απλώς επέκταση της Χριστολογίας. Οι Πατέρες της Συνόδου της Εφέσου επέμεναν να ονομάζουν την Μαρία, Θεοτόκο, όχι επειδή ήθελαν να δοξάσουν την ίδια ξεχωριστά από τον Υιό της, αλλά επειδή μόνο με την τιμή προς τη Μαρία μπορούσαν να εξασφαλίσουν το σωστό δόγμα αναφορικά με το πρόσωπο του Χριστού. Οποιοσδήποτε αναλογίζεται τις επιπτώσεις εκείνης της μεγάλης φράσης, «ο Λόγος σαρξ εγένετο», δεν μπορεί παρά να νοιώσει ένα κάποιο δέος γι’ αυτήν που εξελέγη σαν το όργανο για ένα τόσο αξεπέραστο μυστήριο. Όταν άνθρωποι αρνούνται την τιμή προς τη Μαρία, πολύ συχνά τηρούν αυτή τη στάση γιατί δεν πιστεύουν πραγματικά στη Σάρκωση.
Αλλά οι Ορθόδοξοι τιμούν την Μαρία όχι μόνο γιατί είναι Θεοτόκος αλλά και γιατί είναι Παναγία, απόλυτα αγία. Ανάμεσα σ’ όλα τα δημιουργήματα του Θεού είναι το ύψιστο παράδειγμα συνέργειας ή συνεργασίας μεταξύ του σκοπού του Θεού και της ελεύθερης θέλησης του ανθρώπου. Ο Θεός, που σέβεται πάντα την ανθρώπινη ελευθερία, δεν επιθυμούσε να σαρκωθεί, χωρίς την ελεύθερη συγκατάθεση της Μητέρας Του. Περίμενε για την εκούσια, θεληματική της απάντηση. «Ιδού η δούλη Κυρίου. Γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». (Λουκ. Α΄ 38). Η Μαρία μπορούσε να είχε αρνηθεί. Δεν ήταν στην πραγματικότητα ένας παθητικός αλλά ένας ενεργητικός μέτοχος του μυστηρίου. Όπως είπε ο Νικόλαος Καβάσιλας: «Και ην έργον η του Λόγου σάρκωσις ου μόνον Πατρός και της εκείνου Δυνάμεως και του Πνεύματος, του μεν ευδοκούντος, του δ’ επιδημούντος, εκείνης δε επισκιαζούσης, αλλά και της θελήσεως και της πίστεως της Παρθένου. Καθάπερ γαρ εκείνων χωρίς ουκ ενήν εισενεχθήναι ταύτην την γνώμην, ούτω μη της πανάγνου την θέλησιν και την πίστιν εισενεγκούσης εις έργον την βουλήν προελθείν αμήχανον ην».
Αν ο Χριστός είναι ο Νέος Αδάμ, η Μαρία είναι η Νέα Εύα της οποίας η υπάκουη υποταγή στο θεϊκό θέλημα εξισορρόπησε την ανυπακοή της Εύας στον παράδεισο. Έτσι ο δεσμός της ανυπακοής της Εύας λύθηκε με την υπακοή της Μαρίας· γιατί ό,τι η Εύα, μια παρθένος, έδεσε με την απιστία της, εκείνη η Μαρία, μια παρθένος, έλυσε με την πίστη της». «Ο θάνατος με την Εύα, η ζωή με την Μαρία».
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ονομάζει την Μαρία «Παναγία»· την ονομάζει «άμωμη» ή «άχραντη». Και όλοι οι Ορθόδοξοι είναι σύμφωνοι στην πίστη ότι η Παναγία μας δεν έπεσε σε συγκεκριμένη αμαρτία. Αλλά ήταν επίσης ελεύθερη από το προπατορικό αμάρτημα; Μ’ άλλα λόγια, συμφωνά με το Ρωμαιοκαθολικό δόγμα της «Ασπίλου Συλλήψεως» που ανακηρύχτηκε σαν δόγμα το 1854 από τον Πάπα Πιο IX, σύμφωνα με το οποίο η Μαρία από την στιγμή που συνελήφθη από την μητέρα της, την Αγία Άννα, ελευθερώθηκε με ειδική θεϊκή βούληση από «κάθε κηλίδα προπατορικής αμαρτίας»; Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έκανε ποτέ στην πραγματικότητα καμιά επίσημη και οριστική διακήρυξη σχετικά μ’ αυτό το θέμα. Στο παρελθόν μεμονωμένοι Ορθόδοξοι πίστευαν οπωσδήποτε στην Άσπιλη Σύλληψη και μπορούν να παραθέσουν πατερικά και Λειτουργικά κείμενα για να στηρίξουν τις απόψεις τους, αλλά από το 1854 η μεγάλη πλειοψηφία των Ορθοδόξων απόρριψε το δόγμα για διάφορους λόγους. Γιατί αισθάνονται ότι είναι περιττό. Αισθάνονται ότι έτσι κι’ αλλιώς, όπως καθορίζεται από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, υποδηλώνει μια λανθασμένη αντίληψη του προπατορικού αμαρτήματος: Στέκουν καχύποπτοι μπροστά σ’ αυτό το δόγμα γιατί φαίνεται να χωρίζει την Μαρία από τους υπόλοιπους απογόνους του Αδάμ βάζοντάς την σε μιαν ολότελα ξεχωριστή τάξη από όλους τους άλλους δίκαιους άντρες και γυναίκες της Π. Διαθήκης.
Αλλά η Ορθοδοξία αν και αναβάλλει την κρίση για το πρόβλημα της Άσπιλης Σύλληψης της Θεοτόκου, πιστεύει σταθερά στην Σωματική της Ανάληψη. Όπως το υπόλοιπο ανθρώπινο γένος, η Παναγία μας, υπέστη φυσικό θάνατο αλλά στην περίπτωσή της, η Ανάσταση του Σώματός της προηγήθηκε (της ανάστασης των υπολοίπων): Μετά το θάνατο το σώμα της «μετέστη» στον ουρανό κι ο τάφος της βρέθηκε άδειος. Ξεπέρασε το θάνατο και την κρίση και ζει ήδη στο Μέλλοντα αιώνα. Πάντως έτσι δεν βρίσκεται ολότελα χωρισμένη από την υπόλοιπη ανθρωπότητα επειδή εκείνη την ίδια σωματική δόξα που απολαμβάνει τώρα η Μαρία, ελπίζουμε όλοι να απολαύσουμε μια μέρα.
Η πίστη στη Μετάσταση της Μητέρας του Θεού βεβαιώνεται ξεκάθαρα κι αναμφίβολα στους ύμνους που ψάλλονται από την Εκκλησία μας στις 15 Αυγούστου, τη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Αλλά η Ορθοδοξία, αντίθετα με την Ρώμη, ποτέ δεν ανακήρυξε τη Μετάσταση της Θεοτόκου σαν δόγμα ούτε και θα επιθυμούμε ποτέ να κάνει κάτι τέτοιο. Τα δόγματα της Αγίας Τριάδας και της Σάρκωσης ανακηρύχτηκαν σαν δόγματα γιατί ανήκουν στη δημόσια διδασκαλία της Εκκλησίας, ενώ η δόξα της Παναγίας μας ανήκει στην εσωτερική Εκκλησιαστική παράδοση: «Είναι δύσκολον να ομιλή τις και ουχί ολιγώτερον δύσκολον να σκεφθή τα μυστήρια τα οποία η Εκκλησία διαφυλάττει εις το ανεπιφανές βάθος της εσωτερικής συνειδήσεώς της…Η Θεομήτωρ ουδέποτε υπήρξε το αντικείμενο του αποστολικού κηρύγματος. Ενώ ο Χριστός εκηρύχθη επί των δωμάτων, προκηρυττόμενος εις την γνώσιν πάντων διά κατηχήσεως απευθυνόμενης εις πάσαν την οικουμένην, το μυστήριον της Μητρός του Θεού αποκαλύπτεται εις το εσωτερικόν της Εκκλησίας. Το μυστήριον τούτο είναι περισσότερον από εν αντικείμενον της πίστεως ημών, είναι εν θεμέλιον της ελπίδος ημών: καρπός πίστεως, ωριμάσας εν τη παραδόσει. Ας σιγήσωμεν, λοιπόν, και ας μην προσπαθήσωμεν να δογματίσωμεν περί της υψίστης δόξης της Θεομήτορος».(Β. Λόσκυ)
(Μετάφραση: ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ. Περιοδικό Ορθόδοξη Μαρτυρία, Έκδοση Παγκυπρίου Συλλόγου Ορθοδόξου Παραδόσεως «Οι Φίλοι του Αγίου Όρους», Λευκωσία Κύπρος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου