Στην αρχή των διωγμών του Διοκλητιανού στην Θεσσαλονίκη, όταν όλοι οί χριστιανοί προσπαθούσαν να κρυφτούν, μόνον ο διάκονος Άγαθόπους, ήδη σε προχωρημένη ήλαία, και ό αναγνώστης Θεόδουλος, έφηβος ακόμη, εξακολουθούσαν να κηρύττουν δημοσίως τον λόγο του Θεού, προς μεγάλη κατάπληξη των ίδιων των ειδωλολατρών. Όταν τους προσήγαγαν ενώπιον του διοικητή Φαυστίνου, απάντησαν με μία φωνή: «Χριστιανοί έσμεν!» Ελπίζοντας να πτοήσει ευκολότερα το θάρρος τους, ό διοικητής αποφάσισε να τους ανακρίνει χωριστά. Καθώς τίποτε δεν κατόρθωσε με τον Θεόδουλο, διέταξε να φέρουν ενώπιον του τον Άγαθόποδα και επιχείρησε να τον πείσει ό’τι ό συναθλητής του είχε υποσχεθεί να προσφέρει θυσία στους θεούς. Ό διάκονος απάντησε: «Βεβαιότατα, και εγώ ό ίδιος όπως ό Θεόδουλος θα δεχόμουν να θυσιάσω στον μόνο αληθινό Θεό και στον Υιό Του Ίησού Χριστό- με κανέναν τρόπο όμως δεν θα δεχόμουν να προσφέρω θυσία στα άψυχα αυτά είδωλα, που μέσα στην πλάνη σας ονομάζετε θεούς!»
Τους εριξαν στην φυλακή, όπου οί δύο άγιοι επιδόθηκαν στην προσευχή και ένδυναμώθηκαν στην πίστη τους με δράματα πού τους διαβεβαίωναν για την καλλίνικο έκβαση του αγώνα τους. Μπροστά στην χαρά και την παρρησία τους, οί άλλοι κρατούμενοι του κοινού ποινικού δικαίου μετεστράφησαν στον Χριστό και με δάκρυα εξομολογήθηκαν τα αμαρτήματα τους. Ακούγοντας τους θρήνους αυτούς, ό κόσμος πού είχε συγκεντρωθεί γύρω άπό την φυλακή εισέβαλε στο κελλί και διαπίστωσε έκπληκτος ό’τι ή φυλακή εΐχε μετατραπεί σε ναό. Ένας άπό αυτούς έτρεξε τότε στον διοικητή και τού είπε ότι αν δεν έσπευδε να θανατώσει τον Άγαθόποδα και τον Θεόδουλο, μεγάλο μέρος τού πληθυσμού δεν θα αργούσε να απορρίψει την λατρεία των ειδώλων.
Όταν παρουσιάστηκαν έκ νέου ενώπιον τού δικαστηρίου, οί δύο άγιοι ακτινοβολούσαν σαν να πήγαιναν σε γιορτή. Υπεβλήθησαν σε βασανιστήρια και έλεγαν στους δήμιους: Έύκολα ξεσχίζετε τον χιτώνα του σώματος, άλλα τίποτα δεν δύναται να κλονίσει την πίστη μας! Τα βασανιστήρια αυτά είναι γελοία και μάταια, δεν έχετε λοιπόν άλλον τρόπο για να μας καθυποτάξετε;» Διαπιστώνοντας τέλος ότι τα βασανιστήρια υπήρξαν τόσο ατελέσφορα όσο και οι συζητήσεις, ό Φαυστίνος διέταξε τους δήμιους να ρίξουν τους δύο μάρτυρες στην θάλασσα, δεμένους πι-σθάγκωνα και με πέτρες γύρω άπό τον λαιμό.
Την νύχτα πριν την θανάτωση τους, οί δύο άγιοι είδαν σε ενύπνιο ότι είχαν επιβιβαστεί σε πλοίο παραδομένο στα αχαλίνωτα κύματα. Έσπασε το κύτος του πλοίου και όλοι οί επιβάτες πνίγηκαν έκτος άπό τους δύο μάρτυρες, οί όποιοι ένδεδυμένοι με απαστράπτοντες χιτώνες έφθασαν στην κορυφή ενός βουνού πού άγγιζε τον ουρανό. Παίρνοντας θάρος για την έκβαση του αγώνα τους, παραδόθηκαν στους δήμιους τους με πρόσωπα πού έλαμπαν και παρότρυναν τους συγκεντρωμένους χριστιανούς να χαίρονται μάλλον παρά να θρηνούν για τον θάνατο τους. “Οταν έπιασαν τον Άγαθόποδα για να τον ρίξουν στην θάλασσα, φώναξε: «Καθαρθεις άπό πάσαν άνομίαν διά του δευτέρου αύτού βαπτίσματος, σπεύδω να συναντήσω τον Κύριο μου Ιησού Χριστό!» Διηγούνται ό’τι τα δεσμά τους λύθηκαν και ότι τα κύματα έφεραν τα σκηνώματα των δύο αγίων στην ακτή, όπου ευλαβείς χριστιανοί τα ενταφίασαν με τιμή.
Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, εκδ. Ίνδικτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου